Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Λόγος εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν Ἁγίων 318 Πατέρων, Ἁγίου Νεοφύτου του Ἔγκλειστου

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΟΓΜΑΤΙΣΑΝ ΚΑΙ ΟΤΙ Η ΟΡΘΗ ΠΙΣΤΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΟΡΘΟ ΒΙΟ 
Αδελφοί καὶ Πατέρες, 
Σήμερα εἶναι μία ἐορτή μεταξυ δύο φωτεινῶν καὶ σωτηρίων ἑορτῶν (τῆς Ἀναλήψεως καὶ τῆς Πεντηκοστῆς). Σήμερα, μεταξὺ δύο μεγάλων μέχρι τὸν οὐρανὸ πανηγύρεων παρουσιάζονται οἰ πολύφωτοι ἀστέρες. Σήμερα, μεταξὺ τῶν δύο ἁρμάτων ποὺ ἔχουν δρόμο τὸν οὐρανό, ἐμφανίζονται τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἁρματηλάτες, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ διευθύνουν τὴν ὁρμὴ αὐτῶν τῶν δύο κατευθυνομένων ἁρμάτων, ἀλλά για νὰ διευθύνουν αὐτοὺς ποὺ ἀπιστούν για Ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνεβεῖ ἐπάνω στὰ ἅρματα, καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν πίστη, γιὰ τὸ ὅτι τὸ μὲν ἕνα ἅρμα ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὶς οὐράνιες ἁψίδες καὶ τοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα ἀπὸ τὴ γῆ τὸν σαρκοφόρο Θεὸ Λόγο, τὸ δὲ ἄλλο ἅρμα, ὅτι τὸν «ἄλλο Παράκλητο» (Ἰω. Ἰδ’ 16) (τὸ Ἅγιο Πνεῦμα), ἀντὶ γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀναλήφθηκε, Τὸν κατέβασε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ «σὰν ἄνεμος ποὺ φυσοῦσε δυνατὰ» (Πράξ. β’ 3), γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔλεγε ὅτι «σᾶς συμφέρει νὰ φύγω ἐγώ. Γιατί, ἂν ἐγὼ δὲν φύγω, δὲν θὰ ἔλθει σ’ ἔσας ὁ Παράκλητος, ἐνῶ ἂν πάω ἐκεῖ θὰ Τὸν στείλω σ’ ἐσᾶς. Καὶ ὅταν ἔλθει Ἐκεῖνος, θὰ ἐλέγξει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἁμαρτία, γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ γιὰ τὴν κρίση» (Ἰω. ἴε’ 7-8). 
Αὐτά, λοιπόν, ποὺ συνέβησαν μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατέρα, δηλαδὴ ὁ μὲν Χριστὸς ποὺ ἀνέβηκε μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο μὲ τὴ σάρκα Τοῦ ἐπάνω σὲ ἅρμα νέφους, τὸ δὲ Πνεῦμα ποὺ κατέβηκε μὲ ἀκατάληπτο τρόπο μὲ ἦχο «σὰν ἄνεμος ποὺ φυσοῦσε δυνατὰ» (Πράξ. β’ 2) καὶ μοίρασε πύρινες γλῶσσες στοὺς... μυημένους τῆς Χάριτος, αὐτὰ ἐπρεπε να ἐρμηνευθούν για νὰ ἔχει ὀρθὴ πίστη «κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο» (Ἰωάν, ἃ’ 9). Ὅμως αὐτὸ τὸ καλὸ τὸ φθόνησε ὁ σατανᾶς καὶ τὸ σκότισε πολὺ καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ποικίλων αιρεσεων καὶ συνέλαβε ἔτσι πάρα πολλοὺς καὶ ἀντὶ «ὅλοι νὰ γίνουν καὶ νὰ εἶναι καὶ νὰ λέγονται Χριστιανοί», ἀποφάσισαν νὰ εἶναι καὶ νὰ λέγονται αἱρετικοί, δηλαδὴ Ἀρειανοὶ καὶ Νεστοριανοί, Μακεδονιανοὶ καὶ Ἰακωβίτες καὶ αὐτοὶ κι ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων τὰ δυσώδη ὀνόματα καὶ μιαρὰ δόγματα δὲν εἶναι αὐτῆς τῆς στιγμῆς νὰ τὰ λέμε καὶ νὰ τὰ γράφουμε. Γιατί τότε ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τῶν ἀπίστων πολὺς καπνός, διαμάχη καὶ ἔριδα καὶ σκάνδαλα. Γι’ αὐτὸ καὶ μεταξύ της Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς καθόδου τοῦ Παρακλήτου συγκεντρώθηκαν, κινούμενοι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ, στὴ μητρόπολη τῆς Νίκαιας, οἱ ἔνδοξοι αὐτοὶ Πατέρες, σὰν φωτεινοὶ ἀστέρες καὶ δραστήριοι γεωργοὶ καὶ ἐνάρετοι κυβερνῆτες καὶ καλοὶ ποιμένες, καὶ μείωσαν βέβαια αὐτοὶ οἱ ἀστέρες τὸ σκοτάδι τῆς ἀσεβείας, ἀλλὰ ξερίζωσαν καὶ ὡς γεωργοὶ τὰ ἀγκάθια τῆς βλασφημίας καὶ ἀντιμετώπισαν ὡς κυβερνῆτες τὰ κύματα τῶν αἱρέσεων καὶ ἔβγαλαν ἔξω ὡς ποιμένες καὶ ἀφόρισαν καὶ ἐδίωξαν μακριὰ ἀπὸ τὰ πρόβατα τοὺς λύκους καὶ δικαίως, ρίχνοντας τὰ κάτω, καταπάτησαν τὰ φλύαρα δόγματά τους. Δὲν ἐπέτρεψαν νὰ λέγονται ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα κτίσματα, ὅπως ὅρισαν ἐκεῖνοι μὲ τὸ κακό τους φρόνημα, ἀλλὰ καλὰ καὶ ἅγια, μὲ το Σύμβολο τῆς Πίστεως, μὲ δυνατὴ φωνὴ καὶ ὁμόφωνα κήρυξαν τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα κτίστη καὶ συντηρητὴ τοῦ κόσμου καὶ ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα. Καὶ ἐμεῖς ἔτσι πιστέψαμε καὶ πιστεύουμε, σύμφωνα μὲ τὴ θεόπνευστη παράδοσή τους. Καὶ εἶναι βέβαια ἡ πίστη μᾶς καλὴ καὶ ὀρθὴ καὶ ἄμεμπτη καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει ἄλλη. Η ὀρθὴ πίστη ὅμως χρειάζεται καὶ ἔργα ἄξια της πίστεως, ὥστε ὅπως ἀκριβῶς δύο ἐκλεκτὰ βόδια ποὺ τὰ ἔχει ζέψει ὁ Θεός, τὰ ἔργα νὰ συμφωνήσουν μὲ τὴν πίστη, κι ἀπὸ αὐτὰ νὰ γίνεται ζωηφορα ἡ καλλιέργεια. Ὅταν ὅμως δὲν ἔχουμε ὀρθὴ πίστη καὶ εἶναι ρυπαρὸς ὁ βίος μας, τότε μοιάζουμε μὲ κάποιον πολὺ ἄφρονα ἄνθρωπο ποὺ ἔζεψε χοῖρο μὲ βόδι καὶ προσπαθεῖ νὰ σπείρει καὶ νὰ καλλιεργήσει καὶ νὰ τραφεῖ ἀπ’ αὐτὰ καὶ νὰ ζήσει καὶ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὸν θάνατο. Αὐτόν, οἱ ἄνθρωποι ποὺ φοβοῦνται τὸν Θεὸ καὶ ζοῦν στὴ γῆ, καὶ οἱ Ἄγγελοι, βλέποντας τὸν θὰ γελάσουν καὶ θὰ ποῦν: «Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ καὶ παράφρονας, πῶς ἔζεψε στὸ βόδι, χοῖρο καὶ νομίζει ὅτι θὰ σπείρει καὶ θὰ καλλιεργήσει μ’ αὐτὰ καὶ θὰ ζήσει». Καὶ ἐὰν τοῦ ποῦν: «Τί κοπιάζεις ἄδικα, ἄνθρωπε; Δὲν καταλαβαίνεις τί κατηγορία καὶ γέλιο προξενεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου; Πρέπει νὰ ξέρεις ὅτι δὲν συμφωνεῖ τὸ βόδι νὰ καλλιεργεῖ μὲ τὸν χοῖρο. Διότι μόνο τοῦ βοδιοῦ ἔργο εἶναι τὸ νὰ σέρνει τὸ ἄροτρο καὶ νὰ ἀνοίγει αὐλάκι καὶ νὰ γίνεται ἡ σπορὰ καὶ ἡ καλλιέργεια, τοῦ δὲ χοίρου τέχνη εἶναι τὸ νὰ σκάβει μὲ τὴ μύτη του καὶ νὰ κυλιέται στὸν βόρβορο καὶ ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, νὰ σφάζεται μὲ μαχαίρι». Καὶ ἐκεῖνος, ἀντὶ νὰ δεχτεῖ τὰ ὅσα τοῦ εἶπαν καὶ νὰ ξεχωρίσει τὸ ζευγάρι, μᾶλλον κοροϊδεύοντας καὶ ὅλος εὐχαρίστηση, λέει: «Ναί, ναί, ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε τί ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστησή μου δίνει αὐτὸ τὸ ζευγάρι». Ἔτσι, λοιπόν, παρομοιάζονται αυτοι ποὺ στὴν ὀρθὴ πίστη ἔζεψαν τὸν ρυπαρὸ βίο τοῦ χοίρου καὶ ὑποδουλώθηκαν στὴν ἁμαρτία. Ευχαρίστηση καὶ ἡδονὴ λογαριάζουν τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία προξενεῖ πικρὴ κόλαση, καὶ ὅσους τοὺς συμβουλεύουν νὰ μετανοήσουν, πολλὲς φορὲς καὶ τοὺς ἐχθρεύονται ἢ ἀπὸ πώρωση κοροϊδεύουν τὰ λόγια τους καὶ τοὺς περιπαίζουν, ἢ καὶ δὲν προσέχουν καθόλου στὴ δύναμη τῶν λεγομένων. 
Ὅμως, λέει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἠσαΐα πὼς «παχύνθηκε ἡ καρδιὰ αὐτοῦ του λαοῦ καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ τοὺς ἄκουσαν βαριὰ καὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους, γιὰ νὰ μὴ δοῦν μὲ τὰ μάτια τους καὶ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιά τους καὶ τὰ ἐννοήσουν μὲ τὴν καρδιά τους καὶ μετανοήσουν καὶ τοὺς θεραπεύσω», ἀλλὰ θέλουν, λέει, νὰ παραμείνουν ἔτσι στὴν ἁμαρτία μέχρι ποὺ «νὰ ἐρημωθοῦν οἱ πόλεις γιατί δὲν θὰ ἔχουν κατοίκους καὶ ἡ γῆ θὰ ἐγκαταλειφθεῖ ἔρημη» (Ἤσ. στ’ 10-11). Αὐτὸ ἀκριβῶς βλέπουμε ὅτι ἔπαθε καὶ τὸ νησὶ μᾶς αὐτό, ἡ Κύπρος, καὶ πολλὰ σπίτια καὶ ὅλες σχεδὸν οἱ κωμοπόλεις ἔμειναν ἔρημες ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ἀκατοίκητες. Ὑπάρχουν, λέει, «σπίτια μεγάλα καὶ ὡραία, καὶ δὲν θὰ ὑπάρξουν κάτοικοι γι’ αὐτά, καὶ ὅποιος σπέρνει ἔξι ἀρτάβες θὰ λάβει ὡς ἀπόδοση τὸ μισὸ ἀπ’ αὐτές, τρία μέτρα» (Ἤσ. ἐ’ 9-10). Καὶ αὐτὸ γιὰ πολλὰ χρόνια ἐμεῖς τὸ πάθαμε, ὅμως οὔτε ἔτσι ἀναγνωρίσαμε τί καρποφόρησαν τὰ χέρια μας, οὔτε κατανοήσαμε μέσα στὴν καρδιά μας ἀπὸ ποῦ ἄραγε καὶ μὲ ποιὸ τρόπο μᾶς συνέβη αὐτὴ ἡ κάκωση, οὔτε ἀκούσαμε Αὐτὸν ποὺ μᾶς καλοῦσε καὶ ἔλεγε «ἐπιστρέψτε πρὸς Ἐμένα καὶ θὰ στραφῶ πρὸς ἐσᾶς» (Ἤσ. μὲ’ 22, Ζάχ. ἃ’ 3, Μὰλ γ’ 7), ἀλλά ο καθένας ἔταξε στὸν ἑαυτό του ὡς νόμο δικό του τὸ δικό του θέλημα καὶ ἁμαρτάνει ὅπως θέλει, καὶ δὲν φέρνει στὴ μνήμη του οὔτε τὸν θάνατο, οὔτε τὸν Θεό, οὔτε τὴν κρίση. 
Καὶ αὐτὰ τὰ γράφουμε ὄχι λέγοντας τὰ τυχαία, ἀλλὰ ἀπὸ καρδιὰ γεμάτη θλίψη, ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηριώδη ἐπιστροφὴ τοῦ καθενὸς καὶ τὴ μετάνοια, γιὰ νὰ μὴ λυπεῖται, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ εὐφραίνεται ὁ Θεὸς γιὰ τὰ ἔργα μας καὶ νὰ μᾶς ἀναδείξει μὲ τὴ χάρη Τοῦ μετόχους της αἰώνιας εὐφροσύνης καὶ βασιλείας Του, γιατί σ’ Αὐτὸν ἁρμόζει κάθε δοξολογία, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνεχῶς, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. 
(Ἁγίου Νεοφύτου του Ἐγκλείστου, Συγγράμματα, τόμος Β’, ἔκδ. Ἱερᾶς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου, Πάφος 1998, σσ. 269-272) 
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ στὴν Πεντηκοστή”, Μετάφραση: Γεώργιος Β. Μαυρομάτης, Ἐκδόσεις “Ἀρμός”)
 


πηγή:  orthodoxia-ellhnismos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας