π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ ἔμπορος Κουσμιτσὼφ
μὲ τὸν μικρό του ἀνεψιὸ Γεγκὸρ καὶ τὸν φίλο του παπα-Χριστόφορο, ταξιδεύοντας κάποτε
μέσα στὴν ἀπέραντη ρωσικὴ στέπα, σταμάτησαν στὸ πανδοχεῖο τοῦ Ἑβραίου Μωυσῆ
Μωυσέγιτς. Ὁ Μωυσῆς εἶχε γιὰ βοηθὸ ἕναν παράξενο ἀδελφό του, τὸν Σολομώντα. Ὅταν
ὁ Σολομών μπῆκε μὲ ἕνα μεγάλο
δίσκο γιὰ νὰ σερβίρει τὸ τσάι στοὺς ἐπισκέπτες,
τοὺς κοιτοῦσε εἰρωνικὰ καὶ χαμογελοῦσε παράξενα. Τὸ χαμόγελο αὐτὸ ἦταν πολὺ
περίπλοκο. Ἐξέφραζε πολλὰ συναισθήματα, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ὑπερίσχυε ἦταν ἡ
περιφρόνηση. Σὰν νὰ περίμενε τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ τοὺς περιγελάσει καὶ νὰ
σκάσει στὰ γέλια.
«Ἀφοῦ ἤπιε πέντ’ ἕξι
ποτήρια ὁ Κουσμιτσώφ, καθάρισε μπροστά του τὸ χῶρο πάνω στὸ τραπέζι, πῆρε τὸ
σάκο ποὺ εἶχε βάλει γιὰ προσκέφαλό του ὅταν εἶχε κοιμηθεῖ (καθ’ ὁδὸν) κάτω ἀπὸ
τὴν ἅμαξα, ἔλυσε τὸ σχοινάκι του καὶ τὸν τίναξε. Ἀπὸ τὸ σάκο ἔπεσαν στὸ τραπέζι
δεσμίδες ἀπὸ χαρτονομίσματα.
- Τώρα ποὺ ἔχουμε χρόνο, παπα-Χριστόφορε, νὰ τὰ
μετρήσουμε, εἶπε ὁ Κουσμιτσώφ…
Ὅταν τελείωσε τὸ
μέτρημα τῶν χρημάτων, τὰ ἔβαλε πίσω στὸ σάκο… Ὁ παπα-Χριστόφορος συζητοῦσε μὲ τὸν
Σολομώντα.
- Λοιπόν, σοφὲ Σολομώντα, πῶς πᾶνε οἱ δουλειές;
- Ποιὲς δουλειὲς ἐννοεῖτε; ρώτησε ὁ Σολομὼν καὶ
κοίταξε τόσο σαρκαστικά, σὰν νὰ τοῦ εἶπαν γιὰ κανένα ἔγκλημα.
- Γενικῶς… Μὲ τί ἀσχολεῖσαι;
- Μὲ τί ἀσχολοῦμαι; Μὲ ὅ,τι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι…
Βλέπετε, εἶμαι λακὲς (=δουλοπρεπὴς ὑπηρέτης).
Εἶμαι λακὲς τοῦ ἀδελφοῦ μου, ὁ ἀδελφός μου εἶναι λακὲς τῶν πελατῶν, οἱ πελάτες
εἶναι λακέδες τοῦ Βαρλάμωφ (ἑκατομμυριούχου τῆς περιοχῆς), ἐνῶ ἅμα εἶχα δέκα ἑκατομμύρια,
ὁ Βαρλάμωφ θὰ γινόταν δικός μου λακές. …Γιατὶ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἄρχοντας οὔτε ἑκατομμυριοῦχος,
πού, γιὰ ἕνα καπίκι παραπάνω, δὲ θὰ ἔγλειφε τὰ χέρια ἑνὸς βρωμο-Ἑβραίου. Τώρα εἶμαι
βρωμο-Ἑβραῖος καὶ ζητιάνος, ὅλοι μὲ βλέπουν σὰν σκυλί. Ἂν εἶχα ὅμως χρήματα, ὁ
Βαρλάμωφ θὰ ἔκανε μπροστά μου τὸν καραγκιόζη, ὅπως ὁ Μωυσῆς μπροστά σας… Ὁ
Βαρλάμωφ, παρόλο ποὺ εἶναι Ρῶσος, στὴν ψυχή του εἶναι βρωμο-Ἑβραῖος: Ὅλη του ἡ
ζωὴ εἶναι τὰ χρήματα καὶ τὰ κέρδη, ἐνῶ ἐγὼ τὰ χρήματά μου τὰ ἔκαψα στὸ τζάκι. Δὲ θέλω οὔτε
χρήματα, οὔτε γῆ, οὔτε πρόβατα, οὔτε θέλω νὰ μὲ φοβοῦνται καὶ νὰ βγάζουν τὸ
καπέλο τους μπροστά μου ὅταν περνάω. Ὁπότε εἶμαι πιὸ ἔξυπνος ἀπὸ τὸν Βαρλάμωφ
σας καὶ μοιάζω περισσότερο μὲ ἄνθρωπο!
(Ὁ Μωυσῆς
Μωυσέγιτς λίγο ἀργότερα αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ λογαριασμὸ τοῦ
άδελφοῦ του στοὺς ἐπισκέπτες του).
- …Συγχωρῆστε μας, μὴ θυμώνετε. Εἶναι τόσο
δύσκολος, τόσο δύσκολος! Εἶναι καὶ ἀδελφός μου, ἀλλὰ ἀπ’ αὐτὸν δὲν εἶδα τίποτα ἄλλο
ἐκτὸς ἀπὸ πίκρα… Δὲν εἶναι καλὰ στὰ μυαλά του. Τελείως χαμένος… Κανέναν δὲν ἀγαπάει,
κανέναν δὲ σέβεται, κανέναν δὲ φοβᾶται… Ξέρετε, κοροϊδεύει ὅλον τὸν κόσμο… Οὔτε
ἐμένα ἀγαπάει… Καὶ δὲ θέλει τίποτα! Ὁ πατέρας μας, ὅταν πέθανε, ἄφησε ἀπὸ ἕξι χιλιάδες
ρούβλια στὸν καθένα μας. Ἐγὼ ἀγόρασα τὸ πανδοχεῖο, παντρεύτηκα καὶ τώρα ἔχω καὶ
παιδάκια, ἐνῶ αὐτὸς τὰ χρήματά του τά ’καψε στὸ τζάκι. Κρίμα, κρίμα! Γιατί τά
’καψε; Ἂν δὲν τὰ ἤθελε, ἔπρεπε νὰ τὰ δώσει σ’ ἐμένα, ἀλλὰ γιατί τά ’καψε;» (Ἀντὸν
Τσέχωφ, Ἡ
στέπα, σσ. 35-45).
Ὁ παράξενος Σολομὼν
ἔκαμε κάτι, ποὺ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει καὶ νὰ δικαιολογήσει. Ὄχι
μόνο ὁ Ἑβραῖος ἀδελφός του, ὄχι μόνο ὁ ἔμπορος Κουσμιτσώφ, ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστιανὸς
ἱερέας, ὁ παπα-Χριστόφορος, δυσκολευόταν νὰ δώσει ἀπάντηση στὴν τόσο «εὔλογη» ἀπορία:
«Γιατί τά
’καψε;»
Ἀλήθεια,
γιατί;
Τὸ ἐρώτημα δὲν θά
’πρεπε νὰ εἶναι γιατί τά ’καψε. Ἀλλὰ γιατί ὅλοι μας λίγο-πολὺ τὸ θεωροῦμε ἀδιανόητο
κάτι τέτοιο; Γιατί νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ πλούτου πλήρως ἀδιαπραγμάτευτη καὶ αὐτονόητη
γιὰ ὅλους μας; Ἡ εἰρωνεία τοῦ «τρελοῦ» Σολομώντα χτυπάει κατάμουτρα τὴν
παγίδευσή μας στὴ λατρεία τοῦ πλούτου. Στὴν παγίδα αὐτὴ ἀναφέρεται ἐπικριτικὰ
καὶ ὁ Χριστός, στὴν ὕπουλη ὑποδούλωση ποὺ προκαλεῖ καὶ μᾶς ρεζιλεύει, ἀφοῦ
κάνει τὸν καθένα μας λακέ, δοῦλο στὸν οἰκονομικὰ λιγάκι ἰσχυρότερο. Ἢ μήπως δὲν
εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ μεῖς γιὰ ἕνα καπίκι νὰ γλείψουμε τὰ χέρια τοῦ κάθε τοκογλύφου;
Νὰ προσκυνήσουμε ἀδίστακτα τὸν μαμμωνᾶ;
Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς
ἐπισημαίνει τὴν ἀπάτη
τοῦ πλούτου. Μιλάει γιὰ τὴν ψευδαίσθηση ποὺ μᾶς δημιουργεῖται ὅτι ὁ
πλοῦτος εἶναι τὸ πᾶν, τὸ στήριγμά μας, ἡ βάση μας. Πρᾶγμα ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ
τὴν «πέτρα τῆς
ζωῆς». Καὶ μᾶς κάνει νὰ ξεχνᾶμε, ὅτι βράχος ἀτράνταχτος γιὰ ν’ ἀκουμπᾶνε
τὰ πάντα μὲ σιγουριὰ, μοναδικὸ θεμέλιο τοῦ σύμπαντος κόσμου, εἶναι μόνο ὁ
Χριστός, «ὁ δρακὶ τὴν πᾶσαν ἔχων
κτίσιν, ὁ στερεώσας τοὺς οὐρανοὺς πάλαι κατ’ ἀρχάς». Στὴν παλάμη του χωράει
μὲ ἄνεση ἡ κτίση ὁλόκληρη. Κυβερνάει, συνέχει, συγκρατεῖ στὰ δάχτυλά του τὸ πᾶν.
«Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα τὰ σύμπαντα
πλησθήσονται χρηστότητος, ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον ταραχθήσονται· ἀντανελεῖς
τὸ πνεῦμα αὐτῶν καὶ ἐκλείψουσι καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν· ἐξαποστελεῖς τὸ
πνεῦμά σου καὶ κτισθήσονται…» (Ψαλμ. 103, 28-30).
Τὸ ἀπέδειξε
περίτρανα στὴν ἔρημο, ὅταν ἕνας πολυάριθμος λαὸς τρεφόταν ἐξ ὁλοκλήρου γιὰ
σαράντα χρόνια ἀπὸ αὐτὴν τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Τότε «ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν» (Ἰω.
6, 31).
«Ἄρτον ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος, ἐπισιτισμὸν ἀπέστειλεν αὐτοῖς εἰς πλησμονήν» (Ψαλμ.
77, 25). «Καὶ
πάντες τὸ αὐτὸ βρῶμα πνευματικὸν ἔφαγον». Ὅλοι λάμβαναν μὲ ὑπερφυσικὸ
τρόπο τὴν ἴδια τροφὴ (τὸ μάννα) καὶ ἔπιναν ὅλοι τὸ ἴδιο νερό, ποὺ ἀνέβλυζε «ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός» (Α΄
Κορ. 10, 3-4).
Γιατί νὰ μὴ μπορεῖ
καὶ σήμερα νὰ γίνει τὸ ἴδιο; Λιγόστεψε μήπως ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως εἶναι ἡ
δική μας πίστη ποὺ ἐξανεμίστηκε; Ὅταν ἡ ἐμπιστοσύνη μας στὸν Θεὸ γίνεται φύλλο
καὶ φτερὸ στὸν ἄνεμο, δὲν εἶναι φυσικὸ νὰ μετατεθεῖ καὶ ἡ ἐλπίδα μας; Καὶ νὰ ἀγκιστρωθοῦμε
τότε σὰν τὸ στρείδι στὰ λίγα ἢ πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει ὁ καθένας μας, τραγικὰ
θύματα ὅλοι μας τῆς
ἀπάτης τοῦ πλούτου;
Καὶ φυσικὰ ὁ Θεὸς
δὲν λέει νὰ κάψουμε ἀνόητα τὰ λεφτά μας, ἀλλὰ νὰ ἀποδεσμεύσουμε τὴν καρδιά μας ἀπ’
αὐτά. Νὰ πάψουμε νὰ τὰ λατρεύουμε. Ν’ ἀποτινάξουμε τὴν παραπλανητική τους καταδυνάστευση.
Νὰ μποροῦμε νὰ τὰ βάλουμε σὲ χρήση κοινὴ (ἐξ οὗ καὶ χρήματα), μιὰ καὶ δὲν ἀνήκουν ἀποκλειστικὰ σὲ μᾶς,
ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους, ποὺ τὰ έχουν περισσότερη ἀνάγκη. Νὰ τὰ μοιραζόμαστε,
ἀκόμα κι ἂν ἔχουμε ἐλάχιστα. Ἡ ἐλπίδα μας νὰ εἶναι ὁ Θεός. Νὰ μὴ διστάζουμε νὰ
δώσουμε καὶ τὸ τελευταῖο μας κομμάτι ψωμί, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό μας ἐντελῶς στὰ
χέρια του. «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν
τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ὅπως ἡ χήρα στὸν καιρὸ τοῦ προφήτη
Ἠλία. Ἀλλιῶς, ἐμπιστευόμαστε περισσότερο τὰ «ψιχία»
μας καὶ λιγότερο τὸν Θεό.
Ποῦ
στηρίζουμε λοιπὸν ἐμεῖς τὴν ὕπαρξή μας; Δυστυχῶς γιὰ πολλούς μας τὰ εὐτελῆ
ψίχουλα ποὺ διαθέτουμε εἶναι ὁ νέος μας θεός. Τὸ νέο εἴδωλο ποὺ προσκυνοῦμε, ἀφοῦ
κατέχουν αὐτὰ τὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς μας καὶ ὄχι ὁ Θεός. Καὶ ὅμως, μετὰ τὴν ἀνανέωση
τῆς υἱοθεσίας μας ἀπὸ τὸν Θεό, θά ’πρεπε νὰ εἴμαστε οἱ «μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6, 10). Τότε μόνο θὰ μοιάζαμε
μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε κατὰ νοῦν ὅταν μᾶς ἔπλαθε ὁ Θεός.
Ὁ Κύριος πάντα καὶ
ἰδιαίτερα τώρα τὴ Σαρακοστή, δὲν παύει νὰ μᾶς προκαλεῖ, καλώντας μας νὰ «ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιίαν, …πτωχοὺς ἀστέγους
εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους, …δώσωμεν ἐνδεέσιν ἄρτον» (Ὕμνοι
Τριῳδίου).
Ἰδοὺ
λοιπόν, «τὸ στάδιον ἠνέῳκται» ἐνώπιόν
μας. Μποροῦμε νὰ εἰσέλθουμε, ἂν θέλουμε. Ἂς δείξει ὁ καθένας ἔμπρακτα ποιὸ δεκανίκι
διάλεξε γιὰ νὰ στηρίξει τὴ ζωή του.
Μεγ. Σαρακοστὴ 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας