Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΟΛΟΓΟΣ του π. Θεοδώρου Ζήση στο νέο βιβλίο του π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου με τίτλο "Η Εκκλησία της Ρώμης και ο επίσκοπός της στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων"



Αποτέλεσμα εικόνας για θεοδωρος ζησηςΠΡΟΛΟΓΟΣ
του Αιδεσιμολογιωτάτου  Πρωτοπρεσβυτέρου
π. Θεοδώρου Ζήση
Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. 

Με πολλή χαρά χαράσσω λίγες γραμμές για την θαυμάσια μελέτη του πρωτοπρεσβυτέρου και αγαπητού αδελφού και συλλειτουργού π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου με θέμα «Η Εκκλησία της Ρώμης και ο επίσκοπός της στα
πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων». Η μελέτη υπεβλήθη ως διπλωματική εργασία στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εχάρισε στον συγγραφέα το δίπλωμα ειδίκευσης (master) στον Τομέα του Κανονικού Δικαίου με βαθμό «Άριστα».
Εδικαιούτο πολύ ενωρίτερα τον τίτλο αυτό ο π. Αναστάσιος, όταν συνέγραψε και εξέδωκε το 2008 άριστη μελέτη, επίσης στον χώρο του Κανονικού Δικαίου, με θέμα «“Ου δει αρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι”. Προσεγγίζοντας την κανονική πράξη της Εκκλησίας», η οποία επανεξεδόθη για δεύτερη φορά στις εκδόσεις «Θεοδρομία» (2009) με τίτλο «Η Συμπροσευχή με αιρετικούς. Προσεγγίζοντας την κανονική πράξη της Εκκλησίας», και η οποία δικαίως χαρακτηρίσθηκε ως η καλύτερη, πληρέστερη και αυθεντικώτερη μελέτη για το θέμα των συμπροσευχών.
Στην ανά χείρας μελέτη για την Εκκλησία της Ρώμης και τον επίσκοπό της επιχειρεί ο συγγραφεύς να προσεγγίσει το τεράστιο σε σημασία και βιβλιογραφικό όγκο θέμα του «πρωτείου» μέσα στην Εκκλησία, ειδικώς δε του «πρωτείου» του πάπα, το οποίο εταλαιπώρησε την Εκκλησία επί αιώνες και εξακολουθεί να την ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα. Ακόμη και πίσω από το Filioque, που ήταν η βασική αιτία της αποσχίσεως των Δυτικών από την Εκκλησία, αλλά και πίσω από το σύνολο των πολλών διαφορών που χωρίζουν Ανατολή και Δύση, ευρίσκεται ο εγωισμός, η υπερηφάνεια, η διεκδίκηση μοναρχικής εξουσίας επί της παγκοσμίου Εκκλησίας εκ μέρους του πάπα, η «δυτική οφρύς», όπως διεπίστωνε ήδη τον 4ο αιώνα ο Μ. Βασίλειος (Επιστολή 239, 2).
Η αξία της παρούσης μελέτης στοιχειοθετείται διά των εξής ολίγων. Πάμπολλες άλλες μελέτες έχουν γραφή για το «πρωτείο» του πάπα και από Ορθοδόξους και από ετεροδόξους ερευνητάς, που αναφέρονται στην ιεροκανονική Παράδοση της Εκκλησίας, στις επί του θέματος του «πρωτείου» θέσεις αυτών ή εκείνων των Ιερών Κανόνων. Μία συναγωγή όμως και μελέτη όλων των Ιερών Κανόνων, των πρακτικών και των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων απουσίαζε από την θεολογική έρευνα, και αυτήν μας προσφέρει τώρα μετά από πολύ κόπο και ιδρώτα ο π. Αναστάσιος.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο της έρευνας, η οποία καθίσταται έτσι ιστορικοκανονική, είναι ότι παρατίθενται και αναιρούνται με βάση την πατερική και συνοδική παράδοση οι αξιώσεις των παπών περί παγκοσμίου πρωτείου εξουσίας, αλλά και συγχρόνων παπικών ή φιλοπαπικών ερευνητών, που ή παρερμηνεύουν τους Ιερούς Κανόνες ή αποκρύπτουν την συνολική εικόνα. 
Και το τρίτο και σημαντικώτερο, για να περιορισθώ σε ολίγα, είναι η ανταπόκριση της μελέτης στη ζέουσα, στην καυτή επικαιρότητα του θέματος του «πρωτείου», το οποίο άρχισε να συζητείται επί τέλους στον Θεολογικό Διάλογο Ορθοδόξων και Παπικών, αλλά προσκρούει και πάλι στην αδιάλλακτη αξίωση της Ρώμης να θέτει τον πάπα επί κεφαλής της όλης Εκκλησίας, όχι με «πρεσβεία τιμής», τα οποία δεν του αρνούνται οι Ορθόδοξοι, εφ όσον βέβαια ορθοδοξεί, αλλά με μοναρχική αξίωση «πρωτείου εξουσίας», υπεράνω και των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ως δήθεν διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος ασκούσε δήθεν παρόμοιο λειτούργημα μεταξύ των λοιπών Αποστόλων. Τις αξιώσεις αυτές τις αντιβιβλικές, αντικανονικές, αντιπατερικές και αντισυνοδικές, όπως δείχνει η μελέτη του π. Αναστασίου, δεν πρόκειται ποτέ να τις δεχθεί η Ορθόδοξη Ανατολή, παρά μόνον εάν χάσει την Ορθοδοξία της, όπως συνέβη με την περιλάλητη Ουνία.
Παράπλευρη σύγχρονη επικίνδυνη διάσταση, όπως δείχνει η μελέτη, είναι η διολίσθηση και μερικών «Ορθοδόξων» θεολόγων, ευτυχώς ολίγων και ασημάντων, οι οποίοι προσπαθούν να αποδώσουν «πρωτείο» σε παγκόσμιο επίπεδο, στο χώρο βέβαια της Ορθοδοξίας, και στον Οικουμενικό Πατριάρχη, τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, κατηγορούντες ως αιρετικούς όσους δεν αποδέχονται αυτό το πρωτείο, και αγνοούντες είτε από αμάθεια είτε από σκοπιμότητα όσα περί πρώτου και πρωτείων ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες. Το χειρότερο όλων είναι ότι για πρώτη φορά, καινοτομούντες και αιρετίζοντες, επιχειρούν να θεμελιώσουν και τριαδολογικά το «πρωτείο», επικαλούμενοι το δήθεν «πρωτείο» του Πατρός επί των δύο άλλων Προσώπων της Αγίας, αδιαιρέτου, ισοσθενούς, ομοθρόνου, ομοτίμου, ισοστασίου, συμπροσκυνουμένης Αγίας Τριάδος, την οποία έτσι διαιρούν και τέμνουν σε ομότιμα και άνισα Πρόσωπα.
Συγχαίρουμε ευγνωμόνως τον π. Αναστάσιο και για την δεύτερη αυτή ορθοδοξότατη συμβολή του στην κατίσχυση της «φίλης Ορθοδοξίας», σε καιρούς μάλιστα κατά τους οποίους οι άνεμοι του Οικουμενισμού σαρώνουν ορθόδοξες συνειδήσεις, και είναι ελάχιστοι εκείνοι για τους οποίους ισχύει το ρηθέν υπό του Κυρίου για τον Άγιο
ωάννη τον Πρόδρομο, ότι δεν είναι «κάλαμος υπό ανέμου σαλευόμενος» (Ματθ. 11, 7). Περιμένουμε και άλλους παρόμοιους ερευνητικούς καρπούς και δοξάζουμε τον Θεό, διότι χαρίζει στην Εκκλησία Του νέους ιερείς, μοναχούς και θεολόγους που βαδίζουν επί της οδού των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας