Τίς δύο τελευταῖες ἡμέρες
τοῦ Δεκέμβρη βρισκότανε στήν Καισάρεια. Συναγερμός μεταξύ τῶν πιστῶν. Οἱ
περισσότεροι καισαρεῖς εἴχανε χρόνια νά δοῦν τό Γρηγόριο. Ἄλλος ἕξι- ἑπτά καί ἄλλος
περισσότερο. Ἐλάχιστοι τόν εἴχανε ἰδεῖ τό φθινόπωρο τοῦ 378, πού ἦρθε νά
μιλήσει μέ τόν ἄρρωστο Βασίλειο, πρίν φύγει γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Τόν
βλέπανε τώρα καί δέν τόν ἀναγνώριζαν. Ἐξαντλημένος, γέρος πιά.... τά
βασανιστικά χρόνια τῆς μεγάλης του προσφορᾶς στήν Κωνσταντινούπολη εἴχανε
σημαδέψει τό σῶμα του ἀνεπανόρθωτα. Στό ἱερό του πρόσωπο καθαρά τά ἴχνη τοῦ
πόνου. Ἐκεῖνα τά μάτια ὅμως ἔσωζαν τήν κατάσταση. Κοίταζε τούς φίλους καί
θαυμαστές μέ ἀγάπη θωπευτική. Κι ἔβγαινε ἀπό μέσα τους ἕνα γαλήνιο φῶς, πού σ’ ἔκανε
νά λές:
-Ἄφησέ με, ἅγιε κοντά
σου, νά ’χω τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ....!
Χαιρτετοῦσε καί ἀσπαζόταν
τούς ἀνθρώπους, ἤρεμα καί καθιστός –εἶχε πολύ κουραστεῖ στό ταξίδι. Ἤτανε ὅμως
καί στιγμές πού ἔχανε τήν ψυχραιμία του. Καί δέ γινότανε ἀλλιῶς. Συνέβαινε ὅταν
φτάνανε καισαρεῖς, ἀπό κείνους μέ τούς ὁποίους εἶχε κάνει ἀγῶνες γιά τήν Ὀρθοδοξία.
Μαζί καί μέ τό Βασίλειο. Τότε πού ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης καταδίωκε τούς ὀρθοδόξους.
Τότε πού εἴχανε μείνει μιά χούφτα πιστοί νά ὁμολογοῦνε φανερά τήν Ὀρθοδοξία καί
ν’ ἀγωνίζονται γι’ αὐτήν. Μόλις φτάσανε οἱ παλιοί του αὐτοί συναγωνιστές, ἔχανε
τήν ψυχραιμία του, σηκωνότανε καί τούς ἀγκάλιαζε. Τά χείλη τρέμανε, λόγια δέ
βγαίνανε· ὅλα τά ’λεγαν μέ τά μάτια καί
τά δάκρυα πού τρέχανε ρυάκι. Μένανε τά δάκρυα νά ἐκφράσουνε τήν ἱερή χαρά γιά ὅλα...
τό πού συναντιόνταν οἱ ἀγωνιστές μετά τή νικηφόρα μάχη, τώρα πού ὁ Θεός μέ
στρατηγούς αὐτούς ἔδωσε τή νίκη στήν Ὀρθοδοξία.... πού βλέπανε τόν ἀρχιστράτηγο
Γρηγόριο, αὐτόν πού σῶμα μέ σῶμα πολέμησε τόν ἐχθρό καί γέμισε πληγές, πού τόν ὑψώσανε
πρῶτα στήν κορυφή τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀμείψανε ἄξια μέ τιμές καί δόξα καί πού
τόν γκρέμισαν ἔπειτα ἀπό θρόνους καί προεδρίες.
Καί τώρα ὁ Γρηγόριος,
τόν ὁποῖο ὁ Θεός καί οἱ ἀγῶνες του τόν κάνανε ἀρχιστράτηγο, στεκότανε κεῖ ἄδοξος
καί ἄτιμος ἀπό πολλούς ἐπισκόπους. Ἀπό αὐτούς, πού τή δύσκολη ὥρα τῆς μάχης
προδώσανε τήν Ὀρθοδοξία ἤ λουφάζανε στά ὑπόγεια.
Στήνει αἰώνιο ἄγαλμα (σελ.317-319)
Ἔμενε ἄδοξος ὁ
Γρηγόριος ἀπό πολλούς ἐπισκόπους, μά ὁ Θεός τοῦ ’χε δώσει ὅλα τ’ ἀξιώματα κι ὅλα
τά παράσημα. Τοῦ ’χε δώσει φωτισμό. Καί τήν ἄλλη μέρα, πρώτη τοῦ Γενάρη, ἄστραψε
καί βρόντηξε ὁ λόγος του. Ὅποιος τόν ἄκουσε δέν τοῦ ’μενε ἀμφιβολία. Μίλησε γιά
τό φωτισμό τοῦ Βασιλείου ἔτσι, πού ὅλοι πείστηκαν ὅτι τόν ἴδιο καί μεγαλύτερο
φωτισμό εἶχε καί ὁ Γρηγόριος. Δέ χρειάζονταν ἄλλες ἀποδείξεις.
Στό μητροπολιτικό ναό τῆς
Καισάρειας. Ἑκατοντάδες χιλιάδες οἱ χριστιανοί τῆς περιοχῆς. Μεγάλος ὁ ναός. Ὅσοι
τυχεροί, μπήκανε καί σταθήκανε σέ κάποια γωνιά. Εἶχε μαθευτεῖ, ὄχι μόνο πώς θά
τελούσανε τή μνήμη τοῦ Βασιλείου, ὅπως τήν περασμένη χρονιά, ἀλλά καί πώς θά ἦταν
ἐκεῖ καί ὁ Γρηγόριος, ὁ μαρτυρικός καππαδόκης ἀρχιεπίσκοπος, ὁ μεγάλος τους
Θεολόγος. Ὅλοι λαχταρούσανε νά τόν ἰδοῦν, ἐλπίζανε ὅτι θά μιλήσει. Καί μίλησε.
Λειτούργησε ὁ Ἑλλάδιος,
ὁ διάδοχος τοῦ Βασιλείου, ὁ νέος μητροπολίτης. Εἶπε λίγες κουβέντες καί κάλεσε
τόν ἄμβωνα τό Γρηγόριο. Γνωρίζανε ὅλοι ἕναν ἀσκητικό μά εὐθυτενή κληρικό. Ζωηρό
κι εὐκίνητο, πού κυριαρχοῦσε στίς κινήσεις του. Τεντώσανε οἱ καισαρεῖς τίς αἰσθήσεις,
νά δοῦν πῶς εἶναι τώρα ὁ ἀγαπημένος τους ἐκκλησιαστικός ρήτορας. Καί εἴδανε νά
προχωρεῖ στόν ἄμβωνα ἕνα τόσα δά κυρτό ἀνθρωπάκι, ἀδύναμο, σχεδόν βασταζόμενο,
μέ ἀβέβαιο βῆμα. Θλίψη καί ἀπογοήτευση σ’ ὅλους.
Ἀνέβηκε, τελοσπάντων,
στόν ἄμβωνα. Ἀργά, ὄρθωσε τήν ἱερή του κεφαλή. Οἱ πιστοί ἀτενίσανε τό φωτεινό
μέτωπο, τό ἱλαρό πρόσωπο..... καί ἀναπνεύσανε. Ὁ γέροντας ἄνοιξε τό στόμα καί ὅλοι
πλημμυρίσανε χαρά καί περηφάνεια. Ναί, παρόλα τοῦτα, ὁ Γρηγόριος ἤτανε ὁ ἴδιος.
Ἔδωσε λόγο στέρεο καί θελκτικό, αὐστηρό καί τρυφερό. Τά σχήματά του ἄλλοτε λιτά
κι ἄλλοτε περίτεχνα. Διηγήθηκε, προέτρεψε, παραπονέθηκε, θαύμασε, ἀνέλυσε,
θεολόγησε..... Ἔστησε πραγματικά τό ἄγαλμα τοῦ Βασιλείου. Καί τό ’στησε γιά ὅλους
τούς αἰῶνες. Τόν περιέργραψε τόσο θαυμαστά, πού ὅλοι στό ἑξῆς θ’ ἀγαπᾶνε τό
Βασίλειο, θά τόν θαυμάζουνε, θά τόν ἔχουνε πρότυπο καί κανόνα.
Φτάνει νά διαβάσει
κανείς τό Λόγο αὐτό, γιά νά εἰπεῖ:
«μεγάλος ὁ Βασίλειος, μά βρῆκε καί μεγάλο βιογράφο». Τήν τύχη τούτη τοῦ φίλου του δέν τήν εἶχε ὁ
Γρηγόριός μας. Ἦταν τόσο ὑψιπέτης ἀετός, πού κανείς δέν τόλμησε στόν καιρό του
νά μιλήσει γιά τό ὕψος του, οὔτε ὁ Γρηγόριος Νύσσης, πνεῦμα κι αὐτός
χαρισματικό καί δυνατό.
Οἱ πιστοί, πού τόν ἀκούγανε
στό μητροπολιτικό ναό, πέφτανε ἀπό ἔκπληξη σέ ἔκπληξη. Τώρα μόνο
συνειδητοποιούσανε σέ βάθος τήν ἁγιότητά καί τή μεγαλωσύνη τοῦ πνευματικοῦ
πατέρα τους. Τώρα πού ὁ Γρηγόριος ἀνέλυε κι ἑρμήνευε τό χαρακτήρα, τά χαρίσματα
καί τό ἔργο τοῦ Βασιλείου. Τώρα κατανοούσανε τόν ἅγιο τους.
Κι ὅπως ὁ Γρηγόριος δέν
εἶχε ἀναστολές στίς μεγάλες πνευματικές στιγμές, μίλησε καθαρά καί γιά τή
θεοπνευστία τοῦ Βασιλείου. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τούς εἶπε ὅτι ὁ Βασίλειος
φωτιζότανε ἀπό τό Θεό, γιά νά κατανοεῖ τό βάθος τῆς ἀλήθειας. Γιά νά βλέπει ὅσα
δέ βλέπανε οἱ ἄλλοι κάτω ἀπό τό γράμμα τῆς Γραφῆς. Δέ δίστασε νά τούς ἀποκαλύψει
ὅτι, γιά νά γράψει ὁ Βασίλειος περί ἁγίου Πνεύματος, συνομίλησε
(συνδιασκέφθηκε) μέ τό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα κι ἔπειτα ἔγραψε.
Ἀκόμα, συνέκρινε τό
Βασίλειο μέ τούς προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους. Ἐξήγησε ὅτι σέ μερικά σημεῖα
ξεπέρασε τούς προφῆτες, ἐνῶ ἔφτασε τούς Ἀποστόλους. Ἔτσι, ἕνα μεγάλος Πατέρας
καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Γρηγόριος, ἐξηγεῖ γιά πρώτη φορά πῶς ἐνεργεῖ
καί πῶς φωτίζεται ὁ θεολόγος, τόν ὁποῖο θέλει ὁ Θεός νά τόν ἀναδείξει Πατέρα
καί Διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας του.
Τελείωσε ὁ Λόγος. Κατέβηκε ἀπό τόν ἄμβωνα ἐξαντλημένος,
μούσκεμα στόν ἱδρώτα. Μά εὐχαριστημένος πολύ. Τά πόδια του, ἄλλο δέν τόν
βαστούσανε, ὅμως ἔνιωθε τόσο ἐλαφρύς.... Ἤτανε πού εἶχε ἐκπληρώσει μεγάλο
τριπλό χρέος: πρός τόν Βασίλειο, πού ἤτανε φίλος του· πρός τό Θεό, πού χαρίτωσε
γενναιόδωρα τό Βασίλειο χάριν τῶν πιστῶν· καί πρός τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων,
πού χρειάζονται ὁδηγό καί πρότυπο γιά νά φρονοῦν καί νά ζοῦνε ὀρθά.
Ὁ μητροπολίτης Ἑλλάδιος,
οἱ λοιποί κληρικοί, τό πλῆθος τῶν πιστῶν, εἴχανε τόσο πολύ ἐνθουσιατεῖ, πού, ὅσοι
μπορούσανε νά πλησιάσουν, ἀσπάζονταν τό Γρηγόριο, τοῦ φιλούσανε τό χέρια καί τά
ροῦχα. Οἱ πολλοί πιστοί ἐπευφημοῦσαν καί χειροκροτοῦσαν τό Γρηγόριο. Περιμένανε
νά βγεῖ ἀπό τό ἱερό Βῆμα νά τόν σηκώσουν στά χέρια, νά τόν σηκώσουνε ψηλα, ψηλά
μέχρι τόν οὐρανό....
Ὅμως ὁ Γρηγόριος δέν ἀφέθηκε.
Ἔκανε νόημα σέ δυό δικούς του, τόν βγάλανε ἀπό τή μικρή πόρτα τοῦ Ἱεροῦ καί ἀθόρυβα
τόν πήγανε στή Βασιλειάδα. Ἐκεῖ, σ’ ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ προϊσταμένου, ἔμεινε
δύο ἡμέρες. Ἀνέλαβε δυνάμεις καί εἶδε φίλους καί παλαιούς συνεργάτες.
Μετά, γιά τό χαμηλό
σπιτάκι τῆς Ἀριανζοῦ. Ἡ πολύβουη πρωτεύουσα τῆς Καππαδοκίας τοῦ ἤτανε βαριά. Τοῦ
πλάκωνε τήν ψυχή. Καί ἡ Βασιλειάδα, τό θαυμάσιο αὐτό συγκρότημα φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων,
ἤτανε θορυβῶδες γιά τό Γρηγόριο. Ἡ ἐρημία καί ἡ ἄσκηση, αὐτά μόνο τοῦ
ταιριάζανε.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.316-319)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας