Η λαβίδα ή κοχλιάριον συνιστά ειδικό, λειτουργικό σκεύος της Ανατολικής Εκκλησίας σε μορφή κουταλιού, μικρής χωρητικότητας και μακριάς λαβής, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μετάδοση των Τιμίων Δώρων στα λαϊκά μέλη της σύναξης. Το σκεύος αυτό, μαζί με τη λόγχη, το σπόγγο και τον αστερίσκο, αν και αρχαιότερο αυτών, υπάγεται στα ελάσσονα λειτουργικά σκεύη, η χρήση των οποίων είναι σαφώς μεταγενέστερη από εκείνη του δισκαρίου και του ποτηρίου. Η ρωμαϊκή λειτουργική παράδοση δεν έχει διαμορφώσει αντίστοιχο σκεύος, με εξαίρεση τον κάλαμο (fistula ή calamus), ο οποίος χρησιμοποιείται μόνο όταν ο πάπας ιερουργεί.
Η αρχική διάταξη της Θείας Λειτουργίας δεν απαιτούσε τη χρήση της λαβίδας, αφού η μετάδοση των Τιμίων Δώρων γινόταν με άμεσο τρόπο από τον λειτουργό, στα χέρια ή το στόμα των πιστών. Η πρώιμη, κεχωρισμένη μετάδοση του Σώματος από το Αίμα του Χριστού κατά τη διάρκεια της Κοινωνίας των πιστών δημιουργεί το συμπέρασμα, ότι η λαβίδα χρησιμοποιήθηκε αρχικά μόνο για τη μετάληψη του Αίματος από το ποτήριο. Η λήψη του Αίματος μέσω της λαβίδας στόχευε στην αποφυγή της ανατροπής του ποτηρίου και της άτακτης έκχυσης του περιεχομένου του.
Η μετάδοση των Τιμίων Δώρων χωρίς τη χρήση της λαβίδας συνιστά τη συνήθη διάταξη έως και τον Η’ αι. Την πρακτική αυτή μαρτυρούν οι περισσότερες αρχαίες πηγές, όπως οι Αποστολικές Διαταγές, ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Μέγας Βασίλειος, ο ιερός Χρυσόστομος, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων και ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Η χρήση της λαβίδας ήταν αφανής στη χριστιανική γραμματεία και την καθολική λειτουργική πράξη έως και τον αιώνα αυτό.
Ο όρος λαβίς είναι παλαιότατα γνωστός στην λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας. Η αρχική σημασία του δεν περιγράφει το σύγχρονο λειτουργικό σκεύος, αλλά χαρακτηρίζει μεταφορικά το λειτουργό, ο οποίος λαμβάνει με τα χέρια του τα Τίμια Δώρα, τα καθαγιάζει με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τα προτείνει στους πιστούς προς μετάληψη. Την έννοια αυτή υιοθετεί και ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως (Η’ αι.) στο έργο του «Ιστορία Εκκλησιαστική και Μυστική Θεωρία», όταν αναφέρεται στο συγκεκριμένο όρο. Η χρήση του όρου λαβίδα, επομένως, έως και τουλάχιστον τον Η’ αι. δεν αποδίδεται στο υλικό, λειτουργικό σκεύος, αλλά στα ιερατικά δάκτυλα και χέρια, τα οποία φέρουν τα Τίμια Δώρα.
Η εμφάνιση της λαβίδας ως ιδιαίτερου λειτουργικού σκεύους αποτελεί στοιχείο προβληματισμού. Οι βασικότερες θεωρίες είναι δύο: α) Η λαβίδα πρωτοεμφανίστηκε στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Αιγύπτου. Η θεωρία αυτή τεκμηριώνεται και από τη μαρτυρία του Ψευδο-Σωφρονίου (Ζ’ αι.), σχετικά με την Κοινωνία της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Ο αββάς Ζωσιμάς περιγράφεται πως μετάδωσε τα Τίμια Δώρα στην οσία, στην έρημο, αφού πρώτα τα είχε αναμείξει στο ποτήριο (συστολή Τιμίων Δώρων στη λειτουργική γλώσσα). Η μαρτυρία αυτή αφήνει περιθώριο να εννοηθεί η χρήση κάποιου κοχλιαρίου (κουταλιού) για την μετάδοση της Θείας Κοινωνίας στην οσία. Η αρχική, περιορισμένη στις Εκκλησίες της Αιγύπτου χρήση της λαβίδας επεκτάθηκε, σύμφωνα με τη θεωρία, σταδιακά από τον Ι’ αι. σε όλη την Ανατολική Εκκλησία, θέτοντας στο περιθώριο την αρχική, αδιαμεσολάβητη μετάδοση των Τιμίων Δώρων.
β) Η δεύτερη θεωρία υποστηρίζει, ότι η χρήση της λαβίδας έχει τις απαρχές της στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (Ε’ αι.). Κύριοι εκφραστές της θέσης αυτής είναι ο Renaudot και ο Goar. Τη θεωρία αυτή φαίνεται να ασπάζονται και όσοι θεωρούν τη χρήση της λαβίδας ως πρωιμότερη της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας (481). Η εικασία αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι διάφορες Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες, όπως οι Νεστοριανοί και οι Μονοφυσίτες, χρησιμοποιούν στη λατρεία τους τη λαβίδα. Η χρήση της, επομένως, θα έπρεπε να είχε γενικευθεί πριν την απόσχιση των ομάδων αυτών από την κανονική Εκκλησία, γεγονός που είναι αβέβαιο, αν όχι αδύνατο.
Η μεταγενέστερη λειτουργική παράδοση ασπάζεται μερικά ή γενικά τη χρήση της λαβίδας κατά τη μετάληψη των Τιμίων Δώρων. Ο κανονολόγος Βαλσαμών (ΙΒ’ αι.) μαρτυρά τη χρήση διαμεσολαβητικού σκεύους της Θείας Κοινωνίας στην ερμηνεία του ρα’ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Η πρακτική αυτή, κατ’ εκείνον, ακολουθείται σε στενότατα πλαίσια «ἔν τισιν Ἐκκλησίαις». Ο τελευταίος των βυζαντινών υπομνηματιστών της λατρείας Συμεών Θεσσαλονίκης (+1429) θεωρεί ως αυτονόητη τη μετάληψη των λαϊκών μελών της σύναξης διαμέσου της λαβίδας, δεδομένου ότι κατά την εποχή του (ΙΕ’ αι.) η πράξη αυτή έχει παγιωθεί.
Η σύγχρονη χρήση της επάργυρης ή επίχρυσης λαβίδας είναι γενικευμένη σε όλη την Ανατολική Εκκλησία. Εξαίρεση αποτελεί η τέλεση διάφορων αρχαιοπρεπών λειτουργικών τύπων, όπως Ιακώβου του Αδελφοθέου, Αποστόλου Μάρκου κ.λπ., όπου η διάταξη ορίζει την μετάδοση των Τιμίων Δώρων κεχωρισμένα, πρώτα του Σώματος - έπειτα του Αίματος και εφόσον ο λειτουργός προκρίνει τη μετάδοση του Αίματος απευθείας από το ποτήριο. Η ασφάλεια που προσφέρει η χρήση της λαβίδας είναι, σε κάθε περίπτωση, αδιαμφισβήτητη, ιδιαίτερα όταν η σύνθεση της σύναξης περιλαμβάνει βρέφη, γέροντες και πρόσωπα με κινητικές δυσλειτουργίες, αφού ο κίνδυνος ανατροπής του ποτηρίου και η ατίμωση του μυστηρίου πολλαπλασιάζεται.
πηγή: proskynitis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας