Εἰσαγωγή στό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν
Ψαλμός 1ος
Στήν ἐποχή μας δέν ὑπάρχει μόνο πολλή ἁμαρτία, ἀλλά ὑπάρχει καί πολλή ἀσέβεια. Δέν ἔχουμε ἁπλά ἀνθρώπους πού πέφτουν σέ σαρκικά ἁμαρτήματα ἤ σέ κλοπές ἤ σέ ἄλλες γνωστές ἁμαρτίες πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι· ἔχουμε πολλή ἀσέβεια σήμερα. Οἱ ἄνθρωποί μας σήμερα τά βάζουν μέ τόν Θεό· δηλαδή εἶναι παραβάτες τῆς πρώτης ἐντολῆς. Αὐτό ἰδιαιτέρως ἐκκαίει, θά λέγαμε, προκαλεῖ τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, τήν ὑποδαυλίζει. Γι’ αὐτό στήν ἐποχή μας πρέπει νά φοβόμαστε.
Φυσικά πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν γίνεται ἀπό εὐσεβής ξαφνικά ἀσεβής· περνάει ἀπό τό στάδιο τοῦ ἁμαρτωλοῦ γιά νά φθάσει στήν ἀσέβεια. Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, πέφτει σέ ἁμαρτήματα, χρονίζοντα ἁμαρτήματα, γι’ αὐτό πρέπει πάντα νά τά φοβόμαστε αὐτά. Ὅταν τά ἁμαρτήματα χρονίζουν, αὐτό ἀρκεῖ γιά νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος «οὐκ ἔστι Θεός»· κι ὅταν φθάσει νά πεῖ δέν ὑπάρχει Θεός, πού εἶναι ἡ χαρακτηριζόμενη ἀθεΐα τῆς ἐποχῆς μας, αὐτό πιά εἶναι ἀσέβεια βαρειᾶς μορφῆς! Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ διάκριση ἀνάμεσα στόν ἁμαρτωλό καί τόν ἀσεβῆ.
Καί ποιός εἶναι ὁ λοιμός ἄνθρωπος; Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἄν ἦταν ἄρρωστος –ἀπό ἐκεῖ εἶναι ἡ μεταφορά– θά μετέφερε μιά λοιμώδη, μιά κολλητική ἀρρώστια στόν ὑγιῆ. Ἔτσι καί ἐδῶ τώρα λοιμός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού δέν εἶναι ἁπλῶς ἁμαρτωλός ἤ ἀσεβής, ἀλλά εἶναι καί ἐπικίνδυνος νά κολλήσει τούς ἄλλους μ’ αὐτό πού ἔχει. Δηλαδή, μ’ ἄλλα λόγια, ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀσέβεια εἶναι μιά κολλητική ἀρρώστια!
Πάει τό παιδί μας στρατιώτης, βρίσκεται σ’ ἕνα περιβάλλον ἠθικά μολυσμένο –ἐπειδή τό δημιουργοῦν τό περιβάλλον αὐτό λοιμοί ἄνθρωποι– καί γρήγορα ἁρπάζει κι αὐτός τήν ἠθική ἰνφλουέντσα, δηλαδή τήν ἀρρώστια. Κι ἔτσι βλέπουμε τό παιδί μας, αὐτό πού δέν εἶχε πέσει στήν ἁμαρτία, νά πέφτει, γιατί βρέθηκε σέ περιβάλλον ἀνήθικο, ἀσεβές. Ἤ, βλασφημοῦν οἱ ἄλλοι, καί βλασφημεῖ κι αὐτός· ἤ, λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι δέν πιστεύουν στόν Θεό, καί βρίζουν τόν Θεό καί τά λοιπά. Καί ἔτσι, σιγά - σιγά, μέ τό πές - πές καί πές - πές, σιγά - σιγά κολλάει κι αὐτό τό παιδί αὐτή τήν ἀρρώστια.
Ἔτσι ἔχουμε τίς τρεῖς αὐτές κατηγορίες ἀνθρώπων φοβερῶν: τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀσεβῶν καί τῶν λοιμῶν.
Οἱ Τελῶνες τί ἦσαν; Ἁμαρτωλοί. Οἱ Φαρισαῖοι τί ἦσαν; Ἀσεβεῖς. Γι’ αὐτό οἱ τελῶνες, οἱ πόρνες καί οἱ ἁμαρτωλοί, ἄκουγαν τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, πίστευαν καί διορθώνονταν. Ἀλλά οἱ ἀσεβεῖς Φαρισαῖοι καί οἱ Σαδδουκαῖοι καί οἱ Γραμματεῖς; Τίποτα! Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί φοβερό πράγμα εἶναι τό νά εἶσαι ἀσεβής ἄνθρωπος; Μένεις ἀμετανόητος! Ναί.
Τώρα θά δοῦμε ἄλλα τρία. Τά πρῶτα τρία ἦταν «ἐπορεύθη», «ἔστη», «ἐκάθισεν». Ἡ δεύτερη τριάδα ἦταν ἀσεβεῖς, ἁμαρτωλοί, λοιμοί. Τώρα πᾶμε σέ μιά τρίτη τριάδα, πού εἶναι ἡ βουλή, ἡ ὁδός καί ἡ καθέδρα. Καταλάβατε τώρα πῶς παίρνουμε τό θέμα τοῦ κειμένου;
Θά σᾶς παρακαλέσω πολύ μάλιστα, μέ αὐτήν τήν εὐκαιρία, νά ἀγοράσετε ἀπό ἕνα Ψαλτήρι. Εἶναι πολύ φτηνό, ἔχει 35 δραχμές· ἔχει δίπλα καί τήν ἐξήγηση, τήν ἑρμηνεία, καί εἶναι τοῦ κυρίου Τρεμπέλα. Εἶναι μικρό καί μπαίνει στήν τσέπη. Δέν τσακίζει, δέν χαλάει, εἶναι μιά χαρά. Εἶναι λεπτό, ὅσο εἶναι ἕνα πακέτο... τσιγάρα... Θά παρακαλέσω, ἄν δέν τό ἔχετε τουλάχιστον κάθε ἡμέρα στήν τσέπη σας, ὅταν ἔρχεσθε ἐδῶ τή Δευτέρα, νά τό ἔχετε μαζί σας, γιά νά μήν μπαίνω στόν κόπο νά σᾶς τυπώνω τό κείμενο. Τό ἔχω κάνει αὐτό ἄλλες φορές καί ἀληθινά σᾶς τό λέω, εἶναι κόπος, γιατί δέν ἔχω χρόνο. Πέρυσι δέν μπόρεσα νά τυπώσω· ἴσως πρόπερσι τύπωνα, κάποιες χρονιές τύπωνα, ἀλλά δέν μοῦ εἶναι εὔκολο νά συνεχίσω νά τό κάνω. Νά ἔχετε στήν τσέπη σας λοιπόν τό Ψαλτήρι καί νά κάνουμε ἀπό ἐκεῖ τή μελέτη. Νά παρακολουθεῖτε ἀπό μέσα τό κείμενο, κι αὐτό θά εἶναι γιά σᾶς μιά μεγάλη ὠφέλεια.
Αὐτή λοιπόν ἡ τρίτη τριάδα εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ βουλή, ἡ ὁδός καί ἡ καθέδρα.
Τί εἶναι ἡ βουλή; Εἶναι τό συνέδριο, ἡ σύναξη. Εἶναι ἡ συναγωγή πονηρευομένων ἀνθρώπων! Εἶναι, ἀγαπητοί μου, ὅταν οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται μέσα σέ κακές συναναστροφές. Ὅταν διαρκῶς καί διαρκῶς ἔχουν ἕναν συγχρωτισμό, δηλαδή συναναστρέφονται συχνά κάποιους ἀνθρώπους, ἤ ὅταν παίρνουν ἀποφάσεις μαζί μέ ἀσεβεῖς ἀνθρώπους. Ὅπως στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ βουλή καί τό συνέδριο τῶν Γραμματέων, τῶν Φαρισαίων, τῶν Ἀρχιερέων. Ἐκείνη ἦταν πραγματικά συναγωγή πονηρευομένων ἀνθρώπων.
Τί εἶναι ἡ ὁδός ; Εἶναι τό νά θέλουμε νά ἀντιγράφουμε τίς μεθόδους τῶν ἀνθρώπων πού ἁμαρτάνουν.
Καί τί εἶναι ἡ καθέδρα; Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι «ἐπὶ τῆς Μωϋσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι», καί αὐτό μεταφορικά σημαίνει ὅτι εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού κρατοῦν τή διδασκαλία τοῦ Μωυσῆ. Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἑρμηνεύει –καί ἄλλοι, ὅπως καί ὁ Θεοδώρητος Κύρου– ὅτι καθέδρα ἐδῶ θά πεῖ ὅτι ὁ εὐσεβής δέν βρίσκεται σέ συνάξεις πού γίνονται διδασκαλίες νοσηρές, λοιμικές, δηλαδή ὅπως εἶναι οἱ διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν ἀνθρώπων ἤ φλυαρίες ἀθεϊστικές καί τά λοιπά. Αὐτή εἶναι ἡ τρίτη τριάδα, πού μᾶς παρουσιάζει τό χωρίο αὐτό.
Πάντως εὐτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί εὐτυχισμένος ὁ νέος πού δέν βρέθηκε σ’ αὐτές τίς καταστάσεις. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά παίρνουμε δρόμο καί νά φεύγουμε!
«Ἀλλ’ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός». Τί ὡραῖο αὐτό! Δέν πῆγε ἐκεῖ ὁ μακάριος ἄνθρωπος, ὁ εὐσεβής, ἀλλά τό θέλημά του δέν εἶναι παρά στόν νόμο τοῦ Κυρίου, πού τόν μελετᾶ μέρα καί νύχτα. Τί ὡραῖο!
Προσέξτε. Οἱ Ἑβδομήκοντα μεταφράζουν τό ρῆμα γιεγκέ ὡς μελετῶ∙ ὁ εὐσεβής θά μελετάει «ἡμέρας καί νυκτός». Τό ρῆμα γιεγκέ σημαίνει ψελλίζω, μουρμουρίζω, καί εἶναι πιό χαρακτηριστικό, πιό ὡραῖο∙ ὅταν δηλαδή τά χείλη μου διαρκῶς ψελλίζουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, αὐτά τά ἱερά κείμενα καί τά λοιπά.
Διάβαζα κάπου ὅτι μέχρι σήμερα εὐσεβεῖς Ἑβραῖοι πού συναντᾶ κανείς στόν δρόμο, μπορεῖ νά τούς δεῖ νά λένε διαρκῶς κάτι, δηλαδή ψελλίζουν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ἔχουμε ἐκεῖνο τό συμπυκνωμένο, τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἀλλά γενικά, ἀγαπητοί μου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅταν ψελλίζεται διαρκῶς, δηλαδή βρίσκεται συνέχεια στά χείλη μας, εἶναι μεγάλο τό κέρδος. Γιατί, ἀρνητικά μέν, οὐδέποτε τά χείλη μας θά ποῦν ψέμα, κατάρα, βρισιά, ἤ ὅ,τι ἄλλο∙ καί τό ἀντίθετο, θετικά, ἀφοῦ στά χείλη μας εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πάντα θά λέγεται κάτι ἀγαθό καί κάτι καλό. Γι’ αὐτό ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος διατηρεῖται εὐσεβής καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο, δηλαδή μέ τό νά ἔχει συνέχεια στό στόμα του τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
«Καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων , ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀποῤῥυήσεται∙ καὶ πάντα, ὅσα ἂν ποιῇ, κατευοδωθήσεται». Δηλαδή: Καί ὁ εὐσεβής θά εἶναι ὅπως τό δέντρο τό φυτρωμένο κοντά σέ ἄφθονα τρεχούμενα νερά, πού θά δώσει τόν καρπό του τότε πού πρέπει, καί τό φύλλωμά του δέν πέφτει, εἶναι καταπράσινο, καί πάντοτε ὅσα κι ἄν κάνει, θά εἶναι εὐλογημένα.
Μία πολύ - πολύ ὡραία εἰκόνα! Ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος μοιάζει σάν δένδρο φυτεμένο στίς ἐκβολές ἑνός ποταμοῦ∙ κι ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔχει πάντοτε νερό, τό φύλλο του μένει δροσερό, καί δίνει στόν καιρό του τόν καρπό. Ἔτσι μοιάζει ὁ εὐσεβής.
Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ πηγή, ἤ καλύτερα αὐτές οἱ διέξοδοι τῶν ὑδάτων; Ὅπως θά ξέρετε, μέ νερό παρουσιάζεται πάντοτε αὐτός ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ πέτρα πού χτύπησε ὁ Μωυσής καί ἀνάβλυσε τό νερό ἦταν ὁ Χριστός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός», ἡ πέτρα αὐτή ἦταν ὁ Χριστός. Ἄν λοιπόν ὁ εὐσεβής παρομοιάζεται μέ τό δένδρο, ἐφόσον ψελλίζει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ –μέ τή μία εἰκόνα πού δίνει ὁ Ψαλμωδός– τότε ἔχει βυθισμένες τίς ρίζες του, δηλαδή τή σκέψη του, τά αἰσθήματά του, τή βούλησή του, μέσα στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, μέσα στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, μέσα σ’ αὐτόν τόν Χριστό. Κι ὅταν εἶναι μέσα στόν Χριστό –τώρα ἔμμεσα χριστολογικός ὁ Ψαλμός– τότε ὁπωσδήπτε θά ἀποδώσει καρποφορία, καί ἡ καρποφορία δέν εἶναι παρά αὐτή ἡ πνευματική ζωή.
«Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἤ ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπό προσώπου τῆς γῆς». Ὄχι ἔτσι οἱ ἀσεβεῖς, ὄχι ἔτσι, ἀλλά εἶναι σάν τό χνούδι, πού τό παρασύρει ὁ ἄνεμος καί τό σκορπάει σέ ὅλη τή γῆ. Δηλαδή οἱ ἀσεβεῖς δέν μοιάζουν μέ τόν εὐσεβῆ· δέν εἶναι ἔτσι οἱ ἀσεβεῖς, δέν εἶναι ἔτσι. Ἀλλά εἶναι σάν τό χνούδι, σάν ἐκεῖνο τό ψιλό τό ἀχυράκι μέσα στό ἁλώνι, πού ἔχει ἤδη πατηθεῖ πολύ - πολύ μαζί μέ τό στάρι μέσα καί τό ἄγανο, καί τώρα παίρνει ὁ γεωργός καί σηκώνει τό σιτάρι ψηλά μ’ ἐκείνη τήν τσουγκράνα –ἐκεῖνο τό ἐργαλεῖο πού εἶναι μέ δόντια– πέφτει τό στάρι κάτω, κι ὁ ἄνεμος παίρνει ἐκεῖνο τό ψιλό τό ἀχυράκι καί τό πηγαίνει μακριά. Χνοῦς κατά λέξη εἶναι αὐτό τό ψιλό τό ἀχυράκι. Ἄντε νά τό βρεῖς... τό πῆρε ὁ ἄνεμος!... Ἔτσι μοιάζει ὁ ἀσεβής. Καί πραγματικά ὁ ἀσεβής ἄνθρωπος χάνεται, κι αὐτός καί τά ἔργα του. Χάνεται· δέν ἀντέχει στήν Αἰωνιότητα.
«Διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει, οὐδὲ ἁμαρτωλοὶ ἐν βουλῇ δικαίων». Δηλαδή: Γι’ αὐτόν τόν λόγο δέν θά σηκώσουν κεφάλι οἱ ἀσεβεῖς κατά τήν Κρίση, οὔτε καί οἱ ἁμαρτωλοί ὅταν θά ὑπάρχει ἡ σύναξη τῶν δικαίων.
Βέβαια, περνάω γρήγορα τούς στίχους αὐτούς, γιατί κάναμε μιά μακρά εἰσαγωγή, καί σέ δυό λεπτά τελειώνουμε· γι’ αὐτό προχωράω γρήγορα. Θά μποροῦσε βέβαια νά πεῖ κανείς πολλά πράγματα.
Ὁ μέγας Ἀθανάσιος λέει ὅτι ἐδῶ μιλάει περί Κρίσεως, περί ἐλέους, περί... περί... περί... Βρήκαμε ὡς τώρα ἕνα χριστολογικό σημεῖο· ἐδῶ ἕνα ἐσχατολογικό. «Ὅταν θά γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τότε οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀσεβεῖς, δέν θά μποροῦν νά σηκώσουν κεφάλι». Ὥστε μιλάει γιά ἀνάσταση τῶν νεκρῶν !... Ὥστε μιλάει γιά Κρίση!... Ἀκοῦτε; «Διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται οἱ ἀσεβεῖς ἐν κρίσει»!
Τί θά πεῖ «οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει»; Ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα λεπτό σημεῖο, καί θά παρακαλέσω νά τό προσέξετε. Τό «οὐκ ἀναστήσονται» δέν σημαίνει ὅτι θά ἀναστηθοῦν ἤ δέν θά ἀναστηθοῦν, ἀλλά ὅτι δέν θά μπορέσουν νά σηκώσουν κεφάλι· ὅπως ὁ ἔνοχος κατεβάζει τό κεφάλι κάτω ἀπό ντροπή. Δέν ἐννοεῖ ὅτι οἱ ἀσεβεῖς δέν θά ἀναστηθοῦν. Θά ἀναστηθοῦν! Τό δυστύχημα εἶναι ὅτι οἱ Χιλιαστές παίρνουν τό χωρίο αὐτό, τό διαστρέφουν, καί λένε: «Νά, οἱ ἀσεβεῖς δέν θά ἀναστηθοῦν»!
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας