Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Ἡ ἐπικίνδυνη ἁμαρτία τοῦ Γρηγορίου



Ὁ Κληδόνιος ἄκουγε κι αἰσθανότανε ὅτι ἔμπαινε βαθειά στήν ψυχή τοῦ μεγάλου καί θεόπνευστου Γρηγορίου. Ἔνιωθε τυχερός πού τοῦ ξεσκέπαζε τόσο τήν ψυχή του. Δέν μποροῦσε ἀκόμα ὁ Κληδόνιος, μολονότι χρόνια εἶχε ζήσει τόσο κοντά τό Γρηγόριο, δέν μποροῦσε νά κατανοήσει τή μεγάλη εὐκολία, μέ τήν ὁποία ὁ μεγάλος ἱερός ἄνδρας ἄνοιγε τήν καρδιά του. Εἶχε τόσο προχωρήσει πνευματικά πού ἐξομολογιότανε δημόσια. Καί τώρα ἤθελε πάλι νά καθαρίσει τήν καρδιά του ἀπό ἕνα βάρος, μιά σοβαρή ἁμαρτία του:

-Ξέρεις, Κληδόνιε, τά παθήματα πού σέ μένα ἐπέτρεψε ὁ Θεός, πρέπει νά ’χουν αἰτία καί μάλιστα σοβαρή. Γιατί, βέβαια, δέν εἶμαι κανένας πρωταθλητής τῆς ὑπομονῆς, ὥστε νά μοῦ τά φορτώνει ὁ Θεός, γιά νά ’χω μεγαλύτερο μισθό. Ἄλλο εἶναι. Κι ἔψαξα μέσα μου πολύ. Ἔψαξα νά βρῶ, ποιό εἶναι κεῖνο, ἀπ’ ὅλα μου τά σφάλματα, ἀπ’ ὅλες μου τίς ἁμαρτίες, πού στενοχωρεῖ περισσότερο τόν Κύριό μας. Αὐτό, φυσικά, εἶναι καί ἡ αἰτία πού μέ τιμωρεῖ ὁ Θεός.
-Τί ’ναι αὐτά πού λές, γέροντα –διέκοψε ὁ Κληδόνιος- ἡ ἁγιότης σου καί.... μεγάλη ἁμαρτία; Ὁ Γρηγόριος δέν ἤθελε διακοπές:
-Δέν ξέρεις τό βάθος τοῦ ἀνθρώπου, Κληδόνιε. Ἐκεῖ πού γίνεται θρόνος φωτεινός τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ φωλιάζει καί ἡ ἁμαρτία. Ὁ πειρασμός εἶναι πανοῦργος καί μπορεῖ ὅσα δέ βάζει ὁ νοῦς μας.
-Μά τό ’χω δεῖ, γέροντα, ἐσύ μιλᾶς μέ τό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα. Σέ εἶδα τουλάχιστον τρεῖς φορές καταυγασμένον ἀπό φῶς θεῖο. Τό θυμᾶμαι σά νά ’ναι τώρα κι ἄς πέρασαν τόσα χρόνια.... τότε πού ζοῦσε ὁ ἅγιος πατέρας σου καί πάλι μετά τήν κοίμησή του...
Τά λόγια τοῦ Κληδόνιου ἐνοχλήσανε τό Γρηγόριο, πού συνέχισε:
-Ἔλα, ἔλα καί λογικέψου λίγο, μή λές τέτοια πράγματα... Νά σοῦ ἐξηγήσω, λοιπόν. Μέ μένα ἔγινε τοῦτο: Ἀποφάσισα νά ἐλευθερωθῶ ἀπ’ ὅλα τά κοσμικά, γιά ν’ ἀφοσιωθῶ στό Θεό, νά ἔχω τό νοῦ μου μόνο στό Θεό. Ἄχ, πόση γαλήνη σοῦ δίνει αὐτό, πόση σαγήνη ἔχει τότε ὁ Θεός... Τά πέταξα ὅλα καί χρήματα καί σπίτια καί χωράφια καί ἀξιώματα.... Καί νόμιζα, φίλε ἀγαπημένε, ὅτι πιά τίποτα δέ θά μ’ ἐνοχλήσει. Θάρρεψα πώς ἡ θυσία τῶν κοσμικῶν καί ἡ ἀφοσίωση μου στό Θεό θά μέ κάνουνε πανελεύθερο ἀετό. Πέταγα στ’ ἀλήθεια, στά σύννεφα, ἤμουν ἀνάλαφρος. Ἔνιωθα νά ἔχω φτερά χρυσά, πού μέ πηγαίνανε ψηλά, κοντά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γευόμουνα τά θεῖα κι αἰσθανόμουνα μακάριος... μιά κατάσταση πάνω ἀπό τά ἐγκόσμια κι ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους, πού δέν μπορούσανε νά μοῦ κόψουνε τό δρόμο. Αὐτό ἦταν Κληδόνιε. Μοῦ ’δωσε ὁ Θεός δόξα πνευματική κι ἔπειτα μέ ’ριξε στή γῆ, στά βάσανα, μ’ ἄφησε νά μέ ταλαιπωροῦν ἐχθροί καί φίλοι.... Γιατί; Γιατί; Εἶναι ἁπλό, ἄργησα ὅμως νά τό καταλάβω: Ἔδωσα μεγάλη ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μου. Θάρρεψα πολύ, ἔδειξα τόλμη ἄμετρη ἐκεῖ στά ὕψη πού πετοῦσα. Ὑποτίμησα τή δύναμη τοῦ Διαβόλου κι ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά πάθω αὐτά πού ἔπαθα... μέχρι νά μέ δολοφονήσουν ἤρθανε... Ἀλλά πάλι μέ λυπήθηκες Χριστέ μου, καί μέ ’φερες τουλάχιστον ἐδῶ, στ’ ἀγαπημένα χώματα, νά περάσω τίς τελευταῖες ἡμέρες μου.... καί πῶς νά τίς περάσω μέ τόσες ἀρρώστιες... δοξασμένο, Κύριέ μου, τ’ ὄνομά σου.

Σταμάτησε ὁ γέροντας, εἶχε κιόλας ἐξαντληθεῖ, ἀλλά ἔβγαλε ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του τήν πιό λεπτή καί τήν πιό ἐπικίνδυνη ἁμαρτία. Εἶναι ἁμαρτία καί πειρασμός πού συμβαίνει στούς μεγάλους θεόπτες, σέ κείνους πού σηκώνονται μέ τά χρυσά φτερά τῆς ἄσκησης καί πετᾶνε μέσα στίς θεῖες ἐνέργειες. Ὅμως ἐκεῖ, στό μεγάλο ὕψος, παραμονεύει καί ὁ πειρασμός... μόνο μέ βαθιά ταπείνωση στέκει ὁ ἄνθρωπος σέ τέτοια ὕψη.
Εἶχε σχεδόν βραδιάσει. Τό μονοπάτι τό ξέρανε καλά καί οἱ δυό. Ἄλλωστε, πολύ πιό κάτω, περίμενε ὑπομονετικά ὁ Εὐστάθιος, μήπως χρειαζότανε ὁ ἄρρωστος Γρηγόριος περισσότερη βοήθεια. Ἀργά, μέ μικρά βήματα, ἐπιστρέψανε στό χαμηλό σπίτι. Κάτι ἁπλό τούς βάλανε νά φᾶνε καί ἀποσύρθηκαν. Ὁ Γρηγόριος ἐπιδόθηκε στό ἀγαπημένο του ἀγώνισμα, τήν προσευχή, μέχρι μετά τά μεσάνυχτα.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, ὁ πρεσβύτερος Κληδόνιος ἔπρεπε νά φύγει. Ἔβαλε μετάνοια στό γέροντα, τόν ἀσπάστηκε, τοῦ θύμησε πάλι νά γράψει στούς ἐπισκόπους γιά ἐκλογή ἐπισκόπου στή Ναζιανζό καί ἀνέβηκε στό μουλάρι, πού θά τόν πήγαινε στήν πόλη αὐτή.
Ὁ Αὔγουστος κύλησε ἤρεμα. Ἡ βελτίωση τῆς ὑγείας του πήγαινε σημειωτόν, ἀλλά πήγαινε... Βιαζότανε πολύ νά τήν ξαναβρεῖ, γιά ν’ ἀρχίσει τή ζωή τοῦ ἀναχωρητῆ. Τώρα, στό χάλι πού ἤτανε, χρειαζότανε ἄνθρωπο κάθε μέρα, κάθε ὥρα, νά τόν βοηθήσει νά σηκωθεῖ, νά τόν πιάσει νά περπατήσει λίγο, νά τοῦ ἑτοιμάσει τό πολύ ἁπλό φαγητό...
Τό φθινόπωρο ἦρθε πιό εὐεργετικό. Ἀνάλαβε περισσότερες δυνάμεις. Δεχότανε περισσότερες ἐπισκέψεις κι ἔγραφε ἀρκετά γράμματα. Τά νέα, πού τοῦ ’φερναν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, καί τόν εὐχαριστοῦσαν καί τόν κούραζαν. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ δέν τόν λησμονοῦσαν. Τοῦ ’στελναν χαιρετίσματα καί γράμματα. Ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε. Τούς ἔδινε θάρρος γιά τόν πνευματικό ἀγώνα. Στούς ἐπάρχους, τωρινούς καί παλαιούς, τῆς Κωνσταντινούπολης, στό Σωφρόνιο καί τόν Ὑπάτιο, ἔγραφε νά τούς εὐχαριστήσει γιά τή συμπαράσταση, πού τοῦ προσφέρανε τότε στήν Πόλη, καί γιά τήν ἀγάπη τους πρός τήν Ἐκκλησία. Σέ ἄλλους, πού γνώριζαν τίς λεπτομέρειες τῶν ἀγώνων καί τῶν παθῶν του στήν Πόλη, τούς ἐπαινοῦσε γιά τήν ἐμμονή τους στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζητοῦσε νά μή λησμονᾶνε ὅσα ὁ ἴδιος ἔπαθε κεῖ καί μάλιστα τούς λιθοβολισμούς του.
Ὅσο προχωροῦσε ὁ καιρός, τόσο οἱ σωματικές του δυνάμεις ἐπανέρχονταν καί τόσο περισσότερο μποροῦσε νά ἐνδιαφέρεται καί νά μεσολαβεῖ γιά τά προβλήματα, πνευματικά, προσωπικά καί ὑλικά, ἀνθρώπων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, συγγενῶν καί φίλων.
Ἔβγαινε κάθε ἀπόγευμα γιά περίπατο, πού γινότανε κάθε μέρα καί πιό μακρύς. Ἔνδειξη ὅτι ὅλα πᾶνε καλύτερα. Ἀπό τό τέλος Σεπτέμβρη ἄρχισε καί νά λειτουργεῖ. Τόν κρατούσανε τά πόδια, σταθερά κάπως καί τά χέρια του. Νύχτα καί μέρα εὐχαριστοῦσε γι’ αὐτό καί δοξολογοῦσε τό Θεό. 



Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)


(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
 
 (σελ.306-309)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου

Ἔκδοση Δ΄


Ἀποστολική διακονία


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας