Ἡ ἐπιθετικότητα τοῦ Οὐάλη
γιά τήν Καισάρεια καί τή Ναζιανζό μειώθηκε στό ἔπαρκο. Ὁ παντοδύναμος ἄρχοντας ἀναγκάστηκε
νά ὑποστείλει τή φοβερή σημαία του. Τότε
ἀνέπνευσε καί ὁ Γρηγόριος, πού ἀγωνιζότανε βέβαια, μά περίμενε καί τή μεγάλη ὥρα
τῆς ἡσυχίας. Συνῆλθε, λοιπόν, ἀπό τούς
περισπασμούς, ἀπό τίς ἐπισκέψεις καί τά ταξίδια, πού ἔκανε συνέχεια χάριν τῆς
πίστης. Ἦρθε ἡ ὥρα νά διακονήσει καί τή μόνιμη ἀγάπη του. Τήν ἡσυχία δηλαδή,
καί τήν ἀπομόνωση. Τήν αὐστηρή ἄσκηση
καί τήν προσευχή. Ἄλλοτε γιά ὧρες καί ἄλλοτε γιά μέρες, κλεινότανε στό ἀπέριττο
δωμάτιο τοῦ μεγάλου σπιτιοῦ καί πάσχιζε
καί παρακαλοῦσε νά ’χει στήν καρδιά του μόνιμα τό Χριστό. Οἱ νηστεῖες, οἱ
μετάνοιες καί τά δάκρυά του σ’ αὐτό μόνο
ἀπέβλεπαν. Οἱ γύρω του ἄνθρωποι δέν
καταλάβαιναν τό ἐγκλεισμό, τήν ἀπομόνωση τοῦ Γρηγορίου. Τοῦ εἴχανε ὅμως ἐμπιστοσύνη. Τόν ξέρανε καί τόν βλέπανε πόσο ἀσκητικός ἦταν.
Ὁ γέρο-πατέρας μόνο καί ἡ μητέρα του τόν καταλάβαιναν. Ἀλλά κι αὐτοί
στενοχωριόνταν, ὅταν ὁ ἱερός τους γιός ἐξαφανιζότανε κάποτε-κάποτε στήν Ἀριανζό.
Σχεδον ἀξημέρωτα κινοῦσε
γιά τό ἀγροτόσπιτο τῆς Ἀριανζοῦ. Περνοῦσε τό μικρό καθαρό ποτάμι ἀπό τό ρωμαϊκό
γεφύρι καί προχωροῦσε γιά τούς πρόποδες τοῦ πανύψηλου βουνοῦ. Σέ δύο περίπου ὧρες
βρισκότανε ἐκεῖ. Μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ ὑποστατικοῦ
ἔφταναν λίγες κουβέντες. Κλεινότανε σ’ ἕνα δωμάτιο, πού ἔβλεπε κάτω στό πεδινό
τόπο, τήν Τιβερινή. Ἀπό τό πίσω παράθυρο ἔβλεπε ὄρθιο τό πανύψηλο βουνό. Ἀστραφτερό
μέ τό χιόνι του, τώρα τό χειμώνα, Φεβρουάριος –Μάρτιος. Ὁ Γρηγόριος δέν ἀφηνότανε
νά αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τίς φυσικές καλλονές.
Μολονότι ποιητής καί μάλιστα μεγάλος, ποτέ δέ σαγηνεύτηκε ἀπό τή
φύση. Μόνο τή θαύμαζε.
Ἔμεινε λοιπόν
κλεισμένος. Οἱ τοῖχοι μόνο ἀκούγανε τούς στεναγμούς τῆς μετανοίας του. Τό
πάτωμα γευότανε τήν πίκρα τῶν δακρύων του, πού βγαίνανε πολλά ζητώντας ἄφεση
καί παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του. Παραδινότανε σέ ἀδιάλειπτη προσευχή
γιά νά φτερουγίσει στό νοῦ του τό ἅγιο Πνεῦμα, ὁ μεγάλος του πόνος καί ἡ ἄφατη
χαρά του.
Ὅσο περισσότερο ἐπιδιδότανε
στήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση, τόσο περισσότερο τίς ἀγαποῦσε. Ἔνιωθε ἀποφασισμένος
νά τούς ἀφιερωθει. Γύριζε ὅμως πάλι στά ποιμαντικά καί θεολογικά του καθήκοντα.
Φρόντιζε ν’ ἀλαφραίνει καί τό βάρος τῶν γερατειῶν. Ἕτσι ὅμως πού ἔβλεπε τούς
γονεῖς, γέρους καί ἀνήμπορους, σχεδόν ἑκατόχρονους, τοῦ ’ρχότανε πάντα μιά ἰδέα:
-Μόλις ὁ Θεός καλέσει
τούς γέρους μου γονεῖς κοντά του, θά φύγω καί ’γώ, θά γίνω ἀναχωρητής, θ’ ἀσκητέψω
ἀνεμπόδιστος, ὅπως ψυχή μου σ’ ἀρέσει.
Τήν ἰδέα μάλιστα
συζήτησε μιά-δυό φορές καί μέ τό Βασίλειο, τόν ὁποῖο συναντοῦσε γιά λίγο, ἄλλοτε
στήν Καισάρεια καί ἄλλοτε στή Ναζιανζό. Ὁ Βασίλειος εἶχε διαφορετική γνώμη. Μά ἔτσι
πού ἄκουγε τό Γρηγόριο νά μιλάει γιά τήν ἡσυχαστική ζωή μέ τόση θέρμη, δέν ἤθελε
νά τόν στεναχωρήσει. Τοῦ ’λεγε ὅτι συμφωνεῖ, ὅτι καλά σκέφτεται.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.102-104)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας