Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Μανώλη
Εὐχαριστίαι θερμαὶ ἀνήκουν εἰς ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν καλωσύνην νὰ κάμουν αὐτὴν τὴν θαυμασίαν τὴν συγκέντρωσιν τὴν ἀποψινήν. Καὶ ἐν πρώτοις ἐκ βάθους ψυχῆς εὐχαριστοῦμε θερμότατα τὸ Διοικητικὸν Συμβούλιον τῆς «Πανελληνίου Ὀρθοδόξου Ἑνώσεως» καὶ τὰ μέλη αὐτοῦ, τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Φλωρίνης κ. Αὐγουστῖνον διὰ τὴν θερμοτάτην συμπαράστασιν καὶ
τὴν παρουσίαν του εἰς τὴν ἱερὰν αὐτὴν ἐκδήλωσιν. Ἀλλὰ βαθύταται εὐχαριστίαι ὀφείλονται καὶ ἀναπέμπονται καὶ πρὸς ὅλον τὸ τίμιον πρεσβυτέριον, ποὺ εὑρίσκεται καὶ συμπροσεύχεται αὐτὴν τὴν ὥραν εἰς τὴν αἴθουσαν αὐτήν, ὅπως ἐπίσης καὶ εἰς τὰς σεβασμίας μητέρας, σεβαστοὺς πατέρας, ποὺ μᾶς φιλοξενοῦν εἰς τὴν αἴθουσαν αὐτὴν καὶ εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ ποὺ προσῆλθε ἀπόψε, διὰ νὰ δεηθῆ νοερῶς διά τὴν ἀνάπαυσιν τῶν ψυχῶν προσφιλεστάτων Πατέρων καὶ ἀδελφῶν μας καὶ νὰ ὠφεληθῆ ἀναλόγως ἀπὸ ὅλα αὐτά.
Ἰδιαιτέρως εὐχαριστοῦμε καὶ τὰ δύο Διοικητικὰ Συμβούλια τῶν Συλλόγων «Ἀποστόλου Παύλου» καὶ «Ἁγίων Ἀναργύρων», ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλίαν καὶ μᾶς ἐκάλεσαν ὅλους ἐμᾶς ἐδῶ. Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ὅσα μέχρι στιγμῆς ἐζήσαμε εἶναι τόσα πολλά, τόσα ἀρκετά, ὥστε ὁ δικός μας λόγος, ἡ δική μας παρουσία περιττεύει, τοσοῦτον μᾶλλον ποὺ μπροστὰ μας ἔχομε ἕνα γίγαντα τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἔχομε τὴν ἀγρυπνοῦσαν καὶ φρυκτωροῦσαν συνείδησιν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὅλοι μας λαχταροῦμε καὶ ποθοῦμε πολὺ νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ νὰ διδαχθοῦμε.
Διʼ αὐτό, ἀδελφοί μου, ἁπλῶς μερικὰ ψελλίσματα διά τὰς δύο μεγάλας αὐτὰς μορφάς, ποὺ τιμοῦμε ἀπόψε θὰ προσπαθήσουμε νὰ προφέρουμε καὶ νὰ ἀπευθύνουμε εἰς τὴν ἀγάπην σας. Ὄχι σκιαγραφίαν, ὄχι βιογραφίαν, γιατί πραγματικά, ὄχι μία συνάντησις, ὄχι μία ἡμέρα, ἀλλὰ χρόνος πολὺς θὰ ἀπαιτεῖτο προκειμένου νὰ γίνῃ κατʼ ἀξίαν, νὰ πλεχθῆ κατʼ ἀξίαν τὸ ἐγκώμιον τῶν Πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν. Ὅμως ἀναμφιβόλως διά τὸν ἀείμνηστον Δημήτριον Παναγόπουλον, ἀξίζει ὁ τίτλος καὶ δικαιωματικῶς τὸν ἔχει, τοῦ κήρυκος τῆς μετανοίας καὶ κάτι ἀκόμα ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Φλωρίνης διά τὸν ἄλλον μαθηματικὸν ἀγωνιστήν, ὅτι, ὅπως ἐκεῖνος ἔτσι καὶ ὁ ἀείμνηστος Δημήτριος Παναγόπουλος ὑπῆρξε ἐπίσκοπος χωρὶς ἐγκόλπιον καὶ ἡ προσφοράτου ὑπῆρξε πραγματικὰ μοναδικὴ καὶ μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ὑπερέβαλε εἰς ἔργον καὶ πολλῶν ἐπισκόπων καὶ πολλῶν κληρικῶν.
Ὁ Δημήτριος Παναγόπουλος πραγματικὰ ἐσαγήνευε τὰ πλήθη εἰς Χριστόν, εἰς τὴν μετάνοιαν. Ἤξερε καλὰ τὴν ζωήν, δὲν ἦτο ἕνας θεωρητικὸς ἁπλὸς διδάσκαλος, ἀλλὰ μιλοῦσε μέσα εἰς τὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ μας καὶ τὸν ἠκολούθησαν καὶ ἔζησαν κοντὰ του ἀλησμόνητες στιγμές. Προσωπικῶς ἐνθυμοῦμαι, ἀδελφοί μου, ὅτι τὸ πρῶτον κήρυγμα ποὺ ἄκουσα ἀπὸ τὸν Δημήτριον Παναγόπουλον ἦταν τόσο συγκλονιστικὸ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρόμβης, ὥστε ἀμέσως ἔλαβα τὴν ἀπόφασιν νὰ πάω νὰ ἐξομολογηθῶ. Ἦταν κήρυγμα μετανοίας καὶ δὲν χωροῦσε καμμία ἄλλη ἀναβολή. Ὁ δὲ ἀείμνηστος Παναγιώτης Βαρυμπομπιώτης, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ παλαιμάχου συλλόγου τῶν «Τριῶν Ἱεραρχῶν», πολλάκις μοῦ ἔλεγε, «παιδί μου ἐγὼ ἔχω ζήσει τόσα χρόνια ἐδῶ εἰς τὸν σύλλογον αὐτόν.
Πέρασαν ἀπὸ ἐδῶ πολλοὶ ἱεροκήρυκες, ἀλλὰ ἱεροκήρυξ σὰν τὸν Δημήτριο Παναγόπουλο καὶ πρὸ πάντων ἡ συρροὴ τοῦ κόσμου ποὺ γίνεται ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Δημητρίου Παναγοπούλου δὲν ὑπῆρξε» μὲ μοναδικὴνἐξαίρεσιν πάλι θὰ λέγαμε, ὅταν μιλοῦσε ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Φλωρίνης ποὺ παρακολουθούσαμε καὶ τὰ δικά του κηρύγματα. Ἀλλὰ πραγματικῶς μολονότι πέρασαν πολλοὶ πτυχιοῦχοι, μολονότι πέρασαν καθηγηταὶ πανεπιστημίου, διδάκτορες καὶ ἄλλοι μὲ πολλὰ πτυχία, δὲν μποροῦσαν νὰ παραβληθοῦν καὶ νὰ συγκριθοῦν μὲ τὸν ἀείμνηστον Δημήτριον Παναγόπουλον εἰς τὸ κήρυγμα τὸ χριστοκεντρικόν, εἰς τὸ κήρυγμα τὸ μυσταγωγικόν, εἰς τὸ κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ μετερσίωνε τὰς ψυχὰς καὶ τὰς ὡδηγοῦσε εἰς τὴν μετάνοιαν.
Ἕνας ἐκλεκτὸς ἀρχιμανδίτης, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἔχει γράψει ἕνα σύντομο ἄρθρο, ἀλλὰ νομίζω πολὺ περιεκτικὸ καὶ πολὺ οὐσιαστικό, εἰς τὸ ἀγαπημένο του φύλλο ἡ «Ἁγία Μαρίνα». Ἐκεῖ μέσα διαζωγραφίζει πάρα πολὺ ὡραῖα τὴν ὅλη προσωπικότητα, τὸ ὅλον ἔργον τοῦ Δημητρίου Παναγοπούλου, πῶς ἠγωνίσθη ἐπάνω εἰς τὸν ἑαυτόν του, πῶς κατηρτίσθη, πῶς ἐκλήθη ὑπὸ τοῦ Κυρίου νὰ λαλήση τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, πῶς ἐστάθη ὑπεράνω ἄλλων βλέψεων προσωπικῶν ἐνδεχομένως καὶ πῶς ἐκήρυξε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ παντοῦ ὅπου ὁ Κύριος τοῦ ἤνοιγε θύραν, εἴτε αὐτὸ ἐλέγετο Ἐκκλησία, εἴτε ἐλέγετο αὐτὸ μοναστήρι, εἴτε ἐλέγετο ἐνορία, εἴτε ἐλέγετο αἴθουσα χριστιανική, εἴτε ἦταν ἡ ὕπαιθρος, εἴτε ἦταν τὸ ἐξωτερικόν.
Ἀλλὰ τὸ ἐπίσης σπουδαῖο δὲν ἦταν μόνο ὅτι ἦτο κήρυξ τῆς μετανοίας διά τοὺς ἄλλους ὁ ἀείμνηστος Δημήτριος Παναγόπουλος, ἀλλὰ ἦτο κήρυξ τῆς μετανοίας καὶ διά τὸν ἑαυτόν του. Διασῴζεται ἕνα ἄρθρον, τὸ ὁποῖον ἔγραψε ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς περιγράφει, πῶς ὁ Δημήτριος Παναγόπουλος μὲ πόση συναίσθησιν, μὲ πόση κατάνυξιν, μὲ πόση ἐπίγνωσιν τῆς καταστάσεώς του, μὲ πόσα δάκρυα ἐξωμολογεῖτο καὶ ζητοῦσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁσάκις μετέβαινε ἰδιαιτέρως εἰς τὸ ἀγαπημένον του Ἅγιον Ὄρος ἐκεῖ ἐπωφελεῖτο τῆς εὐκαιρίας νὰ εὕρη τὸν πνευματικόν του πατέρα καὶ ἐκεῖ νὰ ἀποθέση τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ νὰ καθαρίζεται καὶ νὰ λαμπρύνεται ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμος πραγματικὰ διὰ τὸ αἰώνιον ταξίδι.
Ἀκόμη ἀδελφοί μου, ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν κάνουν μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του, οἱ ὁποῖες διασώζονται καὶ εἶναι οἱ τελευταῖες του ὁμιλίες, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁμιλεῖ διά τὸν θάνατον, ὁμιλεῖ διά τὸ ψυχοσάββατον, ὁμιλεῖ διά τοὺς κεκοιμημένους. Πόσο βαθειὰ τὰ ζῇ αὐτὰ τὰ πράγματα ὁ ἀείμνηστος Δημήτριος Παναγόπουλος, πόσο τὰ ἐμφύτευε μέσα εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀκροατῶν του καὶ πόσο προσδοκοῦσε αὐτὴ τὴν ὥρα τῆς κοιμήσεώς του, διὰ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν γλυκύτατον Κύριον.
Ἦλθε ἡ στιγμὴ ποὺ τὸν ἐκάλεσε ὁ Κύριος, ἡ 13η Φεβρουαρίου τοῦ 1982, αὐτὸ τὸ ἔτος δηλαδὴ πρὸ ἐννέα μηνῶν περίπου καὶ ἡ σπορά του ἡ εὐλογημένη, ἡ σπορά του ἀπὸ τὸν Κύριο ἐφάνη ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας, ποὺ συνέρρευσαν πλήθη λαοῦ διὰ νὰ τὸν ἀσπασθοῦν διὰ τελευταία φορά, διὰ νὰ τὸν ἀποχαιρετίσουν, νὰ πάρουν τὴν εὐχήν του κατὰ κάποιον τρόπον καὶ νὰ δεηθοῦν καὶ ἐκεῖνοι διά ἐκεῖνον. Ὧρες ὁλόκληρες ἦταν ὁ ἀποχαιρετισμὸς πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Καὶ ὅταν ἔγινε τὸ 40ήμερον μνημόσυνον, ὁ μεγαλοπρεπέστατος ναὸς τῆς Καισαριανῆς ἦταν κατάμεστος ἀπὸ πλήθη λαοῦ ποὺ πάλι ἐδέοντο καὶ προσηύχοντο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του καὶ ἦταν νοερῶς συνδεδεμένοι μαζί του.
Πῶς νὰ ὑμνήση κανείς, πῶς νὰ ἐγκωμίαση τὸν μαχητὴν τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν πολυγραφότατον συγγραφέα Δημήτριον Παναγόπουλον, ποὺ μολονότι δὲν εἶχε τὰ πτυχία, ἐστηρίχθη εἰς τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐστηρίχθη εἰς τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ προσέφερε βιβλία προσωπικά, ὠφέλιμα Ὀρθόδοξα, οἰκοδομητικὰ ἢ συνέβαλε εἰς τὴν ἔκδοσιν πατερικῶν ἔργων, τῆς ἑρμηνείας τῶν 14 ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ποὺ ἄλλοι μεγάλοι ἐκδοτικοὶ οἶκοι δὲν ἀπεφάσιζαν τέτοια θυσία· ἐκεῖνος ἐκ τοῦ ὑστερήματός του ἐπεχείρησε αὐτὸ τὸ ἔργο ὅπως καὶ τὰ ἄλλα ἔργα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.
Μεγάλη ἡ προσωπικότης τοῦ ἀειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου καὶ ὁ Σεβασμιώτατος ἀσφαλῶς θὰ μᾶς περιγράψη ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πραγματικὰ παρέλειψε ὁ ὁμιλητής, διότι ἐλαχιστότατα εἶναι αὐτὰ ἀπὸ τὰ ἄνθη, ἀπὸ τὴν ζωήν τοῦ ἀειμνήστου Δημητρίου. Ἕνα θὰ ἤθελα νὰ πῶ. Ὑπῆρχε σύνδεσμος μὲ τὸν τιμώμενον σήμερον, ἐπίσης Ἀρχιμανδρίτην Χαράλαμπον Βασιλόπουλον, ἀγάπη ἰδιαιτέρα. Τὸν ἐκάλει, ἐνθυμοῦμαι, εἰς τὴν Ρόμβην, ὅπου ἦτο πνευματικός. Πολλάκις συνειργάζοντο εἰς διαφόρους κοινοὺς ἀγῶνας καὶ θὰ μοῦ μείνη ἀνεξάλειπτον, ὅταν τὴν ἡμέραν ποὺ ἐκοιμήθη ὁ ἀείμνηστος Δημήτριος, ὡμιλήσαμε ἀπὸ τηλεφώνου, πόση πικρία ἠσθάνετο, πόση λύπη ἐπὶ τὸν χωρισμὸν τοῦ ἀειμνήστου Δημητρίου καὶ ἦτο μία ἡμέρα μόλις ἡ διαφορά. Τὴν ἑπομένην ἀνεχώρει καὶ ὁ μακαριστὸς Γέροντας, διά νὰ συναντηθοῦν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Ἀγάπη μεγάλη λοιπὸν ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν πνευματικῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου μας. Τί νὰ πῇ κανεὶς καὶ γιὰ τὸν μακαριστὸν Γέροντα τὸν π. Χαράλαμπον Βασιλόπουλον, τὸν ζηλωτήν, ὅπως θὰ ἐλέγαμε καὶ ὅπως εἶναι, τῆς πίστεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας;
Ἦτο πατέρας, πνευματικός, μυριάδων ἀνθρώπων. Ἦτο ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, τῆς καλωσύνης, ἀλλὰ καὶ τοῦ πυρίνου ζήλου πρὸς δόξαν Κυρίου. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὅλα τὰ ἔδωσε διά τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὅσο ἦταν φλογερὰ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Κύριόν μας, ἄλλο τόσο φλογερὰ ὑπῆρξε ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ὑπῆρξε γόνος ὑπερπολυτέκνου οἰκογενείας ἀπὸ τὴν Ἀνάληψιν τῆς Τριχωνίδος. Ἔζησε μὲ μεγάλη πτωχεία, δὲν εἶχαν πολλάκις κάτι, διὰ νὰ συντηρηθοῦν. Ἐσπούδασε πάλι μὲ μεγάλην στέρησιν. Ὅμως ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ νεομάρτυρος καθὼς καὶ ἄλλα εὐτυχῆ περιστατικὰ τὸν ἐνέπνευσαν νʼ ἀκολουθήση τὸν βίον τὸν Ἱεραποστολικόν, τὸν ἐνέπνευσαν νὰ ἀφήση ἄλλας ἀπασχολήσεις καὶ νὰ γίνῃ θεολόγος.
Ἦλθε ἐδῶ εἰς τὴν Ἀθήνα, ἐσπούδασε, διεκρίθη ὡς φοιτητὴς ἐπιμελὴς καὶ ἐργατικὸς καὶ ἐνετάχθη εἰς τὴν ἀδελφότητα θεολόγων ἡ «Ζωή» κατὰ σύστασιν γνωστοῦ του προσώπου. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸν ποὺ μᾶς ἔλεγε πολλάκις τὸ πρόσωπον αὐτὸ ἦτο ἄπιστος, ἄθεος, ἦτο ἀντίθετος εἰς τὴν χριστιανικὴν πίστιν, ἀλλὰ εἶχαν ἕνα δεσμὸν καὶ τοῦ εἶχε πεῖ «Χαράλαμπε ἂν θέλῃς νὰ γίνῃς καλὸς θεολόγος νὰ πᾷς εἰς τὴν ἀδελφότητα αὐτὴ νὰ ἐνταχθῆς καὶ θὰ ὠφεληθῆς».
Πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἔγινε, ἀδελφοί μου, καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰργάσθη καὶ εἰς τὰ χρόνια τὰ φοιτητικὰ ὡς κατηχητὴς καὶ ἀφοῦ τελείωσε τὴν θεολογίαν ὡς περιοδεύων ἱεροκήρυξ τελείως ἀνιδιοτελῶς, ἀμισθί, εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Αἰτωλοακαρνανίας καὶ ἀργότερα εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἰωαννίνων καὶ ἄλλας περιοχάς.
Ἦλθε ὁ πόλεμος καὶ ἐκεῖ ἔδωσε τὸ παρὸν ὁ ἀείμνηστος Γέροντας. Ἔδωσε τὸ παρὸν εἰς τὸν κάλεσμα τῆς πατρίδος μας τὸ ʼ40 καὶ ἐπολέμησε ὡς εὔζωνας, ὡς τσολιὰς εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν τοῦ πυρός. Ἐνεψύχωνε τοὺς ἀδελφούς του, ἐβοήθει εἰς τὴν μετάνοιαν, εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, εἰς τὴν θείαν Κοινωνίαν, εἰς τὴν πίστιν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν πατρίδα. Μετὰ ταῦτα ὅταν ἦλθε ἡ κατοχή, πάλι δὲν ἔπαυσε νὰ ἐργάζεται ἀποφασιστικὰ εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἰωαννίνων, μὲ ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς κατοχῆς νὰ φυλακισθῆ καὶ νὰ καταδικασθῆ εἰς θάνατον, ἀλλὰ θείᾳ χάριτι νὰ διασωθῆ καὶ νὰ συνεχίση τὸ ἱεραποστολικὸν ἔργον, ἀκούραστος, ἐνθουσιώδης, θαρραλέος, ἀνιδιοτελής, καταδεκτικός.
Μοῦ ἔλεγε κάποιος ποὺ τὸν εἶχε ζήσει ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἐμεῖς, λέγει, εἰς τὰ μέρη τῆς Αἰτωλοακαρνανίας ποὺ ἤμασταν τὸν θεωρούσαμε ἕνα δεύτερο πατρο-Κοσμᾶ. Ὅπως εἶχε ἐργασθῆ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη ποὺ εἶχε γεννηθῆ, ἔτσι νομίζαμε ὅτι τώρα ἀνεστήθη ἕνας δεύτερος πατρο-Κοσμᾶς καὶ τὰ ἴχνη αὐτοῦ ἀκολουθεῖ.
Ὁ ζῆλος του αὐτός, ἡ αὐταπάρνησίς του, ὅλη του ἡ ὕπαρξι ἐδόθη εἰς τὴν ἱεραποστολικὴν δρᾶσιν καὶ εἶχε σὰν κορύφωμα νὰ γίνῃ κληρικός. Πολλάκις εἶχε γίνει τὸ προσκλητήριον καὶ ἐδίσταζε, ἀλλὰ ὅπως γράφει εἰς ἕνα βιβλίον του «Θαύματα ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μου», καὶ εἶχε δεῖ πράγματι πολλὰ θαύματα, ἐκεῖ ἕνα μικρὸ παιδάκι ὅταν τὸν ἀντίκρυζε πολλὲς φορὲς ἔλεγε «πᾶς, πᾶς» παπὰς δηλαδὴ καὶ ἦταν πάρα πολὺ μικρὸ τὸ παιδάκι αὐτό, ὅμως ἦταν ἕνα εἶδος καλέσματος, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Γέροντας καὶ πράγματι πῆρε τὴν ἀπόφασι νὰ γίνῃ κληρικός.
Ὁ ἀείμνηστος ὁ π. Βενέδικτος Πετράκης, ἱεροκήρυξ εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Ἀγρινίου, πολλάκις τὸν εἶχε προσκαλέσει «Χαράλαμπε, πολλὰ προσφέρεις ὡς λαϊκὸς ἱεροκήρυξ, περισσότερα θὰ προσφέρης, ὅταν θὰ γίνῃς κληρικός, ὄχι μόνο μὲ τὸ σακάκι, ἀλλὰ καὶ ὡς κληρικός».
Ἔτσι τὰ καλέσματα αὐτὰ καὶ μυστικὰ καλέσματα ἄνωθεν ἀπὸ τὸν Κύριόν μας, ἀλλὰ καὶ τὰ καλέσματα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς εὐλαβεῖς καὶ τοὺς πιστοὺς τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸ μυστήριον τῆς ἱερωσύνης κατὰ τὸ ἔτος 1951, ὥριμον πλέον εἰς ἡλικίαν 40-41 ἐτῶν. Ἦτο ἕνα γεγονὸς θαυμαστὸν τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς χειροτονίας του εἰς τὸ Ἀγρίνιον, ὅπου ὅλοι τὸ ἐχάρηκαν τόσοι καὶ τόσοι πνευματικῶς εὐεργετηθέντες ἀπὸ τὸν ἀείμνηστον τὸν π. Χαράλαμπον.
Τὸν εἶχαν ὡς πατέρα καὶ ἀδελφὸν καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ἴσχυε δι᾽ αὐτὸν ὁ λόγος ἐκεῖνος ποὺ ἐλέχθη διὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον ὅτι ἦτο κληρικὸς προτοῦ νὰ γίνῃ κληρικός. Καὶ ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Αἰτωλοακαρνανίας Ἱερόθεος, μὲ τὸν ὁποῖον τόσο πολὺ στενῶς συνειργάσθη ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Φλωρίνης, ἀμέσως τὴν ἡμέραντῆς χειροτονίας του τοῦ εἶπε: «Χαράλαμπε, ἐγὼ δὲν θέλω ἐσὺ νὰ κάνῃς μικρὰ πράγματα, ἐγὼ σὲ θέλω νὰ εἶσαι ὁ πνευματικὸς καὶ μάλιστα τῶν ἐπιστημόνων, ὅσο τὸ δυνατὸν δηλαδὴ τῶν κατηρτισμένων ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῶν μορφωμένων». Ἀλλὰ ὁ Γέροντας, ποῦ ἐλογαρίαζε διακρίσεις τάξεως, ποῦ ἐσκέπτετο νὰ κάνῃ μόνο διὰ τοὺς ἐπιστήμονας, μόνο διὰ τοὺς μορφωμένους, ὅλως διόλου ἦτο δοσμένος εἰς τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδιαιτέρως εἰργάσθη καὶ συνειργάσθη μὲ τὸν ἀείμνηστον ἐκεῖνον Μητροπολίτην Ἱερόθεον καὶ μὲ τὸν ἀείμνηστον π. Βενέδικτον διά νὰ στελεχώσουν τὴν Μητρόπολιν μὲ ἐκλεκτὸν κλῆρον, νὰ ἐπιστρατεύσουν καὶ νὰ καλέσουν εἰς τὰ τάξεις τοῦ κλήρου ἐκλεκτοὺς νέους καὶ ἔτσι νὰ στελεχωθῆ αὐτὴ ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις μὲ πράγματι ἱερὸν κλῆρον, ἀντάξιον τῆς ἀποστολῆς του.
Ὅμως ὁ Γέροντας μελετῶντας καὶ τὴν ἱστορίαν καὶ τὸν Παπαρρηγόπουλον καὶ ἰδιαιτέρως τὸ ἔργον τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας συλλογίζετο πῶς τέσσερις νέοι κατώρθωσαν νὰ προπαρασκευάσουν τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν, πῶς μᾶς ἐχάρησαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρας καὶ ἀδελφοὺς τὴν ἐλευθερίαν μας, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος συλλογίζετο ὅτι κάτι γενικώτερον πρέπει νὰ γίνῃ διὰ τὸν τόπον αὐτὸν διὰνὰ μὴ μᾶς πνίξουν οἱ προπαγάνδες, οἱ αἱρέσεις, τὰ ἀντιχριστιανικὰ συστήματα, νὰ μὴ χάσουμε τὴν πίστιν μας τὴν ἁγίαν, τὴν Ὀρθοδοξίαν. Δι᾽ αὐτὸ ὁ νοῦς του πλέον πετοῦσε εἰς γενικώτερα ζητήματα, δὲν ἦτο ἱερεὺς μιᾶς μόνον ἐνορίας, δὲν ἦτο ἁπλῶς ἐφημέριος μιᾶς μόνον περιοχῆς ἢ κάποιας πόλεως, ἀλλὰ ἦτο ἕνας ἀετὸς ποὺ πετοῦσε.
Ἀδελφοί μου, ἡ σκέψις του, ἡ προσευχὴ καὶ οἱ συλλογισμοί του ἔφθαναν εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα καὶ θὰ ᾽λέγε κανεὶς εἰς ὅλην τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Δι᾽ αὐτὸ ὅταν ἀργότερα ἐδόθη ἡ εὐκαιρία, ἦλθε εἰς τὴν Ἀθήνα. Ἐνεγράφη ὡς ἀδελφός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πετράκη καὶ ἐδόθη μὲ ὅλην του τὴν ψυχὴν ἰδιαιτέρως εἰς τὸ ἔργον τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Ρόμβης. Ποῦ λογαρίαζε κόπους ὁ ἀείμνηστος Γέροντας; Ὅλη του τὴν ζωή τὴν εἶχε θυσιάσει διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Πέντε πλευρίτιδες, ἀδελφοί μου, εἶχε περάσει, συνεχῶς ἀσθενής, συνεχῶς καχεκτικός, συνεχῶς ταλαιπωρούμενος, νὰ μὴ ἔχει οὔτε τὰ εἰσιτήρια, τὰ ὁδοιπορικά.
Ἔλεγε πολλὲς φορὲς στὸν ὁδηγὸ ὅσο φθάνει τὸ εἰσιτήριο, ὄχι δηλαδὴ ὁ προορισμός του, ἀλλὰ ὅσο ἔφθαναν τὰ χρήματα μέχρι ἐκεῖ νὰ τὸν κατεβάσουν. Καὶ μήπως δὲν ἐπέρασαν χρήματα ἀπὸ τὰ χέρια του; Πέρασαν πάμπολλα χρήματα ἀλλὰ ἀμέσως τὰ χρήματα αὐτὰ διετίθεντο διά ἔργα πνευματικά, διά ἔργα ἱεραποστολικά, διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐρχόμενος ἐδῶ εἰς τὰς Ἀθήνας ἐργάζεται ἡμέρα καὶ νύκτα εἰς τὸ ἱερὸν ἔργον τῆς ἐξομολογήσεως. Ἐκεῖ εἰς τὴν Ρόμβην ἦταν μία κολυμπήθρα τοῦ Σιλωάμ. Ὑπῆρχε μία παράδοσις, ἀδελφοί μου, ὑπῆρχαν ἄριστοι πνευματικοὶ οἱ ὁποῖοι ἐξωμολογοῦσαν καὶ ἤξερε ὁ κόσμος ὅτι εὑρίσκεται καλὸς πνευματικός. Αὐτὴν τὴν παράδοσιν ἐκράτησε ἐπαξίως ὁ ἀείμνηστος Γέροντας καὶ συνέχισε ἡμέρα καὶ νύκτα νὰ ἐξομολογῇ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅπως μᾶς ἐδιηγεῖτο πολλὲς φορές, διά νὰ τὸν δοκιμάσουν ἄνθρωποι πονηροὶ ἔστειλαν ἀκόμη καὶ διεφθαρμένα γύναια προκειμένου νὰ τὸν παρασύρουν εἰς κάποιαν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἐστάθη χάριτι θείᾳ, ὡς ἀδάμας πραγματικὸς καὶ ἐβοηθοῦσε τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον δοξάζων τὸν Κύριόν μας.
Καὶ ἀργότερον, ἀδελφοί μου, καθὼς ἐκεῖ ἐξωμολογοῦσε πάλιν ἦτο ἀνήσυχος καὶ ἔλεγε, τὸ ἔργον αὐτὸ τὸ ὁποῖον γίνεται ἄλλοι πονηροὶ δαίμονες, ἄλλοι δαίμονες ἔρχονται καὶ τὸ καταστρέφουν, ἄλλοι ἔρχονται νὰ μᾶς πάρουν τὴν Ὀρθοδοξίαν μας, τὴν πίστιν μας. Οἱ αἱρέσεις ἐπληθύνθησαν καὶ ἔτσι ἐσκέφθη καὶ ἐδημιουργήθη ἡ «Πανελλήνιος Ὀρθόδοξος Ἕνωσις». Ἕνας πυρήνας ἀνθρώπων ποὺ ἔθεσαν ὡς κύριον στόχον τους τὸν ἀντιαιρετικὸν ἀγῶνα. Καὶ μετὰ ταῦτα ἐξεδόθη μετὰ δύο ἔτη καὶ ὁ «Ὀρθόδοξος Τύπος» καὶ ἠγωνίζετο τὸν καλὸν αὐτὸν ἀγῶνα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν προπαγανδῶν καὶ τῶν αἱρέσεων.
Ἔγινε ἐν συνεχείᾳ τὸ 1962 καὶ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πετράκη. Ἠγωνίσθη μὲ ὅλην του τὴν ψυχήν, διὰ νὰ ἔχη ἡ Ἱερὰ Μονὴ Πετράκη τὴν πνευματικήν της ἀποστολήν, νὰ ἐπιτελῇ τὴν πνευματικήν της ἀποστολήν, ἀλλὰ καὶ νὰ διαφυλαχθῆ ὅ,τι ὑπῆρχε περιουσιακὸν στοιχεῖον, διά τὸ ἀγαθόν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκινδύνευσε πολλάκις, συκοφαντήθη καὶ διεσύρθη ἀπὸ πονηροὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐκεῖνος μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς ἔμενε ἀκλόνητος.
Ἦρθε ἀκόμη εἰς σύγκρουσι, ἀδελφοί μου, μὲ προσφιλέστατα πρόσωπα, σεβαστὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα τὸν εἶχαν βοηθήσει νὰ γίνῃ καὶ Ἡγούμενος ἐκεῖ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πετράκη. Ἀλλὰ ὅταν ἤθελαν νὰ τὸ διαλύσουν τὸ μοναστήρι, ὅταν ἤθελαν νὰ τὸ κάνουν Συνοδικὸν Μέγαρον καὶ νὰ μὴ ὑπάρχῃ αὐτὸς ὁ τόπος τῆς λατρείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως δὲν ἐδίστασε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας νὰ ἀντιτάξη ἕνα ἡρωϊκὸν «ΟΧΙ» πραγματικὰ καὶ νὰ ἔλθη εἰς ἀντίθεσιν μὲ πολύ του σεβαστὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα τὸν εἶχαν εὐεργετήσει, ἀλλὰ ὑπεράνω ὅλων ἔθετε τὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τίποτε ἄλλο.
Καὶ ἀργότερα ὅταν ἄλλαξε ἡ Ἐκκλησιαστικὴ κατάστασις, ὁ Γέροντας ἔμεινε ἀκλόνητος εἰς τὴν ἰδίαν γραμμήν, εἰς τὴν ὑπεράσπισιν τῆς Ὀρθοδοξίας μας, εἰς τὴν μάχην κατὰ τῶν αἱρέσεων, εἰς τὴ μάχην κατὰ τοῦ μοντερνισμοῦ καὶ τῶν καινοτομιῶν μὲ ἀποτέλεσμα μὲ διάφορες δικαιολογίες νὰ ἀπομακρυνθῆ καὶ ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς καὶ νὰ εὑρίσκεται χωρίς μίαν θέσιν, χωρὶς κάποια τέλος πάντων βοήθειαν καὶ παρηγορίαν. Ἀλλὰ συλλογίζετο τέτοια πράγματα ὁ μακαριστὸς Γέροντας; Καὶ προηγουμένως βεβαίως, ἀλλὰ καὶ μετὰ ταῦτα τὸ ἐθεώρησε αὐτὸ εὐλογίαν Θεοῦ καὶ ἐπεδόθη μὲ ὅλην του τὴν ψυχὴν εἰς τὴν συγγραφὴν ἔργων διαφωτιστικῶν, ἔργων οἰκοδομητικῶν, ἔργων ἀποκαλυπτικῶν διά τὸν λαόν μας, διά τὴν ἐξομολόγησιν, διά τὸν ἐκκλησιασμόν, διά τὴν μετάνοιαν, διά τὴν νηστείαν, διά τὸν οἰκουμενισμόν, διά τὶς προπαγάνδες τὶς ἀντιχριστιανικές, τὸν χιλιασμὸν καὶ τόσα ἄλλα τὰ ὁποῖα ἐπιλήψει με ὁ χρόνος διηγούμενον καὶ σὺν τῷ χρόνῳ ἐνεβάθυνε περισσότερο.
Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μελετοῦσε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἁγίαν Γραφήν καὶ μᾶς ἔλεγε πολλάκις τώρα τὴν καταλαβαίνω εἰς βάθος, τώρα βλέπω τί μεγάλο θησαυρὸν ἔχουμε, μὲ τὴν χειραγωγίαν καὶ τὴν βοήθειαν τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἡμέρα καὶ νύκτα τοῦ ἔλεγαν πολλοί, κάθησε Γέροντα νὰ ξεκουραστῆς λίγο, σὰν νὰ ἐπείγετο, σὰν νὰ ἐβιάζετο, ὄχι ἔλεγε εἶναι χρέος μας νὰ μὴ ἡσυχάζουμε, ὅσο τὸ δυνατὸν καὶ ἐγὼ κάτι νὰ μουτζουρώνω, κάτι νὰ προσφέρω εἰς τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου μας. Ἔτσι, ἀδελφοί μου, ἐπέρασε καὶ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ ἤδη εἶχε καταβληθῆ, ἤδη οἱ ἀσθένειές του, ἤδη οἱ κόποι καὶ οἱ θυσίες του πραγματικὰ τὸν εἶχαν ἐξασθενήσει καὶ περὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του εἶχε πραγματικὰ πάρα πολὺ ἐπισφαλῆ ὑγείαν.
Ἦρθε καὶ ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του, τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἀπεχαιρέτησε, εἶχε ἐκκλησιασθῆ, εἶχε κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Πετράκη, ἀπεχαιρέτησε ὅλα τὰ προσφιλῆ του πρόσωπα καὶ ἐν συνεχείᾳ μετὰ τέσσερες ἡμέρες, τὸ Σάββατον πρὸς τὴν Κυριακὴν παρέδωσε τὸ πνεῦμα του ἐκεῖ ὅπου ἡσύχαζε, εἰς τὸν Πλάστην καὶ Δημιουργόν. Δὲν εἶναι εὔκολον πραγματικὰ νὰ περιγράψη κανεὶς τέτοιες μορφές, τέτοιους ἀγωνιστάς, τέτοιους ὁμολογητὰς τῆς πίστεως.
Ζητοῦμε τὴν συγχώρησιν διά τὴν πολυλογίαν μας, ζητοῦμε τὴ συγχώρησιν διά τὴν μακρηγορίαν μας ποὺ φάγαμε πολύτιμον χρόνον ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατον διὰ νὰ μᾶς ἀναπτύξη ὅ,τι καλὸν ἔχει. Ἡ ἀγάπη μας, ἡ εὐγνωμοσύνη μας πρὸς τὸν ἀείμνηστον Γέροντα μᾶς παρέσυρε εἰς αὐτὸ ἀδελφοί μου.
Εἴθε νὰ ἐπικαλούμεθατὶς ἅγιες εὐχές του καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριον νὰ τὸν ἔχῃ εἰς τὰ δεξιά Του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ δέεται καὶ διὰ ὅλους ἡμᾶς νὰ συνεχίσουμε τὸν καλὸν ἀγῶνα.
* Ὁμιλία εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν Ἐκπαιδευτηρίων «Θεομήτωρ» Ἡλιουπόλεως, Νοέμβριος 1982.
Ορθόδοξος Τύπος 13-2-2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας