Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Κάνει στίχους τά ὄνειρα, τούς ἀγώνες καί τά βάσανά του



Τό σπίτι τῆς Ἀριανζοῦ ἔγινε πάλι τό ἀσκητήριό του. Οἱ ἐπισκέψεις λιγόστεψαν. Ὁ χειμώνας ἔδειξε τά δόντα του. Χιόνα πολλά καί τό κλείσιμο ἀναγκαστικό καί μακρύ. Ἔβλεπε μόνο τούς οἰκείους. Τό διάκο Γρηγόριο, τόν Εὐστάθιο καί τούς ἀνθρώπους πού καλλιεργοῦσαν τά χωράφια.
Αὐτοί, τώρα μέ τά χιόνια, χουζουρεύανε σχεδόν ὅλη μέρα κοντά στή φωτιά. Οἱ βοσκοί, λείπανε οἱ περισσότεροι στά χειμαδιά. Τά πρόβατα καί τά γίδια δέν μπορούσανε νά βροῦνε τροφή, ἐπειδή ὅλα σκεπάστηκαν ἀπό τό χιόνι γιά μῆνες.
Τό ταξίδι καί προπαντός οἱ συγκινήσεις ἐκεῖ στήν Καισάρεια κουράσανε τό Γρηγόριο. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα. Ἔτσι αὔξησε τήν ἄσκηση καί ἄντεχε περισσότερο στήν προσευχή.

Μιά νύχτα, μετά τά μεσάνυχτα ἔγειρε νά κοιμηθεῖ λίγο. Ἦταν ἤρεμος. Ξύπνησε πρίν ἀπό τά πολλά κοκόρια. Σηκώθηκε στενοχωρημένος. Τακτοποιήθηκε πρόχειρα καί ἄρχισε πάλι προσευχή. Ἀργότερα, ἦρθε ὁ Εὐστάθιος, χτύπησε τήν πόρτα, ἄνοιξε καί πλησίασε. Δέν πρόλαβε νά ρωτήσει, «πῶς εἶσαι, γέροντα, σήμερα», κι ἐκεῖνος, λίγο σηκώνοντας τό κεφάλι του, ἄνοιξε τό στόμα, κινήθηκαν ἐλαφρά τά χείλη. Ἡ φωνή του χαμηλή, μέσα της εἶχε κάτι ἀπό εὐχαρίστηση μά καί ἀπό θλίψη:
-Πάλι, παιδί μου, ἤμουν ἐκεῖ.... Τή σκεφτόμουνα τήν ἡμέρα καί ἦρθε τή νύχτα... μόνη της. Εἶδα πάλι ὄνειρο τήν Ἀναστασία μου, τόν ἀγαπημένο μου ναό. Εἶχε λέει ἕναν πολυτελή θρόνο, λαμπρότατο! Σ’ αὐτόν καθόμουνα μέ δόξα καί τιμή. Ὅμως.... ναί, τό θυμᾶμαι καλά, δέ στεκόμουνα, λέει, μέ ὑπεροψία. Οὔτε μ’ ἐντυπωσίαζαν ἡ λαμπρότητα καί οἱ τιμές. Ἐκεῖ, λοιπόν, Εὐστάθιε, ἐρχότανε κόσμος ἀμέτρητος. Ὅλοι θέλανε νά μ’ ἀκούσουν. Ἄκουγαν καί ζητωκραύγαζαν. Ἄλλοι χειροκροτοῦσαν. Κι ἐγώ δίδασκα γιά τήν ἁγία Τριάδα. Ἡ φωνή μου ὅμως ἦταν ἀλλιώτικη. Εἶχε μιά δύναμη, λέει, πού πλημμύριζε τό ναό καί ἔφτανε στόν οὐρανό. Ἡ φωνή μου βροντοῦσε καί γέμιζε τήν ἀτμόσφαιρα μέ τήν ἁγία Τριάδα.... Τί φωνή κι αὐτή! Πόσο ἡ Τριάδα ἀκουγότανε παντοῦ.... Ὅλα ἦταν ἐξαίσια, πανίερα καί τερπνά! Ἔνιωσα τόσο εὐχάριστα, τόση γλυκύτητα καί ἀνακούφιση, μά ἦρθε ὁ κόκκινος κόκορας... λάλησε καί μοῦ ’διωξε τ’ ὄνειρο τῆς Ἀναστασίας μου... τέλοσπάντων, ἄς εἶναι δοξασμένο τ’ ὄνομά Του, γιά ὅλα...
-Γέροντα, ἔκανε ὁ Εὐστάθιος, ἀφοῦ σοῦ ’πε ὁ γιατρός ὅτι δέν πρέπει νά σκέπτεσαι αὐτά τά πράγματα. Ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε...
-Πῶς, παιδί μου, νά τά λησμονήσω... καί στό κάτω-κάτω γιατί; Ὄχι μόνο δέν τά λησμονῶ, μά τόση ὥρα πού στέκω δῶ σκέφτομαι ὅλο τό ἴδιο πράγμα. Μοῦ φαίνεται ὅτι τό ἀποφάσισα κιόλας. Θά τά διηγηθῶ μέ στίχους ὅλα. Τή ζωή μου ἀπό τήν ἀρχή. Γιά τούς ἁγίους γονεῖς μου. Τό πῶς γεννήθηκα. Πῶς μεγάλωσα... καί τίς σπουδές.... Διοκαισάρεια, Καισάρεια δική μας, Καισάρεια Παλαιστίνης, Ἀλεξάνδρεια καί μετά ἡ Ἀθήνα. Πού ἔγινα ἱερέας καί δυστυχῶς κι ἐπίσκοπος. Ἔπειτα ἡ Σελεύκεια καί τέλος ἡ Κωνσταντινούπολη, τό καμίνι τῶν παθῶν....
-Μά γιατί δέν τ’ ἀφήνεις νά ἠρεμήσεις, γέροντα....
-Γιατί δέν μπορῶ, παιδί μου. Εἶναι μέσα μου ποτάμι ὁλόκληρο, δέ γίνεται νά τό σταματήσω. Δέν ἀντέχω νά τό κρατήσω μέσα μου, πρέπει νά τό ἀφήσω νά κυλήσει, ἀλλιῶς θά μέ πνίξει... Ὅλα ὅσα ἔχουνε γίνει εἶναι μεγάλα καί ἀσήκωτα. Οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ σέ μένα τό μηδαμινό πελώριες, οἱ ἐναντίον μου ἐπιθέσεις φοβερές! Θά τά πῶ καταλεπτῶς. Ὅλοι νά τά ξέρουνε ὅλα κι ὁ Θεός ἐλπίζω νά μέ συγχωρέσει...
Ἄρχισε τήν ἴδια μέρα νά γράφει. Νά περιγράφει τούς γονεῖς του. Κι ἔπειτα πῶς τόν ἔφερε στόν κόσμο με προσευχή ἡ ἁγία μητέρα του. Ἐργάστηκε πολύ καιρό. Μῆνες ὁλόκληρους. Ὅλο τό χειμώνα κι ὅλη τήν ἄνοιξη. Τό ποίημα ἤτανε μεγάλο, γιατί τά διηγήθηκε ὅλα, σέ χίλιους ἐννιακόσιους σαράντα ἐννέα στίχους. Ὅμως, ἄξια καί δίκαια, οἱ περισσότεροι στίχοι –χίλιοι τριακόσιοι ἐνενήντα ἑπτά- μιλᾶνε γιά τά γεγονότα τῆς Κωνσταντινούπολης, γιά τά σχεδόν τρία χρόνια τοῦ ἔργου του στήν πρωτεύουσα.



Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
  (σελ.320-322)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου

Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας