Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Δύο σπουδαῖα ὄνειρα. (Μέρος Α' ) Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Ἡ Καισάρεια μέ τά σπουδαῖα σχολεῖα της δὲν ἀπογοήτευσε τό Γρηγόριο. Ἀντίθετα μάλιστα. Οἱ δάσκαλοι ἐκεῖ ἐργάζονταν τόσο καλά, πού ἄναψαν μεγάλον ἔρωτα στό πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου γιά τά γράμματα. Ὅσα ἐδῶ στήν Καισάρεια ἔμαθε τοῦ φαινόταν μόνο εἰσαγωγή.
Ἕνα μικρὸ ρηχό λιμάνι, πέρα ἀπό τό ὁποῖο ἀνοιγότανε σαγηνευτική καί μεγάλη θάλασσα. Τήν ἐρωτεύτηκε τή θάλασσα τούτη κι ἤθελε νά κολυμπήσει στά νερά της.  Νά τήν γνωρίσει, νά τήν ὑποτάξει, νὰ τὴν πιεῖ ὁλόκληρη, ἄν  ἦταν δυνατό.  Καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά συνεχίσει σπουδές. 
Μίλησε γι’ αὐτές πολύ καί πολλές φορές μέ τόν ἀδελφό του Καισάριο καί μέ τούς δασκάλους.  Ποῦ θά συνεχίσουν σπουδές; Ἡ ἐπιλογή δέν ἦταν δύσκολη.
Στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης ἀρχικά ὁ Γρηγόριος, γιατί ἐκεῖ δίδασκαν ρητορική ἐπιφανεῖς δάσκαλοι, ὅπως ὁ Θεσπέσιος.  Στήν Ἀλεξάνδρεια ὁ Καισάριος, γιατί ἐκεῖ διδασκότανε συστηματικά ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, στήν ὁποία εἶχε κλίση ὁ Καισάριος.
Τά δύο ἀδέλφια ἦταν σίγουροι γιά τή διάθεση τῶν γονέων τους, γέρων τώρα πιά, νά πληρώσουν ὅσα χρήματα θ’ ἀπαιτοῦνταν γιά εὐρύτερες σπουδές. Ἔπρεπε ὅμως νά μιλήσουν μαζί τους γιά τό θέμα τοῦτο.  δέν ἐπρόκειτο γιά μικροέξοδα. 
Περιουσία ὁλόκληρη χρειαζόταν. Γι’ αὐτό καί τότε, ἀνώτερες, ἄς ποῦμε σπουδές ἔκαναν μόνο τά πλουσιόπαιδα, τά παιδιά τῶν γαιοκτημόνων καί τῶν ἀνωτέρων κρατικῶν ὑπαλλήλων.
Ἰδιαίτερα, ὅταν ἤτανε ἀνάγκη νά ταξιδέψουν οἱ νέοι μακριά ἀπό τή γενέτειρα καί νά μείνουν γιά χρόνια στούς τόπους τῶν σπουδῶν τους.
Ὁ Γρηγόριος καί ὁ Καισάριος γύρισαν γιά λίγο στή Ναζιανζό. Ἔπρεπε καί νά ξεκουραστοῦν. Νά ἠρεμήσουν πρίν κινήσουν γιά τίς μεγάλες ἐπιστημονικές ἀναζητήσεις. Ἔπρεπε ἀκόμη νά κάνουν καί λίγη συντροφιά στούς γονεῖς, πού τούς περίμεναν πῶς καί πῶς.
Οἱ γέροι, ἑβδομηντάρηδες σχεδόν τότε, περίμεναν τά βλαστάρια τους σάν δροσερό ἀεράκι τοῦ καλοκαιριοῦ, σάν ἄρωμα τονωτικό.  Καί τά παιδιά, περισσότερο ὁ Γρηγόριος, δέν τσιγγουνεύονταν ἀγάπη καί φροντίδα γιά τούς γονεῖς.
Ἐπέστρεψαν, λοιπόν, ἀπό τήν Καισάρεια στήν Ναζιανζό. Οἱ γονεῖς τό ἤξεραν. Ὁ πατέρας, ἐπίσκοπος πιά, εἶχε Ἀκολουθία στό ναό. Ἡ μητέρα, ἡ γλυκύτατη στούς ἄλλους καί αὐστηρότατη στόν ἑαυτό της, ἡ Νόννα, δέν εἶχε ὑπομονή.
Ἔβαλε τά καλά της, πῆρε τό μικρό πανεράκι μέ λίγα γλυκά καί βγῆκε ἀπό τή μεγάλη πόρτα τοῦ σπιτιοῦ.  Προχώρησε βόρεια. Ἔφτασε στό μικρό γεφύρι, στό ποτάμι πού τό λένε Καρασού. Πέρασε ἀπέναντι στ’ ἀμπέλια τους καί περίμενε τά καμάρια της, πού θά ’φταναν ἀπό τό μεγάλο δρόμο.
Χαρές, γιορτές καί ἀγαλλίαση στό ἀρχοντικό τοῦ ἐπισκόπου Γρηγορίου.
Ἔφαγαν καί ἤπιαν συνετά. Μίλησαν γιά τά παραπέρα σχέδια.... Ὅλα καλά καί ὡραῖα. Οἱ μέρες κυλάγανε σέ κλίμα
 μακαριότητας. Οἱ γονεῖς ἔπλεαν στή στοργή καί τό σεβασμό τῶν παιδιῶν.  Τά παιδιά ἔπλεαν στήν ἀγάπη καί τό θαυμασμό τῶν γονέων.

 Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
 σελ.21-28
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
πηγή:  http://anavaseis.blogspot.gr/2013/08/blog-post_80.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας