Φεύγοντας ἀπό κεῖ, περάσαμε ἔξω ἀπό ἕνα πορνεῖο. Στό κατώφλι του
καθόταν κάποιος νέος ὡραῖος κι εὐγενικός. Φαινόταν πολύ λυπημένος,
κυριολεκτικά ἀπελπισμένος. Πότε σκέπαζε τό πρόσωπό του μέ τίς παλάμες
καί ξεσποῦσε σέ λυγμούς· πότε σήκωνε τά χέρια στόν οὐρανό καί
προσευχόταν μέ δάκρυα· πότε στήριζε τό σαγόνι στά χέρια καί βυθιζόταν σέ
μιάν ἀπελπισμένη σιωπή.
Βλέποντάς τον ὁ ὅσιος σ’ αὐτή τήν κατάσταση, τόν συμπόνεσε τόσο, πού τόν πῆραν κι αὐτόν τά κλάματα. Σκούπισε ὅμως τά μάτια του, τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε στοριγκά:
-Γιά τό Θεό, ἀδελφέ! Τί ἔπαθες; Γιατί κάθεσαι ἐδῶ, μπροστά σέ τοῦτο τό καταγώγιο, κλαίγοντας τόσο πικρά; Πές μου, σέ παρακαλῶ, θέλω νά μάθω, γιατί ὁ θρῆνος σου μοῦ ράγιζε τήν καρδιά.
-Ἐγώ, τίμιε Νήφων, εἶμαι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Καί καθώς ὅλοι οἱ χριστιανοί παίρνουν τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός τους ἀπό ἕνα ἄγγελο φύλακα τῆς ζωῆς τους, ἔτσι κι ἐγώ προστάχθηκα ἀπό τό Θεό νά φυλάω κάποιον ἄνθρωπο. Αὐτός ὅμως μέ καταπικραίνει, γιατί κυλιέται μέσα στίς ἀνομίες.
Νά, τώρα βρίσκεται σ’ αὐτό τό καταγώγιο καί ἁμαρτάνει μέ μιά πόρνη. Βλέποντας λοιπόν αὐτό τό κατάντημα, πῶς νά μήν κλάψω; Πῶς νά μήν θρηνήσω τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού ξέπεσε καί βυθίστηκε σέ τέτοιο σκοτάδι;
-Καί γιατί δέν τόν νουθετεῖς νά ἐγκαταλείψει τή ζοφερή αὐτή ἁμαρτία; ρώτησε ὁ Νήφων.
-Ἐπειδή δνέ μπορῶ πιά νά τόν πλησιάσω. Ἀπό τότε πού ἄρχισε ν’ ἁμαρτάνει, ἔγινε δοῦλος τῶν δαιμόνων κι ἐγώ δέν ἔχω καμιά ἐξουσία πάνω του.
-Καλά, πῶς δέν ἔχεις ἐξουσία; Δέν σοῦ τόν ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός;
-Ἄκουσε με, δοῦλε του Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο καί τόν ἄφησε ἐλεύθερο ν’ ἀκολουθήσει τό δρόμο πού τοῦ ἀρέσει. Τοῦ ἔδειξε τή στενή ὁδό, τοῦ ἔδειξε καί τήν πλατειά. Καί τοῦ εἶπε: «Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν»25. «Πλατεῖα καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν»26. Ἀφοῦ λοιπόν τὸν ὅπλισε μέ τόν θεῖο νόμο Του καί μέ τίς διδαχές τῶν ἁγίων Του, τόν ἄφησε νά πορεύεται ὅπως θέλει, μέ ὁδηγό τή συνείδησή του, ἔχοντάς τον βέβαια προειδοποιήσει γιά τήν ἔκβαση τοῦ κάθε δρόμου: Ὁ ἕνας δίνει λίγη πρόσκαιρη ἡδονή, μά ὁδηγεῖ στήν αἰώνια κόλαση. Ὁ ἄλλος ἔχει λίγο πρόσκαιρο κόπο, μά φέρνει στήν αἰώνια ἀνάπαυση. Λοιπόν, ποιά νουθεσία μπορῶ νά δώσω ἐγώ στόν ἄνθρωπο, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός νά φυλάω; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μέ τό δικό Του στόμα, νουθετεῖ καί παρακαλεῖ καί διδάσκει ὅλους τούς ἀνθρώπους ν’ ἀπέχουν ἀπό ἀκάθαρτα ἔργα. Μά ἐκεῖνοι, πού προσέχουν τά λόγια Του καί τά ἐφαρμόζουν, εἶναι τόσο λίγοι! ...
-Γιατί ὅμως κάθε τόσο σήκωνε τά χέρια σου στόν οὐρανό στενάζοντας; ρώτησε τόν ἄγγελο ὁ ἅγιος.
-Γιατί ἔβλεπα γύρω του τούς δαίμονες -ἄλλους νά τραγουδοῦν, ἄλλους νά παίζουν κιθάρες, ἄλλους νά γελᾶνε χαιρέκακα σέ βάρος του. Καιγόταν ἡ καρδιά μου, βλέποντας ἐκεῖνα τά βδελύγματα νά τόν ρεζιλεύουν. Παρακαλοῦσα λοιπόν τό Θεό νά λυτρώσει τό πλάσμα Του ἀπό τόν ἐμπαιγμό τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων. Ἀκόμα νά μ’ ἀξιώσει νά χαρῶ τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή του, μιά μέρα ἔστω πρίν φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, ὥστε νά Τοῦ παραδώσω τήν ψυχή του ἄσπιλη καί καθαρή.
Αὐτά εἶπε ὁ ἄγγελος κι ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά μας.
Καθώς φεύγαμε κι ἐμεῖς, ὁ ὅσιος βρῆκε τήν εὐκαιρία νά μοῦ μιλήσει γιά τό πάθος καί τήν ἁμαρτία τῆς πορνείας.
-Πιό βρωμερή ἁμαρτία ἀπ’ αὐτή δέν ὑπάρχει, ἔλεγε. Ἄν ὅμως ὁ ἀκόλαστος ἄνθρωπος θελήσει νά μετανοήσει, ὁ Θεός τόν δέχεται πιό πρόθυμα καί πιό θερμά ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς. Γιατί ξέρει πόσο δυνατό εἶναι τό πάθος τοῦτο, ἀφοῦ καί ἀπό τή φυσική γενετήσια ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου τρέφεται, ἀλλά καί ἀπό τούς δαίμονες ἐπιπλέον κεντρίζεται μέ τούς διαφόρους πειρασμούς. Ὅποιος θέλει νά τό νικήσει, θά τό κατορθώσει μόνο ἄν ἀγωνιστεῖ νά λιγοστέψει τόν ὕπνο του καί τό φαγητό του.
Καί, καθώς περπατούσαμε, πρόσθεσε:
-Κάποτε συνάντησα ἕναν ἄνθρωπο πού πορευόταν στόν εὐρύχωρο δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Καί νά ! Ἄνοιξαν τά μάτια τῆς ψυχῆς μου, καί εἶδα ἴσαμε τριάντα δαίμονες νά θορυβοῦν ὁλόγυρά του. Ἄλλοι βούιζαν σάν μύγες στό πρόσωπό του, ἄλλοι ζουζούνιζαν σάν κουνούπια στ’ αὐτιά του, ἐνῶ τρεῖς τόν εἶχαν δέσει μέ σκοινιά ἀπό τό λαιμό, τά πόδια καί τή μέση καί τόν ἔσερναν βάναυσα πότ’ ἐδῶ καί πότ’ ἐκεῖ.
Μπροστά στό ἀξιοθρήνητο ἐκεῖνο θέαμα, τά μάτια μου γέμισα δάκρυα. ‟Ποιοί νά’ναι αὐτοί οἱ τρεῖς, πού σέρνουν τόν ἄνθρωπο μέ τά κοινιά;’’, συλλογίστηκα. Καί μοῦ ἀποκαλύφθηκε, πώς ὁ ἕνας ἦταν ὁ δαίμονας τῆς πορνείας, ὁ ἄλλος τῆς μοιχείας καὶ ὁ τρίτος τῆς ἀρσενοκοιτίας. Ἐκεῖνοι πάλι πού ζουζούνιζαν σάν κουνούπια στ’ αὐτιά του, προσπαθοῦσαν νά τόν ρίξουν στήν ἀπόγνωση. Κι αὐτοί πού βούιζαν σάν μύγες στό πρόσωπό του, τόν ἔκαναν ἀναίσθητο καί ἀδιάντροπο. Αὐτά μοῦ φανέρωσε ὁ Κύριος.
Μόλις τότε παρατήρησα, ὅτι ἀπό μακριά ἀκολουθοῦσε ὁ ἄγγελός του, κρατώντας στό χέρι κάτι σάν ψιλό ραβδί, πού στήν ἄκρη του εἶχε ἕνα ὑπέροχο κρίνο. Βάδιζε σκυθρωπός, περίλυπος, ἀπελπισμένος, βλέποντας τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο νά βρίσκεται μέσα στό στόμα τοῦ ἅδη, ὑποδουλωμένος καθώς ἦταν στό τρίπτυχο αὐτῆς τῆς σαρκολατρίας. Τότε κι ἐγώ σήκωσα τά χέρια μου στόν οὐρανό, θέλοντας νά κάνω μιά μικρή ἔστω προσευχή γι’ αὐτόν. Μά οἱ πονηροί δαίμονες μεμιᾶς ρίχτηκαν πάνω μου σάν κουνούπια καί ἄρχισαν νά κατατσιμποῦν τά χέρια μου , νομίζοντας πώς θά μ’ ἐμπόδιζαν ἔτσι νά προσευχηθῶ γιά τό θύμα τους.
Μέ φόβο καί τρόμο ἄκουσα τή διήγηση τοῦ ὁσίου. Πραγματικά, πότε δέν εἶχα ξανακούσει τέτοια καταπληκτικά πράγματα.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.77-80)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_5454.html
Βλέποντάς τον ὁ ὅσιος σ’ αὐτή τήν κατάσταση, τόν συμπόνεσε τόσο, πού τόν πῆραν κι αὐτόν τά κλάματα. Σκούπισε ὅμως τά μάτια του, τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε στοριγκά:
-Γιά τό Θεό, ἀδελφέ! Τί ἔπαθες; Γιατί κάθεσαι ἐδῶ, μπροστά σέ τοῦτο τό καταγώγιο, κλαίγοντας τόσο πικρά; Πές μου, σέ παρακαλῶ, θέλω νά μάθω, γιατί ὁ θρῆνος σου μοῦ ράγιζε τήν καρδιά.
-Ἐγώ, τίμιε Νήφων, εἶμαι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Καί καθώς ὅλοι οἱ χριστιανοί παίρνουν τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός τους ἀπό ἕνα ἄγγελο φύλακα τῆς ζωῆς τους, ἔτσι κι ἐγώ προστάχθηκα ἀπό τό Θεό νά φυλάω κάποιον ἄνθρωπο. Αὐτός ὅμως μέ καταπικραίνει, γιατί κυλιέται μέσα στίς ἀνομίες.
Νά, τώρα βρίσκεται σ’ αὐτό τό καταγώγιο καί ἁμαρτάνει μέ μιά πόρνη. Βλέποντας λοιπόν αὐτό τό κατάντημα, πῶς νά μήν κλάψω; Πῶς νά μήν θρηνήσω τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού ξέπεσε καί βυθίστηκε σέ τέτοιο σκοτάδι;
-Καί γιατί δέν τόν νουθετεῖς νά ἐγκαταλείψει τή ζοφερή αὐτή ἁμαρτία; ρώτησε ὁ Νήφων.
-Ἐπειδή δνέ μπορῶ πιά νά τόν πλησιάσω. Ἀπό τότε πού ἄρχισε ν’ ἁμαρτάνει, ἔγινε δοῦλος τῶν δαιμόνων κι ἐγώ δέν ἔχω καμιά ἐξουσία πάνω του.
-Καλά, πῶς δέν ἔχεις ἐξουσία; Δέν σοῦ τόν ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός;
-Ἄκουσε με, δοῦλε του Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο καί τόν ἄφησε ἐλεύθερο ν’ ἀκολουθήσει τό δρόμο πού τοῦ ἀρέσει. Τοῦ ἔδειξε τή στενή ὁδό, τοῦ ἔδειξε καί τήν πλατειά. Καί τοῦ εἶπε: «Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν»25. «Πλατεῖα καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν»26. Ἀφοῦ λοιπόν τὸν ὅπλισε μέ τόν θεῖο νόμο Του καί μέ τίς διδαχές τῶν ἁγίων Του, τόν ἄφησε νά πορεύεται ὅπως θέλει, μέ ὁδηγό τή συνείδησή του, ἔχοντάς τον βέβαια προειδοποιήσει γιά τήν ἔκβαση τοῦ κάθε δρόμου: Ὁ ἕνας δίνει λίγη πρόσκαιρη ἡδονή, μά ὁδηγεῖ στήν αἰώνια κόλαση. Ὁ ἄλλος ἔχει λίγο πρόσκαιρο κόπο, μά φέρνει στήν αἰώνια ἀνάπαυση. Λοιπόν, ποιά νουθεσία μπορῶ νά δώσω ἐγώ στόν ἄνθρωπο, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός νά φυλάω; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μέ τό δικό Του στόμα, νουθετεῖ καί παρακαλεῖ καί διδάσκει ὅλους τούς ἀνθρώπους ν’ ἀπέχουν ἀπό ἀκάθαρτα ἔργα. Μά ἐκεῖνοι, πού προσέχουν τά λόγια Του καί τά ἐφαρμόζουν, εἶναι τόσο λίγοι! ...
-Γιατί ὅμως κάθε τόσο σήκωνε τά χέρια σου στόν οὐρανό στενάζοντας; ρώτησε τόν ἄγγελο ὁ ἅγιος.
-Γιατί ἔβλεπα γύρω του τούς δαίμονες -ἄλλους νά τραγουδοῦν, ἄλλους νά παίζουν κιθάρες, ἄλλους νά γελᾶνε χαιρέκακα σέ βάρος του. Καιγόταν ἡ καρδιά μου, βλέποντας ἐκεῖνα τά βδελύγματα νά τόν ρεζιλεύουν. Παρακαλοῦσα λοιπόν τό Θεό νά λυτρώσει τό πλάσμα Του ἀπό τόν ἐμπαιγμό τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων. Ἀκόμα νά μ’ ἀξιώσει νά χαρῶ τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή του, μιά μέρα ἔστω πρίν φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, ὥστε νά Τοῦ παραδώσω τήν ψυχή του ἄσπιλη καί καθαρή.
Αὐτά εἶπε ὁ ἄγγελος κι ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά μας.
Καθώς φεύγαμε κι ἐμεῖς, ὁ ὅσιος βρῆκε τήν εὐκαιρία νά μοῦ μιλήσει γιά τό πάθος καί τήν ἁμαρτία τῆς πορνείας.
-Πιό βρωμερή ἁμαρτία ἀπ’ αὐτή δέν ὑπάρχει, ἔλεγε. Ἄν ὅμως ὁ ἀκόλαστος ἄνθρωπος θελήσει νά μετανοήσει, ὁ Θεός τόν δέχεται πιό πρόθυμα καί πιό θερμά ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς. Γιατί ξέρει πόσο δυνατό εἶναι τό πάθος τοῦτο, ἀφοῦ καί ἀπό τή φυσική γενετήσια ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου τρέφεται, ἀλλά καί ἀπό τούς δαίμονες ἐπιπλέον κεντρίζεται μέ τούς διαφόρους πειρασμούς. Ὅποιος θέλει νά τό νικήσει, θά τό κατορθώσει μόνο ἄν ἀγωνιστεῖ νά λιγοστέψει τόν ὕπνο του καί τό φαγητό του.
Καί, καθώς περπατούσαμε, πρόσθεσε:
-Κάποτε συνάντησα ἕναν ἄνθρωπο πού πορευόταν στόν εὐρύχωρο δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Καί νά ! Ἄνοιξαν τά μάτια τῆς ψυχῆς μου, καί εἶδα ἴσαμε τριάντα δαίμονες νά θορυβοῦν ὁλόγυρά του. Ἄλλοι βούιζαν σάν μύγες στό πρόσωπό του, ἄλλοι ζουζούνιζαν σάν κουνούπια στ’ αὐτιά του, ἐνῶ τρεῖς τόν εἶχαν δέσει μέ σκοινιά ἀπό τό λαιμό, τά πόδια καί τή μέση καί τόν ἔσερναν βάναυσα πότ’ ἐδῶ καί πότ’ ἐκεῖ.
Μπροστά στό ἀξιοθρήνητο ἐκεῖνο θέαμα, τά μάτια μου γέμισα δάκρυα. ‟Ποιοί νά’ναι αὐτοί οἱ τρεῖς, πού σέρνουν τόν ἄνθρωπο μέ τά κοινιά;’’, συλλογίστηκα. Καί μοῦ ἀποκαλύφθηκε, πώς ὁ ἕνας ἦταν ὁ δαίμονας τῆς πορνείας, ὁ ἄλλος τῆς μοιχείας καὶ ὁ τρίτος τῆς ἀρσενοκοιτίας. Ἐκεῖνοι πάλι πού ζουζούνιζαν σάν κουνούπια στ’ αὐτιά του, προσπαθοῦσαν νά τόν ρίξουν στήν ἀπόγνωση. Κι αὐτοί πού βούιζαν σάν μύγες στό πρόσωπό του, τόν ἔκαναν ἀναίσθητο καί ἀδιάντροπο. Αὐτά μοῦ φανέρωσε ὁ Κύριος.
Μόλις τότε παρατήρησα, ὅτι ἀπό μακριά ἀκολουθοῦσε ὁ ἄγγελός του, κρατώντας στό χέρι κάτι σάν ψιλό ραβδί, πού στήν ἄκρη του εἶχε ἕνα ὑπέροχο κρίνο. Βάδιζε σκυθρωπός, περίλυπος, ἀπελπισμένος, βλέποντας τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο νά βρίσκεται μέσα στό στόμα τοῦ ἅδη, ὑποδουλωμένος καθώς ἦταν στό τρίπτυχο αὐτῆς τῆς σαρκολατρίας. Τότε κι ἐγώ σήκωσα τά χέρια μου στόν οὐρανό, θέλοντας νά κάνω μιά μικρή ἔστω προσευχή γι’ αὐτόν. Μά οἱ πονηροί δαίμονες μεμιᾶς ρίχτηκαν πάνω μου σάν κουνούπια καί ἄρχισαν νά κατατσιμποῦν τά χέρια μου , νομίζοντας πώς θά μ’ ἐμπόδιζαν ἔτσι νά προσευχηθῶ γιά τό θύμα τους.
Μέ φόβο καί τρόμο ἄκουσα τή διήγηση τοῦ ὁσίου. Πραγματικά, πότε δέν εἶχα ξανακούσει τέτοια καταπληκτικά πράγματα.
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.77-80)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_5454.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας