Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Εἰσαγωγικά
Ἄν «τὸ δὶς ἐξαμαρτεῖν οὐκ
ἀνδρὸς σοφοῦ», κατὰ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ λόγιο, πολὺ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει, ὅταν
τὸ λάθος ἐπαναλαμβάνεται γιὰ τρίτη φορά. Τότε πρόκειται γιὰ μεγάλο, γιὰ ἀδικαιολόγητο
κακὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ρετσινιὰ τοῦ μὴ σοφοῦ, τοῦ ἀνοήτου, τοῦ ἀσυνέτου. Γι᾽ αὐτὸ
καὶ ἀπὸ τὸν λαὸ ἐπισείεται ὁ κίνδυνος «νὰ μὴν τριτώσει τὸ κακό».
Στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο,
δυστυχῶς τὰ τελευταῖα χρόνια, ἔχει ξεπεραστῆ τό «δὶς ἐξαμαρτεῖν» ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ ὁδεύουμε ὁλοταχῶς πρὸς τὸ «τρὶς ἐξαμαρτεῖν», ἂν ἐγκαίρως
δὲν γίνουν ἀντιληπτὲς οἱ μεθοδεύσεις, οἱ σχεδιασμοί, οἱ συμμαχίες ἐξωεκκλησιαστικῶν
καὶ ἐκκλησιομάχων κέντρων μὲ ἐσωτερικές, ἐντὸς τῆς Ἱεραρχίας, συνιστῶσες αὐτῶν
τῶν κέντρων. Ἄν, πολὺ περισσότερο, στὰ πλαίσια ἑνὸς ψευδαδελφισμοῦ καὶ
ψευδοσεβασμοῦ, ἀντὶ νὰ ὑπάρξει θαρραλέα καὶ εὐθεία ἀντίδραση πρὸς τοὺς ἔσωθεν ὑπονομευτάς,
ἐκστομίζονται ἐκφράσεις ἐπαινετικές, σεβασμοῦ καὶ ἐκτίμησης.
1.
Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
Συγκεκριμένα ἡ Ἱεραρχία τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ δύο περιπτώσεις στάθηκε κατ᾽ ἀρχὴν στὸ ἀπαιτούμενο ὕψος,
ἀντάξια τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ τῆς ποιμαντικῆς της ἀποστολῆς, καὶ ἀντέδρασε
ὀρθοδόξως σὲ ἀντορθόδοξες ἐνέργειες καὶ μεθοδεύσεις ἐξωεκκλησιαστικῶν καὶ ἐσωεκκλησιαστικῶν
κύκλων. Ἡ πρώτη περίπτωση ἀφορᾶ στὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τοῦ ὁποίου ἐπιχειρήθηκε
καὶ δυστυχῶς κατορθώθηκε ἡ μεταβολὴ καὶ ἡ παραμόρφωση, ἀπὸ μάθημα ὀρθοδόξου
διδαχῆς καὶ χριστιανικῆς παιδείας, σὲ μάθημα θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ ἀντίχριστης
πολυθρησκειακῆς παιδείας. Αὐτὸ ἑτοιμαζόταν ἀπὸ καιρό, πρὶν πάρει τὰ ἡνία τῆς ἐξουσίας
ἡ σημερινὴ ἄθεη κυβέρνηση, πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει γιὰ πρώτη φορὰ στὴν νεώτερη ἑλληνικὴ
πολιτικὴ ἱστορία, νὰ ἔχουμε δηλαδὴ κυβέρνηση δεδηλωμένων ἀθέων καὶ ἐκκλησιομάχων.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ προηγούμενες κυβερνήσεις δεξιές, κεντρῶες ἢ
κεντροαριστερές, δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν εὐθεία σύγκρουση μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ
μὲ τὸν λαό, ποὺ στὴν πλειονότητά του σέβεται καὶ ἀγαπᾶ τὴν Ἐκκλησία ἤ, ἀλλιῶς,
«θρησκεύει», δὲν ἀποτόλμησαν νὰ θίξουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τῆς παιδείας, τὸν ὀρθόδοξο
χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Ἐγνώριζαν ἐπὶ πλέον ὅτι ἦταν ἀδύνατο
καὶ ἀδιανόητο νὰ βροῦν συμμάχους καὶ συνοδοιπόρους μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας,
ἑπομένως θὰ εἶχαν ἀπέναντί τους καθολικὰ καὶ ὁμόφωνα πανίσχυρη ἀντίσταση, ποὺ θὰ
τοὺς ἐζημίωνε καὶ πολιτικά.
Αὐτὸ δυστυχῶς ἄλλαξε
δραματικὰ μὲ τὴν «γιὰ πρώτη φορά» ἄνοδο τῆς Ἀριστερᾶς στὴν ἐξουσία. Ἐκμεταλλεύθηκαν
τὸ ὅτι μέσα στοὺς θεολογικοὺς καὶ ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους εἶχαν ἀναπτυχθῆ φιλικὲς
δυνάμεις, ψευτοπροοδευτικές, οἱ ὁποῖες στὸ πρόσωπο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου,
μετὰ τὸν ἀπρόσφορο γι᾽ αὐτὲς κυρὸ Χριστόδουλο, βρῆκαν ἄριστο σύμμαχο καὶ ἐκφραστή.
Κατόρθωσαν ἔτσι, παραμερίζοντας τήν «Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων» καὶ
συνεργαζόμενοι μὲ τὴν ἐλάχιστη μειονότητα τῶν θεολόγων τοῦ «Καιροῦ» οἱ δύο ὑπουργοὶ
Παιδείας Φίλης καὶ Γαβρόγλου, ὡς καὶ μὲ μικρὴ ὁμάδα ἀρχιερέων μὲ πρωτοστάτη τὸν
ἀρχιεπίσκοπο, νὰ καταργήσουν ἀπὸ τὴν Πρωτοβάθμια καὶ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση τὸ
Ὀρθόδοξο μάθημα καὶ νὰ εἰσαγάγουν τὴν θρησκειολογικὴ σούπα. Ἡ Ἱεραρχία ἀντέδρασε
καὶ ἐτάχθη ὑπὲρ τοῦ ὀρθοδόξου μαθήματος. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ὅμως, μὲ παραπομπὲς τοῦ
θέματος σὲ διαλόγους καὶ ἐπιτροπὲς καὶ συμφωνίες μὲ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, ἀχρήστευσε
τὴν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας «πρὸς δόξαν» τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ποὺ διολισθαίνει σιγά-σιγὰ στὸν αὐταρχισμὸ τοῦ Παπισμοῦ. Κατεβαίνουν δῆθεν οἱ
τόνοι γιὰ τὴν ἐπικράτηση εἰρηνικοῦ κλίματος, κερδίζεται χρόνος, ξαναρχίζουν οἱ
μυστικὲς διαβουλεύσεις, παρακάμπτεται ἡ Ἱεραρχία, καὶ ἡ κυβέρνηση ἀνενόχλητη
προχωρεῖ στὸν ἀποχριστιανισμὸ τοῦ μέχρι τώρα χριστιανικοῦ κράτους, ὅπως φανερὰ
καὶ θεσμικὰ ἐπιχειρεῖ τώρα νὰ κάνει μὲ τὴν πολυσυζητούμενη, ἀλλὰ προβληματική,
συνταγματικὴ ἀναθεώρηση. Τὸ πρῶτο λάθος τῆς Ἱεραρχίας συνίσταται στὸ ὅτι ἐπέτρεψε
στὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ νὰ παραμορφώσουν καὶ νὰ καταστρέψουν τὸ Ὀρθόδοξο
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
2.
Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου
Ἡ ἴδια παράκαμψη καὶ ἀγνόηση
τῆς Ἱεραρχίας σημειώθηκε καὶ στὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ποὺ συνῆλθε στὴν Κρήτη τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016. Εἶχε προηγηθῆ σύνοδος τῆς
Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (24-25 Μαΐου 2016), στὴν ὁποία συζητήθηκαν ὅλα
τὰ θέματα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀπασχολήσουν μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα τήν «Σύνοδο», καὶ ὁμοφώνως
εἶχαν προταθῆ οὐσιαστικὲς διορθώσεις στὰ ἑτοιμασθέντα προσυνοδικὰ κείμενα, οἱ ὁποῖες,
ἂν ἐγίνοντο δεκτές, θὰ ἐμείωναν καὶ θὰ ἐλαχιστοποιοῦσαν τὶς ἀντιδράσεις ἐναντίον
τῆς ψευδοσυνόδου, θὰ ἀπέτρεπαν πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀποτειχίσεις καὶ τὶς διακοπὲς
μνημόνευσης τῶν ἐπισκόπων, καὶ λόγῳ τοῦ κύρους καὶ τῆς θεολογικῆς ἐπιρροῆς, ποὺ
ἀσκεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ ἐπὶ ἄλλων τοπικῶν ἐκκλησιῶν, θὰ παρεμπόδιζαν τὸ
νὰ λάβει ἡ «Σύνοδος» καθαρὰ οἰκουμενιστικὸ αἱρετικὸ χαρακτήρα. Ἡ Ἱεραρχία ἦταν ἀπόλυτα
βέβαιη καὶ πεπεισμένη γιὰ τὸν ὀρθόδοξο χαρακτήρα τῶν προτάσεών της καὶ μὲ
διθυραμβικὸ τόνο σέ «Ἐγκύκλιο» ποὺ ἀπεστάλη ἀπὸ τὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο καὶ
διαβάσθηκε σὲ ὅλους τοὺς Ἱεροὺς Ναούς (2-6-2016) διαβεβαίωνε ὅτι αὐτὲς ἦσαν «οἱ
τελικὲς ἀποφάσεις» γιὰ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, σύμφωνες μὲ τήν «διδασκαλία τῶν
Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ μὲ σεβασμὸ στὸ Συνοδικὸ πολίτευμα τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἀνέθεσε μάλιστα τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀποφάσεών της στὸν ἀρχιεπίσκοπο
Ἱερώνυμο. Εἶναι γνωστὸ τί ἔπραξε ὁ ἀρχιεπίσκοπος στὴν Κρήτη. Μὲ μυστικὲς καὶ ἐκεῖ
διαβουλεύσεις πείσθηκε ἢ πιέστηκε νὰ ἀγνοήσει, νὰ μὴ στηρίξει, τὶς ἀποφάσεις τῆς
Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ἦσαν τελικές, καὶ ὡς πρόεδρος ἑνὸς
συνοδικοῦ σώματος τὸ ἀχρήστευσε καὶ τὸ ὑποκατέστησε, ἀνοίγοντας ἔτσι μὲ τὴν
συνεργία του τοὺς ἀσκοὺς τοῦ Αἰόλου, τὸ πλῆθος τῶν ἀντιδράσεων, ἐναντίον τῶν ἀποφάσεων
τῆς ψευδοσυνόδου, ἰδιαίτερα μὲ τὸ νὰ ὀνομασθοῦν οἱ αἱρέσεις ἐκκλησίες.
Παρέκαμψε ἔτσι καὶ ἀχρήστευσε γιὰ δεύτερη φορά, μετὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν,
τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, ἡ δὲ Ἱεραρχία, γιὰ δεύτερη φορὰ ἔκανε τὸ λάθος νὰ
μὴ ἐμμείνει στὶς ληφθεῖσες ὀρθὲς ἀποφάσεις της. Γιὰ τὴν ψευδοσύνοδο μάλιστα τῆς
Κρήτης ἀνήρεσε τὸν ἑαυτό της καὶ τίς «τελικές» ἀποφάσεις της καὶ ἐκάλυψε τὸν ἀρχιεπίσκοπο
σὲ νέα σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὸν Νοέμβριο τοῦ 2016, πάλι μὲ ἐπιτροπὲς καὶ ἀστήρικτες
δικαιολογίες, ἐπὶ ζημίᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ σκανδαλισμῷ τοῦ πληρώματος τῆς
Ἐκκλησίας.
3.
Ἡ συμφωνία ἀρχιεπισκόπου καὶ πρωθυπουργοῦ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία καὶ τὴν
μισθοδοσία τῶν κληρικῶν
Θὰ ἐπαναληφθεῖ ἆραγε τὸ ἴδιο
γιὰ τρίτη φορὰ καὶ μὲ τὸ ἀνακῦψαν θέμα ἀπὸ τὴν συμφωνία μεταξὺ τοῦ ἀρχιεπισκόπου
Ἱερωνύμου καὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ Τσίπρα γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία καὶ τὴν
μισθοδοσία τῶν κληρικῶν, ἡ ὁποία προκάλεσε γιενικευμένη ἀντίδραση τῶν Ἱεραρχῶν,
πρὸς τιμήν τους, καὶ δικαιολογημένη ἐπανάσταση καὶ ἐξέγερση τῶν κληρικῶν-ἐφημερίων,
οἱ ὁποῖοι ἐκδιώκονται ἀπὸ τὸ ἑνιαῖο μισθολόγιο τοῦ Δημοσίου σὲ ἕνα ἀβέβαιο καὶ ἀπροσδιόριστο
μισθολογικὸ καὶ συνταξιοδοτικὸ καθεστώς, γιὰ ἐξυπηρέτηση κομματικῶν προεκλογικῶν
στόχων; Οἱ πρῶτες ἐκρηκτικὲς καὶ σεισμικὲς ἀντιδράσεις ἀνάγκασαν τὸν ἀρχιεπίσκοπο
νὰ ὑποχωρήσει καὶ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τελικὴ συμφωνία ἀλλὰ γιά «πρόθεση
συμφωνίας», ἡ ὁποία θὰ ἔλθει στὴν Ἱεραρχία, ὥστε ἐκεῖ νὰ ὁριστικοποιηθεῖ. Καὶ
συνῆλθε ὄντως ἡ Ἱεραρχία τὴν περασμένη Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου, ἐκτάκτως, ὅπου ὁ
ἀρχιεπίσκοπος εἰσέπραξε τὴν κατακραυγὴ τοῦ σώματος, διότι ἐν ἀγνοίᾳ ὅλων καὶ ἐν
κρυπτῷ προέβη στὴν σύναψη μιᾶς ἐπιζήμιας γιὰ τὴν Ἐκκλησία συμφωνίας, ἑτεροβαροῦς,
πρὸς ὄφελος τοῦ Κράτους. Ἡ ἱεραρχία οὐσιαστικῶς ἀκύρωσε τὴν συμφωνία, ἡ ὁποία ὅριζε
ὅτι γιὰ νὰ ἔχει ἰσχύ, πρέπει νὰ τηρηθοῦν ὅλοι οἱ ὅροι της, καὶ ἑπομένως, ἀφοῦ ἕνας
ἐκ τῶν βασικῶν ὅρων της, ἡ ἔξωση τῶν κληρικῶν ἀπὸ τὸ ἑνιαῖο μισθολόγιο δὲν
γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὴ μία πλευρά, καταπίπτει ὅλη ἡ συμφωνία. Ὅριζε τὸ ἀκροτελεύτιο,
ὑπ᾽ ἀριθμ. 15, σημεῖο τῆς συμφωνίας: «Οἱ παραπάνω δεσμεύσεις τῶν δύο μερῶν θὰ ἰσχύουν
ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τήρησης τῆς συμφωνίας στὸ σύνολό της». Στὸ σημεῖο τρία (3)
διελάμβανε ἡ συμφωνία τὴν πρωτοφανῆ στὴν ἱστορία τῶν ἐργασιακῶν σχέσεων
ρύθμιση, ποὺ ἀφοροῦσε δέκα χιλιάδες κληρικούς: «Τὸ Ἑλληνικὸ Δημόσιο καὶ ἡ Ἐκκλησία
ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ κληρικοὶ δὲν θὰ νοοῦνται στὸ ἑξῆς ὡς δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ
ὡς ἐκ τούτου διαγράφονται ἀπὸ τὴν Ἑνιαία Ἀρχὴ Πληρωμῶν». Ἡ Ἱεραρχία ἔκρινε ὀρθῶς
ὅτι τὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς «συμφωνίας», τὸ μεῖζον, ἦταν ἡ μισθοδοσία τῶν
κληρικῶν, γι᾽ αὐτὸ καὶ μόνον αὐτὸ ἔκρινε ὅτι ἦταν ἐκτὸς συζητήσεως, ἦταν
κόκκινη γραμμὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, καὶ τὸ ἔθεσε ἐκτὸς πλαισίου διαβούλευσης καὶ
διαλόγου, ὄρθωσε τεῖχος στὴν ἐπιχειρούμενη «καταδολίευση» καί «παγίδευση» τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως χαρακτήρισε ἐπιτυχῶς τὶς ἐπιδιώξεις τῶν κυβερνώντων ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς
κ. Σεραφείμ. Ἀπὸ τὰ τρία σημεῖα τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱεραρχίας τὰ δύο πρῶτα δίνουν
χρόνο στὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ στὴν κυβέρνηση νὰ συνεχίσουν τὸν διάλογο, τώρα
βέβαια ὄχι ἐν κρυπτῷ καὶ πίσω ἀπὸ τὶς πλάτες τους, ἀλλὰ μὲ ἐπιτροπὲς ἱεραρχῶν, ἐμπειρογνωμόνων
καὶ τῶν ἴδιων τῶν διωκομένων ἐφημερίων, καὶ πέραν αὐτῶν ὑπὸ τὴν αἵρεση καὶ ἔγκριση
καὶ πάλιν τῆς ἱεραρχίας. Ἑπομένως φαίνεται κατ᾽ ἀρχὴν νὰ ἀποκλείεται ὁ αἰφνιδιασμός,
ὅπως ἐπιχειρήθηκε μὲ τὴν συμφωνία, ποὺ ἐπὶ πολλὰ ἔτη κρατιόταν μυστικὴ καὶ ἑπτασφράγιστη,
ὅπως ἡ ἴδια παραδέχεται: «Μετὰ ἀπὸ ἕναν πολυετῆ καὶ εἰλικρινῆ διάλογο μεταξὺ
Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας, κ.τ.λ.». Πάντως τὸ σημεῖο τρία (3) τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱεραρχίας,
τεθὲν ἐκτὸς διαλόγου καὶ διαπραγμάτευσης, φαίνεται νὰ βάζει ταφόπλακα στὴν
συνολικὴ συμφωνία ἀρχιεπισκόπου καὶ πρωθυπουργοῦ. Λέγει τὸ κείμενο ὅτι ἡ Ἱεραρχία
ἀποφασίζει: «1..2..3. Νὰ ἐμμείνει στὸ ὑφιστάμενο καθεστὼς μισθοδοσίας τῶν
Κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».
Ἐπίλογος
Ἐπειδὴ πάντως καὶ στὸ
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ στὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου ἡ Ἱεραρχία πῆρε
σωστὲς ἀποφάσεις, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ὁ ἀρχιεπίσκοπος βρῆκε τρόπους νὰ τὶς
παρακάμψει, ἐξευτελίζοντας τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν
ἰσότητα τῶν συνεπισκόπων του, κατὰ τὰ παπικὰ αὐταρχικὰ πρότυπα, ποὺ τελευταῖα ἐπιχωριάζουν
ἐπικίνδυνα στὰ ἀνώτερα κλιμάκια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χρειάζεται ἐπαγρύπνηση
καὶ διαρκὴς φρούρηση τοῦ κάστρου τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὅπως σωστὰ παρετήρησε κληρικός,
μέλος τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου Κληρικῶν Ἑλλάδος» (ΙΣΚΕ), τὰ κάστρα δὲν πέφτουν χωρὶς
βοήθεια ἀπὸ μέσα. Ἡ ἐχθρότητα τῶν ἀθέων κομμουνιστικῶν καθεστώτων ἐναντίον τῶν
κληρικῶν, ποὺ ἄφησαν πίσω τους πλῆθος Χριστιανῶν ἱερομαρτύρων καὶ μαρτύρων, ἐκδηλώνεται
τώρα ἤπια μὲ τὴν μισθολογικὴ σφαγὴ τῶν κληρικῶν, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέψουμε
νὰ ἐπιτύχει. Ὡς πρὸς τοὺς ἱεράρχες μας, μερικῶν ἐκ τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζουμε τὸ
κατὰ πρόθεσιν ὀρθόδοξο φρόνημα, τοὺς παρακαλοῦμε νὰ μὴ διολισθαίνουν κατὰ
παραχώρηση σὲ ἀντορθόδοξες καὶ ἐκκλησιομαχικὲς κατευθύνσεις. Διότι, ἄν «τὸ δὶς ἐξαμαρτεῖν
οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ», τότε «τὸ τρὶς καὶ πολλάκις ἐξαμαρτεῖν ἀνδρῶν ἀσόφων, ἀσυνέτων,
δουλοπρεπῶν καὶ ὀσφυοκαμπτῶν». Ἡ Ἐκκλησία χρειάζεται θαρραλέους ὀρθίους ἐπισκόπους
καὶ κληρικούς, μὲ προδρομικό, χρυσοστομικὸ καὶ στουδιτικὸ ἦθος.
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ ὁ
πρωθυπουργός, ποὺ ὑπέστησαν συντριπτικὴ καὶ ἐξευτελιστικὴ ἧττα στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας
τῆς περασμένης Παρασκευῆς, φαίνεται πὼς δὲν κατάλαβαν τί συνέβη. Διότι τὸ μὲν
Μέγαρο Μαξίμου πείσμωσε καὶ ἰσχυρίζεται ὅτι «Τὸ καθεστὼς τῆς μισθοδοσίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν
λειτουργῶν ἀποτελεῖ -σὲ κάθε περίπτωση- εὐθύνη καὶ ἀπόφαση τῆς Πολιτείας», ὁ δὲ
ἀρχιεπίσκοπος ἐξακολουθεῖ τὴν δουλοπρεπῆ καὶ ἄσοφη στάση του «χαιρετίζοντας μὲ ἱκανοποίηση
τὴν δήλωση τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ γιὰ τὴν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς ἔκτακτης Ἱερᾶς
Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Θὰ ἐπιτρέψει ἡ Ἱεραρχία νέες
καταδολιεύσεις καὶ παγιδεύσεις τῆς Ἐκκλησίας;
πηγή: http://aktines.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας