Τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ Ἰουλίου
φτάσανε στή Ναζιανζό, στή μητέρα γῆ, ὅπου ἔθαψε γονεῖς καί ἀδέλφια. Πῆγε πρῶτα
στούς τάφους, γονάτισε κι ἔκλαψε σάν μικρό παιδί. Καί τά δάκρυά του ἤταν πικρά,
πολύ πικρά. Ἔκλαιγε πού ὅλοι τους δέν ἦταν στή ζωή νά τοῦ παρασταθοῦν, νά
λιγοστέψουν τά βάσανά τους. Κι εὐχότανε γρήγορα νά βρεθεῖ κοντά τους, στίς ἀγκάλες
τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅπου οὐκ ἔστι λύπη καί στεναγμός ἀλλά ζωή αἰώνια.
Ὁ πρεσβύτερος
Κληδόνιος, πλούσιος, ἀνώτερος ὑπάλληλος ἄλλοτε καί ἀσκητής, εἶχε ἀναλάβει ἀπό
τό 375, μ’ ἐντολή τοῦ Γρηγορίου, τήν ποιμαντική φροντίδα τῆς Ναζιανζοῦ. Μέ τό ἄκουσμα
ὅτι ὁ Γρηγόριος ἔφτανε, τόν ὑποδέχτηκε, τόν φρόντισε.
Τήν περιουσία του, βέβαια,
τήν εἶχε κληροδοτήσει ὅλη στήν Ἐκκλησία μέσω κληρικῶν καί μοναχῶν. Ὅμως, ὁδήγησαν
τό Γρηγόριο μέ σεβασμό καί τιμές στό παλιό μεγάλο ἀρχοντικό τῆς οἰκογένειάς
του. Ἔμεινε κεῖ λίγες ἡμέρες, πολύ λίγες. Μόνο νά δεῖ ἀγαπημένους παλιούς
συνεργάτες, νά γελάσει μέ παιδικούς φίλους καί νά ξεκουραστεῖ ἀπό τό μακρύ
ταξίδι.
Δέν του βγῆκε ὅμως σέ
καλό ἡ ὀλογοήμερη ἀναψυχή στή Ναζιανζό. Μόλις περάσανε οἱ πρῶτες συγκινήσεις
καί οἱ ἀσπασμοί, ὅλοι τοῦ ζητούσανε νά μείνει ἐκεῖ ὡς ἐπίσκοπός τους. Ἄδικα
τούς ἱκέτευε καί τούς ἐξηγοῦσε:
-Μά ἐγώ ἄφησα θρόνο
μεγάλο, προεδρία καί παλάτια, γιά νά δοθῶ στήν ἡσυχαστική ζωή, στήν ἄσκηση καί
τήν προσευχή καί σεῖς μοῦ ζητᾶτε....
Αὐτοί ἐπιμένανε. Καί οἱ
πιό κακόβουλοι ψιθύριζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ ὅτι δέν τούς καταδέχεται, ὅτι μετά τό θρόνο
τῆς πρωτεύουσας δέν καταδέχεται νά πέσει χαμηλά, στήν ἐπισκοπή τῆς Ναζιανζοῦ.
Τέτοια, μάλιστα, περπατήσανε καί στίς ἄλλες ἐπισκοπές. Τά συζητοῦσαν καί
μερικοί ἐπίσκοποι.
Ὁ Γρηγόριος τούς
ψιθυρισμούς αὐτούς τούς ἔμαθε ἀργότερα καί στεναχωρέθηκε πολύ. Μ’ ἐπιστολές
διέψευσε ὅσα τοῦ κατηγοροῦσαν γιά δῆθεν ἀκαταδεξιά καί ὑπερηφάνεια.
Ἀλλά καί ὁ Κληδόνιος
πίεζε τό Γρηγόριο. Τόν πίεζε γιά νά ἐπέμβει νά φέρουν ἐπίσκοπο. Βέβαια ὁ
Γρηγόριος ἐμπιστευότανε τόν Κληδόνιο καί τήν ὀρθοδοξία του, μά ἐκεῖνος,
γνωρίζοντας τίς ἐλλείψεις του καί μάλιστα στή θεολογία, ἤθελε ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό
τίς ἐπισκοπικές εὐθύνες. Ἔτσι ὁ Γρηγόριος ἄρχισε ἀμέσως διαβήματα πρός τούς
καππαδόκες ἐπισκόπους καί ἰδιαίτερα πρός τόν ἐπίσκοπο Τυάνων, γιά νά ἐκλέξουν ἐπίσκοπο
Ναζιανζοῦ.
Στό ἀγαπημένο του λιμάνι, τήν Ἀριανζό (σελ.298-300)
Ἀφοῦ εἶχε τόση ἐμποστοσύνη
στόν Κληδόνιο κι ἐπειδή ἤλπιζε ὅτι θά τόν ἀκούσουνε οἱ καππαδόκες ἐπίσκοποι, ἔφυγε
γιά τήν Ἀριανζό. Ὁ νοῦς του καί ἡ καρδιά του εἴχανε κιόλας λιμενιστεῖ ἐκεῖ. Ὀνειρευότανε
ν’ ἀσκητέψει ἐκεῖ, νά ζήσει τίς παλιές του ἐμπειρίες, νά τελειώσει τή ζωή του
παραδομένος ὁλοκληρωτικά στόν Κύριο.
Μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου
ἄφησε τή Ναζιανζό. Πέρασε τό ποταμάκι Καρασού καί τό λόφο ἀπέναντι ἀπό τή
Ναζιανζό. Τράβηξε βορειονατολικά γιά τήν Τιβερινή, τήν περιοχή πού ὀνομάζεται
σήμερα Sivrihisar. Δύο
μουλάρια καί ὁ Εὐπράξιος ὁδηγούσανε τό Γρηγόριο. Τό ἕνα, τό πιό ἥμερο, σήκωνε τό ἐκλεκτό ὄργανο
τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό Γρηγόριο, ἐλαφρά κυρτόν καί ἀμίλητο. Τό δεύτερο μερικά
χρειώδη πράγματα καί πολλά βιβλία, πού κάνανε τό ζῶο ν’ ἀγκομαχεῖ στούς ἀνήφορους.
Προχωρήσανε 5-6 χιλιόμετρα βορειδυτικά.
Συναντήσανε τό δρόμο, πού ἔρχεται ἀπό τήν Κολωνία (Ἀξαράι) καί πηγαίνει γιά τή
Νίγδη. Στό δρόμο τοῦτο περπατήσανε 10 μέ 12 χιλιόμετρα πρός τήν κατεύθυνση τῆς
Νίγδης. Σταματήσανε στήν Τιβερινή, τό σημερινό Σιβριχισάρ, στό πρῶτο χιόνι. Ἀνάσαν
τά ζῶα, φάγανε ἁρπαχτά λίγο κριθάρι, ξεμούδιασε ὁ Γρηγόριος, προφάισε ὁ Εὐπράξιος,
καί πάλι στό δρόμο. Ἀφήσανε ὅμως τό μεγάλο δρόμο καί πήρανε βόρεια τό μονοπάτι
πού ἔφτανε στήν Ἀριανζό. Τώρα εἴχανε ἀνήφορο καί λόφους. Μακριά καί ψηλά
διακρίνονταν οἱ πολλές κορυφές τοῦ μεγάλου βουνοῦ. Στούς κοντινούς λόφους ἡ Ἀριανζός.
Φαίνοτανε κιόλας. Μόλις τήν ἀντίκρυσε ὁ κουρασμένος Γρηγόριος, κύλισε στό εἶναι
του γλυκιά συγκίνηση. Στό πρόσωπό του –τυραννισμένο ἀπό τούς πόνους- ἁπλώθηκε ἱλαρότητα
κι ἕνα τόσο δά χαμόγελο. Πόσε εἶχε ἀγαπήσει τόν τόπο τοῦτο! Κι ὄχι ἐπειδή εἶχε ἴσως
γεννηθεῖ ἐκεῖ. Ἀλλά γιατί, ἀπό παλιά, ὁ τόπος αὐτός συνδέθηκε μέ τό μεγάλο του
πόθο, τήν πρώτη καί ἄσβεστη ἀγάπη του, τήν ἡσυχαστική ζωή. Καί τώρα σκεφτότανε:
-Πολέμησα μ’ αἱρετικούς
καί ἀντιπάλους, ἔγραψα Λόγους, κήρυξα, ποίμανα τό λαό τοῦ Θεοῦ, μέ καταξίωξαν,
μέ πετροβόλησαν, ἀνέβηκα στούς ψηλούς θρόνους, μπῆκα στά χρυσά παλάτια, πήγανε
νά μέ σκοτώσουν, μέ τίμησε ὁ βασιλιάς, ἔγινα πρόεδρος, μέ μισησαν, μ’ ἐκθρόνησαν,
ἀρρώστησα, ἔγινε γέρος καί ἀνήμπορος καί .... ἔστω ἀργά ἔρχομαι, ἀγαπημένη μου ἡσυχία,
νά σοῦ παραδοθῶ, μόνο νά προσεύχομαι, νά ἔχω δάκρυα μετανοίας καί ἄλλο δέ θέλω.
Κάνε μου, Κύριε, τή χάρη τούτη, πάρε τά ἐμπόδια καί τούς ἐχθρούς κι ἄσε με νά ζῶ
στούς κόλπους σου, νά μνημονεύω τ’ ὄνομά σου πιό πολύ κι ἀπ’ ὅσο ἀναπνέω. Ἔλα
Παράκλητο Πνεῦμα, φώτισε τό θολωμένο μου νοῦ νά διακρίνει τά πάθη, νά ζητάει
τήν κάθαρση ἀπό αὐτά γιά νά μπαίνει μετά τό φῶς τῆς ἀλήθειας, σέ σένα τό ἴδιο, ἅγιο
Πνεῦμα.
Σέ λίγο ἔμπαιναν στήν Ἀριανζό.
Τά γύρω τοῦ ἦταν ὅλα γνώριμα κι ἀγαπημένα. Τό χωράφι μέ τό καλαμπόκι, τό ἄλλο
μέ τό θερισμένο σιτάρι, πιό κεῖ στό ἀγιότοπο τά πρόβατα καί πιό ψηλά τά γίδια.
Οἱ πέτρες, οἱ καλύβες, οἱ ἀποθῆκες ἄχυρου, τά ζῶα, οἱ χωρικοί... ὅλα τοῦ
χαμογελοῦσαν... Ἀκόμα περισσότερο: ἔτρεχαν καί σπρώχνονταν νά τόν
προϋπαντήσουν..... κι αὐτός τ’ ἀγκάλιαζε μέ τά μάτια, τούς γελοῦσε παιδικά,
περνοῦσαν στήν καρδιά του καί τήν θώπευαν.
Στό ἀγροτικό πατρικό του σπίτι (σελ.300-302)
Ἔξω ἀπό τό χαμηλό μά
πολύ μεγάλο ὑποστατικό τοῦ πατέρα του, τόν ὑποδέχτηκαν μέ πολύ σεβασμό, ὁ
διάκος Γρηγόριος καί ὁ μοναχός Εὐστάθιος. Οἱ δύο αὐτοί ὁρίστηκαν ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο
τῆς Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο, πρίν δύο μῆνες, στίς 31 Μάη, κύριοι καί
κληρονόμοι τοῦ μεγάλου χτήματος μέ τά ὑποστατικά του, πού εἶχε ἡ οἰκογένεια τοῦ
Γρηγορίου στήν Ἀριανζό. Τόν κράτησαν μέ προσοχή νά ξεπεζέψει. Λίγο ἀπό τό
μούδιασμα, περισσότερο ἀπό τήν ἀρρώστια, δυσκολευότανε νά περπατήσει. Τόν βοήθησαν
καί μέ μικρά βήματα προχώρησαν γιά τήν πόρτα. Ἐκεῖνος δέ βιαζότανε, δέ χόρταινε
νά βλέπει τά γύρω, τά ξύλινα ἄροτρα, τά γουρουνάκια, τά μοσχαράκια, τίς τσάπες,
τίς κότες, τίς ψάθες, τά σαμάρια, τά λιγοστά λουλούδια. Ἡ καρδιά του δόξαζε τό
Θεό, πού τοῦ χάρισε τή θέα ὅλων τούτων. Τιποτένια γι’ ἄλλους, μά γιά κεῖνον
σπουδαῖα· καί τόν ἀνακουφίζανε, τόν γεμίζανε ἀγαλλίαση.... δέν ἤτανε θρόνοι καί
παλάτια νά τόν πονοῦν, νά τοῦ τρυποῦνε τήν καρδιά καί νά τόν ἀρρωσταίνουν.
Τέλοσπάντων, τόν ὁδήγησαν
μέσα, τόν βάλανε σ’ ἕνα κάθισμα χαμηλό καί μαλακό. Τοῦ δώσανε δροσερό νεράκι,
πού ἔφτανε ἀπό τά ψηλά βουνά. Εἴπανε τίς πρῶτες εὐχάριστες κουβέντες καί
χωρίς χρονοτριβή συνεννοήθηκαν πού θ’ ἀναπαυτεῖ.
Τό ὑποστατικό καί τά ζῶα τά εἶχε δώσει ὁριστικά στούς Γρηγόριο καί Εὐστάθιο,
πού διαχειρίζονταν χάριν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν περιουσία του στή Ναζιανζό. Ἔτσι
τώρα, στό σπίτι του ἤτανε κταουσίαν φιλοξενούμενος. Ἀλλά οἱ δύο αὐτοί κληρικοί
του τόν φρόντισαν καί τόν περιποιήθηκαν πιό πολύ κι ἀπό πατέρα.
Κοιμήθηκε σά μικρό
παιδί. Λές καί δέν εἶχε πρίν λίγες ἡμέρες παλέψει μέ τούς ἰσχυρούς τῆς οἰκουμένης.....
λές καί δέν τόν κυνήγησαν ἐχθροί καί κακοί κληρικοί! Βάλε καί τό κοπιαστικό
ταξίδι, πού κράτησε βδομάδα.... Ὅλα σήμερα ὑποχώρησαν γιά λίγο. Ἔτσι γιά νά
πάρει ἀνάσα, γιά νά μπεῖ πάλι στό καμίνι τῆς ὑπομονῆς.
Πρίν λαλήσει ὁ κόκορας,
ἀνασήκώθηκε σιγά- σιγά στό μαξιλάρι, ἔκανε ν’ ἀκούσει. Ἀπόλυτη σιγή. Τόν Ἰούλιο
ξημερώνει γρήγορα καί οἱ ξωμάχοι βγαίνουνε γρήγορα στίς δουλειές, νά τίς
τελειώσουνε, γιατί ἔπειτα τούς καίει τό λιοπύρι. Μά ὄχι καί τόσο νωρίς. Ὁ
Γρηγόριος τούς πρόλαβε ὅλους. Βέβαια, δέν μποροῦσε νά κινηθεῖ ἄνετα. Τά πόδια -ἐκεῖνα
τ’ ἀθριτικά, βλέπετε- δέν τόν βαστούσαν καλά. Στάθηκε στό μικρό σκαμνί πού τοῦ
εἴχανε δίπλα. Ἔστω κι ἔτσι ... ἀρκεῖ πού δέν αἰσθανότανε ζαλάδα, πού δέν πονοῦσε
τό κεφάλι καί τό στομάχι του. Μποροῦσε, λοιπόν, νά προσευχηθεῖ.... ἔμεινε στό
μικρό σκαμνί πολλή ὥρα.
Καί εἶπε στό Θεό τόσα
πολλά. Τόν εὐχαρίστησε πρίν ἀπ’ ὅλα, γιατί τόν ἔφερε στό παλιό πατρικό σπίτι,
στήν ἡσυχία. Τόν εὐχαρίστησε, γιατί ἔνιωθε τώρα καλά, χωρίς πόνους δυνατούς. Ἀκόμα
τόν εὐχαρίστησε καί γιά τό καλό πού τοῦ ’καναν οἱ ἐχθροί:
-Ἔχε τους καλά καί
μονιασμένους, Χριστέ μου. Ἄν δέν ἤσανε αὐτοί καί ἡ ἀρρώστεια μου, τώρα δέ θά ἤμουνα
ἐδῶ, στήν ἡσυχία, νά προσεύχομαι χωρίς περισπασμούς. Εὐλογημένη μου Τριάδα, σ’
εὐχαριστῶ πού μπορῶ νά σοῦ δοθῶ, πού μπορῶ νά στρέψω τό νοῦ μου μόνο στό κάλλος
σου, πού κρατᾶς τήν καρδιά μου δική σου.... Τ’ ἄλλα δέ μ’ ἐνδιαφέρουνε. Ἄς ἔχουν
ἐκεῖνοι τούς θρόνους καί τήν ἐξουσία.... ἐγώ μόνο ἐσένα ἐπιθυμῶ... γι’ αὐτό τά
πέταξα ὅλα κι ἦρθα ἐδῶ, νά εἶμαι πιό κοντά σου.... Ἤμουνα πάμπλουτος καί τώρα
φτωχός, μά ἐλαφρύς γιά νά πετῶ κοντά σου, καθαρός γιά νά πνέεις μέσα μου σάν αὔρα
ζωογόνος....
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.297-346)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας