Εξανέστη ο κ. Βασιλείου, διότι
αναρίθμητα ιστολόγια προέβησαν εις απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς δι’
εκείνον και τον Αρχιεπίσκοπον, σχετικώς με το άρθρον που εδημοσίευσε με
τίτλον «Οι πένθιμες καμπάνες του Θανάτου και οι καμπανάρηδες της ζωής».
Είναι γεγονός ότι εδόθη μεγάλη προσοχή,
διότι ο κ. Βασιλείου υπέγραφεν το άρθρον με την ιδιότητά του ως Διευθ.
Γραφείου Τύπου της Ι. Συνόδου. Αν ο ίδιος
διευκρίνιζε εξ αρχής ότι
απηχεί προσωπικάς του απόψεις, τότε βεβαίως ουδείς θα έδιδε σημασίαν εις
εν κείμενον, το οποίον δεν έχει να είπει απολύτως τίποτε, καθώς η
θεολογική του στάθμη αποτυπώνει τον κ. Βασιλείου, όπως τον εγνωρίζαμεν
πάντοτε. Μήπως τελικώς είναι «εκ του πονηρού», δια να χρησιμοποιήσωμεν
φράσιν του, ότι ετέθη η υπογραφή με την «συνοδικήν» αρμοδιότητά του και
όχι εκείνη του πολίτου; Ας αποφασίσουν οι Ιεράρχαι και ας υποδείξουν
καλόπιστα εις τον κ. Βασιλείου έως ποίον σημείον ευρίσκονται τα όρια των
αρμοδιοτήτων του.
Επειδή όμως μετά την αγαπολογίαν εις τον
τόπον αυτόν επλεόνασε και η ειρηνολογία, ας σχολιάσωμεν επί τροχάδην το
κείμενον του κ. Βασιλείου.
Θέτει ως αφετηρία των σκέψεών του το
ερώτημα «Μπορεί η Εκκλησία να αποτελεί στις ημέρες μας τον μοχλό δύναμης
της εργαλειοποίησης για τη δυναμική της Ιστορίας;», το οποίον
χαρακτηρίζει ως υπαρξιακόν. Δυστυχώς έχει μπερδέψει τα υπαρξιακά
ερωτήματα με τα κοινωνιολογικά… όπως επίσης συγχέει την Διοικούσαν
Εκκλησίαν με την Εκκλησίαν ως θρησκευτικήν κοινότητα, καθώς αναλόγως πως
θα εξετάση κανείς το ερώτημα δύναται να απαντήση και διαφορετικά.
Είναι πραγματικά να λυπάται κανείς δια
το επίπεδον του προσώπου που ευρίσκεται εις την θέσιν του Διευθ. Τύπου
της Ι. Συνόδου, όταν του διαφεύγη ότι αι καμπάναι ηχούν πένθιμα και κατά
την Μ. Παρασκευήν, όπου όμως δεν «κυριαρχεί ο Θάνατος», ως απόλυτα
διατυπώνει τον ισχυρισμόν του.
Ώφειλε να προβληματίση περισσότερον τον
κ. Βασιλείου το αίσθημα της συντριπτικής πλειονότητος του λαού, διότι
δια να χτυπούν αι καμπάναι πένθιμα, όπως «όταν το Ελληνικό Έθνος
υποδουλώθηκε στους Οθωμανούς και στους Γερμανούς κατακτητές», κάτι
γνωρίζει και ο λαός, τον οποίον φιλοδοξεί να υπηρετήση ως βουλευτής.
Ακατανόητον τυγχάνει ότι χρησιμοποιεί εις το κείμενόν του α πληθυντικόν, παρ’ ότι ο ίδιος διαφωνεί:
«Όσοι, όμως, εγκλωβιζόμαστε, σήμερα,
αβασάνιστα σε έναν αρρωστημένο πατριωτισμό, δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά
να γινόμαστε υμνητές του πολέμου και της πένθιμης καμπάνας. Δεν
αγωνιζόμαστε για την επικράτηση της Ειρήνης παρά μόνο ρίχνουμε νερό στον
μύλο του κάθε νεοεμφανιζόμενου μορφώματος που ως σκοπό και στόχο έχει
τη διάλυση και την αποσύνθεση της κοινωνίας».
Ποίος είναι ο «αρρωστημένος
πατριωτισμός»; Το δημοκρατικόν δικαίωμα των συλλαλητηρίων η ο φασισμός
της αποστερήσεως εκφράσεως του λαού δια δημοψηφίσματος; Ποίο είναι το
«μόρφωμα»; Αν εννοή κάποιο πολιτικόν κόμμα, διατί δεν το κατονομάζει;
Είναι όμως αυτή η τακτική του κόμματος, εις το οποίον ενετάχθη ο κ.
Βασιλείου: να καταδικάζη ως ακροδεξιούς τους «μπαχαλάκηδες», αλλά να μη
δίδη εντολήν συλλήψεως αυτών, δια να σπιλώνωνται όσοι φιλειρηνικά
διαδηλώνουν.
Το α πληθυντικὸν εν συνεχεία λησμονείται
και η ευθύνη μετατίθεται εις κάποιους άλλους τους «κάθε λογής
πατριδοκάπηλους». Να υποθέσωμεν ότι συμπεριλαμβάνει τους Σεβ.
Μητροπολίτας και τα Χριστιανικά Σωματεία, που έδωσαν το παρόν εις τα
περσινά και εφετινά συλλαλητήρια;
Μετά λύπης παρατηρούμεν ότι αγνοεί
επίσης την διαφοράν μεταξύ Γενοκτονιών και του Ολοκαυτώματος, τα οποία
κατατάσσει εις μίαν κατηγορίαν: «οδήγησαν Έθνη ολόκληρα σε
Ολοκαυτώματα». Κρίμα, διότι όταν κατόπιν επιχειρή να ομιλήση δια την
κοινήν καταδίκην του κακού από Μητροπολίτην (πάλι ανώνυμα) και Ραββίνον,
σημαίνει ότι κάτι ίσως αδικείται…
Μεταπηδά ασύνδετα από την «Συμφωνία των
Πρεσπών» εις τα «ιδεολογήματα μίσους των εθνικιστικών διαχωριστικών
γραμμών, ότι δηλαδή, ο «ξένος» είναι η κόλασή μας, αλλά υιοθετώντας το
μήνυμα ζωής ότι ο άλλος είναι ο Παράδεισός μας». Το ιδεολόγημα του
«ξένου ως κόλαση» δεν προήλθεν από τον εθνικισμόν. Θεολογικά όμως ο
άλλος δεν είναι ο «Παράδεισός μας», αλλά εικόνα του Ιησού Χριστού και
έχει μεγάλη διαφοράν, που ως φαίνεται διαλανθάνει του κ. Βασιλείου.
Ερωτώμεν όμως αυτούς που ο κ. Βασιλείου χαρακτηρίζει ως «αρρωστημένους…
πατριδοκάπηλους» είναι ο «Παράδεισός» του;
Δεν είναι αυτός διχαστικός λόγος που διαλύει την «ειρηνική συνύπαρξη» και ενσπείρει διχόνοιαν;
Όσον αφορά την κοινήν καταδίκην
Μητροπολίτου και Ραββίνου γράφει ότι «στάθηκαν πλάι ο ένας στον άλλον,
αφορίζοντας τον Θάνατο, καταδικάζοντας το σκοτάδι, για να επικρατήσει το
Φως». Το «Φως» με κεφαλαίον είναι ο Χριστός και μάλλον δεν νομίζομεν
ότι ήτο εις τας προθέσεις του Ραββίνου να επικρατήση ο Χριστός… Είναι
όμως αθεολόγητον να ομιλή κανείς ορθοδόξως περί θανάτου και φωτός
διαγράφων την αλήθειαν ότι δια τον χριστιανόν δεν υπάρχει θάνατος παρά
μόνον πνευματικός και βιώνει αυτόν όποιος ευρίσκεται εις την πλάνην και
όχι εις τον χώμα. Μήπως θα ισχυρισθή ο κ. Βασιλείου ότι δεν εκφράζει
ούτε την ορθόδοξον άποψιν;
Η Εκκλησία δεν είναι «ο χώρος στον
οποίον ο ένας ακουμπά πάνω στον άλλον προσφέροντας την αγάπη, η οποία
ενσαρκώνεται και ολοκληρώνεται στο κοινό Ποτήριο της ζωής». Μία τέτοια
περιγραφή της Εκκλησίας την υποβιβάζει εις σωματείον. Είναι μία
ολοκληρωτικά προτεσταντική θέασις της Εκκλησίας, η οποία αντιμετωπίζει
την σάρκωσιν και την θ. κοινωνίαν με συμβολικόν τρόπον.
Ο κοινωνισμός, όταν διαποτίζη τον λόγον
που έχει θεολογίζοντα φλοιόν, αντιστρέφει την ουσίαν της Εκκλησίας. Αυτό
συμβαίνει και όταν λέγη ότι «ο κόσμος μας θα γίνει καλύτερος όταν όλοι
μαζί αγωνιστούμε και καταφέρουμε να καταργήσουμε το σκοτάδι». Το σκότος
όμως έχει καταργηθή από τον ίδιον τον Χριστόν, δεν είναι άλλωστε έργον
των ανθρώπων να καταργήσουν το σκότος, αλλά να επιτρέψουν να εισχωρήση
μέσα τους και γύρω τους ο Χριστός. Ο αγών του Χριστιανού δεν είναι μία
προσπάθεια δίκην «ταξικής πάλης», δεν είναι «ενσάρκωση του Ειρηνοποιού
στα χρόνια της χολέρας των υμνητών του μίσους», όπως γράφει. Πως όμως
πρεσβεύει αυτά εις ένα κόμμα, το οποίον υπήρξε υμνητής σταλινικών
καθεστώτων και προσφάτως έδειξε την αγάπην του δια τον λαόν με τα
δακρυγόνα;
Ω, βάθος απαιδευσίας! Ομιλεί δια τον
κάθε άνθρωπον ως «Εικόνα του Θεού» που «αμαυρώνεται», καλών να υπερβώμεν
τον «πτωτικόν άνθρωπον», ώστε να αντισταθώμεν εις τα «αρρωστημένα
ιδεολογήματα» των πενθίμων καμπανών. Πρώτον, είναι ηλίου φαεινότερον ότι
ο εν Χριστώ ανακαινισμένος άνθρωπος απουσιάζει παντελώς από την
διάνοιαν του κ. Βασιλείου, ως να μη έχει μεσολαβήσει η αναίρεσις της
πτώσεως δια του μυστηρίου της σωτηρίας! Δεύτερον, η συσχέτισις της
ανθρωπολογίας με ένα εθνικόν ζήτημα δεν είναι μόνον άτοπος αλλά
επικίνδυνος, καθώς η ένδυσις ενός καθημερινού ζητήματος με μεταφυσικόν
μανδύαν έθεσε κάποτε το θεμέλιον του ναζισμού…
Το «μήνυμα μεταμορφώσεως του κόσμου» δεν
διαδίδεται με ιδεολογήματα, ιδιαιτέρως όταν οι «οβιδιακές
μεταμορφώσεις» ταλανίζουν τους ίδιους τους εαυτούς μας.
Ο κ. Βασιλείου έχει άλλας οικογενειακάς
καταβολάς από εκείνας του Σύριζα και μάλιστα επί χρόνια ήτο συντάκτης
της «Ελεύθερης Ώρας» του κυρού Μιχαλοπούλου. Συνεπορεύθη μάλιστα με τον
κυρόν Αρχιεπίσκοπον Χριστόδουλον, αι απόψεις του οποίου παραμένουν τοις
πάσι γνωσταί. Ας είμεθα λοιπόν τίμιοι εις την εποχήν μας, διότι η
πολιτική αγυρτεία υπερεπερίσσευσεν από κάθε κομματικήν πλευράν: Η ο κ.
Τσίπρας είναι ο «νέος Σαούλ» η ο κ. Βασιλείου είναι ο «νέος Δημάς».
Δεν γνωρίζομεν αν αι χαρμόσυναι καμπάναι
θα ηχήσουν δια τον κ. Βασιλείου μετά τας εκλογάς, με βεβαιότητα όμως
είναι κοινή ανθρωπίνη εμπειρία ότι κάποτε θα ηχήσουν δια τελευταίαν
φοράν «οι πένθιμες καμπάνες του θανάτου» και αυτοί δια τους οποίους θα
κτυπήση η καμπάνα δεν θα έχουν δικαίωμα ψήφου…
πηγή: http://orthodoxostypos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας