Όσον αφορά την επάνοδο του βασιλιά και των δικών του ανθρώπων, συμφώνησε ο Πάπας με Βενετούς εμπόρους, ώστε να τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη με τέσσερα πλοία, εκ των οποίων τα δύο ήταν γεμάτα εμπορεύματα, ενώ στη Φλωρεντία ο Πάπας υποσχόταν εγγράφως ότι επρόκειτο να διαθέσει δεκαπέντε πλοία για την επάνοδό τους και ότι με δική του δαπάνη θα τους συνοδεύουν είκοσι πολεμικά πλοία για ασφάλεια.
«Εκείνος υποσχέθηκε να μας επαναφέρει σώους στην Κωνσταντινούπολη με πολλή άνεση και με πολλές υπηρεσίες και με πολλές τιμές, ενώ στην πραγματικότητα είχαμε τέτοια άνεση στα φορτηγά καράβια, όση έχουν οι Τσαρκάσιοι ή Σκύθες δούλοι που μεταφέρονται με πλοία εκ του Καφά ή εκ του Ασπροπύργου», αναφέρει ο Συρόπουλος.
Αφού επιβιβάστηκαν σε τέτοια πλοία (στα οποία αντί για Βενετούς ναύτες υπήρχαν Βούλγαροι δούλοι που δεν είχαν καμία ναυτική γνώση), απέπλευσαν από τη Βενετία την 19η Οκτωβρίου του έτους 1349, ενώ είχαν ήδη συμπληρώσει ολόκληρη διετία στην Ιταλία, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη έπειτα από μεγάλους κινδύνους και πολλές ταλαιπωρίες την 1 Φεβρουαρίου μέσα στην εβδομάδα της Τυρινής.
Δεν επέστρεψαν μαζί τους, εκτός από τον Ιωσήφ τον Πατριάρχη, ο οποίος πέθανε στη Φλωρεντία, άλλοι τρεις που έμειναν πίσω. Ο Μητροπολίτης Σάρδεων που έμεινε στη Φερραρία, ο Νικαίας Βησσαρίων και ο Ρωσίας Ισίδωρος, οι οποίοι έγιναν Καρδινάλιοι του Πάπα.
Και επειδή η φήμη ήδη είχε προλάβει να κηρύξει τους αγώνες του Αγίου, ο λαός έτρεξε, όχι για να προϋπαντήσει τον αυτοκράτορα, αλλά έσπευσε να υποδεχθεί τον ιερό τούτο αριστέα και λαμπρό ήρωα της Εκκλησίας. Άλλοι τον ονόμαζαν στύλο ακλόνητο της Εκκλησίας, άλλοι Αθανάσιο, άλλοι Κύριλλο, άλλοι νέο Ιωάννη Θεολόγο, του οποίου και τον ιερώτατο θρόνο κατείχε, δηλαδή της Εφέσου.
Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες καταδικάζουν διά συνοδικών πράξεων την ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας.
Καθώς λοιπόν, η Ανατολική Εκκλησία είχε εισέλθει σε μια περίοδο μεγάλης αναταραχής, εξαιτίας της κάκιστης ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας όπου συμφωνήθηκε με τη βία η ψευδοένωση, το ίδιο έτος συγκροτήθηκε σύνοδος στα Ιεροσόλυμα από τους Ανατολικούς Πατριάρχες, τον Αλεξανδρείας Φιλόθεο, τον Αντιοχείας Δωρόθεο και τον Ιεροσολύμων Ιωακείμ. Παρών ήταν και ο επίσκοπος Καισαρείας Αρσένιος.
Η Σύνοδος αυτή των Πατριαρχών, αναθεμάτισε τη σύνοδο της Φλωρεντίας και καθαίρεσε τον λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη. Έδωσαν μάλιστα γραπτή ομολογία στον Μητροπολίτη Καισαρείας, με την εντολή να κηρύξει παντού την ευσέβεια, δηλαδή την αποκήρυξη της ασεβούς ψευδοσυνόδου.
Έγραφε το έγγραφο αυτής της Συνόδου:
«… Επειδή παρουσιάστηκε στη σύνοδο και ο πανιερώτατος Μητροπολίτης της αγιωτάτης Μητροπόλεως Καισαρείας της Καππαδοκίας, ο πρωτόθρονος και έξαρχος όλης της Ανατολής, αφενός για να προσκυνήσει τον πάνσεπτο και θείο τάφο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και να επισκεφθεί τους αγίους τόπους των Ιεροσολύμων, όπου πραγματοποιήθηκαν τα παράδοξα μυστήρια της οικονομίας του Χριστού, και αφετέρου να έρθει σε επαφή με εμάς και το μέγα μυστήριο της ορθοδοξίας και ευσεβείας των Χριστιανών, καθώς και να μας ενημερώσει για τα σκάνδαλα που πραγματοποιούνται στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας της μιαρής συνόδου που πραγματοποιήθηκε στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου έγιναν δεκτά τα δόγματα των Λατίνων του Πάπα Ευγενίου, κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί.
Έγινε δηλαδή δεκτή η προσθήκη στο θείο και αμώμητο σύμβολο της πίστεως, καθώς υπογράφηκε ότι το Θείον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού. Ομοίως έγινε δεκτή και η χρήση των αζύμων στην αναίμακτη θυσία. Ως εκ τούτου, έγινε δεκτή και η μνημόνευση του Πάπα. Γενικώς, η σύνοδος αυτή συγκατατέθηκε σε όλα όσα άθεσμα και παρά τους κανόνες έχουν υιοθετήσει η παπικοί.
Η ίδια σύνοδος επέτρεψε στον Κυζίκου Μητροφάνη να αρπάξει ληστρικά το θρόνο, επειδή συναίνεσε με τους αιρετικούς, δηλαδή με τον Πάπα και τον Λατινόφρονα βασιλέα των Ρωμαίων, Παλαιολόγο. Ο αυτοκράτορας αυτός, όσους παρέμειναν πιστοί στην Ορθοδοξία απειλεί, διώκει, τυραννά, επιτιμά. Αντίθετα, τους απίστους και κακόδοξους, εκείνους που έχουν τα ίδια αιρετικά φρονήματα με εκείνον, προσκαλεί, τιμά, αναβιβάζει, περιποιείται υπερβολικά. Γενικότερα, πράττει με αντιπάθεια κατά της Ορθοδοξίας και ευσεβείας.
Για το λόγο αυτό, ανέβασε παντού, σε όλους τους αγίους θρόνους της αγίας μεγάλης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, κάποια βέβηλα Μητροπολιτίδια και μικρά Επισκοπίδια, δήθεν διότι εκείνοι είναι από την ενορία του.
Μας απέδειξε όμως ο προαναφερθείς πανιερώτατος Μητροπολίτης κ. Αρσένιος, της αγιωτάτης Μητροπόλεως μεγάλης Καισαρείας Καππαδοκίας, ο πρωτόθρονος και έξαρχος πάσης Ανατολής, ότι όχι μόνο ο Πατριάρχης Μητροφάνης προέτρεψε τις παράνομες χειροτονίες των λατινοφρόνων στις άλλες Εκκλησίες, αλλά και ότι ήδη και στις επαρχίες της Ανατολής χειροτόνησε ο αχειροτόνητος τέσσερα μητροπολιτίδια και επισκοπίδια, τα οποία κατά πάντα φρονούν και πράττουν τα των Λατίνων. Συγκεκριμένα, στην Αμασία, τη Νεοκαισαρεία, τα Τύανα και τη Μακισό.
Εμείς, δεν ανεχόμαστε την φθορά και την απώλεια που προκαλούν εκείνοι σε αυτά τα μέρη, ούτε την απάτη και τη διαφθορά που προκαλούν σε όλους εκείνους τους χριστιανούς που βρίσκονται στην ποίμνη του Χριστού. Δεν ανεχόμαστε καθόλου τα πολλά σκάνδαλα που προξενούν στην Εκκλησία.
Για το λόγο αυτό ο ευσεβής, πιστότατος, υπέρμαχος και ζηλωτής όλης της Ορθοδοξίας, ο Μητροπολίτης Καισαρείας, ζήτησε να λάβει συνοδική γνώμη από εμάς, τους τρεις Ορθοδόξους Αρχιερείς ώστε να αποσοβήσει και εμποδίσει στην επαρχία του, αυτούς που δεν φρονούν σωστά.
Επομένως, ορίζουμε:
Συνοδικώς, από κοινού στο όνομα της Ομοουσίου και ζωαρχικής και αδιαιρέτου αγίας Τριάδος, εκείνους που χειροτονήθηκαν όχι εξαιτίας της αρετής και της ευσέβειάς τους, μητροπολίτες και επίσκοποι, αλλά επιπλέον και τους ηγουμένους και τους δήθεν πνευματικούς, ομοίως και τους ιερείς και διακόνους και όσους έχουν απλώς Εκκλησιαστική ψήφο, σε οποιαδήποτε επαρχία, ενώ στην πραγματικότητα είναι βέβηλοι και ανάξιοι, καθώς περίμεναν τον καιρό επικράτησης της αιρέσεως και του διωγμού της Ορθοδοξίας για να αναρριχηθούν αναξίως στις Επισκοπές και τις Μητροπόλεις, ως δήθεν σωτήρες ψυχών, για να φθείρουν μαζί με αυτούς και ολόκληρο το ποίμνιο του Χριστού, του αληθινού Θεού μας∙ αυτούς λοιπόν, τους ορίζουμε από σήμερα αργούς και ανίερους, αποκομμένους από κάθε Εκκλησιαστική κατάσταση, μέχρι να εξετασθεί η ευσέβειά τους, σε οικουμενικό επίπεδο, από όλες τις τοπικές Εκκλησίες από κοινού.
Όσοι δεν πειθαρχούν σε αυτό, ας είναι αργοί και ανίεροι, καθώς αντιστέκονται ληστρικά και παράνομα. Ας είναι αφορισμένοι και αλλοτριωμένοι από την αγία και υπερούσια και Ομοούσια Τριάδα, ως απειθείς και αντίλογοι. Ομοίως να είναι αφορισμένοι και εκείνοι που δέχονται τους τιμωρημένους, συναινούν μαζί τους και τους υπερασπίζονται.
Καθιστούμε υπεύθυνο, τον κήρυκα της ευσεβείας και της Ορθοδοξίας, τον πανιερώτατο Μητροπολίτη Καισαρείας, να κηρύξει παντού την ευσέβεια, χωρίς να φοβηθεί ούτε και ενώπιον του βασιλέως ή Πατριάρχου, ούτε ενώπιον πλουσίων και αρχόντων, που δεν φρονούν και δεν πράττουν σωστά. Αλλά με παρρησία να κρατά την πίστη και την ορθοδοξία, χωρίς φόβο και δισταγμό. Από σήμερα, λοιπόν, έχει την εντολή και άδεια, για λόγους ευσεβείας να ελέγχει, να επιτιμά και να διορθώνει εκείνους που δεν φρονούν σωστά, σε κάθε τόπο όπου εκείνος θα βρίσκεται. Και μπορεί να το πράξει αυτό καθώς έχει λάβει από εμάς την άδεια διά της χάριτος και δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος που μας δόθηκε κατά τη χειροτονία μας.
Για όλα αυτά οφείλει να μιλάει και να κηρύττει την ευσέβεια ορθώς, χωρίς να χρηματίζεται. Προς το σκοπό αυτό του παραδίδεται η, από τον Απρίλιο του 1440, του τρέχοντος δηλαδή έτους, έγγραφη συνοδική μας γνώμη, με τις ιδιόχειρες υπογραφές μας» (Νεκταρ. Ιεροσολ. Σελ. 236 και 237).
Και η Εκκλησία της Ρωσίας αναθεμάτισε την ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας. Όταν, μάλιστα, επανήλθε ο Ισίδωρος στη Ρωσία να διδάξει τον λατινισμό, ο μέγας Κνέζης Βασίλειος μαζί με όλη τη Ρωσική Εκκλησία, αναθεμάτισαν την σύνοδο και την ένωσή της, και έκλεισαν τον Ισίδωρο σε μία σκοτεινή φυλακή. Από εκεί, τον άφησαν ελεύθερο, κι εκείνος πήγε στη Ρώμη, όπου αφού έγινε Καρδινάλιος Πολωνίας, πέθανε. Αυτά μαρτυρούν οι ρωσικές ιστορικές πηγές.
Το ίδιο έπραξε και ο Βοεβόδας της Μολδοβλαχίας, όταν επανήλθε ο Νεάγωγι και ο Μητροπολίτης από τη σύνοδο. Την αποκήρυξε και την αναθεμάτισε. Το ίδιο έπραξαν και όλοι οι άλλοι, Ίβηρες (Γεωργιανοί), Μεγρέλοι, Σουάνοι, Αλβανοί, Αβασγοί και τα γύρω από τη Γεωργία έθνη. Τα ίδια έκανε και ο βασιλίας της Τραπεζούντας και γενικά η Ορθόδοξος Ανατολή και Δύση. (Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου σελ. 910).
Οι Αρχιερείς και οι ηγούμενοι της Κωνσταντινούπολης καταδικάζουν γραπτώς τον όρο της Συνόδου της Φλωρεντίας.
Όταν ρωτήθηκαν από τον βασιλιά Ιωάννη οι ευρισκόμενοι στην Κωνσταντινούπολη Αρχιερείς και Καθηγούμενοι, για ποιο λόγο δεν παραδέχονται όσα συμφωνήθηκαν συνοδικά στη Φλωρεντία, του έδωσαν έγγραφη απάντηση που ανέφερε τα εξής:
«Με παρρησία αναφέρουμε στην ισχυρή και αγία βασιλεία σου, κύριε βασιλιά μας, ότι χθες δώσαμε γραπτές τις απαντήσεις μας στους ενδοξότατους άρχοντες για να τις μεταφέρουν στη μεγαλειότητά σου. Όμως, επειδή το θείο κράτος σου διέταξε να προσθέσουμε και τις υπογραφές μας στις απαντήσεις, με ωριμότερη πλέον σκέψη, συγκεντρωθήκαμε και συντάξαμε την παρούσα αναφορά, υπογράφοντας με τα ονόματά μας, χωρίς να γνωρίζουμε το σκοπό της αγίας βασιλείας σου. Πράξαμε όμως ευπειθώς, με απλή και άδολη καρδιά, αυτό που μας διέταξες.
Αυτά που αποκρινόμαστε και αναφέρουμε, δεν δυσκολευόμαστε να τα βεβαιώσουμε και με υπογραφές. Επειδή, είτε με υπογραφές, είτε χωρίς, είναι ομολογουμένως δικές μας σκέψεις.
Θα απαντήσουμε, λοιπόν, όπως οφείλουμε, καθώς μετά από αλλεπάλληλες ερωτήσεις που μας έγιναν, δεν αποκριθήκαμε έως τώρα. Και δεν απαντήσαμε τόσο καιρό, διότι θεωρήσαμε ότι έπρεπε με τη σιωπή μας να πρεσβεύσουμε τα αληθή, καθώς θα ήταν αρκετή η απόκριση που θα παρείχαμε, όχι με λόγια, αλλά με τις πράξεις μας.
Επειδή, όμως, θεωρούμε τη σιωπή μας επικίνδυνη για τον απλό λαό, δηλαδή για όλη την Εκκλησία που σκανδαλίζεται από μεγάλη ταραχή, ενώ ταυτόχρονα οφείλουμε να δώσουμε λόγο υπέρ της πίστης μας, σύμφωνα με την αποστολική φωνή. Πρό πάντων οφείλουμε να ικανοποιήσουμε το θείο κράτος σου σε όλα όσα πρέπει, γι’ αυτό και χαιρόμαστε όσο και αν κοπιάζουμε να σου απαντήσουμε σε αυτά που μας ρωτάς.
Για την ειρήνη, λοιπόν, της Εκκλησίας μας φροντίζουμε πολύ. Και επιθυμούμε να την δούμε γρήγορα ειρηνευμένη. Για την ειρήνη αυτή ανεχόμαστε μάλιστα, πολλές δυσχέρειες. Αν και δεν κάνουμε τίποτα σημαντικό, είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε και τις ζωές μας αν χρειαστεί, ώστε αυτό που πράττουμε με έργα, με τη χάρη του Θεού και χωρίς φόβο να το λέμε και με τους λόγους.
Ούτε μας διαφεύγει πόσο πολύτιμο είναι το αγαθό της ειρήνης σε όλα τα επίπεδα. Την δε ειρήνη των πνευματικών αγαθών, από όλα τα μεγάλα, τη θεωρούμε μεγαλύτερη και τιμιώτερη. Γι’ αυτό και έχουμε μεγάλο πόθο γι’ αυτήν.
Όπως προαναφέραμε, θεωρούμε ότι προέχει το αγαθό της ειρήνης. Και η δική μας ένσταση βαίνει ολόκληρη υπέρ της αληθινής ειρήνης. Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στον πρύτανη της ειρήνης, ότι δεν θα εγκαταλείψει την Εκκλησία Του να πολεμάται δεινώς και να σπαράττεται, αλλά θα συνάξει όλους στο ένα, αληθινό φρόνημα.
Υπέρ, λοιπόν, μιας τέτοιας, πραγματικής ειρήνης, φεύγουμε από την ψεύτικη ειρήνη, για την οποία κληθήκαμε τώρα να απολογηθούμε. Αλλά περί της δικής μας ενστάσεως, η οποία δεν έγινε με σκοπό τη διαίρεση των Εκκλησιών του Χριστού, αλλά μάλλον με την ελπίδα της επικράτησης της αληθούς και γνήσιας ειρήνης και για να στηριχθεί η αλήθεια ώστε να βρούμε την εκκλησιαστική ειρήνη, έχουμε πολλά να πούμε με έργα και με λόγους. Αλλά δεν το κάναμε μέχρι τώρα. Μας αρκούσε η άνωθεν μαρτυρία του Θεού στις συνειδήσεις μας.
Επειδή, λοιπόν, το θείο κράτος του Κυρίου μας ζητά να απαριθμήσουμε ποια είναι αυτά που σκανδαλίζουν τις συνειδήσεις και μας κάνουν να κρατάμε αποστάσεις από τον όρο της συνόδου της Φλωρεντίας και την ψεύτικη ειρήνη που πραγματοποιήθηκε μέσω αυτής. Και τώρα, μετά από αυτά, σου δηλώνουμε με σθένος τούτο:
Στον όρο εκείνον έχει γραφτεί ότι εύλογα και θεμιτά προστέθηκε το «και εκ του Υιού» στο σύμβολο της πίστεως. Αυτό, βέβαια, δεν είναι αληθές, ακόμα κι αν υπογράψαμε πιεζόμενοι και εξαπατώμενοι, όσοι δηλαδή υπέγραψαν. Ούτε μπορούμε να κάνουμε το αθέμιτο θεμιτό, αν πρόκειται να βασιστούμε στους υπάρχοντες εκκλησιαστικούς νόμους μας. Εμείς, λοιπόν, πήγαμε εκεί με βάση τους υπάρχοντες νόμους.
Ακόμα γράφτηκε ότι στο «δι’ Υιού», η πρόθεση «διά» σημαίνει ότι ο Υιός είναι αιτία της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος κατά τη γραμματική των Γραικών. Αυτό, βέβαια, δεν είναι αλήθεια! Διότι κανείς από τους Έλληνες διδασκάλους αναφέρει τον Υιόν ως αίτιο του Αγίου Πνεύματος και πουθενά δεν αναφέρεται ότι το «διά» σημαίνει αιτία. Αλλά αντιθέτως, όλοι λένε ότι ο Υιός δεν είναι αίτιος, αλλά μόνος αίτιος του Πνεύματος είναι ο Πατήρ. Επομένως, δεν επιτρέπεται να υποστηρίζουμε δόγματα διαφορετικά από αυτά που μας παρέδωσαν οι διδάσκαλοί μας. Σε τίποτα άλλο δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πεισθούμε, παρά στα όσα μας δίδαξαν οι θεοφώτιστοι διδάσκαλοί μας.
Ακόμη λένε οι Λατίνοι ότι ο Υιός είναι και αρχή του Αγίου Πνεύματος, κάτι που εμείς δεν παραδεχόμαστε. Πιστεύουμε ότι μία είναι η αρχή του Αγίου Πνεύματος, μόνο ο Πατέρας. Και σε αυτό το δόγμα της αρχής δεν περιλαμβάνεται καμία άλλη θεία υπόσταση.
Ακόμα, υποστηρίζουν ότι το Πνεύμα υφίσταται ή οφείλει την υπόστασή του και στον Υιό. Εμείς υπακούμε και εδώ στους δασκάλους μας, οι οποίοι λένε ότι υφίσταται εκ του Πατρός και ότι δεν έχει την ύπαρξη εκ του Υιού, αλλά προέρχεται εκ του Πατρός, δια του Υιού διά την ενότητα της θείας ουσίας και χορηγείται στην κτίση διά του Χριστού, δηλαδή του Υιού του Θεού, φυσικώς και ουσιωδώς, αλλά όχι κατά μέθεξιν.
Για όλα αυτά δηλώνουμε, ότι για όσο καιρό ισχύει ο όρος εκείνος, ο οποίος καταδεικνύει την εξαπάτησή μας, μας καθιστά υπεύθυνους ενώπιον της δικαιοσύνης του Θεού και δεσμεύει την Ανατολική Εκκλησία σε ξένες και άγνωστες διδασκαλίες πίστεως, εμείς δεν δεχόμαστε καμία ένωση με τους Λατίνους. Και αν κάποιος, αυτή την κατόπιν πιέσεως και εξαπάτησης ομολογία της ένωσης επιθυμεί και δέχεται, αυτόν δεν τον υπολογίζουμε, ούτε τον θεωρούμε μέλος της Εκκλησίας μας, ως φυλάσσοντα ξένα και αήθη δόγματα. Αυτό το δηλώνουμε από κοινού όλοι, και αυτοί που υπογράφουν και εκείνοι που δεν υπογράφουν.
Επειδή το θείο κράτος σου μας ρωτά ποιος είναι ο αληθινός τρόπος ώστε να επικρατήσει η αληθινή και βέβαιη ειρήνη και πως θα λυθούν προς δόξαν Θεού τα υπάρχοντα σκάνδαλα που ταλαιπωρούν την Εκκλησία, σου απαντάμε:
Θα επέλθει η ειρήνη, μόνο εάν συγκροτηθεί πάλι σύνοδος εδώ, στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία οι συμμετέχοντες θα έχουν την ελευθερία να θεραπεύσουν και να διορθώσουν τα λάθη εκείνης της συνόδου. Αυτό έχει γίνει στο παρελθόν πολλές φορές στην Εκκλησία. Και αν μία μερική σύνοδος εισήγαγε την λατινική προσθήκη, τολμώντας να αναπληρώσει την δήθεν έλλειψη του ολοκληρωμένου και ανεπίδεκτου διόρθωσης Συμβόλου της Πίστεως, τι μας εμποδίζει να πραγματοποιηθεί εδώ μία Οικουμενική Σύνοδος, που θα διορθώσει ευπρεπώς τα ενδεή και ενοχλητικά εκείνης της συνόδου;
Είναι, λοιπόν, εύκολο να συνέλθει σύνοδος, αν βέβαια θέλουν και οι Λατίνοι, ώστε να μην αρκούνται στην ομολογία, στην οποία μας έσυραν εξ ανάγκης. Έτσι κι εμείς, θα μπορέσουμε να αποδείξουμε, την προχειρότητα της απόφασης της συνόδου της Φλωρεντίας, εάν μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Μία μόνο είναι η δυσκολία, η περίπτωση να μη θέλουμε να επαναληφθεί η σύνοδος. Διότι ποιος δεν καταλαβαίνει ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη συγκρότησης νέας συνόδου;
Είναι γνωστό πλέον ότι οι αγιώτατοι Πατριάρχες και όλοι όσοι ανήκουν στην Ανατολική Εκκλησία φρονούν και γράφουν κατά της γενομένης ενώσεως. Εάν, επομένως, δεν υπάρχει θέληση να λυθούν τα σκάνδαλα από μία τέτοια σύνοδο, κανείς από εμάς δεν θα δεχθεί την ένωση, ούτε θα λάμψει το αγαθό της ειρήνης σε όλα τα γένη των Ορθοδόξων.
Για το λόγο αυτό, εκείνοι που έχουν κανονικά την ευθύνη να φροντίζουν την εκκλησιαστική ειρήνη, πρέπει να συγκροτήσουν σύνοδο, αν είναι δυνατόν μάλιστα εδώ και τώρα, και εκείνη η σύνοδος είτε να ανατρέψει, είτε να βεβαιώσει όσα έγιναν στη Φλωρεντία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συν Θεώ, θα κατευθυνθούμε άριστα εξ ολοκλήρου προς την αληθινή εκκλησιαστική ειρήνη.
Εμείς, μέχρι τότε, αρνούμαστε να δεχθούμε οποιαδήποτε απόφαση συνόδου που δεν έχει οικουμενική δύναμη και αντιτίθεται στην πίστη μας, όχι επειδή η απόφαση αυτή είναι η θέση των άλλων, δηλαδή των Λατίνων, αλλά επειδή είναι λανθασμένη και κακώς αποφασίσθηκε. Όσοι, λοιπόν, δεν συμφωνήσαμε με αυτή την απόφαση, όλοι μας πράττουμε δίκαια που δεν τη δεχόμαστε. Διότι, ακόμα και εκείνοι που την υπέγραψαν, τώρα την αρνούνται και την αποκηρύττουν.
Και επειδή έγινε λόγος περί οικονομίας, αναφέρουμε:
Η οικονομία είναι θεσμός της Εκκλησίας, όταν συμφωνούν όλοι και κανείς δεν αντιστέκεται σε αυτή. Έχει δε την ισχύ και ελευθερία της, όχι από ένα ή δύο ή τρία ή τέσσερα πρόσωπα, αλλά από τους Αρχιερείς, όπως λέγει ο ιερός Ευλόγιος της Αλεξανδρείας: «εάν κάποιοι από εμάς δέχονται την οικονομία, χωρίς να δέχονται την επαναφορά της Εκκλησίας στην ακρίβεια και ελευθερία της, αυτοί δεν κάνουν οικονομία, αλλά μετατίθενται σε άλλη εκκλησία και πίστη». «Ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται την οικονομία, όταν δεν βλάπτεται το δόγμα της ευσεβείας», λέει πάλι ο προαναφερθείς Ευλόγιος.
Λοιπόν, αν ο άγιος Πατριάρχης μας βεβαιώσει ότι έχει την ίδια πίστη με εμάς, και μας βεβαιώσει όπως εμείς του το ζητήσουμε, προς ικανοποίηση της συνειδήσεώς μας, τότε θα συσκεφθούμε μήπως δεχθούμε τα περί οικονομίας. Αν τότε, αποφασίσουμε από κοινού ότι πρέπει να δεχθούμε αυτή την οικονομία, θα γράψουμε στους αγιώτατους Πατριάρχες. Αν πάλι εκείνοι συμφωνήσουν με τη γνώμη μας που θα δέχεται την οικονομία, τότε θα δεχθούμε τελικώς αυτή την πρόταση του Πατριάρχη. Και δεν θα πράξουμε αλλιώς, διότι δεν μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους.
Αυτά αναφέρουμε με θάρρος στην αγία Βασιλεία σου και υπογράφουμε κατόπιν της εντολής σου.
Ο Νικομηδείας Μακάριος, ο Τυρνόνου Ιγνάτιος, ο Μολδοβλαχίας Δαμιανός, ο Πέργης εξ Ατταλείας Θεόγνωστος, ο ταπεινός Μητροπολίτης Δέρκου Ακάκιος, ο Μ. Χατοφύλαξ και αρχιδιάκονος Θεόδωρος ο Βαλσαμών, ο μέγας Εκκλησιάρχης διάκονος Σίλβεστρος ο Συρόπουλος, ο ηγούμενος των των στουδίων Θεόδοτος ιερομόναχος, ο Ισίδωρος ιερομόναχος και πνευματικός, ο ελάχιστος εν Ιερομονάχοις και πνευματικός Νεόφυτος, Ιωσήφ ιερομόναχος και ηγούμενος της Κοσμιδίου, ο Παντοκρατορινός ηγούμενος Γερόντιος ιερομόναχος, ο ηγούμενος της Περιβλέπτου Κύριλλος ιερομόναχος, Γερμανός ιερομόναχος του Μεγάλου Βασιλείου, ο ιερομνήμων διάκονος Θεόδωρος Γαλλιανός.
Άλλες κατακρίσεις της ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας.
Ο Λέων ο Νομοφύλαξ, που βρισκόταν και αυτός στη Φλωρεντία, συνέγραψε παρόμοια καταδίκη της συνόδου, η οποία είχε ως εξής:
Στη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στη Φλωρεντία για την ένωση των Εκκλησιών, στην οποία παρευρέθηκα και ο ίδιος, όχι αντιπροσωπεύοντας κάποιο τόπο ή κάποια ανάγκη, αλλά ως οπαδός και υπηρέτης του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη, του οποίου ήμουν και κληρικός. Την απόφαση εκείνης της συνόδου, δηλαδή την ένωση με αποδοχή των λατινικών δογμάτων, κυρίως της προσθήκης στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά και όλων των άλλων κακοδοξιών που περιλαμβάνει ο υπογραφείς όρος, ήμουν και εγώ ένας από εκείνους που την δέχθηκαν, κοινωνώντας με όσους είχαν παραδοθεί σε αυτήν και εκείνους που τους διαφεντεύουν. Έκανα όσα έκαναν και όλοι αυτοί μέχρι της Πατριαρχείας του μακαριστού αγιωτάτου και αοίδιμου Πατριάρχη κυρ Ισιδώρου.
Εξαιτίας αυτής μου της στάσης, αναγκάσθηκε ο αοίδιμος εκείνος Πατριάρχης με την σύμφωνη γνώμη μίας συνόδου να εκδώσει εναντίον μου και εναντίον κάποιον άλλων μία απόφαση, με την οποία απαγορεύει την μετάνοια και διόρθωσή μου, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να αντιληφθώ ότι είναι δεινό να είμαι αποκομμένος από την καθολική Εκκλησία των Γραικών και να παρουσιάζομαι ως αποκηρυγμένος. Στην οποία Εκκλησία γεννήθηκα, ανατράφηκα και έλαβα την ιερωσύνη, και την οποία ομολογώ, φρονώ και κηρύττω αγία και ορθόδοξη, ακόμα και τότε που θεώρησα σωστό να παραδεχθώ εκείνα τα λατινικά δόγματα. Τα δέχθηκα, νομίζοντας ότι είναι σύμφωνα με όσα ορθόδοξα δόγματα πρεσβεύει η Εκκλησία των Γραικών. Επειδή αυτοί που τα πίστευαν, έκριναν και απεφάνθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, έτσι κι εγώ τα δέχθηκα.
Για αυτό, με τη χάρη του Θεού, αφού σκέφθηκα καλύτερα τα πράγματα, θεώρησα αφόρητη την αποκοπή μου από την αγία του Χριστού Καθολική και Ορθόδοξη Εκκλησία των Γραικών. Έτσι, όταν ακόμα βρισκόταν εν ζωή ο μακαριστός και αοίδιμος Πατριάρχης κυρ Ισίδωρος, πολλές φορές τον παρακάλεσα και απευθείας ο ίδιος και μέσω πολλών αξιόλογων και χρήσιμων ανδρών να μου χορηγήσει συγγνώμη για όσα πλανεμένα συμφώνησα και πίστεψα στο παρελθόν και να κάνει δεκτή την αποδοχή μου στην αγία του Χριστού Εκκλησία, καθώς και να δώσει συγχώρηση στην ιερωσύνη μου ώστε να μπορεί να ενεργεί αυτή στο εξής. Αλλά και μετά την προς Κύριον εκδημία του, παρακάλεσα των τωρινό παναγιώτατο Δεσπότη και αυθέντη, τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ομοίως απευθείας και διά πολλών μεγάλων και αξιόλογων ανδρών. Ο Πατριάρχης δεν είχε την ευχέρεια να πράξει από μόνος του το ζητούμενο, αλλά μόνο με τη σύμφωνη γνώμη της συνόδου.
Αφού, λοιπόν, πραγματοποιήθηκαν σύνοδοι με τη συμμετοχή αρκετών πανιερώτατων αρχιερέων, οι οποίοι μου παρείχαν με διάκριση τη συγνώμη και αποφάσισαν να λάβω συγχώρεση, αφού πρώτα απαιτήθηκε από εμένα να συντάξω και να τους προσκομίσω λίβελλο ορθοδόξου πίστεως και ομολογίας.
Ήδη, ομολογώ με την καρδιά και το στόμα, με κάθε μου προαίρεση και γνώμη, έχοντας μάρτυρα το Θεό, τους αγίους αγγέλους και όλους τους αγίους, χωρίς καμία υπόκριση ή άλλες διαφορετικές πεποιθήσεις, αλλά υποστηρίζοντας και ομολογώντας ό,τι ακριβώς πιστεύω, δηλαδή εκείνο που πιστεύει και η αγία Καθολική Εκκλησία των Γραικών, ότι ο Πατήρ είναι άναρχος και αναίτιος, αίτιος δε του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του πρώτου γεννητώς του δεύτερου εκπορευτώς… και διά του Υιού σημαίνει ότι μόνος αίτιος του Αγίου Πνεύματος είναι ο Πατήρ… χωρίς καθόλου να υπονοείται ότι ο Υιός είναι ο αίτιος… ή από τον εαυτό Του, ή μαζί με τον Πατέρα, δηλαδή όπως είναι ο Υιός, έτσι είναι και ο Πατέρας… και μία είναι η αρχή, ο Πατήρ.
Για το λόγο αυτό, αποκηρύσσω, δεν παραδέχομαι και αποστρέφομαι την λατινική πίστη, και θεωρώ ακοινώνητους αυτούς που πιστεύουν κατ’ αυτό τον λατινικό τρόπο, διότι απέχουν πολύ από την αληθινή χριστιανική πίστη.
Επιπλέον, για τους ίδιους λόγους, αποκηρύσσω και ομολογώ ως άθεσμη την κακώς γενομένη προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως. Αθετώ και αποστρέφομαι και κάθε άλλη συνήθεια της εκκλησίας των Λατίνων, την οποία αποκηρύσσει η καθ’ ημάς αγία των Γραικών Εκκλησία. Επιπροσθέτως, αθετώ και αποστρέφομαι όλα όσα έχουν γραφεί από διάφορους κατά της πίστης και των ηθών της Εκκλησίας μας. Και κάθε άλλη αίρεση που έχει αποβληθεί και έχει αναθεματισθεί από τις αγίες επτά Οικουμενικές Συνόδου, καθώς και από τις άγιες τοπικές Συνόδους, όπως την κακοδοξία του Βαρλαάμ, του Ακινδύνου και των ομοφρόνων τους.
Πιστεύω εξ ολοκλήρου τα ευαγγελικά, αποστολικά και πατρικά δόγματα και διδάγματα. Πιστεύω και φρονώ όσα η αγία του Χριστού Εκκλησία πιστεύει και φρονεί. Αυτή μου την ομολογία, την πιστεύω με όλο μου τον νου και την καρδιά, και την ομολογώ με προφορικά και γραπτά, υπογράφοντας με το ίδιο μου το χέρι, και παραδιδόντας το υπογεγραμμένο έγγραφο στον Παναγιώτατο αυθέντη και δεσπότη μου και Οικουμενικό Πατριάρχη. Μέσω δε αυτού, το παραδίδω στην αγία καθολική και Αποστολική Εκκλησία, μέσα στην οποία εύχομαι να ζήσω και να πεθάνω, ενισχυόμενος με τη δύναμη του Θεού και τις πρεσβείες της Θεοτόκου. Αμήν.
Ο Νομοφύλαξ διάκονος Λέων αποδεχόμενος και βεβαιώνοντας την αλήθεια του περιεχομένου, υπογράφω.
Πίσω από αυτή την ομολογία, στο πάνω μέρος, ήταν γραμμένα ιδιοχείρως από τον Μητροπολίτη Νικομηδείας Μακάριο, τα ακόλουθα:
Εγώ, ο ταπεινός Μητροπολίτης Νικομηδείας Μακάριος, ζήτησα συγχώρεση από τον παναγιώτατο δεσπότη μας, τον Οικουμενικό Πατριάρχη, και από την καθολική μας Εκκλησία, για όσα φρόνησα κατά το πρόσφατο παρελθόν, αμαρτάνοντας εναντίον Της. Μου απαιτήθηκε γι’ αυτό έγγαφη ομολογία. Βρήκα, λοιπόν, αυτή την ομολογία στο πίσω μέρος του παρόντος εγγράφου, δηλαδή το λίβελλο του Νομοφύλακος Λέοντος, με την οποία συμφωνώ απόλυτα και την ασπάζομαι. Την συνυπογράφω και την παραδίδω ο ίδιος με όλη μου την ψυχή στον Παναγιώτατο δεσπότη μου, τον Οικουμενικό Πατριάρχη, και μέσω αυτού στην καθολική μεγάλη Εκκλησία των Γραικών.
Για το γνήσιο της υπογραφής
12η του μηνός Φεβρουαρίου, του έτους 1464 από Χριστού.
Ο Νικομηδείας Μακάριος
Η έκθεση αυτή βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη σχεδόν κατεστραμμένη. Μόλις που μπορούσε κάποιος να την αναγνώσει. Μεταγράφηκε και καθαρογραφήκε από τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριο στο Συνταγμάτιό του, στη σελίδα 231.
Όταν έμαθε ο Πάπας ότι οι Έλληνες δεν αναγνωρίζουν την ένωση και κατέκριναν από κοινού την σύνοδο της Φλωρεντίας, απέστειλε κάποιους σοφούς στην Κωνσταντινούπολη ώστε να έρθουν σε επαφή με τους σοφούς των Ελλήνων και να συζητήσουν περί του θέματος αυτού. Αλλά τίποτα δεν κατόρθωσαν οι σοφοί του Πάπα, παρά μόνο να φιλονικήσουν στους διαλόγους με τους Ορθοδόξους. Έτσι, επέστρεψαν άπρακτοι στην Ιταλία.
Πηγή: «Εις έναντι μυρίων - ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και οι αγώνες του», μοναχού Καλλίστου Ζωγράφου Αγιορείτου Εφεσίου, επιμ. Δημητρίου Παναγόπουλου.
Μετάφραση στη δημοτική: Ιστολόγιο Μακκαβαίος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας