Οἱ μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας
περάσανε χωρίς περισπασμούς καί ἀντεγκλήσεις.
Αὐτός πού πίεζε καί ζητοῦσε δράση, ὁ Βασίλειος, εἶχε φύγει γιά τήν Καισάρεια,
νά γιορτάσει τά ἱερά Πάθη καί τό Πάσχα μέ τό ποίμνιό του. Ὁ νέος ἐπίσκοπος
Γρηγόριος τέλεσε ὅλες τις ἀκολουθίες τῶν Παθῶν.
Ποτέ δέν εἶχε βιώσει τόσο βαθειά τά θεῖα Πάθη, ὅσο τή χρονιά τούτη. Προοίμιο τῶν δικῶν τους παθῶν, πού θ’ ἀκολουθοῦσαν.
Γιόρτασαν τό Πάσχα μέ
λαμπρότητα. Βάλσαμο στό ταλαίπωρο πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου. Τή Διακαινήσιμη ἑβδομάδα, πάλι κανείς δέν τόν
ἐνόχλησε. Μετά ὅμως ἄρχισε ὁ πατέρας
του. Τοῦ ’λεγε καί τοῦ ξανάλεγε ὅτι πρέπει νά ἐνθρονιστεῖ στά Σάσιμα. Καί ἀπό τήν Καισάρεια ἔφταναν γράμματα καί
παραγγελίες τοῦ Βασιλείου,
πού εἶχε τελείως ἀπογοητευτεῖ καί εἶχα χάσει τήν ὑπομονή
του μέ τή στάση τοῦ Γρηγορίου. Τίς πρῶτες
μέρες εἶχε μιά δικαιολογία, σκεπτότανε ὁ Βασίλειος. Ἔπρεπε νά βοηθήσει τόν γερο -ἐπίσκοπο πατέρα
του. Ὁ γέροντας εἶχε φτάσει σχεδόν ἑκατό χρονῶν καί τοῦ ἦταν δύσκολο ἀκόμα καί
νά λειτουργήσει. Μά τώρα, τώρα πού πέρασε το Πάσχα καί ὁ Ἄνθιμος μέ τούς δικούς
του ὀργώνει τόν τόπο χωριό μέ χωριό;
Ἔγραψε, λοιπόν, ὁ
Βασίλειος λόγια προβλητικά στό Γρηγόριο, πού κανείς δέ τά περίμενε. Τοῦ ’γραψε πῶς εἶναι τεμπέλης καί ἀγροῖκος, ἄφιλος
καί ἀνάξιος ἀκόμα καί νά ζεῖ, ἀφοῦ δείχνει τόση ἀδιαφορία γιά τά ἐκκλησιαστικά
πράγματα. Καί τό κακό εἶναι ὅτι πῆρε τό
προσβλητικό γράμμα μόλις γύρισε ἀπό τά Σάσιμα.
Γιατί στό μεταξύ ἀποφάσισε ὁ Γρηγόριος νά πάει στήν ἐπισκοπή, γιά τήν ὁποία
χειροτονήθηκε.
Μπῆκε, λοιπόν, σέ μικρή
ἅμαξα καί μέ βαριά καρδιά ξεκίνησε. Μαζύ
του εἶχε μόνο ἕνα – δύο ἀνθρώπους. Δέν εἰδοποίησε ὅτι θά πήγαινε. Δέν τόν περίμενε κανείς. Ἐλάχιστοι -ἕνας- δύο
κληρικοί μόνο- τόν ἀναγνώρισαν. Μπῆκε
στήν κωμόπολη καί ἡ καρδιά του ἔγινε πιό βαριά. Ἕνας τόπος ξερός καί ἄδενδρος. Ἀπό
τήν ἄνοιξη ἄρχισε νά σηκώνεται σύννεφο ἡ σκόνη παντοῦ. Οἱ δρόμοι γεμάτοι κάρα
πού τά ’σεραν ἄλογα, βοϊδάμαξες ἀργοκίνητες. Ἡ πόλη –μᾶλλον τό χωριό- ἤτανε
σταυροδρόμι. Ὅσοι πήγαιναν στήν Καππαδοκία καί τή Συρία νοτιοδυτικά, γιά ὅλα τά
πρός τά κει μικρασιατικά κέντρα, περνούσανε ἀπό τά Σάσιμα. Ἦταν δηλαδή ἕνα
μεγάλο χάνι, πού διασταυρωνόταν κόσμος καί κοσμάκης. Ἔμποροι καί γυρολόγοι.
Φορτηγατζῆδες καί τυχοδιῶκτες. Κάθε
καρυδιᾶς καρύδι. Ἐκεῖ ὅμως δέ στεριώνανε τά καλά καρύδια καί οἱ κάτοικοι λίγοι
καί ἀπαίδευτοι.
Σεργιάνισε ὁ Γρηγόριος
-ἄγνωστος μεταξύ ἀγνώστων – τά θλιβερά του Σάσιμα καί τόν πῆρε τό παράπνο:
-Στό ἄθλιο τοῦτο μέρος
μέ στέλνεις Βασίλειε.... Ἐσύ, ὁ καλός μου φίλος.... Ἐμένα, πού σκέπτομαι μόνο
τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή...... ἐμένα στέλνεις σέ τοῦτο τό συρφετό.... Νά
κάνω τί ἐδωπέρα; Κι ἀπό πάνω μέ κατηγορεῖς κιόλας ὅτι δέν ἀξίζω οὔτε νά ζῶ! Φοβᾶμαι
ὅτι στόν κόσμο τοῦτο δέν ὑπάρχουνε ἀληθινοί φίλοι!
Σέ λίγο ζήτησε νά πᾶνε
στό ναό. Ἐκεῖ ξεπέζεψε. Μπῆκε, προσκύνησε.
Τοῦ ’φεραν ἕνα κάθισμα. Μαζεύτηκαν γύρω του μερικοί κληρικοί, πού στό
μεταξύ μάθανε τόν ἐρχομό του. Ἄλλοι κληρικοί καί παράγοντες ἐκκλησιαστικοί δέν
τόν πλησίασαν. Εἶχε προλάβει ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος Τυάνων. Λίγο μέ φοβέρα, λίγο μέ ὄμορφα λόγια, τούς ἔπεισε
νά μήν δεχτοῦν τό Γρηγόριο γιά ἐπίσκοπό τους, διότι αὐτός καί ὁ πατέρας του στή
Ναζιανζό ἀναγνωρίζουν γιά μητροπολίτη τους τό Βασίλειο.
Ἀπ’ ὅλ’ αὐτά ὁ
Γρηγόριος ἐλάχιστα ἤξερε. Τώρα τοῦ εἶπαν
λίγα καί κατάλαβε πολλά. Τοῦ διηγηθήκανε μάλιστα κι ἐπεισόδια, ὅπου ἔγιναν
κυριολεκτικά μάχες. Τοῦ διηγηθήκανε
δηλαδή ὅτι ὁ Ἄνθιμος ὀργάνωσε ὁμάδες κρούσης ἀπό ἀνθρώπους ἐπικίνδυνους καί ἀδίστακτους.
Αὐτοί, ἔξω ἀπό τό χωριό, στήνουνε καρτέρι σ’ ἕνα στενό τοῦ δρόμου πού ἔρχεται ἀπό
Καισάρεια. Βράχοι ἀπό τή μιά, δάσος ἀπό
τήν ἄλλη πλευρά. Ὁ δρόμος αὐτός περνάει ἀπό τό προσκύνημα τοῦ ἁγίου Ὀρέστη
(στήν περιοχή τοῦ Ταύρου) καί πηγαίνει στήν Καισάρεια. Ἐκεῖ περιμένουνε τό
καραβάνι μέ τά φορτωμένα μουλάρια. Αὐτά ἔρχονται ἀπό τό προσκύνημα μέ διάφροα
προϊόντα, προοριζόμενα γιά τή Βασιλειάδα, πού τότε ἔκτιζε ὁ Βασίλειος. Ὁπλισμένοι
καί ἀδίστακτοι ὀρμᾶνε στό καραβάνι, δέρνουνε καί τρομοκρατοῦνε τούς ἀγωγιάτες,
πού εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Βασιλείου, καί ἁρπάζουν ζῶα καί προϊόντα. Καί τή θηριωδία τούτη ὁ Ἄνθιμος τήν
παρουσίαζε ὡς ἐνδιαφέρον γιά τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ τόν ἐνδιέφερε μόνο τό
νά εἶναι αὐτός ἄρχοντας τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ τόπου αὐτοῦ.
Οὔτε λίγο οὔτε πολύ ὁ
Γρηγόριος κατάλαβε ὅτι γιά νά κρατήσει τά Σάσιμα χωρίς ν’ ἀναγνωρίσει τόν Ἄνθιμο,
πρέπει νά ὀργανώσει φρουρές, νά δώσει ἀληθινές μάχες. Γιά νά μείνει δηλαδή στήν ἐπισκοπή αὐτή
πρέπει νά χυθεῖ αἷμα. Μόνο πού τό
σκεφτότανε τοῦ ’ρχότανε τρέλλα. Τί θά
κάνει, λοιπόν τώρα; Θά μείνει στά
Σάσιμα;
Φαίνεται ὅμως ὅτι δέν ἦρθε
στά Σάσιμα ἀποφασισμένος νά μείνει. Μᾶλλον
ξεκίνησε γιά νά δεῖ ποιά εἶναι ἡ κατάσταση καί νά ἔχει προσωπική γνώμη. Ἄλλωστε,
ἀκούγοντας γιά τίς θηριωδίες καί τίς ἴντριγκες, μιά σκέψη τοῦ ἄνοιξε δρόμο γιά
τήν ἀπόφαση πού ἔπρεπε νά πάρει. Ἄν ἔφευγε χωρίς νά λειτουργήσει, χωρίς νά
κάνει κάποια ἱεροτελεστία, δέ θά ἤτανε δεσμευμένος γιά πάντα μέ τή ἐπισκοπή τῶν
Σασίμων. Πάντως νά μείνει καί νά ’χει καθημερινό πόλεμο μέ
τόν Ἄνθιμο, δέν τό ἄντεχε.
Ἔτσι ἐγκατέλειψε τά
Σάσιμα γιά πάντα. Κι ἄς φώναζε ὁ
Βασίλειος. Γύρισε στή Ναζιανζό. Βαρύθυμος γιά ὅλο τό ταξίδι. Σ’ ὅλο τό δρόμο δέν τοῦ πήρανε κουβέντα. Φτάσανε, μπήκανε στήν αὐλή καί παρατήρησαν ἀσυνήθιστη
κίνηση. Προχώρησε ὁ Γρηγόριος γιά τό μεγάλο δωμάτιο καί βρέθηκε σ’ εὐχάριστη ἔκπληξη. Δύο Γρηγόροι, ἕνας γέρος κι ἕνα νέος. Κάθονταν καί μιλοῦσαν ἤρεμοι. Ἤσανε ὁ γερο - ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ καί ὁ
Γρηγόριος Νύσσης ἀδερφός τοῦ Βασιλείου, τόν ὁποῖο χειροτόνησε ὁ τελευταῖος γιά
τήν ἐπισκοπή τῆς καππαδοκικῆς Νύσσας πρίν λίγους μῆνες. Ἀγκαλιαστήκανε οἱ τρεῖς
Γρηγόριοι καί ἡ χαρά τους ἤτανε ὁλοφάνερη.
Συνῆλθε κάπως καί ὁ δυστυχής Γρηγόριός μας, ἀλλά γιά λίγο. Διότι τό Γρηγόριο Νύσσης τόν εἶχε στείλει ὁ
Βασίλειος, γιά νά πιέσει τό Γρηγόριό μας νά ἐγκατασταθεῖ στά Σάσιμα. Κόπος ἄδικος, βέβαια.
Τήν ἄλλη μέρα
συλλειτούργησαν καί οἱ τρεῖς Γρηγόριοι.... Ἱερή σύμπτωση! Τρεῖς πανίερες κεφαλές ἐνώπιον τοῦ
θυσιαστηρίου. Μοναδική συγκυρία! Πόσοι ἀπό ἐκκλησίασμα εἴχανε συνείδηση ὅτι
βλέπανε τήν ἡμέρα ἐκείνη τρεῖς μεγάλους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἕνας, ὁ γερο - ἐπίσκοπος, ἅγιος γιά τήν ἄσκηση,
τήν καθαρότητα καί τούς ἀγῶνες γιά τήν πίστη. Ὁ ἄλλος, ὁ Γρηγόριός μας, γιά τή
θεολογία του περί τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ὁ
τρίτος ὁ νεώτερος, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, γιά τη νηπτικοασκητική του θεολογία. Ὁ
γερο - ἐπίσκοπος Γρηγόριος πάντως ἔβλεπε μακριά καί σέ βάθος. Αὐτό καταλάβαινε
πολύ καλά ὅτι χαριτώθηκε τήν ἡμέρα ἐκείνη νά λειτουργήσει μέ τούς μεγαλύτερους
θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας. Πλησιάζοντας τά
ἑκατό, δυό χρόνια πρίν πεθάνει, ὁ Θεός τοῦ ’δωσε τή χαρά τούτη. Μιά ἐμπειρία γιά ζωή. Μετά ἄς πέθαινε....
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.109-113)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας