Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἄρχισε.
Καθαρή Δευτέρα. Οἱ πρῶτες μέρες τῆς Σαρακοστῆς, μέ ἀπόλυτη ἀποχή καί ἀπό
φαγητό. Μετά ὁ Εὐστάθιος, τόν ὁποῖο εἶχε συμβουλεύσει ὁ Γρηγόριος, ἄνοιγε ἀθόρυβα
τήν πόρτα, μιά φορά τήν ἡμέρα, ἄφηνε ἤ ἔπαιρνε κάτι κι ἔφευγε χωρίς νά ἐνοχλεῖ
τόν γέροντα. Περνοῦσαν οἱ μέρες καί ὁ γέροντας ἔπλεε μέ τό πνεῦμα καί τό ἐλαφρύ
σῶμα στήν προσευχή. Ἡμέρες ἀγωνίας καί ἱδρῶτα. Μά καί στιγμές ἀνείπωτης
μακαριότητας.
Ὁ Εὐστάθιος μέ τούς ἄλλους
ἀγαπούσανε πολύ τόν ἱερό τους γέροντα καί συχνά πλησίαζαν στό παράθυρό του.
Στήνανε αὐτί ν’ ἀκούσουνε μιά κίνησή του, νά ξέρουνε ἄν εἶναι καλά, τουλάχιστον
ἄν ζεῖ.
Ἄν ἀφαιρέσουμε τά ἐρωτηματικά
τῶν γύρω του καί τούς φόβους τους γιά τήν ὑγεία τοῦ γέροντα, ὅλα πήγαιναν καλά
τίς δύο πρῶτες ἑβδομάδες. Μέχρι πού ὁ Εὐστάθιος, ἕνα πρωί, ἀναστατώθηκε φοβερά.
Ὅπως κάθε μέρα κίνησε γιά τό κελλί του γέροντα. Ἤτανε πολύ πρωί. Μόλις εἶχε
φωτίσει. Πέρασε δίπλα στό παράθυρο καί ἀσυναίσθητα ἔστησε αὐτί. Τοῦ φάνηκε ν’ ἀκούει
κάτι πονεμένο, σάν ἀναστεναγμό. Κοντοστάθηκε, ἀφουγκράστηκε πιό καλά καί.....
πράγματι βγαίνανε στεναγμοί, λές ἀπό ἄβυσσο. Ἀλαφιάστηκε, τά ’χασε κι ἔτρεξε
στήν πόρτα τοῦ γέροντα. Κάτι τόν σταμάτησε ὅμως καί γύρισε πίσω. Ἔτρεξε στό
διάκο Γρηγόριο. Ἐκεῖνος ντύθηκε καί οἱ δύο γύρισαν γιά τό κελλί, πού εἶχε ἤδη
γίνει ἱερό. Στό παράθυρο ἔβαλε αὐτί καί ὁ διάκος. Ἀκούγονταν ἀναστεναγμοί. Ὁ Εὐστάθιος
δέχτηκε ὅτι τώρα ἦσαν ἁπαλότεροι. Βιαστικά πήγανε μέχρι τήν πόρτα. Στάθηκαν
λίγο νά συνέλθουν ἀπό σύγχυση καί τό φόβο. Περάσανε μερικά λεπτά. Δέ συνῆλθαν. Ὁ
διάκος ἔκανε τή κίνηση. Ἡ πόρτα ὑποχώρησε ἀθόρυβα καί λίγο φῶς ἔπεσε στό
γονατισμένο Γρηγόριο. Στεκότανε πρός τήν Ἀνατολή καί εἶχε γείρει τήν κεφαλή του
ἐλαφρά στό ἀριστερό τοῦ στήθους. Οἱ δύο ἀτένισαν ἀθέλητα τό πρόσωπο τοῦ γέροντα
καί ἀποσβολώθηκαν. Κυλούσανε δάκρυα στίς παρειές του. Ἀπό τά δύο μάτια του
κατέβαιναν ἤρεμα καί πέφτανε στό σκαμνί πού ἀκούμπαγε. Τό πρόσωπο λουσμένο σέ ἱλαρό
φῶς, τά μάτια εἴχανε μιά θεία γλυκύτητα. Καί ὁ στεναγμός ἔβγαινε ἀπό τά
τρίσβαθα, γαλήνιος τώρα.
Ὅταν οἱ δύο συνήλθανε ἀπό
τό ἅγιο καί φοβερό θέαμα, κοιταχτήκανε, δέν εἴπανε λέξη, κινηθήκανε πίσω, πρός
τήν πόρτα. Βγήκανε συντριμμένοι, τήν κλείσανε καί χωρίς κουβέντα πήγανε στό
διπλανό ἐκκλησάκι νά προσευχηθοῦνε.
Ὁ διάκος Γρηγόριος μέ
τόν Εὐστάθιο ἐξηγοῦσαν, ὅσο γινότανε, στούς γύρω ἀνθρώπους τί συνέβαινε μέ τόν ὅσιο
γέροντα, μά δέν τά κατάφερναν καί τόσο καλά. Γιατί μερικοί, πού ἐπισκέπτονταν
τό γέροντα καί τούς προηγούμενους μῆνες γιά συμβουλές καί πνευματική ἐνίσχυση,
τώρα δυσανασχετούσανε καί θέλανε σώνει καί καλά νά τόν ἰδοῦν καί νά μιλήσουνε
μαζύ του. Ἡ πόρτα ὅμως πάντα κλειστή. Ὁ Εὐστάθιος εἶχε ἐντολή νά μήν ἀνοίγει. Οἱ
ἐπισκέπτες θύμωναν καί ..... καμμιά φορά πολύ. Τά βάζανε καί μέ τό γέροντα,
πού τάχα ἀδιαφοροῦσε γιά τά προβλήματά
τους, τά ὁποῖα συχνά δέν ἤσανε πνευματικά. Πάντως τό μέτρο ἤτανε γενικό. Ἴσχυε
γιά ὅλους. Τό ἔπαθαν κι ἐπίσημοι καί ἀξιωματοῦχοι, ὅπως ὁ Κελεύσιος, ἀνώτερος
δικαστικός, φορτισμένος καί με ἄλλες εὐθύνες.
Ὁ Κελεύσιος ἀπ’ ὅ,τι ἔλεγε,
κάτι εἶχε ἀκούσει σχετικά, μά κίνησε νά πάει στήν Ἀριανζό. Σκέφτηκε, «ἄν δέ
μιλάει στούς πολλούς... ἀλίμονο πιά, σέ μένα θά μιλήσει...». Ἔφτασε μεσημέρι.
Τόν εἴδανε ἀπό τό παράθυρο οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ. Βγήκανε, τόν βοήθησαν νά
ξεπεζέψει, τόν πήρανε κοντά στό τζάκι νά ζεσταθεῖ. Ἤτανε βιαστικός. Ζήτησε νά
δεῖ τόν γέροντα. Τοῦ ἐξήγησαν κατά δύναμη. Ἐπέμενε ἀφόρητα. Ὁ διάκος Γρηγόριος
βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη θέση. Κάμφθηκε. Πῆγε μέ στεναχώρια πολλή στό δωμάτιο τοῦ
Γέροντα. Ζήτησε συγνώμη καί τοῦ ἐξήγησε πόσο ἐπέμενε ὁ Κελεύσιος. Τότε ἀπρόσμενα,
ἐφόσον οἱ ἄνθρωποι δέν καταλάβαιναν, εἶπε ναί, μέ κίνηση τῆς κεφαλῆς.
Ὁδήγησαν τόν Κελεύσιο
στό δωμάτιο. Ἐκεῖνος χαιρέτισε, φίλησε τό χέρι τοῦ γέροντα καί κάθισταν. Μίλησε
ὁ Κελεύσιος, εἶπε μερικά δικά του, ἀλλά ὁ γέροντας τίποτα. Κοίταζε λίγο τόν
Κελεύσιο, τόν ἄκουγε μέ προσοχή, ἀλλά δέν ἄνοιξε τό στόμα του νά πεῖ οὔτε μία
κουβέντα. Ὁ Κελεύσιος ἄρχισε νά ἐκνευρίζεται, ἀλλά κρατήθηκε. Ἤτανε τόσο εἰρηνικό
τό πρόσωπο τοῦ γέροντα, πού ἔλιωνε ὄχι μόνο τό θυμό, μά καί τή φωτιά.
Πάντως δέν ἄργησε νά
βγεῖ ὁ Κελεύσιος. Ἔφυγε τήν ἴδια ὥρα, χωρίς νά πεῖ λέξη. Τό ἁμάξι του ἔτρεξε νά
φύγει μακριά ἀπό τόν περίεργο γέροντα. Καί ὅταν ἔφτασε στήν πόλη του, ἐκεῖ πιά ξεθύμανε. Κατηγόρησε τό μεγάλο ἀσκητή γιά
παραξενιά καί ἀγένεια:
-Ἕνας χωριάτης εἶναι ὁ
Γρηγόριός σας. Οὔτε τρόπους δέν ἔχει. Μᾶς περιφρονεῖ κι ἔπειτα μιλάει γι’ ἀγάπη...
Ὁ ἀσκητής Γρηγόριος τά
κατάλαβε ὅλα Στενοχωρήθηκε ἀφάνταστα.
-Φοβερό, ἔλεγε ἀργότερα.
Οἱ ἄνθρωποι δέν ἀνέχονται τήν ἄσκηση τῆς σιωπῆς οὔτε στούς ἄλλους.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στό
μοναχισμό τῆς ἐποχῆς ἤτανε ἀκόμα σπάνιο φαινόμενο ἡ σιωπή. Τή ἐφάρμοσε ὁ Μέγας Ἀντώνιος,
πού κοιμήθηκε τό 356. Μά ἐκεῖνος ἀσκήτευε σέ σπήλαιο ἤ σέ καλύβα, σέ ἀπρόσιτη ἔρημο
στό ὄρος Πισπίρ. Ἀντίθετα ὁ Γρηγόριος ἀσκήτευε σέ κατοικημένη περιοχή. Καί οἱ
παρεξηγήσεις τῶν ἀνθρώπων πιό εὔκολες. Γι’ αὐτό κι ἔρριξε νερό στό κρασί τῆς ἄσκησῆς
του.
Ἀπό τήν ἑπόμενη μέρα, ἐξήγησε
στούς ἀνθρώπους του, πώς ἄν τύχαινε κάποιος ἐπισκέπτης νά ’ναι ἐπίμονος καί σέ ἀνάγκη,
νά τόν ἀφήνουνε νά μπαίνει στό δωμάτιό του. Ἔτσι κι ἔγινε. Μά σέ καμμιά
περίπτωση δέ θά μίλαγε. Προτίμησε, γιά ὁρισμένες περιπτώσεις, πού ἤτανε μεγάλη ἀνάγκη,
νά γράψει γράμματα σέ διοικητές, δικαστές, ἐφοριακούς, γαιοκτήμονες ἤ
στρατιωτικούς. Κάτι νά ζητήσει, νά ἐξηγήσει, νά ὑποδείξει, κάπου νά δώσει
λύση...
Οὔτε κι αὐτό δέν ἔφτανε
ὅμως. Μιά μικρή μοναστική ἀδελφότητα, τῆς περιοχῆς Λαμίδας, λίγα χιλιόμετρα πιό
κάτω, ἀντιμετώπιζε πολλά προβλήματα. Δέν ἤτανε ἀκόμα συγκροτημένος ὁ μοναχισμός
καί οἱ παρεκκλίσεις πολύ εὔκολες. Στήν ἀδελφότητα τούτη ἀνῆκε καί ὁ Εὐλάλιος, ἀνιψιός
τοῦ Γρηγορίου. Αὐτός παράγγειλε στό θεῖο του καί ζήτησε συμπαράσταση. Ἤξερε ὁ Εὐλάλιος
γιά τήν ἄσκηση σιωπῆς. Μά ἐπέμενε:
-Ἔλα, σεβαστέ μου θεῖε,
μόνο καί μόνο νά σέ δοῦνε ὅλοι ἀνάμεσά μας. Φτάνει νά σέ δοῦνε καί θά συνετιστοῦν,
τουλάχιστο θά συγκρατηθοῦν. Κι ἔπειτα... ὅταν ἔρθει τό Πάσχα, τότε θά τούς
μιλήσεις μέ τόν ἅγιο τρόπο σου, γιά νά διορθωθοῦνε ὅλα...
Ξεκίνησε, λοιπόν, ὁ
Γρηγόριος. Ἔφτασε στή Λαμίδα μετά τό μεσημέρι. Τόν ὑποδέχτηκαν μέ χαρά καί οἱ
πιό δύστροποι. Στενοχωρήθηκαν πού δέν τούς μιλοῦσε. Ὅμως οἱ περισσότεροι
μοναχοί ὠφελήθηκαν. Πιό πολύ κι ἀπό τό ἄν θά τούς εἶχε μιλήσει. Αὐτοί πού εἴχανε
τήν καρδιά τους ἀνοιχτή, δεχτήκανε μέσα τους τήν ὁσιακή ἀκτινοβολία τοῦ
Γρηγορίου. Τούς κοίταζε καί νιώθανε νά τυφλώνονται ἀπό τήν ἀγάπη του. Τόν
κοιτούσανε κι αἰσθάνονταν νά ρουφᾶνε εἰρήνη.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί,
μετά τή νυχτερινή ἀκολουθία στό ἐκεῖ ἐκκλησάκι, ὁ Γρηγόριος, μέ τή βοήθεια τοῦ
Εὐσταθίου, πάλι στήν Ἀριανζό. Τό μικρό δωμάτιο, στό χαμηλό σπιτάκι, ἔγινε πάλι
παράδεισος. Ἐκεῖ ἔλιωνε στήν ἄσκηση καί τήν προσευχή, μά ζοῦσε καί τήν
μακαριότητα. Ἐκείνη πού χαρίζει ὁ Θεός στούς μεγάλους ἀγωνιστές. Σέ κείνους πού
τόν ἀγαπᾶνε χωρίς ὅρια.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ. 323-327)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας