Τοῦ Πανιερωτάτου
Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου
Τί ἐφόδια πρέπει νὰ ἔχει κανεὶς
γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐργασθεῖ στὸ κατηχητικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἐφόσον τὸ ἔργο τῆς
κατήχησης τοῦ λαοῦ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν τὸ ἔργο ποὺ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία
κάνει προκειμένου νὰ βοηθήσει τὸν κόσμο νὰ πλησιάσει καὶ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό;
Πρῶτα πρῶτα ἐμεῖς οἱ λεγόμενοι ἄνθρωποι
τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι κάτι ποὺ καὶ οἱ Πατέρες καὶ οἱ Ἀπόστολοι
ἔκαναν καὶ εἶναι δεῖγμα τοῦ ταπεινοῦ φρονήματος, νὰ θέτουμε τὸν ἑαυτὸ μας συχνὰ
ὑπὸ τὴν κρίση ἄλλων ἀνθρώπων πνευματικῶν, ὥστε νὰ λαμβάνουμε ἀπὸ αὐτοὺς τὴ
σφραγίδα καὶ τὴ μαρτυρία τῆς γνησιότητας τοῦ ἀγώνα μας, τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων
μας.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος μετὰ ποὺ εἶχε τὴν ἀποκάλυψη
τοῦ Χριστοῦ πῆγε στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας γιὰ τρία χρόνια, ὕστερα
συνάντησε τὸν Πέτρο καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ γεγονὸς τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ
ἔλαβε τὴν ἄδεια καὶ εὐλογία νὰ κηρύττει. Ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή
του ὅτι μετὰ ἀπὸ 14 χρόνια ἀπὸ τὸ γεγονὸς ποὺ εἶδε τὸν Χριστὸ καὶ μυήθηκε ἀπὸ Αὐτὸν
στὰ μυστήρια τοῦ Εὐαγγελίου, αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη, καὶ αὐτὸ ἔγινε κατ’ ἐπιταγὴν
τοῦ Θεοῦ, νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ ἐκθέσει στὸν Πέτρο ὅλα ὅσα κάνει καὶ
λέει. Αὐτὸ τὸ συναντᾶμε καὶ στὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
μας παρόλο ποὺ ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχαν πληροφορία περὶ τῆς γνησιότητας
τοῦ ἔργου τους, ἐντούτοις πάντοτε πήγαιναν στοὺς γέροντες, στοὺς ἄλλους
πνευματικοὺς πατέρες καὶ ἔθεταν τὸν ἑαυτὸ τους ὑπὸ τὴν κρίση τῶν ἄλλων, γιατί δὲν
εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό τους.
Δυστυχῶς ὅλοι μας ποὺ ἀσχολούμαστε
μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργαζόμαστε μὲ...
τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας πολλὲς φορὲς εἴτε
λόγω ὑπερηφανείας μας, εἴτε λόγω ἀπροσεξίας μας, εἴτε γιὰ διάφορους ἄλλους
λόγους πού συμβαίνουν στὴν ψυχή μας, θεωροῦμε πολλὰ πράγματα δεδομένα. Ὅτι
δηλαδὴ ἔτσι εἶναι τὸ σωστὸ νὰ κάνουμε καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος ποὺ πρέπει νὰ
ἐργαζόμαστε.
Ἔτσι παύουμε νὰ θέτουμε τὸν ἑαυτό
μας ὑπὸ τὴν κρίση τῶν ἄλλων πνευματικῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι καὶ
ἂν ὁ Θεὸς ἐπιτρέψει νὰ κριθεῖ τὸ ἔργο μας ἀπὸ διάφορους πειρασμοὺς ποὺ μπορεῖ νὰ
συμβαίνουν, ὅπως γιὰ παράδειγμα νὰ ξεσηκώνεται ἕνας πειρασμός, ἕνας σάλος καὶ νὰ
ἔρχονται ἄνθρωποι, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ κρίνουν
τὸ ἔργο μας, ἐμεῖς παίρνουμε μία στάση ἄμυνας, ὅτι πολεμοῦν τρόπον τινὰ τὸ ἔργο
τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν διερωτόμαστε μήπως ἔχουν δίκαιο αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι
ποὺ ἐκφράζουν αὐτὲς τὶς κρίσεις καὶ ἐμεῖς κάπου δὲν προσέξαμε; Γιατί μπορεῖ μὲν
ἡ πρόθεσή μας νὰ εἶναι καλή, ἀφοῦ ὅλοι μας ξεκινᾶμε μὲ καλὸ λογισμὸ καὶ καλὴ
διάθεση, θέλουμε νὰ ὑπηρετήσουμε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ θέλουμε
νὰ ζήσουμε ἐν Χριστῷ, ὅμως ὁ διάβολος εἶναι τόσο πονηρὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θολώσει
αὐτὴ τὴν ἐνέργεια καὶ νὰ πάθουμε αὐτὸ ποὺ φοβόταν ὁ Παῦλος, ὅτι δηλαδή, μήπως
τρέχομεν εἰς κενὸν καὶ καρπὸν δὲν ἔχομεν καὶ μοιάζουμε σὰν ἕνα ζῶο ποὺ εἶναι
δεμένο σὲ μία πέτρα στὸ ἐλαιοτριβεῖο, κι ἐνῶ ὅλο γυρίζει γιὰ νὰ βγάλει τὸ λάδι
μένει τελικὰ στὸν ἴδιο τόπο.
Ὁ καθένας μας, λοιπόν, πρέπει νὰ
βάλει μία ἀρχή. Κατὰ καιροὺς νὰ θέτει τὸν ἑαυτὸ του ὑπὸ ἀμφισβήτηση καὶ ὑπὸ
κρίση. Καὶ στὴν κρίση τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν
κρίση τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν μία θέση πνευματικὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Σήμερα ὅλοι
μᾶς
λέμε λόγια καὶ κάνουμε ἔργα πολλὰ καὶ νομίζουμε ὅτι τὸ κατηχητικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι νὰ λύσουμε τὶς ἀπορίες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τοὺς
διαφωτίσουμε τί εἶναι ὁ Θεός, τί εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου, τί πρέπει νὰ
πιστεύουν κ.λπ. Στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θὰ δοῦμε ὅτι ἡ κατήχηση εἶχε μόνο ἕνα τμῆμα
γνωσιολογικό, νὰ μάθουν δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι κάποιες γνώσεις. Τὸ μεγαλύτερο τμῆμα
τοῦ ἔργου καὶ ἡ μεγαλύτερη φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν νὰ μυήσει τοὺς ἀνθρώπους
στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Ἦταν δηλ. μία μύηση στὸ
μυστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ, παρὰ μία μετάδοση ἁπλῶν γνώσεων.
Αὐτὸ τὸ ξέρουμε, διότι ἡ Ἐκκλησία
στοὺς κατηχουμένους δὲν ἀπεκάλυπτε τὰ σοβαρότερα μυστήρια περὶ τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἐπέτρεπε
στοὺς κατηχουμένους νὰ διαβάσουν τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο, τοὺς ἔδιναν μόνο τὰ
ἄλλα τρία, τὰ λεγόμενα «συνοπτικὰ» τὰ ὁποῖα εἶναι κυρίως περιγραφικά.
Περιγράφουν ἱστορίες καὶ γεγονότα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο
τὸ ὁποῖο εἶναι πιὸ θεολογικό, τὸ ἄκουγαν γιὰ πρώτη φορὰ τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα ποὺ
βαπτίζονταν καὶ ἄκουγαν ὅλη αὐτὴ τὴ θεολογία καὶ μυοῦνταν στὸ μυστήριο τῆς
παρουσίας τοῦ Θεοῦ Λόγου στὸν κόσμο. Δηλαδὴ ἡ κατήχηση ἔχει σκοπὸ νὰ ὁδηγήσει τὸν
ἄνθρωπο στὴ βίωση, στὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά του, ὅπως ὁ Θεὸς τὴν
παρέδωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι ἕνα τμῆμα τῆς δραστηριότητάς
μας εἶναι νὰ πληροφορήσουμε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ περὶ τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως καὶ ἕνα
μεγαλύτερο καὶ τὸ κυριότερο ἔργο τὸ ὁποῖο ἄφορα ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτως
ἡλικίας καὶ γνώσεως εἶναι νὰ μυηθεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Γι’
αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς γέννησης καὶ πνευματικῆς
μεθηλικίωσης, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει καὶ ἀπὸ ἕνα νήπιο ποὺ τρέφεται μὲ
πνευματικὸ γάλα ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὡριμάζει, γίνεται ἄντρας καὶ τρέφεται μὲ
πνευματικὰ νοήματα τῆς τέλειας ἐν Χριστῷ ἡλικίας.
Ὅταν εἶναι ἀνάγκη νὰ εὐαγγελιστοῦμε
τὸν λαό μας καὶ νὰ δώσουμε μία μαρτυρία περὶ τοῦ Θεοῦ, τότε εἶναι τραγικό, ἂν οἱ
ἄνθρωποι ψάχνουν τὸν Θεὸ καὶ ἐμεῖς δίνουμε ἄλλη τροφή. Ἂν ἐπιμένεις ἕναν μεγάλο
ἄνθρωπο νὰ τὸν ταΐζεις μὲ παιδικὴ τροφὴ ἢ θὰ τὴν ἀρνηθεῖ ἢ ἂν εἶναι καλοπροαίρετος
καὶ τὴν τρώει θὰ μείνει ἀτροφικός, ἀφοῦ εἶναι μεγάλος ἄνθρωπος καὶ χρειάζεται
πιὸ πολλὰ πράγματα γιὰ νὰ τραφεῖ σωστά. Δυστυχῶς φαίνεται ὅτι γιὰ πολλὰ χρόνια
εἴχαμε μία τέτοια κρίση, ἀφοῦ ταΐζαμε τὸν κόσμο μὲ αὐτὰ τὰ παιδικὰ πράγματα, μὲ
ἀποτέλεσμα οἱ πολλοὶ νὰ μὴν τὰ ἀποδεχθοῦν καὶ νὰ ἀπορρίπτουν τὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ
ὑπόλοιποι οἱ ὁποῖοι μὲ καλὴ διάθεση τὰ ἔτρωγαν, μεγάλωναν μὲν ὅμως ἔμεναν ἀτροφικοὶ
μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἔτσι παρατηρήθηκε ἕνα φαινόμενο ὅτι
ἡ πνευματικὴ στάθμη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶχε μὴ κανονικὰ ἀποτελέσματα. Ἀφοῦ
βασικὰ πράγματα τῆς πίστεώς μας εἶναι καὶ θεωρητικὰ καὶ πρακτικὰ ἄγνωστα. Στοὺς
παλαιότερους χρόνους ποὺ δὲν εἴχαμε τόση κατηχητικὴ γνώση, ὑπῆρχε ἡ ἐμπειρία ἡ
πνευματική, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μέσα στὴν Ἐκκλησία, τρέφονταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
διὰ τῆς Παραδόσεως καὶ εἴχαμε νεομάρτυρες καὶ ὁσίους καὶ προφῆτες. Ποιὸς ἀμφιβάλλει
γι’ αὐτό; Ἕνα παράδειγμα ἡ Κύπρος, ἀφοῦ γιὰ αἰῶνες ἤμασταν ὑπόδουλοι σὲ
κατακτητὲς καὶ δὲν εἴχαμε ἐκκλησία ἐλεύθερη, οὔτε μορφωμένοι ἦταν οἱ ἄνθρωποι,
οὔτε οἱ Ἐπίσκοποι οὔτε οἱ Ἱερεῖς. Καὶ ὅμως πῶς διατηρήθηκε ἡ Ἐκκλησία; Δὲν
λειτουργοῦσαν κατηχητικά, οὔτε κατασκηνώσεις, οὔτε τίποτα. Ὅμως λειτουργοῦσε ἡ Ἐκκλησία,
ἡ λατρεία, ἡ ἐμπειρία. Οἱ πρόγονοί μας ποὺ δὲν ἤξεραν γράμματα καὶ δὲν εἶχαν
καμία γνώση περὶ τοῦ Θεοῦ, εἶχαν ὅμως τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδία
τους, ἤξεραν μόνο νὰ ζοῦν πρακτικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ λάμβαναν τὴ χάρη καὶ
αὐτὸς ποὺ ἔχει μέσα του τὴ χάρη ἔχει τετελειωμένο τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ.
(Ἀπόσπασμα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας)
πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας