Ἅμα
εἴμαστε ἑτοιμασμένοι, δὲν θὰ ταραχθοῦμε ὅταν ἔρθει ἡ φοβερὴ ὥρα τοῦ
θανάτου. Θὰ ‘ρθει ἡ φοβερὴ ὥρα. Ὁ θάνατος εἶναι πάρα πολὺ φοβερός, δὲν
τὸν ἔχουμε γευτεῖ καὶ δὲν ξέρουμε.
Ὅταν θὰ
ἔρθει δὲν θὰ μποροῦμε νὰ τὸ ὁμολογήσουμε, μόνο θὰ τὸ ὑποστοῦμε. Ἔρχεται ὁ
ἀρχάγγελος καὶ ποτίζει καὶ ἀπὸ τὴν πίκρα ἡ ψυχὴ ἐξέρχεται.Γι’ αὐτὸ βλέπουμε καὶ καταπίνει ὁ ἑτοιμοθάνατος, γι’ αὐτὸ βλέπουμε καὶ δακρύζει, γι’ αὐτὸ βλέπουμε τὸ ἀπλανὲς βλέμμα τοῦ ἑτοιμοθάνατου. Δὲν ἔχει ἔλεγχο τοῦ περιβάλλοντος, αὐτὸς βλέπει ἄλλα.
Τὰ μάτια χάνουνε τὴ φυσικότητα. Εἶναι ἀνοιχτά, ἀλλὰ βλέπουνε τὰ ἀπὸ μέσα μάτια, βλέπουν τοὺς ἀγγέλους, βλέπουν τοὺς δαίμονες.
Καὶ βλέπουμε νὰ δακρύζουν· γιατί δακρύζουν; Ἱκετεύει ἡ ψυχὴ ἐκείνη τὴν ὥρα, ἐκεῖ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸς ὄχι. Αὐτὸν τὸν θάνατο ὅλοι θὰ τὸν περάσουμε μηδενὸς ἐξαιρουμένου. Ἑπομένως ὅλοι τώρα χαιρόμαστε, γελᾶμε, κάνουμε, φτιάχνουμε, ἀλλ’ ὅμως θὰ ἔρθει ἡ ὥρα αὐτή.
Λοιπὸν ἂς ἑτοιμαζόμαστε ν’ ἀντιμετωπίσουμε τοὐλάχιστον συνειδητὰ τὸν θάνατο. Νὰ ἔχουμε τὴ συνείδηση νὰ μὴ μᾶς κατηγορεῖ δυνατά. Θὰ φύγουμε πάλι μὲ πταίσματα, δὲν θὰ εἴμαστε λευκὴ περιστερά, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ θὰ ἔχουμε νὰ μὴν εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ μᾶς βουλιάξουν.
Διότι θὰ ἔχουμε καὶ ἀντιστάθμισμα, θὰ ἔχουμε καὶ καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα νὰ εἶναι δυνατά, τὰ ὁποῖα θὰ τεθοῦν στὸ ἄλλο μέρος τῆς πλάστιγγος κι ἔτσι νὰ ὑπερακοντίσουν τὰ ἁμαρτήματα τὰ ἁπλά, διότι τὰ ἄλλα θὰ τὰ ἔχουμε ξεκαθαρίσει μὲ τὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Θὰ ἔχουν φύγει, θὰ εἶναι τὰ ἁπλά τὰ ὁποῖα τὰ ἔχει καὶ ὁ ἅγιος ἄνθρωπος. Καὶ μιὰ σκέψη, καὶ ὁ θυμὸς εἶναι ἁμάρτημα, «τὸ ἐκ συναρπαγῆς οὐκ ἀφαιρεῖ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἀνθρώπου».
Ὑπάρχουν ἁμαρτήματα ποὺ εἶναι τόσο ἐλαφρὰ καὶ δὲν προσβάλουν τὴν ἁγιότητα ἑνὸς ἁγίου ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπιτρέπονται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν κρατάει τὸν ἅγιο στὴν ταπείνωση.
Διότι καμία ἀρετὴ δὲν τελειώνεται μέχρι τέλους τελείως. Ἡ μετάνοια ποτὲ δὲν τελειώνει, ἀλλὰ πάντα εἶναι ἀνοιχτή, γιατί εἶναι ἄνθρωπος κι ἐνδέχεται νὰ πέσει.
Ἑπομένως, ἐπειδὴ αὐτὰ ὅλα εἶναι ἀλήθειες ἀναντίρρητες, θεμελιωμένες μέσα στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ μᾶς γίνουν ζωή, νὰ μᾶς γίνουν πίστη, νὰ μᾶς γίνουν τὸ μεγαλύτερο μέλημα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ὅπως τώρα ἔχουμε το πῶς θὰ ζήσουμε, το πῶς εἶναι τὰ παιδιά μας καὶ ἡ ὑγεία μας.
Πέρα ὅμως ἀπ’ ὅλα αὐτά, αὐτὸ ποὺ θὰ μὲ συνέχει εἶναι ἂν εἶμαι ἕτοιμος. Κι ὅπου βλέπετε ὅτι κάπου κουτσαίνετε, κάτι δὲν πάει καλά, μήν το ἀφήνετε, βάλετε φάρμακο νὰ γίνει καλά.
Διότι ὅλους κάπου πάει νὰ μᾶς πιάσει, κι ὅταν τὸ δοῦμε, τὰ γόνατα ἕτοιμα στὴν προσευχὴ μετὰ δακρύων: «Κύριε, πρόφθασον, διόρθωσέ μέ σ’ αὐτό, διόρθωσέ μέ σ’ ἐκεῖνο».
Ὅταν δὲν θὰ ἔχουμε βασικὰ σφάλματα -θανάσιμα ἁμαρτήματα-, τὰ πλημμελήματα καὶ τὰ μὴ θανάσιμα δὲν μᾶς ἀπειλοῦν ἄμεσα μὲ τὸν κίνδυνο τῆς κολάσεως. Διότι βοηθᾶ ἡ μετάνοια, τὰ καλὰ ἔργα, ἡ Ἐκκλησία.
(Ἀπόσπασμα ὁμιλίας)
(Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ὅσιος Φιλόθεος τῆςΠάρου» 17, Εκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη,
ἄρθρο «Ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην», σελ. 178.)
http://inpantanassis.blogspot.com/2019/12/blog-post 57.html
ΠΗΓΗ
πηγή: enromiosini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας