Σ
|
ήκωσε
τά χέρια του στόν οὐρανό καί ἄρχισε νά ζητάει τό ἔλεος τοῦ Κυρίου γιά τήν ὥρα
τοῦ θανάτου καί τῆς ἐξοδου τῆς ψυχῆς:
-Κύριε, ὁ Θεός τῶνΔυνάμεων,
ὁ μέγας καί φοβερός,
ὁ πλούσιος καί ὑπεράγαθος,
ὁ ἐλεήμων καί εὔσπλαχνος,
σκύψε κι ἄκουσέ με, τόν ἀχρεῖο καί ἁμαρτωλό,
Ἐσύ πού ἔσωσες τόν Ἰωνᾶ
ἀπ’ τήν κοιλιά τοῦ κήτους
κι ἔβγαλες ζωντανό τόν Δανιήλ
ἀπό τῶν λιονταριῶν τό λάκκο.
Γλύτωσέ με, Ἰησοῦ Χριστέ, ἀπ’ τό πικρό σκοτάδι,
ὅταν θά φτάσει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μου,
καί μήν ἀφήσεις τόν πονηρό διάβολο
νά ἔρθει πάνω ἀπό τό δοῦλο Σου.
Τό ζόφο τῶν δαιμόνων, Χριστέ ὁ Θεός,
ἄς μήν ἰδεῖ ἡ ψυχή μου,
μήτε στήν τωρινή ζωή, μήτε στήν μέλλουσα,
μήτε ὅταν χωρίζεται ἀπ’ τό σῶμα μου,
μήτε στήν ἐναέρια ἀνάβασή της.
Ἄς μήν καγχάσει ὁ καταραμένος δράκοντας
σέ βάρος τῆς ἄθλιας ψυχῆς μου,
ὅταν αὐτή θ’ ἀφήνει τό τρισάθλιο κορμί μου.
Ἄς μήν τήν ἁρπάξει,
Κύριέ μου, Χριστέ μου, Ἰησοῦ μου,
Θεέ μου, τό φῶς μου,
ἄς μήν τήν ἁρπάξει
τό μολυσμένο πνεῦμα τῆς δυσωδίας
κι ἄς μήν τήν τραβήξει στήν ἀπώλεια.
Ἄς μήν ἰδοῦν τά μάτια μου,
Δέσποτα Θεέ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς,
τοῦ διαβόλου τήν κατάπικρη μορφή
καί τή σκοτεινιασμένη ὄψη.
Ἀλλά τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ τέλους μου,
Βασιλιά ἅγιε, τρισάγιε, πολυύμνητε,
στεῖλε κείνη τήν ἡμέρα Θεέ μου, Θεέ μου,
τόν θαυμαστό ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ
πάνω ἀπ’ τόν ἱκέτη σου.
Στεῖλε κείνη τήν ὥρα τόν Γαβριήλ,
τόν Οὐριήλ, τόν Ραφαήλ,
τούς μεγάλους φωστῆρες καί ταξιάρχες,
μαζί μ’ ὁλόκληρο τό ἄχραντο
καί τρισμακάριο στράτευμά τους,
γιά νά συντρίψουν τόν ἀχόρταγο βύθιο δράκοντα,
πού τρίζει τά δόντια του
ἐνάντια σ’ ὅσους ζοῦν μ’ εὐσέβεια
κι ἀποζητάει νά τούς ἁρπάξει, νά τούς καταπιεῖ
καί νά τούς ἀφανίσει μές στό χάος.
Θεέ μου, γκρέμισέ τον τήν ὥρα τῆς ἐξόδου μου
μαζί μ’ ὁλόκληρο τό βρωμερό του στράτευμα
στήν ἄβυσσο, στό σκότος, στά τάρταρα,
ἐκεῖ πού τρίζουνε τά δόντια.
Στεῖλε, Κύριε, τήν ὥρα τῆς ἐξόδου μου
τό ἔλεός Σου καί τή φιλανθρωπία Σου,
Δῶσε ἀκόμα, Κύριέ μου, μεγάλη ἀνακούφιση
σέ κάθε χριστιανό πού θά ψυχορραγεῖ
καί πού θά τοῦ διαβάσουν τούτη τήν εὐχή,
γιά νά ντροπιάζοτναι καί νά χλευάζονται
τά βρωμερά δαιμόνια.
Σύντριψέ τα, Δέσποτα,
μέ τήν πανίσχυρη ἐξουσία Σου!
Ἀφάνισέ τα, δυνατέ, μέ τή ρομφαία Σου!
Διάλυσέ τα, κραταιέ, ὑψηλέ καί φοβερέ,
μέ τήν ἀστραπή τῆς πυρίπνοης δύναμής Σου.
Ἄς εἶναι, Θεέ μου, αὐτή ἡ προσευχή
δροσιά καί ἀνακούφιση σ’ ὅσους ψυχορραγοῦν,
ὕπνος καί γαλήνη, εὐωδία καί χαρά,
στερέωμα καί καταφυγή, θάρρος καί βοήθεια.
Ναί, Δέσποτα, ὁ Θεός
τῶν πατέρων μου τῶν ἁγίων,
πού σ’ εὐαρέστησαν μές στούς αἰῶνες,
μήν παραβλέψεις, Ἅγιε, τό αἴτημά μου,
μήν περιφρονήσεις, Εὔσπλαχνε, τή δέησή μου.
Ἀλλά φύτεψε μέσα σ’ αὐτή τήν προσευχή
ρομφαία δίστομη, αἰώνια καί ἐπουράνια,
πικρό φαρμάκι καί ὀργή γεμάτη
ἐνάντια στούς δαίμονες, τά πνεύματα τῆς πονηρίας,
μά ξέχειλη ἀπό συμπάθεια καί ἄφεση
καί εὐσπλαχνία καί χρηστότητα
γι’ αὐτόν πού θά ψυχορραγεῖ.
Κι ἄν διαβαστεῖ τήν ὥρα ἐκείνη ἐπάνω του
ἡ προσευχή ἐτούτη καί ἡ δέηση,
ἐλάφρυνε, Κύριε, τό βάρος του,
ἔστω κι ἄν ἔχει ἁμαρτίες πολλές.
Ἐλέησε τό πνεῦμα του.
Εὐλόγησε τήν ἀνάβασή του σ’ Ἐσένα.
Στεφάνωσέ τον μέ τούς οἰκτιρμούς Σου.
Ξέχυσε πάνω του τό ἔλεός Σου.
Χάρισέ του τήν τρυφή τοῦ παραδείσου.
Μέτρησε τίς ἀνομίες του μέ μέτρο
τό ἄφατο πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Σου.
Συγχώρεσέ τον.
Ἐλέησε καί σῶσε τήν ταλαίπωρη ψυχή του.
Λυπήσου, σύντρεξε, βοήθησε καί φρόντισέ την.
Φύλαξέ τήν μέσα στό μεγάλο Σου ἔλεος.
Δεῖξε της τή φιλανθρωπία Σου.
Στεῖλε της τούς ἀγγέλους τῆς εἰρήνης.
Δῶσε της τήν ἄχραντη ἀγάπη Σου.
Ἄνοιξέ της τήν ἔνδοξη ἀγκαλιά Σου.
Πλημμύρισέ την μέ κάθε εὐωδία.
Ταπείνωσε καί διῶξε ἀπό μπροστά της
τούς ἀποκρουστικούς κι ἀπατεῶνες δαίμονες,
πού τήν περιγελοῦν χαιρέκακα.
Μέσα στό πῦρ τῆς γέενας
κάνε τα στάχτη, Δέσποτα,
τά σκοτεινά τῆς πονηρίας πνεύματα,
ὅσα θά δοκιμάσουν τολμηρά νά φοβερίσουν
καί νά ταράξουν τήν ψυχή ἐκείνη,
πού θά τῆς διαβαστεῖ ἡ ταπεινή μου δέηση.
Ναί, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τό φῶς τοῦ κόσμου,
ἄκουσέ με, σάν ἀγαθός,
καί δῶσε χάρη καί ἔλεος στήν προσευχή μου αὐτή.
Τόν ἑαυτό Σου δώρισε ὁλόκληρο
σάν βοηθό καί σκεπαστή καί σάν σωτήρα,
σ’ ὅποιον θά ἐπικαλεστεῖ τό ὄνομα
τοῦ βουτηγμένου μές στό βοῦρκο Νήφωνα.
Ἄκουσέ με, Κύριε, εὐσπλαχνικέ καί ἅγιε,
καί δῶσ’ μου ὅσα γύρεψα
καί ζήτησα ἀπ’ τό κραταιό Σου ὄνομα,
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Μόλις τέλειωσε ὁ
μακάριος τήν προσευχή του, ἔλαμψε ξάφνου ἕνα φῶς ἐξαίσιο μπροστά του.
Καί νά! Μέσ’ ἀπ’ τό φῶς
ἐκεῖνο παρουσιάστηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς!
Ἡ καρδιά τοῦ Νήφωνα
πλημμύρησε χαρά. Ὁ Χριστός ἔσκυψε καί τόν ἀσπάστηκε τρεῖς φορές. Σέ κάθε ἀσπασμό ὁ ὅσιος ἔκραζε μέ θεῖο πόθο:
-Ἀμήν! Ἀμήν! Ἀμήν!
Ὕστερα ὁ Κύριος τοῦ εἶπε:
-«Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!»60. Ἄκουσα τή δέηση σου καί
πρόθυμα θά δώσω αὐτά πού ζήτησες γιά τή σωτηρία τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν. Καί σ’ ὅποιον μνημονεύει τ’ ὄνομά σου, εἴτε
στήν ἐκκλησία εἴτε στήν ἀτομική του προσευχή, θά παραστέκω βοηθός στούς
πειρασμούς καί τούς κινδύνους καί τίς θλίψεις του, προπαντός ὅμως στό
ψυχομαχητό καί τήν ἀποδημία του γιά τήν ἄλλη ζωή. Πλούσια θ’ ἀπολαύσουν τό ἔλεός μου, ὅσοι στ’ ὄνομά
σου θά μέ δοξάζουν. Κι ἐκείνους πού θά
μ’ ἐπικαλοῦνται μέ τίς πρεσβεῖες σου, θά τούς στερεώσω καί θά τούς δυναμώσω καί
θ’ ἀφανίσω ἀπό μπροστά τους, γιά χάρη σου, κάθε δαιμονική παράταξη. Ὅταν πάλι
θά φτάσει ἡ ὥρα νά φύγεις κι ἐσύ ἀπ’ τή ζωή αὐτή, θά ἔρθω μέ τά τάγματα τῶν ἁγίων
ἀγγέλων μου, θά παραλάβω τήν ψυχή σου στά ἴδια μου τά χέρια καί θά σ’ ἀναπαύσω
εἰρηνικά στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ.
Τελειώνοντας τά λόγια
Του ὁ Κύριος, τόν εὐλόγησε, ἁγιάζοντας ὅλα του τά αἰσθητήρια μέ τή χάρι Του καί
τήν ἀλήθεια Του. Καί ὁ ὅσιος,
πλημμυρισμένος θεία ἡδονή καί ἀγαλλίαση, ἄρχισε νά δοξολογεῖ τόν Κύριό του:
-Ἦρθες στό ἐλάχιστο πλάσμα Σου,
Δέσποτα, ὁ γυκύς καί ὡραῖος!
Ἦρθες νά εὐφράνεις τόν ἀχρεῖο δοῦλο Σου,
ἡ ζωή, ἡ χαρά, ἡ εὐωδία
τῶν ἀχράντων καί τιμίων ἀγγέλων!
Καλῶς ἦρθες, «ὁ τὰ πάντα πληρῶν»61,
ὁ πιό εὐφρόσυνος ἀπό τήν κάθε εὐφροσύνη!
Εὐλογημένος εἶσ’ Ἐσύ, πού ἔρχεσαι σ’ ἐμένα,
καί δοξασμένος, Δέσποτα, πού, σάν Θεός,
μένεις ἀκίνητος παντοῦ!
Θυμήσου με στή δόξα Σου.
Θυμήσου με στήν ὀμορφιά τοῦ παραδείσου.
Θυμήσου με στόν οὐρανό.
Θυμήσου με, ὅταν θά ψάλλονται
τ’ ἄσματα τῶν ἀσμάτων.
Θυμήσουμε, ὁ καθισμένος
σέ Χερουβείμ καί Σεραφείμ,
ὁ δοξασμένος καί ὁ μέγας,
τό φώτισμα καί ὁ φωτιστής,
τό θεῖο τοῦ Πατέρα ἀπαύγασμα
καί τ’ ἀποτύπωμα τό τέλειο,
τό μέγα πέλαγος τῆς ἄπειρης
κι ἀθάνατης φιλανθρωπίας.
Δεῖχνε μου ἔλεος, Χριστέ μου, Κύριε Ἰησοῦ,
ὅσο θά ἔχω μέσα μου πνοή.
Μή φύγεις ἀπό δίπλα μου.
Προστάτευέ με καί τό δρόμο δεῖχνε μου
πού φέρνει στήν αἰώνια ζωή.
Μόλις ὁ ἅγιος τέλειωσε
τόν δοξολογικό του ὕμνο, ὁ Κύριος τόν κοίταξε στοργικά, τοῦ χαμογέλασε γλυκά
καί τοῦ εἶπε:
-Εἰρήνη σ’ ἐσένα,
Νήφων, παιδί μου!
Καί μ’ αὐτόν τόν ἱερό
χαιρετισμό ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς.
Ὅταν ὁ δίκαιος ἦρθε
πάλι νά μέ βρεῖ, στό πρόσωπό του, πού λές κι ἄστραφτε, ἦταν ἁπλωμένη μιά ἀπέραντη
γλυκύτητα. Ἀπό τό σῶμα του ξεχύνονταν τέτοια οὐράνια, ἁγιοπνευμαική εὐωδία, πού
νόμιζα ὅτι βρισκόμουν μέσα στό παράδεισο.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(120-128)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας