ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ Ο ΑΓΙΟΣ
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
Ο συγγραφεύς περιγράφει τον εσπερινόν της παραμονής του Αγίου Νικολάου
εις τον ομώνυμον ναόν της πατρίδος του Σκιάθου.
Εβράδυασεν.
Ο ήλιος δύων όπισθεν του πευκοφύτου όρους έπεμπεν εις τας ανατολικάς
άκρας της νήσου και εις τα προ του λιμένος νησίδια τας τελευταίας του
ακτίνας, λαμβάνων μεθ' εαυτού όλον το ευφρόσυνον της ημέρας θάλπος και
αφήνων εις τα βουνά να στέλλωσι το οξύ εκείνο του χειμώνος απόγαιον.
Ο λιμήν
ήτο ακίνητος ως λίμνη. Τρία, τέσσαρα καΐκια ήρχοντο βιαστικά ν' αράξωσι
χάριν της εορτής. Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να
προσορμισθώσι και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις
την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής
εταιρείας ανεβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον.
Πάντες,
γεωργοί και ναύται, συνηθροίζοντο εις την αγρυπνίαν συνωστιζόμενοι
έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου Νικολάου, παλαιάς βυζαντινής
αγιογραφίας, ολίγον μαυρισμένης ή υπό του χρόνου, ή διότι ο ζωγράφος
ηθέλησε δια του σκιερού χρώματος να παραστήση το αυστηρόν πρόσωπον του
θαυματουργού αρχιερέως. Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται,
τας οποίας είχον φέρει από το ταξίδιον, και έλαμπεν η εικών, και
έλαμπεν όλη η εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ
χαράς, νομίζεις, ως να ηυχαριστείτο, ότι την στιγμήν εκείνην εβούϊζεν ο
μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ' ιδιαιτέρας
αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις.
Και ηυχαριστούντο γύρο, γύρο οι ναύται ακούοντες τα άσματα και
προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν
οίς διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα. Κατά τας
στιγμάς εκείνας ενόμιζες, ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά
κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον. Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του Αγίου
και ευλογούσεν η χείρ τους προσφιλείς του ναυτίλους και ότι συχνά
μετέβαλλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον.
Άλλος
εκ των εκεί παρισταμένων, έχων εις τον νουν του την παροιμιώδη του
Αγίου Νικολάου ελεημοσύνην και προς τους πένητας συμπάθειαν, τον έβλεπε
γλυκύν και μειδιώντα, ως ότε έσωζε κρυφά τας τρεις εκείνας θυγατέρας από
του ηθικού θανάτου, παρέχων τα μέσα της υπανδρείας, και έτεινε και
αυτός την χείρα, νομίζων ότι ο Άγιος φλωρία εμοίραζε την στιγμήν
εκείνην. Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του, ότι ποτέ ο επίσκοπος των
Μύρων, άγριος και απειλητικός εμφανισθείς, εκράτησε του δημίου την
χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον
έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα. Ο δε
ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το
κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον Άγιον
ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον,
ενώ η εικών παρίστα τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα. Εκείνος
δε πάλιν, ο ενθυμούμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος βυθισθείς
εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην,
ενόμιζεν, ότι έβλεπε διάβροχον τον Ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν
του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα. Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η
βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν...
Διήγηματα Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη, μετά προλόγου Β. Γαβριηλίδου.
Εκδότης Σιδέρης 1921-1928 - Αθήναι
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
Read more: http://www.egolpion.com/thalasswn_agios.el.aspx#ixzz3L34xskmn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας