Κάποτε μία
γνωστή κυρία του έδωσε δέκα χρυσές λίρες. Το πρωί πήρε τηλέφωνο τον
παπα-Στέφανο και του λέει: «Πάτερ Στέφανε, τη νύχτα δεν κοιμήθηκα
καθόλου, γιατί μου έδωσαν δέκα λίρες. Φοβόμουν μην πεθάνω, βρουν τις λίρες και
πουν ότι ο Δεσπότης μάζευε λίρες». Πήγε και τις έδωσε στον παπα-Στέφανο
για τις ανάγκες του Μοναστηριού.
Όταν πηγαίνε
στην Αθήνα και τον καλούσαν σε σπίτια για να κάνη Ευχέλαιο, όσα χρήματα του έδιναν, τα έδινε στα
Μοναστήρια του.
Στα χωριά,
όταν του έδιναν χρήματα, δεν τα κρατούσε. Τα
έριχνε στο παγκάρι της Εκκλησίας.
Τον εαυτό του
δεν τον εσκέπτετο καθόλου. Περιώρισε τις
ανάγκες και τις ατομικές του δαπάνες για να μπορή να βοηθά περισσότερους
φτωχούς. Οι ελεημοσύνες του είναι πολλές, αλλά τις έκανε κρυφά και μόνο ο Θεός τις γνωρίζει
και αυτοί που βοηθήθηκαν.
Πηγή: «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Τόμος Β΄ (σελ.318-319)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας