Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Ερμηνεία των Μακαρισμών από τον Γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο. Μακαρισμός πέμπτος (Μέρος Β΄)





Ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης λέ­ει: «Τε­κνί­α μου, μὴ ἀ­γα­πῶ­μεν λό­γῳ μη­δὲ τῇ γλώσ­σῃ , ἀλ­λ’ ἔρ­γῳ καὶ ἀλη­θεί­ᾳ»[1]. Παι­δά­κια μου, λέει, ἄς μήν ἀ­γα­πᾶ­με μέ τά λό­για οὔτε μέ τή γλώσ­σα μό­νο, ἀλλά μέ ἔργα ἀλη­θι­νά. Καί ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος μᾶς ση­μει­ώ­νει τά ἑξῆς: «Ἐν­ταῦ­θα οὐ τοὺς διὰ χρη­μά­των ἐ­λε­οῦν­τας μό­νον ἐμοὶ δο­κεῖ λέ­γειν, ἀλ­λὰ τοὺς διὰ πραγ­μά­των». Δηλα­δή: Ὅ­ταν λέ­ει ἐ­δῶ ὁ Κύ­ριος ″μα­κά­ριοι οἱ ἐ­λε­ή­μο­νες ″, δέν ἐν­νο­εῖ μό­νον ἐκεί­νους πού δί­νουν γε­νι­κό­τε­ρα χρή­μα­τα. «Ποι­κί­λος γὰρ ὁ τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­
νης τρό­πος, καὶ πλα­τεῖ­α αὕ­τη ἡ ἐν­το­λή»[2], δι­ό­τι εἶ­ναι ποι­κί­λος ὁ τρό­πος τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης , πο­λύ­πλευ­ρος , καί ἡ ἐν­το­λή αὐτή εἶ­ναι πλα­τειά, ἔχει εὐ­ρύ φά­σμα, ὅ­πως σᾶς εἶ­πα στήν ἀρ­χή.
Ἐ­λε­η­μο­σύ­νη λοι­πόν εἶ­ναι ἡ προσφορά, ὄ­χι μό­νο χρη­μά­των, ἀλ­λά καί κάθε χα­ρί­σμα­τος, τα­λάν­του, κάθε ἱ­κα­νό­τη­τος, κάθε ἀ­γα­θοῦ, κάθε κα­λῆς γνώ­σε­ως. Καί τοῦ­το για­τί ἄν ἦ­ταν μό­νο θέ­μα χρη­μά­των ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τό­τε θά ἦ­ταν πο­λύ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη καί θά ἀ­φο­ροῦ­σε μό­νο τούς πλου­σί­ους, γιατί μό­νο αὐ­τοί θά μπο­ροῦ­σαν νά τήν ἀ­σκή­σουν. Ἀλ­λά δέν εἶ­ναι ἔ­τσι. Ἐξάλ­λου δέν εἶναι μό­νο τό χρῆ­μα πού ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ ἀν­θρώ­που, τίς ὑ­λι­κές καί τίς πνευ­μα­τι­κές, ἀλ­λά καί τό­σα ἄλ­λα πράγ­μα­τα.
 Καί ἄν θέ­λε­τε, θά σᾶς ἀ­να­φέ­ρω δειγ­μα­το­λη­πτι­κά καί με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα, ἔ­τσι, πρα­κτι­κά:
Εἶ­σαι τε­χνί­της; Νά με­τα­δώ­σεις τήν τέ­χνη σου στόν μα­θη­τευ­ό­με­νό σου· μή τόν ἀ­φή­σεις στήν ἄ­γνοι­α. Νά τοῦ πεῖς τά μυ­στι­κά τῆς δου­λειᾶς πού ξέ­ρεις.
Ἄν εἶ­σαι ἐ­πι­στή­μων, ἄν εἶ­σαι νο­μι­κός, ἄν εἶ­σαι για­τρός, ἄν εἶ­σαι δά­σκα­λος, ἄν εἶ­σαι μη­χα­νι­κός, ἄν εἶ­σαι φαρ­μα­κο­ποι­ός, μπο­ρεῖς ἀ­πό τό πό­στο σου νά βο­η­θή­σεις ποι­κι­λο­τρό­πως, νά δι­ευ­κο­λύ­νεις μέ κά­θε τρό­πο, ὅποιον σέ χρειάζεται.
Ὅ­ταν κα­τέ­χεις μί­α ἐ­ξέ­χου­σα ἤ ἐ­πί­και­ρη θέ­ση, μπο­ρεῖς ὁ­μοί­ως νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σεις, νά βο­η­θή­σεις.
Ἀ­κό­μη μπο­ρεῖς νά βο­η­θή­σεις σέ μιά προ­σπά­θεια τῆς ἐνορίας σου, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ κα­τή­χη­ση. Νά ἀ­να­λά­βεις τήν κα­τή­χη­ση τῶν παι­δι­ῶν, ἄν ἔ­χεις βέ­βαι­α τά προ­σόν­τα καί τή δυ­να­τό­τη­τα. Μπορεῖς ἀκόμα νά ἀ­να­λά­βεις τυ­χόν συσ­σί­τια πού διοργανώνει ἡ ἐ­νο­ρί­α σου, ἤ νά συμμετέχεις στήν ἀ­νέ­γερ­ση τοῦ να­οῦ, ἄν θέ­λε­τε ὅ­λοι μα­ζί νά κτί­σε­τε και­νούρ­για ἐκ­κλη­σί­α, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.
Μπο­ροῦ­με ἀ­κό­μη νά δώ­σου­με κά­ποι­α τρό­φι­μα ἀπό τό σπί­τι μας, ἤ ἀκόμη καί ρουχισμό.
Μάλιστα ἐδῶ ἐπιτρέψτε μου νά σᾶς πῶ μιά ἱστο­ρία, πού καί ἄλ­λο­τε τήν ἔχω πεῖ, πο­λύ πα­λιά· δέν ξέ­ρω ὅ­μως ἄν τήν ἔ­χω πεῖ σ’ ἐ­σᾶς. Θά τήν ξαναπῶ, για­τί ἤμουν αὐ­τό­πτης μάρ­τυρας ἑνός περιστατικοῦ, πού καί τό­τε μέ εἶ­χε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά συν­τα­ρά­ξει. Ἀκοῦστε:
Θυ­μᾶμαι ὅτι ἦ­ταν ἕνα ἡ­λι­ό­λου­στο ἀ­πό­γευ­μα, ἀλ­λά πα­γω­μέ­νο, ὅ­ταν μαζί μέ κά­ποι­ον δικό μου κα­τη­φό­ρι­ζα σέ ἕναν δρό­μο στήν Κη­φι­σιά. Εἶχε πα­γω­νιά, πο­λύ κρύ­ο. Φο­ροῦ­σα τό παλ­τό μου, καί δέν ξέ­ρω τί ἄλ­λα φο­ροῦ­σα. Κά­ποι­α στιγ­μή, ἀ­πό ἀρ­κε­τά μα­κριά, εἶ­δα κά­ποι­ον νά πέ­φτει χά­μω. «Μπά, τί ἔ­πα­θε αὐ­τός;». Τότε πλη­σι­ά­σα­με, καί εἴδαμε ὅτι ἦ­ταν ἕ­νας νέ­ος ἄν­θρω­πος ἀλλά ἐ­πι­λη­πτι­κός. Οἱ ἐ­πι­λη­πτι­κοί συ­νή­θως πέ­φτουν χά­μω χωρίς νά τό καταλάβουν. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός φο­ροῦ­σε μό­νο ἕ­να ἄ­σπρο που­κά­μι­σο –τό θυ­μᾶ­μαι. Δέν φο­ροῦ­σε σα­κά­κι, οὔ­τε παλ­τό. Ὁ δρό­μος αὐ­τός δέν εἶχε πο­λυ­κα­τοι­κί­ες· ὑπῆρχαν μόνο ἁ­πλᾶ σπί­τια, μο­νο­κα­τοι­κίες. Κάποια στιγμή πε­τά­χτη­κε μιά γυ­ναί­κα ἀ­πό ἕνα δι­πλα­νό σπί­τι, καί ἕνας ἀ­κό­μη δι­α­βά­της πλησίασε ἀ­πό κάπου ἐκεῖ κοντά, καθώς καί μερικοί ἄλλοι, γιά νά βοηθήσουν. Ὁ νέος αὐτός μετά συ­νῆλ­θε· ἀλλά, ὅ­πως ἔ­πε­σε, ἔσκι­σε τό που­κά­μι­σό του, καί ζή­τη­σε μιά βε­λό­να νά τό ρά­ψει.
Περ­νοῦ­σε ἡ ὥ­ρα, καί μα­ζευ­τή­κα­με πέν­τε - δέ­κα ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ, γύ­ρω ἀπ’ αὐ­τόν. Ἀλλά κα­νείς μας δέν σκέ­φθη­κε ὅ­τι ὁ νεαρός δέν φο­ροῦ­σε σα­κά­κι, οὔτε παλ­τό. Ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα περ­νοῦ­σε καί ἕ­να μπα­κα­λό­παι­δο –παι­δί τοῦ μπα­κά­λη– πού πή­γαι­νε μέ τό πο­δή­λα­τό του τρό­φι­μα, θε­λή­μα­τα, στά σπί­τια. Τό­τε εἴ­χα­με τά μπα­κά­λι­κα, μι­κρά μπα­κά­λι­κα, ἐνῶ σή­με­ρα ἔ­χου­με τά σοῦ­περ μάρ­κετ... –τέ­λος πάν­των. Τό παιδί κα­τέ­βη­κε ἀπό τό πο­δή­λα­τό του γιά νά δεῖ τί συ­νέ­βαι­νε –συ­νή­θως πάν­τα γί­νον­ται πη­γα­δά­κια ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει κά­τι τό ἀ­ξι­ο­πε­ρί­ερ­γο– καί χω­ρίς νά χά­σει και­ρό, αὐ­τό τό παι­δί, τό μπα­κα­λό­παι­δο –θυ­μᾶ­μαι καί τό ὄ­νο­μά του, για­τί τόν ρώ­τη­σα· τόν ἔ­λε­γαν Σι­δη­ρό­που­λο– ἔ­βγα­λε τό σα­κά­κι του καί τό ἔδω­σε στόν πεσμένο νεαρό νά τό φο­ρέ­σει, λέ­γον­τάς του «Φί­λε, πάρ’  το , κά­νει κρύ­ο», πρός με­γά­λη μας ντρο­πή ὅ­λων τῶν ἄλ­λων πού εἴ­μα­στε ἐ­κεῖ γύ­ρω. Κα­νείς μας δέν εἶχε βγάλει οὔ­τε τό σα­κά­κι του οὔ­τε τό παλ­τό του γιά νά ντύσει αὐτόν τόν νέο! Ἀ­κοῦ­τε;
Μπο­ροῦ­με λοι­πόν νά δώ­σου­με, ὅ­πως σᾶς ἐ­ξή­γη­σα, κάτι, ὁτιδήποτε.
Καί κά­τι ἀ­πό τήν Ἱ­στο­ρί­α τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή. Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης, πα­τριά­ρχης Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, πού πῆ­ρε καί τήν ἐ­πω­νυ­μί­α Ἐ­λε­ή­μων, ὅταν τοῦ ἔ­δι­ναν πράγ­μα­τα, ἐ­κεῖ­νος τά μοί­ρα­ζε. Ἦ­ταν ἀ­φάν­τα­στα ἐ­λε­ή­μων.
Κά­πο­τε ἕ­νας πα­πλω­μα­τᾶς σκέ­φθη­κε νά τοῦ στεί­λει ἕ­να ὡ­ραῖ­ο ζε­στό πά­πλω­μα γιά τό κρε­βά­τι του. Ἐμ­φα­νί­στη­κε λοι­πόν κά­ποι­α φτω­χειά γυ­ναί­κα, τῆς τό φορ­τώ­νει καί τῆς λέει: «Πάρε τό πά­πλω­μα αὐ­τό νά ζε­στα­θεῖ­τε στό σπί­τι σας. Πή­γαι­νε καί πού­λη­σέ το , ἄν θέλεις , καί θά πά­ρεις πολ­λά χρή­μα­τα , γιά νά ἀγο­ράσεις κά­τι πού χρειάζεσαι πε­ρισ­σό­τε­ρο». Συμ­πω­μα­τι­κά ἡ γυναίκα πῆ­γε καί τό πού­λη­σε στόν πα­πλω­μα­τᾶ, στόν ἄν­θρω­πο πού τό εἶ­χε πά­ει δῶ­ρο στόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη! Ὅ­ταν τό εἶ­δε ὁ πα­πλω­μα­τᾶς, τό ἀγόρασε, καί τό ξα­νά­στει­λε πά­λι στόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Ἐ­λε­ή­μο­να. Ἐ­κεῖ­νος ὅμως πά­λι τό πρόσφερε κάπου ἀλλοῦ. Καί τό­τε τοῦ λέ­ει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης: «Γιά νά δοῦ­με, ποι­ός θά βα­ρε­θεῖ πρῶ­τος· ὁ ἕ­νας νά στέλ­νει ἤ ὁ ἄλ­λος νά χα­ρί­ζει!».
Βλέ­πε­τε, μπο­ροῦ­με νά δώ­σου­με τό­σα πράγ­μα­τα καί ὑ­λι­κά, ὅπως σᾶς εἶπα, ἀλλά ἀ­κό­μη καί τέ­χνη καί γνώσεις κι ἕ­να σω­ρό ἄλ­λα.
Ἄς ἔλ­θου­με τώ­ρα σέ μιά ἄλ­λη κα­τη­γο­ρί­α ἐ­λε­η­μο­σύ­νης πού μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με, ὅταν δέν ἔχου­με ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά γιά νά προσφέρουμε. Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού ἔκανε ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος μέ τόν εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη, ὅταν πῆ­γαν νά προ­σκυ­νή­σουν στόν να­ό τοῦ Σο­λο­μῶν­τος καί συνάντησαν ἕ­ναν χω­λό, δηλαδή κου­τσό, πού ζητοῦσε βοήθεια, ἐκεῖ μπροστά στήν ὡ­ραί­α πύ­λη τοῦ ἱε­ροῦ. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος λοιπόν τοῦ εἶπε: «Ἀρ­γύ­ριον καὶ χρυ­σί­ον οὐχ ὑ­πάρ­χει μοι· ὃ δὲ ἔ­χω, τοῦ­τό σοι δί­δω­μι· ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ τοῦ Να­ζω­ραί­ου ἔγει­ρε καὶ πε­ρι­πά­τει»[3]. Δέν ἔ­χω νά σοῦ δώ­σω νο­μί­σμα­τα, οὔ­τε χρυ­σά­φι οὔ­τε φλου­ρί οὔ­τε ἀ­ση­­μέ­νιο νό­μι­σμα· ἐ­κεῖ­νο πού ἔ­χω, αὐ­τό καί σοῦ δί­νω : Σέ κά­νω κα­λά. Στό ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, σή­κω καί περπά­τησε. Κι αὐ­τός πε­τά­χτη­κε ἐ­πά­νω ὑ­γι­ής. Ἡ ἐλεημοσύνη λοι­πόν δέν εἶ­ναι μό­νο θέ­μα χρη­μά­των.
Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι ὅ­ταν θά μᾶς κρί­νει ὁ Κύ­ριος, τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως, καί θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει γιά κρι­τή­ριο τήν ἐν­το­λή τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, δέν θά μᾶς πεῖ «ἤ­μουν στή φυ­λα­κή, καί δέν μέ ἐ­λευ­θε­ρώ­σα­τε πλη­ρώ­νον­τας τά ἔ­ξο­δα» οὔ­τε «ἤ­μουν ἄρ­ρω­στος , καί δέν πλη­ρώ­σα­τε τόν για­τρό καί τά φάρ­μα­κά μου γιά νά γί­νω κα­λά». Δέν θά μᾶς πεῖ τέ­τοι­α πράγ­μα­τα. Ἀλ­λά θά πεῖ: «δέν μέ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε». Παίρ­νει τό πιό ἁπλό, τό πιό ἀνέξοδο. Τό νά πλη­ρώ­σεις τά φάρ­μα­κα καί τόν για­τρό γιά νά γί­νει ὁ ἄλ­λος κα­λά, εἶναι πο­λύ ὡ­ραῖ­ο· ἀλλά δέν μπο­ροῦν ὅ­μως ὅ­λοι νά πλη­ρώ­σουν. Ἀναφέ­ρει ὡς παράπονο κάτι πολύ ἁπλό: «Δέν μέ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε, δέν ἤρ­θα­τε νά μέ δεῖ­τε». Τό νά δώ­σεις καί χρή­μα­τα, θά εἶναι βέβαια ἀ­κό­μα πιό πολύ.
Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ὡς ἐκδήλωση, κα­λύ­πτει ὅ­λο τό φά­σμα, ἀ­πό τήν πρά­ξη καί τόν λό­γο ὡς τή δι­ά­θε­ση. Μπο­ρεῖ νά μήν ἔ­χεις νά δώ­σεις τί­πο­τε, ἀλ­λά στήν καρδιά σου νά ἔ­χεις τή δι­ά­θε­ση νά δώ­σεις.
Καί πάνω ἀπό ὅλα εἶ­ναι ἡ φρον­τί­δα γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν. Νά ἀ­παλ­λά­ξεις τόν ἄλ­λον ἀ­πό τή θα­να­τη­φό­ρα ἄ­γνοι­α, νά τοῦ ὑ­πο­δεί­ξεις πῶς νά κρα­τᾶ καί πῶς νά με­λε­τά­ει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Νά ″ἐ­πι­στρέ­ψεις ″ αἱ­ρε­τι­κό, ὅ­πως λέ­ει ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη, «ἐκ πλά­νης ὁ­δοῦ αὐ­τοῦ»[4], αὐτόν πού ἀμ­φι­βάλ­λει στήν πί­στη νά τόν στε­ρε­ώ­σεις, τόν ἄ­σω­το ἄν­θρω­πο νά τόν γυρίσεις πίσω στόν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, νά πεῖς δυ­ό λό­για ἀ­γά­πης καί οἰ­κο­δο­μῆς. Λέ­ει μά­λι­στα ἐκεῖ ἡ Σο­φί­α Σει­ράχ : «οὐ­χὶ καύ­σω­να ἀ­να­παύ­σει δρό­σος; οὕ­τως κρείσ­σων λό­γος ἢ δό­σις. οὐκ ἰ­δοὺ λό­γος ὑ­πὲρ δό­μα ἀ­γα­θόν; καὶ ἀμ­φό­τε­ρα πα­ρὰ ἀν­δρὶ κε­χα­ρι­τω­μέ­νῳ»[5]. Μήπως τόν καύ­σω­να δέν τόν ἀ­νακουφίζει ἡ δρο­σιά ; Ἔ­τσι, εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νά πεῖς ἕ­ναν κα­λό λό­γο, πα­ρά νά δώ­σεις κά­τι. Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού λέ­ει καί ὁ λα­ός μας, ″ὁ λό­γος σου εἶ­ναι χόρ­τα­ση καί τό ψω­μί σου φά ’­το ″. Ὁ κα­λός λό­γος δέν εἶ­ναι πιό ἀ­γα­θός ἀ­πό τό νά δώ­σεις κά­τι; Καί τά δύο ὅμως, καί ὁ λό­γος καί τό δῶρο, συνυπάρχουν στόν ἄν­θρωπο πού εἶ­ναι χα­ρι­τω­μέ­νος.
Τέ­λος, ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι ἀ­κό­μη τό νά συγ­χω­ροῦ­με ἐ­κεί­νους πού μᾶς ἔ­φται­ξαν. Μοιά­ζει πα­ρά­ξε­νο, για­τί ὅταν τό κάνουμε αὐτό ″ποι­οῦ­μεν ἔ­λε­ος με­τά τοῦ πλη­σί­ον ″, ἐλεοῦμε τόν διπλανό μας.
Θυ­μη­θεῖ­τε τήν πα­ρα­βο­λή τοῦ χρε­ώ­στου δού­λου. «Δοῦ­λε πο­νη­ρέ, οὐκ ἔ­δει καὶ σὲ ἐ­λε­ῆ­σαι τὸν συν­δου­λόν σου, ὡς καὶ ἐ­γώ σε ἠ­λέ­η­σα;»[6]. Δοῦλε πονη­ρέ, δέν ἔ­πρε­πε κι ἐ­σύ νά ἐλεήσεις , νά φα­νεῖς φι­λεύ­σπλα­χνος στόν σύνδουλό σου, ὅπως σέ ἐλέησα κι ἐγώ; Ὁ κύ­ριος χά­ρι­σε τά μύ­ρια τά­λα­ντα στόν δοῦλο του, πού τοῦ τά χρωστοῦσε, ἀλλά ἐκεῖνος δέν χάρισε τό χρέος στόν δικό του χρεώστη, πού μάλιστα χρωστοῦσε καί πολύ λιγότερα. Ἡ ὀφειλή τοῦ ἑνός ἦταν ἑ­κα­τό δη­νά­ρια –δύ­ο χρυ­σές λί­ρες– καί τοῦ ἄλλου μύ­ρια τά­λα­ντα –δύ­ο ἑ­κα­τομ­μύ­ρια τε­τρα­κό­σι­ες χι­λιά­δες χρυ­σές λί­ρες Ἀγ­γλί­ας! Δέν μπο­ροῦ­σε νά φα­νεῖ κι αὐτός ἐ­λε­ή­μων καί φι­λάν­θρω­πος; Καλά, ἄς μή χα­ρί­σει· ἀλ­λά του­λάχι­στον νά πε­ρι­μέ­νει νά τοῦ δώ­σει πί­σω τό πο­σόν ὁ ὀφει­λέτης του!
Ἀλ­λά τώ­ρα ἔρ­χε­ται καί ἡ ἀ­μοι­βή τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Οἱ ἐλεήμονες «αὐ­τοὶ ἐ­λε­η­θή­σον­ται», αὐ­τοί θά ἐ­λε­η­θοῦν.
Σχο­λιά­ζει ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος καί λέει: «Αὐ­τοὶ μὲν ἐ­λε­οῦ­σι ὡς ἄν­θρω­ποι, ἐ­λε­οῦν­ται δὲ πα­ρὰ τοῦ Θε­οῦ. Οὐκ ἔ­στιν δὲ ἴ­σος ἀ­θρώ­πι­νος ἔ­λε­ος καὶ θεῖ­ος»[7]. Δηλαδή: Αὐτοί ἐ­λε­οῦν τόν ἄλ­λον ὡς ἄνθρωποι, ἐ­λεοῦνται ὅμως ἀπό τόν Θε­ό. Ἀλ­λά τό ἔ­λε­ος πού δεί­χνει ὁ Θε­ός σ’  αὐτούς εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό τό ἔ­λε­ος πού δεί­χνουν ἐκεῖνοι.
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πα­ρο­μοιά­ζει τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μέ σπο­ρά: «Ὁ σπεί­ρων φει­δο­μέ­νως φει­δο­μέ­νως καὶ θε­ρί­σει, καὶ ὁ σπεί­ρων ἐ­π’  εὐ­λο­γί­αις ἐ­π’  εὐ­λο­γί­αις καὶ θε­ρί­σει»· αὐ­τός πού σπέρ­νει τσιγ­γού­νι­κα , θά θε­ρί­σει καί τσιγ­γού­νι­κα· καί «δυ­να­τὸς δὲ ὁ Θε­ὸς πᾶ­σαν χά­ριν πε­ρισ­σεῦ­σαι εἰς ὑ­μᾶς , ἵ­να ἐν παν­τὶ πάν­το­τε πᾶ­σαν αὐ­τάρ­κειαν ἔ­χον­τες πε­ρισ­σεύ­η­τε εἰς πᾶν ἔρ­γον ἀ­γα­θόν».[8] Ἔδω­σες πλου­σι­ο­πά­ρο­χα; πλου­σι­ο­πά­ρο­χα καί θά εὐ­λο­γη­θεῖς. Μ’ αὐ­τό τό πα­ρά­δειγ­μα ἀ­να­φέ­ρε­ται βέ­βαι­α στά ὑ­λι­κά πράγ­μα­τα, ὅπου κι ἐκεῖ ὑ­πάρ­χει θεί­α εὐ­λο­γί­α.
Ἄς θυ­μη­θοῦ­με ἀ­κό­μη τόν Ἀ­βρα­άμ,[9] καθώς καί τή χή­ρα μέ τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α, πού ἀ­πό ἐκεῖ­νο τό λί­γο ψω­μά­κι πού εἶχε, ἔ­δω­σε καί στόν Προ­φή­τη.[10] Ἄς θυ­μη­θοῦ­με καί τή Δορ­κά­δα, ἐ­κεί­νη τή θαυ­μά­σι­α γυ­ναί­κα, πού ἦ­ταν τό στή­ριγ­μα τῶν φτω­χῶν ἀν­θρώ­πων.[11] Ἄς θυ­μη­θοῦ­με ἐπίσης τόν Κορ­νή­λιο, πού τοῦ εἶ­πε ὁ ἄγ­γε­λος ὅ­τι ὄ­χι μό­νο οἱ προ­σευ­χές του, ἀλ­λά καί οἱ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες του ἔφθα­σαν στόν Οὐ­ρα­νό.[12]
Ὅ­πως λέ­ει τό βι­βλί­ο τῶν Πα­ροι­μι­ῶν, «ὃς δίδω­σι πτω­χοῖς , οὐκ ἐν­δε­η­θή­σε­ται»[13], ὅ­ποι­ος δί­νει στούς φτω­χούς –κα­θ’ οἱ­ον­δή­πο­τε τρό­πο φτω­χοί, ἀκό­μα νά εἶ­ναι φτω­χοί κι ἀ­πό γνώ­ση– αὐ­τός δέν θά μεί­νει πο­τέ φτω­χός.
Ἀλ­λά ἡ ἀ­μοι­βή ὑ­πάρ­χει κυ­ρί­ως στά πνευ­μα­τι­κά. Εἶ­ναι τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ, πού σκεπάζει καί μι­κρούς καί με­γά­λους, τό ὁποῖο ἐπικαλούμαστε συνεχῶς μέ ἐκεῖ­νο τό Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον, καί πού εἶ­ναι ἀπερίγραπτο!
Λοι­πόν, καί σή­με­ρα μπο­ροῦ­με νά συ­ναν­τή­σου­με στόν δρό­μο τῆς ζω­ῆς μας τόν φτω­χό Λά­ζα­ρο τῆς πα­ρα­βο­λῆς, τή χή­ρα τῆς Να­ΐν, τόν ὑ­βρι­στή μας, τόν ἐ­χθρό μας... καί νά δώ­σου­με ἔ­λε­ος. Ἄς δεί­ξου­με λοι­πόν σέ ὅλους αὐ­τούς τό ἔ­λε­ός μας. Ὅ­λοι αὐ­τοί μᾶς δί­νουν τήν εὐ­και­ρί­α νά φα­νοῦ­με ποι­κι­λό­τρο­πα ἐ­λε­ή­μο­νες. Καί τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ θά ἔλ­θει σ’ ἐ­μᾶς ὡς ἀ­μοι­βή, καί θά ἀκού­σου­με κατά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως τό «Δεῦ­τε οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι τοῦ πα­τρός μου , κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἡτοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν βα­σι­λεί­αν»[14]!

Κυριακή, 17 Δεκεμβρίου 1995

(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.



[1]. Α΄ Ἰ­ω­άν. 3, 18.
[2]. Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία ΙΕ΄, γ΄, MPG 57, 227, 45-47.
[3]. Πράξ. 3, 6.
[4]. Ἰ­άκ. 5, 20.
[5]. Σ. Σειρ. 18, 16-17
[6]. Ματθ. 28, 32-33.
[7]. Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία ιε΄, δ΄, MPG 57, 227, 52-53.
[8]. Β΄ Κορ. 9, 6-8.
[9]. Βλ. Ἑβρ. 13, 1-2.
[10]. Βλ. Γ΄ Βασ. 17, 8-16.
[11]. Βλ. Πράξ. 9, 36-41.
[12]. Βλ. Πράξ. 10, 1-4.
[13]. Πα­ρ. 28, 27.
[14]. Ματθ. 25, 34.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας