Γράφει ὁ Νικόδημος Καλλιντέρης, Ὑπ. Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου
Μεσοῦντος
τοῦ ἐνσκήψαντος κορωνοϊοῦ διεθνῶς ἀλλά καί στήν Πατρίδα μας καί μέ τό
περιρρέον κλίμα φόβου, πανικοῦ καί ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας εἶναι λογικό καί
ἑπόμενο ὁ νοῦς μας νά ἀνατρέξει σέ ἱστορικές περιόδους μέ ἀνάλογες
συνθῆκες, προκειμένου νά κάνουμε τούς ἀπαραίτητους συσχετισμούς καί
συγκρίσεις.
Ἄλλωστε, οἱ ὁριακές
στιγμές τοῦ κοινωνικοῦ βίου ἀποτελοῦσαν ἀνέκαθεν τό γονιμότερο ἔδαφος
γιά τήν καλλιέργεια οὐσιωδῶν προβληματισμῶν ζωῆς πού δυσκολοτέρα καί
σπανιότερα ἐκδηλώνονται σέ ἀρυτίδωτες ἐποχές νηνεμίας καί
κανονικότητας.
Τό
χαρακτηριστικότερο κείμενο ἴσως καί σύνολης τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας,
ἀρχαίας καί νεότερης, εἶναι ἡ περιγραφή μίας λοιμώδους ἀσθένειας στήν
Ἀττική, ὅπως ἀποδίδεται στόν Β’ βιβλίο τῆς Ἱστορίας τοῦ Πελοποννησιακοῦ
Πολέμου... τοῦ Θουκυδίδη («Ἱστορίαι» 2, 47-54).
Οἱ
ἀντιστοιχίσεις μέ τήν σημερινή κατάσταση εἶναι ἀξιοσημείωτες: «διότι
οὔτε οἱ γιατροί ἤσαν σέ θέση νά κάνουν κάτι, ἀφοῦ ἀγνοοῦσαν τήν φύση τῆς
ἀρρώστιας πού γιά πρώτη φορά ἀντιμετώπιζαν» [«οὔτε γάρ ἰατροί ἤρκουν τό
πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοία»], «φάρμακο, γιά τό ὁποῖο θά μποροῦσε κανείς
νά πεῖ ὅτι δίνοντάς το στόν ἄρρωστο θά τόν βοηθοῦσε, δέν βρέθηκε οὔτε
ἕνα· τό ἴδιο γιατρικό, πού ἔκανε καλό στόν ἕνα, τόν ἄλλο τόν ἔβλαπτε»
[«ἕν τε οὐδὲ ἓν κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅ τι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν·
τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν»], «τό φοβερότερο ὅμως ἀπ’ ὅλα
σέ τοῦτο τό κακό ἦταν ἡ κατάθλιψη, ὅταν καταλάβαινε κανείς ὅτι
ἀρρώστησε γιατί τούς ἒπιανε ἀμέσως ἀπελπισία, παραδίνονταν καί δέν
ἀντιστέκονταν)» [«δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε
τις αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ
πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀντεῖχον)»], «ἐπειδή φοβοῦνταν
νά πλησιάσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο» [«εἴτε γὰρ μὴ ᾽θέλοιεν δεδιότες ἀλλήλοις
προσιέναι»], «διότι μέ τίς διαστάσεις πού εἶχε πάρει τό κακό, οἱ
ἄνθρωποι, στήν ἀπόγνωσή τους, ἀδιαφοροῦσαν γιά τά ἱερά καί τά ὅσια»
[«ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται,
ἐς ἀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως»], «καί ἀπό πολλές
ἀπόψεις ὁ λοιμός ἔγινε ἀφρομή γιά μεγαλύτερη ἀνομία στήν πόλη» [«πρῶτόν
τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα»], «κανένας
φόβος τῶν θεῶν ἤ νόμος τῶν ἀνθρώπων δέν τούς συγκρατοῦσε» [«θεῶν δὲ
φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε»].
Ὁ
σπουδαῖος Ἕλληνας Ἱστορικός, ὁ ὁποῖος νόσησε καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν
λοιμώδη ἀσθένεια, περιγράφει μέ γλαφυρό τρόπο τό κλίμα πού ἐπικρατοῦσε
τότε: ἡ ἰατρική ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς «εἶχε σηκώσει τά χέρια ψηλά» μή
δυνάμενη νά κατανοήσει τήν φύση τοῦ θανατηφόρου γιά ἀνθρώπους καί ζῶα
ἰοῦ μέ συνέπεια τήν μή εὕρεση ἀξιόπιστης φαρμακευτικῆς ἀγωγῆς.
Περισσότερο
ὅμως ἔμφαση δίνεται στήν περιγραφή τῆς κατάστασης φόβου, πανικοῦ,
ἀπελπισίας καί κατάθλιψης στούς πολίτες τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν πού δέν
τούς ἐπέτρεπε νά πλησιάζει ὁ ἕνας τόν ἄλλο (κοινωνική ἀποστασιοποίηση),
ἀλλά τούς ἔκανε νά χάσουν κάθε ἐνδιαφέρον γιά τά ἱερά καί τά ὅσιά τους
μέ ἀποτέλεσμα νά χαθεῖ ὁ σεβασμός σέ κάθε θεϊκό καί ἀνθρώπινο νόμο μέ
δυσμενέστατες ἐπιπτώσεις γιά τήν κοινωνική εἰρήνη καί συνοχή.
Οἱ
ἀναλογίες μέ τήν παροῦσα κατάσταση ἐλέω κορωνοϊοῦ εἶναι
ἀξιομνημόνευτες: ἐδῶ καί ἀρκετούς μῆνες ἡ παγκόσμια ἰατρική κοινότητα
παρά τήν συστράτευση τῶν σπουδαιότερων ἐρευνητικῶν κέντρων καί
πανεπιστημίων ἀδυνατεῖ νά ἀνακαλύψει ἕνα ἀσφαλές φάρμακο, ἐνῶ καί ἡ
σημερινή κοινωνία διακατέχεται ἀπό κλίμα φόβου ὑποδαυλιζόμενο ἐν πολλοῖς
ἀπό τούς δημοσιολογοῦντες στά Μέσα Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας.
Ὁ
ἐκκλησιαζόμενος κόσμος ἔχει αἰσθητά συρρικνωθεῖ (ἀπό τόν φόβο μόλυνσης;
ἀπό ἀδιαφορία; ἤ -ὅπως εἰπώθηκε- ἀπό ταπεινή ὑπακοή στό «ὁ Χριστός δέν
περιορίζεται σέ τόπους ἀλλά κατοικεῖ καί στά σπίτια μας»;) ἐνῶ οἱ
ἐμπρηστικές καί βλάσφημες δηλώσεις δημοσίων προσώπων κατά τοῦ Μυστηρίου
τῆς Θείας Εὐχαριστίας διασαλεύουν ἕναν ἀπό τούς καθοριστικότερους
παράγοντες γιά τήν κοινωνική συνοχή: τήν Πίστη στόν Θεό!
Ὁ
Βούλγαρος νομπελίστας συγγραφέας καί φιλόσοφος Ἐλίας Κανέττι στήν
περιβόητη μελέτη του ὑπό τόν τίτλο «Μάζα καί Ἐξουσία» (“Masse und
Macht”) ἀναλύοντας τίς ψυχολογικές ἀντιδράσεις τῶν κοινωνιῶν στίς
ἑκάστοτε ἐξουσίες ἀλλά καί τό γιατί οἱ μάζες ὑποτάσσονται στούς
κυβερνῶντες διαλαμβάνει στό βιβλίο του ἕνα κεφάλαιο μέ κεντρικό θέμα τήν
ἐπιβίωση.
Γράφει
ὁ Κανέττι: «Ἡ στιγμή τῆς ἐπιβίωσης εἶναι ἡ στιγμή τῆς ἐξουσίας. Ὁ
τρόμος μπροστά στόν θάνατο μετατρέπεται σέ ἱκανοποίηση, γιατί δέν
εἴμαστε ἐμεῖς ὁ νεκρός. Ὁ νεκρός εἶναι σωριασμένος, ὁ ἐπιζῶν στέκει
ὄρθιος. Εἶναι σάν νά εἶχε προηγηθεῖ πάλη καί νά εἶχε ὁ ἴδιος ρίξει κάτω
τόν νεκρό. Στήν ἐπιβίωση καθένας εἶναι ἐχθρός τῶν ἄλλων, σέ σύγκριση μ’
αὐτόν τόν στοιχειακό θρίαμβο, κάθε πόνος εἶναι ἀσήμαντος». Ἀλλά καί
παρακάτω συνεχίζει ἐξίσου ἀποκαλυπτικά: «Ὅλοι οἱ πόθοι τοῦ ἀνθρώπου γιά
τήν ἀθανασία περιέχουν κάτι ἀπό τήν μανία τῆς ἐπιβίωσης. Δέν θέλουμε
ἁπλῶς νά ὑπάρχουμε πάντα, θέλουμε νά ὑπάρχουμε ὅταν ἄλλοι δέν ὑπάρχουν
πιά […]. Αὐτό πού (ὁ ἄνθρωπος) ἐπιθυμεῖ περισσότερο ἀπ’ ὅλες τίς
ἐξασφαλίσεις εἶναι ἕνα αἴσθημα τοῦ ἄτρωτου».
Σέ
ἑπόμενο ἀπόσπασμα σημειώνει: «Ὁ ἀδιάκοπος τρόμος, στόν ὁποῖο κρατοῦσε
τούς καλεσμένους του, τούς εἶχε κάνει νά βουβαθοῦν. Μόνον ἐκεῖνος
μιλοῦσε καί μιλοῦσε γιά θάνατο καί γιά θανάτωση. Ἔτσι ἦταν σάν ἐκεῖνοι
νά ἦταν νεκροί καί μόνο αὐτός ζωντανός […]. Ἔχει τήν δύναμη νά τούς
πηγαίνει ἀπό τήν ζωή στόν θάνατο κι ὕστερα νά τούς ξαναφέρνει ἀπό τόν
θάνατο στή ζωή. Διασκεδάζει πολλές φορές μ’ αὐτό τό παιχνίδι. Τοῦ δίνει
μεγαλύτερη αἴσθηση τῆς ἐξουσίας, κανείς δέν θά μποροῦσε νά ἐπινοήσει
μεγαλύτερη». Σέ ἕνα ἀκόμα σημεῖο ὁ λόγος τοῦ Κανέττι πλησιάζει τίς
διατυπώσεις τοῦ Θουκυδίδη: «Κανένας φόβος γιά τούς θείους καί τούς
ἀνθρώπινους νόμους δέν τούς συγκρατοῦσε. Ὅσον ἀφορᾶ τούς θεούς, φαινόταν
πώς ἦταν τό ἴδιο εἴτε τούς τιμοῦσαν εἴτε ὄχι, γιατί ἔβλεπαν πώς καλοί
καί κακοί ἄνθρωποι πέθαιναν τό ἴδιο».
Στόν
δέ ἐπίλογο τοῦ διεισδυτικοῦ συγγράμματός του ἐπισημαίνει: «Ὁ ἴδιος ὁ
ἐπιζῶν φοβᾶται. Πάντα φοβόταν. Ἀλλά μαζί μέ τίς δυνατότητές του ὁ φόβος
αὐτός ἔχει αὐξηθεῖ ἄπειρα καί ἀνυπόφορα […]. Τό μεγαλεῖο του ἀντιμάχεται
τό ἄτρωτό του. Ὁ ἴδιος ἔχει γίνει ὑπερβολικά μεγάλος γιά τόν ἑαυτό του.
Οἱ ἐξουσιαστές σήμερα τρέμουν διαφορετικά γιά τόν ἑαυτό τους, σά νά
ἦταν ἴδιοι μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ πανάρχαια δομή τῆς ἐξουσίας, ἡ
καρδιά της κι ὁ πυρήνας της: ἡ ἐπιβίωση τοῦ ἐξουσιαστῆ σέ βάρος ὅλων τῶν
ἄλλων, ἔχει πέσει στό κενό, ἔχει γκρεμιστεῖ».
Ὁ
Κανέττι ἔρχεται καί τοποθετεῖ τόν «Ἐπιζῶντα» ὡς πρωταγωνιστῆ στό κέντρο
τῆς ψυχογραφικῆς ἀνάλυσής του. Στήν προσπάθεια ἐπιβίωσης ὁ ἄνθρωπος
ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τόν διπλανό του τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ὡς ἐχθρό.
Πρόκειται
ἐπί τῆς οὐσίας γιά ἕνα ὑπολανθάνον παιχνίδι ἐξουσίας στό ὁποῖο ὁ ἐπιζῶν
ἰσχυροποιεῖται καί αὐτοϊκανοποιεῖται, ἐπειδή ὁ ἴδιος δέν εἶναι νεκρός.
Διακαής
πόθος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό ἄτρωτο καί ἡ αἰωνιότητα. Ἡ ἐπιβίωσή του ἐν
ἀντιθέσει μέ τόν θάνατο τῶν ἄλλων τοῦ δημιουργεῖ τήν ψευδαίσθηση τοῦ
ἀθανάτου!
Πόσο
πολύ ταιριάζει ὁ κατακλυσμός τῶν πληροφοριῶν περί τοῦ κορωνοϊοῦ μέ τήν
περιγραφή τοῦ Κανέττι πού θέλει τόν ἐξουσιαστή μόνο νά μιλάει ὡς
διαχειριστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου καί οἱ ὑπόλοιποι ἁπλά νά ἀκοῦν
παθητικά τά θλιβερά μαντάτα;
Ἀλλά ὁ θάνατος ἔρχεται νά ἐξισώσει τούς πάντες: πλούσιους καί φτωχούς, καλούς καί κακούς, δούλους καί ἐλεύθερους!
Ἡ αἴσθηση τῆς ἀσημαντότητας τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στό θάνατο προκαλεῖ ὀντολογικό καί ὑπαρξιακό ἴλιγγο μή εὔκολα διαχειρίσιμο!
Ἡ
κατάσταση γίνεται πιό ἀκανθώδης, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει πετύχει τά πάντα
στή ζωή του καί ἀντιλαμβάνεται τήν εὐθραυστότητα καί τό πρόσκαιρό της!
Τότε
ἕνα σύννεφο σκοτεινῆς μελαγχολίας τόν περιβάλλει, ὅπως εὔστοχα
περιγράφει μέ τήν χαρακτηριστική ἀναλυτική του σκέψη ὁ Παναγιώτης
Κονδύλης στό ἔργο τοθ «Μελαγχολία καί Πολεμική».
Μία
ὅμως ἀπό τίς πιό θεμελιακές ἔννοιες τοῦ ἔργου τοῦ σπουδαίου Πολιτικοῦ
Φιλοσόφου τοῦ περασμένου αἰώνα εἶναι αὐτή τῆς «αὐτοσυντήρησης».
Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα πεπερασμένο, πού γεννώντας πνεῦμα, τό ἐξαπολύει
ἐναντίον κάθε ἀπειλῆς, κατατροπώνοντας τούς ἐχθρούς του καί
ἐξασφαλίζοντας τήν πολυπόθητη καί στοιχειακή αὐτοσυντήρηση.
Ἡ
αὐτοσυντήρηση δέν εἶναι κάτι δεδομένο καί αὐτονόητο, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος
ὀφείλει νά τό ἐπιτύχει μέ κοπιώδη πνευματικό ἀγώνα ἐντός ἑνός μονίμως
ἀπειλητικοῦ περιβάλλοντος.
Ὀφείλει
μέ ἄλλα λόγια νά προσκτήσει τήν ἀπαιτούμενη ἰσχύ μέ τήν ὁποία θά
κατορθώσει νά ἐπιβιώσει μέσα σέ ἕνα ἐχθρικό καί πολεμικό πλαίσιο.
Στό,
ἴσως σημαντικότερο ἀπ’ ὅλα, σύγγραμμά του «Ἰσχύς καί Ἀπόφαση» θά
σημειώσει: «Ἀπόφαση εἶναι ἡ πράξη ἤ ἡ διαδικασία ἀποκοπῆς ἤ ἀποχωρισμοῦ,
ἀπό τήν ὁποία προκύπτει μία κοσμοεικόνα κατάλληλη νά ἐγγυηθεῖ τήν
ἱκανότητα προσανατολισμοῦ, τήν ἀναγκαία γιά τήν αὐτοσυντήρηση», ἐνῶ
παρακάτω ἐπισημαίνει ὅτι «ἡ ἀπόφαση εἶναι γνώση θεμελιωμένη σέ ὁρισμένα
κριτήρια, στά ὁποῖα συγκεκριμενοποιεῖται ἡ βούληση αὐτοσυντήρησης τοῦ
ὑποκειμένου».
«Ἡ
ἐπιτυχής αὐτοσυντήρηση ἔχει eo ipso ὡς ἀναγκαῖο μακροπρόθεσμο
ἐπακόλουθό της τήν αὐτοεπίταση, δηλαδή τήν διεύρυνση τῆς ἰσχύος. Ἡ
διαδικασία τῆς αὐτοσυντήρησης δέν συντελεῖται σ’ ἕνα κενό, ἀλλά σημαίνει
– ἤδη ἀπό βιολογική ἄποψη – ἀδιάλειπτο μεταβολισμό, δηλαδή ὁρισμένη
σχέση πρός ὁρισμένο περιβάλλον […]. Ἄν λοιπόν ἡ αὐτοσυντήρηση ἐννοηθεῖ
συγκεκριμένα καί δυναμικά, τότε σημαίνει ἀξίωση ἰσχύος καί μάλιστα ὄχι
ἁπλῶς μέ τήν ἔννοια τῆς συντήρησης τῆς ἰσχύος, ἀλλά κυρίως μέ τήν ἔννοια
μιᾶς τέτοιας διεύρυνσης τῆς ἰσχύος, ὥστε νά διασφαλίζεται ἡ σχετική
θέση ἰσχύος τοῦ ἑκάστοτε ὑποκειμένου ἀπέναντι στή θέση ἰσχύος
ἀνταγωνιστικῶν παραγόντων ἱκανῶν νά προξενήσουν κατάσταση χρείας».
Ὁ Ἕλληνας Πολιτικός Φιλόσοφος ἀνάγει τά πάντα στήν ἐπιβίωση καί αὐτοσυντήρηση ἀτομική ἤ συλλογική.
Ἄν
ὁποιοσδήποτε παράγοντας ἀπειλεῖ νά διαταράξει αὐτή τήν κατάσταση, τό
ὑποκείμενο θά κάνει μέ ἀμείλικτο τρόπο χρήση τῆς ἰσχύος τοῦ προκειμένου
νά ὑπερασπιστεῖ τόν ζωτικό του χῶρο.
Στήν
ἐποχή μας πού ὁ κορωνοϊός ἀπεκλήθη ἀπό τά πιό ἐπίσημα χείλη ὡς «ἀόρατος
ἐχθρός» καί «ἀπειλῆ» παραπέμποντας στήν φρασεολογία σχετική μέ τίς
τρομοκρατικές ἐπιθέσεις τῆς Ἄλ Κάιντα στίς Η.Π.Α. τήν 9η Σεπτεμβρίου
2001, ἡ ἀτομική καί συλλογική «αὐτοσυντήρηση» ἐπανέρχεται δραματικά,
ἐμφατικά καί μέ ἐπίταση στό προσκήνιο.
Ὁ
ἄνθρωπος παραλύει ἀπό τόν φόβο γιά τήν ὑγεία καί τήν ζωή του, ἐνῶ οἱ
κρατικές πολιτικές λαμβάνονται ὑπό τήν κατάσταση ἐπίθεσης πού ἀπειλεῖ τό
κοινωνικό σύνολο καί τήν ὑπόσταση τοῦ κράτους.
Ἄλλωστε,
δέν ἔλειψε σέ ὁρισμένα κράτη ἡ πλήρης στρατιωτικοποιημένη ἀντίδραση τῆς
κρατικῆς μηχανῆς, ἐνῶ ἀνάλογη «λύση» ἔχει δημοσίως προταθεῖ μέ
ἀξιοπερίεργη εὐκολία ἀπό ἐπιφανές μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν
Λοιμωξιολόγων!
Τρεῖς,
λοιπόν, σπουδαῖοι διανοητές ἔρχονται καί προσεγγίζουν σέ τρομερό
θεωρητικό βάθος ζητήματα μέ τά ὁποῖα ἡ σύγχρονη κατάσταση μᾶς καλεῖ νά
λογαριαστοῦμε.
Καθένας μέ τόν
δικό του ξεχωριστό τρόπο καί τίς δικές του κοσμοθεωριακές ἀφετηρίες καί
ἀφορμές διεισδύει στά ἐσώτερα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως προκειμένου νά
αἰτιολογήσει καί νά ἐξηγήσει συμπεριφορές καί ἀντιδράσεις.
Προσηλωμένοι
καί στοιχισμένοι στήν πιό ἀκραία καί αὐστηρή ἐκδοχή μίας ρεαλιστικῆς
καί ὀρθολογικῆς θεώρησης ἀγγίζουν τά ἀπώτατα ὅρια τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος,
ἀλλά ἕως ἐκεῖ… Ἀκόμα καί ἡ πιό ἐκτεταμένη προέκταση τῶν προσεγγίσεών
τους παραμένει γήινη, ἐγκόσμια, καί ἄρα πεπερασμένη καί ὑποκείμενη στήν
ἀγωνία τοῦ τέλους.
Ἀλλά
καί ὁ μηδενισμός ὡς κοσμοθεώρηση, παρασάγγας ἀπέχουσα ἀπό τήν πίστη
στήν αἰωνιότητα, δέν δύναται νά προσφέρει τήν ἱκανότητα θυσιαστικοῦ
φρονήματος πού συνδέεται μέ τήν βίωση τῆς ζωῆς μέ χαρμολύπη.
Ἄλλωστε
καί οἱ στωικοί φιλόσοφοι ἀφικνοῦνται ἕως τήν ἐγκεφαλική ἀντιμετώπιση
τοῦ θανάτου, ὥστε νά διασωθεῖ ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου χωρίς παραδοχή
τῆς προοπτικῆς της ἀθανασίας.
Ἐνδεικτικό
εἶναι τό ἀπόσπασμα ἀπό τό ἔργο τοῦ Μάρκου Αὐρήλιου «Εἰς ἑαυτόν»: «Τί
ὀμορφιά πού ‘χει ἡ ψυχή ἡ ἕτοιμη, ἄν χρειαστεῖ, νά βγεῖ στή στιγμή ἀπό
τό σῶμα καί ἤ νά σβήσει ἤ νά σκορπιστεῖ ἤ νά διατηρηθεῖ! Καί ἡ
ἑτοιμότητά της νά εἶναι ἀπό δική της ἀπόφαση κι ὄχι ἀπό σκέτη ἐναντίωση,
ἀλλά νά βασίζεται σέ ὥριμη σκέψη, καί νά ἐκδηλώνεται μέ ἀξιοπρέπεια καί
– γιά νά γίνει πιστευτή – χωρίς θεατρινισμούς».
Ὁ Ἑλληνισμός ἀνέκαθεν ἀναζητοῦσε μέ πεῖσμα καί ἀπύθμενη ἔνταση ἐναργεῖς ἀπαντήσεις σέ ὅλους τούς ἀνωτέρω προβληματισμούς!
Στήν
ἐναγώνια περιδιάβασή του βρῆκε τό σωτήριο διέξοδο μέ τήν ἔλευση ἐπί τῆς
γῆς καί ἐνσάρκωση τοῦ Θεανθρώπου ἐντοπίζοντας τήν Ἀλήθεια πού ἀκολούθως
συνεπάγεται τήν ἐφαρμογή τῆς ὑπέρβασης: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν,
εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισούσιν ὑμᾶς»
(Κατά Ματθαῖον, ε’ 44)!
Μόνο ἡ
Ὀρθόδοξη Πίστη ἐγγυᾶται τό ἀσφαλές ἅλμα στό ὑπερλόγο κι ἐν τέλει στήν
ὑπέρβαση τοῦ προβλήματος τῆς ἐπιβίωσης καί τοῦ θανάτου.
Ὁ
Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας ὅσιος Πορφύριος ἔλεγε μέ τήν θαυμαστή ἁπλότητα καί
σαφήνεια: «Μποροῦμε νά ζοῦμε μέσα στή χαρά τοῦ Θεοῦ καί ποτέ νά μή
σκεπτόμαστε τόν θάνατο. Καί νά ἔρθει τό τέλος τῆς ζωῆς σου καί νά εἶναι
τό πόδι σου μέσα στό λάκκο. Ἐσύ μπορεῖς νά φυτεύεις συκιές, καρυδιές,
κυπαρίσσια, νά φτιάχνεις περβόλια γιά τούς συνανθρώπους σου, νά
φτιάχνεις ἐκκλησίες καί νά εἶναι τό ποδάρι σου μέσα στό λάκκο. Γιατί τά
κάνεις αὐτά; Ἀπό τήν ἀγάπη» (Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου,
σελ. 198). Ἀλλά καί ὁ ἕτερος Ὅσιος τοῦ περασμένου αἰώνα Ἅγιος Παΐσιος ὁ
Ἁγιορείτης, ἀγράμματος κατά κόσμον ἀλλά πλήρης θείας χάριτος, ἔλεγε
χαρακτηριστικά: «Αὐτοί πού φοβοῦνται τόν θάνατο καί ἀγαποῦν τήν μάταιη
ζωή, φοβοῦνται ἀκόμη καί τά μικρόβια καί βρίσκονται συνέχεια νικημένοι
ἀπό τήν δειλία, πού τούς κρατάει πάντα στήν πνευματική νέκρα. Οἱ
τολμηροί ἄνθρωποι ποτέ δέν φοβοῦνται τόν θάνατο, γι' αὐτό καί
ἀγωνίζονται μέ φιλότιμο καί αὐταπάρνηση. Ἐπειδή βάζουν μπροστά τους τόν
θάνατο καί τόν σκέφτονται καθημερινά, ἑτοιμάζονται πιό πνευματικά καί
ἀγωνίζονται τολμηρότερα. Ἔτσι νικοῦν τήν ματαιότητα καί ζοῦν ἀπό ἐδῶ
στήν αἰωνιότητα μέ τήν παραδεισένια χαρά» («Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου
Λόγοι, Β΄ Πνευματική Ἀφύπνιση», σελ. 218-219).
Ἀπό
τήν ἄλλη ὁ Ρωμηός Φώτης Κόντογλου στά ἔργα τοῦ ὁποίου ἀναβλύζεται ζωή
καί κατά Θεόν χαρά γράφει: «Ποτέ δέν φοβόταν τόσο πολύ ὁ ἄνθρωπος τήν
φτώχεια, τήν ἀρρώστια καί τόν θάνατο, ὅσο τά φοβᾶται τώρα πού δέν
φοβᾶται τόν Θεό».
Ὁ δέ ἐθνικός
μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός μέ ἀπαράμιλλη γλαφυρότητα μᾶς παρουσιάζει
τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητας καί τῆς Ἀνάστασης στόν «Λάμπρο»:
«Καθαρώτατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσᾶτο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπενοῦσε
τ᾿ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
καὶ ἀπὸ ῾κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ᾿ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα·
«γλυκειὰ ἡ ζωή κι᾿ ὁ θάνατος μαυρίλα».
Χριστὸς ἀνέστη! Νέοι, γέροι, καὶ κόρες,
ὅλοι, μικροί, μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·
μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες
μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·
ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ὀμπροστὰ στοὺς ἁγίους, καὶ φιληθῆτε·
φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
πέστε· Χριστὸς ἀνέστη, ἐχθροὶ καὶ φίλοι».
Δεδομένης
τῆς προϊούσας ἐξέλιξης τῆς κατάστασης μέ τόν κορωνοϊό διαμορφώνεται
σταδιακά ἡ κονίστρα ὅπου θά ἀναμετρηθοῦν μέ τόν πιό ὠμό καί ἀβυσσαλέο
τρόπο ὁ ὀρθολογισμός, ὁ ἐπιστημονισμός καί ὁ οὐμανισμός τῆς Δύσης μέ
τήν ὑπέρλογη Ὀρθόδοξη Πίστη τῶν Πατέρων καί τῶν Ἁγίων!
Ἡ
ἔκβαση αὐτῆς τῆς διαπάλης εἶναι προδιαγεγραμμένη ἀπό τώρα καθώς ἡ
ἐμπειρία δύο χιλιάδων (2000) καί πλέον ἐτῶν τό πιστοποιεῖ
ἀδιαμφισβήτητα!
Αὐτή ἡ Πίστη
ἔκανε τούς Ἁγίους καί Μάρτυρες νά ἱεραρχήσουν πάνω ἀκόμα κι ἀπό τήν
ὑγεία καί τήν ζωή τους τήν κατά Θεόν Ἐλευθερία πού ὁδηγεῖ στήν
Αἰωνιότητα!
Αὐτό
τό φρόνημα γέννησε τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, τόν Μέγα Φώτιο, τόν ἅγιο
Γρηγόριο τόν Παλαμά ἀλλά καί τό νέφος τῶν Νεομαρτύρων οἱ ὁποῖοι
διατήρησαν ὑπό ἄκρως ἀντίξοες συνθῆκες ἀναμμένη τήν φωτιά τῆς Ρωμαίικης
Παράδοσης!
Ἐν μέσω τοῦ ἤδη
διαμορφωμένου καί διάχυτου κλίματος φόβου καί ἔντονης ὑπαρξιακῆς
ἀναζήτησης ὁ ἄνθρωπος θά κληθεῖ νά κάνει τό ἅλμα πρός τήν Αἰωνιότητα καί
τήν Ἀνάσταση ἀψηφώντας τίς ἰαχές τοῦ θανάτου πού τόν θέλουν ἐλεγχόμενο
καί ἐξανδραποδισμένο!
Μόνον μέ
αὐτήν τήν «μέθοδο» θά ἐξασφαλίσει τήν ὄντως «ἐπιβίωση», «αὐτοσυντήρηση»
καί σωτηρία του! Ἄλλωστε, εἰδικά στήν Πατρίδα μας ἔχουμε ἁπτή τήν
ἐμπειρία τῆς μετά θάνατον ζωῆς στά «κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά» πού
μυροβλύζουν, εὐωδιάζουν καί μεταδίδουν σωστική χάρη!
πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας