Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης
λέει: «Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ ,
ἀλλ’ ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ»[1]. Παιδάκια μου, λέει, ἄς μήν ἀγαπᾶμε μέ τά λόγια οὔτε μέ τή γλώσσα μόνο, ἀλλά μέ ἔργα ἀληθινά. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος μᾶς σημειώνει τά ἑξῆς: «Ἐνταῦθα οὐ τοὺς διὰ χρημάτων ἐλεοῦντας μόνον ἐμοὶ δοκεῖ λέγειν,
ἀλλὰ τοὺς διὰ πραγμάτων». Δηλαδή: Ὅταν λέει ἐδῶ ὁ Κύριος ″μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ″, δέν ἐννοεῖ
μόνον ἐκείνους πού δίνουν γενικότερα χρήματα. «Ποικίλος γὰρ ὁ τῆς ἐλεημοσύ
νης τρόπος, καὶ
πλατεῖα αὕτη ἡ ἐντολή»[2], διότι εἶναι ποικίλος ὁ τρόπος τῆς ἐλεημοσύνης ,
πολύπλευρος , καί ἡ ἐντολή αὐτή εἶναι πλατειά, ἔχει εὐρύ φάσμα, ὅπως σᾶς εἶπα στήν ἀρχή.
Ἐλεημοσύνη λοιπόν εἶναι ἡ προσφορά, ὄχι μόνο χρημάτων, ἀλλά καί κάθε χαρίσματος,
ταλάντου, κάθε ἱκανότητος, κάθε ἀγαθοῦ, κάθε καλῆς γνώσεως. Καί τοῦτο
γιατί ἄν ἦταν μόνο θέμα χρημάτων ἡ ἐλεημοσύνη, τότε θά ἦταν πολύ
περιορισμένη καί θά ἀφοροῦσε μόνο τούς πλουσίους, γιατί μόνο αὐτοί
θά μποροῦσαν νά τήν ἀσκήσουν. Ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Ἐξάλλου δέν εἶναι μόνο
τό χρῆμα πού ἱκανοποιεῖ τίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, τίς ὑλικές καί τίς
πνευματικές, ἀλλά καί τόσα ἄλλα πράγματα.
Καί ἄν θέλετε, θά σᾶς ἀναφέρω δειγματοληπτικά
καί μερικά παραδείγματα, ἔτσι, πρακτικά:
Εἶσαι τεχνίτης; Νά μεταδώσεις
τήν τέχνη σου στόν μαθητευόμενό σου· μή τόν ἀφήσεις στήν ἄγνοια. Νά τοῦ
πεῖς τά μυστικά τῆς δουλειᾶς πού ξέρεις.
Ἄν εἶσαι ἐπιστήμων, ἄν εἶσαι
νομικός, ἄν εἶσαι γιατρός, ἄν εἶσαι δάσκαλος, ἄν εἶσαι μηχανικός, ἄν
εἶσαι φαρμακοποιός, μπορεῖς ἀπό τό πόστο σου νά βοηθήσεις ποικιλοτρόπως,
νά διευκολύνεις μέ κάθε τρόπο, ὅποιον σέ χρειάζεται.
Ὅταν κατέχεις μία ἐξέχουσα
ἤ ἐπίκαιρη θέση, μπορεῖς ὁμοίως νά ἐξυπηρετήσεις, νά βοηθήσεις.
Ἀκόμη μπορεῖς νά βοηθήσεις
σέ μιά προσπάθεια τῆς ἐνορίας σου, ὅπως εἶναι ἡ κατήχηση. Νά ἀναλάβεις
τήν κατήχηση τῶν παιδιῶν, ἄν ἔχεις βέβαια τά προσόντα καί τή δυνατότητα.
Μπορεῖς ἀκόμα νά ἀναλάβεις τυχόν συσσίτια πού διοργανώνει ἡ ἐνορία
σου, ἤ νά συμμετέχεις στήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἄν θέλετε ὅλοι μαζί νά
κτίσετε καινούργια ἐκκλησία, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.
Μποροῦμε ἀκόμη νά δώσουμε
κάποια τρόφιμα ἀπό τό σπίτι μας, ἤ ἀκόμη καί ρουχισμό.
Μάλιστα ἐδῶ ἐπιτρέψτε μου νά
σᾶς πῶ μιά ἱστορία, πού καί ἄλλοτε τήν ἔχω πεῖ, πολύ παλιά· δέν ξέρω ὅμως
ἄν τήν ἔχω πεῖ σ’ ἐσᾶς. Θά τήν ξαναπῶ, γιατί ἤμουν αὐτόπτης μάρτυρας ἑνός
περιστατικοῦ, πού καί τότε μέ εἶχε κυριολεκτικά συνταράξει. Ἀκοῦστε:
Θυμᾶμαι ὅτι ἦταν ἕνα ἡλιόλουστο
ἀπόγευμα, ἀλλά παγωμένο, ὅταν μαζί μέ κάποιον δικό μου κατηφόριζα
σέ ἕναν δρόμο στήν Κηφισιά. Εἶχε παγωνιά, πολύ κρύο. Φοροῦσα τό παλτό
μου, καί δέν ξέρω τί ἄλλα φοροῦσα. Κάποια στιγμή, ἀπό ἀρκετά μακριά,
εἶδα κάποιον νά πέφτει χάμω. «Μπά, τί ἔπαθε
αὐτός;». Τότε πλησιάσαμε, καί εἴδαμε ὅτι ἦταν ἕνας νέος
ἄνθρωπος ἀλλά ἐπιληπτικός. Οἱ ἐπιληπτικοί συνήθως πέφτουν χάμω
χωρίς νά τό καταλάβουν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός φοροῦσε μόνο ἕνα ἄσπρο πουκάμισο
–τό θυμᾶμαι. Δέν φοροῦσε σακάκι, οὔτε παλτό. Ὁ δρόμος αὐτός δέν εἶχε
πολυκατοικίες· ὑπῆρχαν μόνο ἁπλᾶ σπίτια, μονοκατοικίες. Κάποια στιγμή πετάχτηκε
μιά γυναίκα ἀπό ἕνα διπλανό σπίτι, καί ἕνας ἀκόμη διαβάτης πλησίασε ἀπό
κάπου ἐκεῖ κοντά, καθώς καί μερικοί ἄλλοι, γιά νά βοηθήσουν. Ὁ νέος αὐτός μετά
συνῆλθε· ἀλλά, ὅπως ἔπεσε, ἔσκισε τό πουκάμισό του, καί ζήτησε μιά βελόνα
νά τό ράψει.
Περνοῦσε ἡ ὥρα, καί μαζευτήκαμε
πέντε - δέκα ἄνθρωποι ἐκεῖ, γύρω ἀπ’ αὐτόν. Ἀλλά κανείς μας δέν σκέφθηκε
ὅτι ὁ νεαρός δέν φοροῦσε σακάκι, οὔτε παλτό. Ἐκείνη τήν ὥρα περνοῦσε
καί ἕνα μπακαλόπαιδο –παιδί τοῦ μπακάλη– πού πήγαινε μέ τό ποδήλατό
του τρόφιμα, θελήματα, στά σπίτια. Τότε εἴχαμε τά μπακάλικα, μικρά
μπακάλικα, ἐνῶ σήμερα ἔχουμε τά σοῦπερ μάρκετ... –τέλος πάντων. Τό
παιδί κατέβηκε ἀπό τό ποδήλατό του γιά νά δεῖ τί συνέβαινε –συνήθως
πάντα γίνονται πηγαδάκια ὅταν ὑπάρχει κάτι τό ἀξιοπερίεργο– καί χωρίς νά χάσει καιρό,
αὐτό τό παιδί, τό μπακαλόπαιδο –θυμᾶμαι καί τό ὄνομά του, γιατί τόν
ρώτησα· τόν ἔλεγαν Σιδηρόπουλο– ἔβγαλε τό σακάκι του καί τό ἔδωσε στόν πεσμένο νεαρό νά τό φορέσει,
λέγοντάς του «Φίλε, πάρ’ το , κάνει κρύο», πρός μεγάλη μας ντροπή ὅλων τῶν ἄλλων πού εἴμαστε ἐκεῖ γύρω.
Κανείς μας δέν εἶχε βγάλει οὔτε τό σακάκι του οὔτε τό παλτό του γιά νά
ντύσει αὐτόν τόν νέο! Ἀκοῦτε;
Μποροῦμε λοιπόν νά δώσουμε,
ὅπως σᾶς ἐξήγησα, κάτι, ὁτιδήποτε.
Καί κάτι ἀπό τήν Ἱστορία
τήν Ἐκκλησιαστική. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, πού
πῆρε καί τήν ἐπωνυμία Ἐλεήμων, ὅταν τοῦ ἔδιναν πράγματα, ἐκεῖνος τά μοίραζε. Ἦταν ἀφάνταστα
ἐλεήμων.
Κάποτε ἕνας παπλωματᾶς
σκέφθηκε νά τοῦ στείλει ἕνα ὡραῖο ζεστό πάπλωμα γιά τό κρεβάτι του. Ἐμφανίστηκε
λοιπόν κάποια φτωχειά γυναίκα, τῆς τό φορτώνει καί τῆς λέει: «Πάρε τό πάπλωμα αὐτό νά ζεσταθεῖτε στό σπίτι σας. Πήγαινε καί
πούλησέ το , ἄν θέλεις , καί θά πάρεις πολλά χρήματα , γιά νά ἀγοράσεις
κάτι πού χρειάζεσαι περισσότερο». Συμπωματικά
ἡ γυναίκα πῆγε καί τό πούλησε στόν παπλωματᾶ, στόν ἄνθρωπο πού τό εἶχε
πάει δῶρο στόν ἅγιο Ἰωάννη! Ὅταν τό εἶδε ὁ παπλωματᾶς, τό ἀγόρασε,
καί τό ξανάστειλε πάλι στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα. Ἐκεῖνος ὅμως
πάλι τό πρόσφερε κάπου ἀλλοῦ. Καί τότε τοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Γιά νά δοῦμε, ποιός θά βαρεθεῖ πρῶτος· ὁ ἕνας νά
στέλνει ἤ ὁ ἄλλος νά χαρίζει!».
Βλέπετε, μποροῦμε νά δώσουμε
τόσα πράγματα καί ὑλικά, ὅπως σᾶς εἶπα, ἀλλά ἀκόμη καί τέχνη καί
γνώσεις κι ἕνα σωρό ἄλλα.
Ἄς ἔλθουμε τώρα σέ μιά ἄλλη
κατηγορία ἐλεημοσύνης πού μποροῦμε νά κάνουμε, ὅταν δέν ἔχουμε ὑλικά
ἀγαθά γιά νά προσφέρουμε. Εἶναι ἐκεῖνο πού ἔκανε ὁ ἀπόστολος Πέτρος μέ
τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ὅταν πῆγαν νά προσκυνήσουν στόν ναό τοῦ Σολομῶντος
καί συνάντησαν ἕναν χωλό, δηλαδή
κουτσό, πού ζητοῦσε βοήθεια, ἐκεῖ μπροστά στήν ὡραία πύλη τοῦ ἱεροῦ. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λοιπόν τοῦ εἶπε: «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὃ δὲ ἔχω,
τοῦτό σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει»[3]. Δέν ἔχω νά σοῦ δώσω νομίσματα, οὔτε χρυσάφι οὔτε
φλουρί οὔτε ἀσημένιο νόμισμα· ἐκεῖνο
πού ἔχω, αὐτό καί σοῦ δίνω : Σέ κάνω καλά. Στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
σήκω καί περπάτησε. Κι αὐτός πετάχτηκε ἐπάνω ὑγιής.
Ἡ ἐλεημοσύνη λοιπόν δέν εἶναι μόνο θέμα χρημάτων.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι
ὅταν θά μᾶς κρίνει ὁ Κύριος, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, καί θά χρησιμοποιήσει
γιά κριτήριο τήν ἐντολή τῆς ἐλεημοσύνης, δέν θά μᾶς πεῖ «ἤμουν στή φυλακή, καί δέν μέ ἐλευθερώσατε πληρώνοντας τά ἔξοδα» οὔτε «ἤμουν ἄρρωστος , καί δέν πληρώσατε
τόν γιατρό καί τά φάρμακά μου γιά νά γίνω καλά». Δέν θά μᾶς πεῖ τέτοια πράγματα. Ἀλλά θά πεῖ: «δέν μέ ἐπισκεφθήκατε». Παίρνει
τό πιό ἁπλό, τό πιό ἀνέξοδο. Τό νά πληρώσεις τά φάρμακα καί τόν γιατρό γιά
νά γίνει ὁ ἄλλος καλά, εἶναι πολύ ὡραῖο· ἀλλά δέν
μποροῦν ὅμως ὅλοι νά πληρώσουν. Ἀναφέρει ὡς παράπονο κάτι πολύ ἁπλό: «Δέν μέ ἐπισκεφθήκατε, δέν ἤρθατε νά μέ δεῖτε». Τό νά δώσεις καί χρήματα, θά εἶναι βέβαια ἀκόμα πιό πολύ.
Ἡ ἐλεημοσύνη, ὡς ἐκδήλωση,
καλύπτει ὅλο τό φάσμα, ἀπό τήν πράξη καί τόν λόγο ὡς τή διάθεση. Μπορεῖ
νά μήν ἔχεις νά δώσεις τίποτε, ἀλλά στήν καρδιά σου νά ἔχεις τή διάθεση
νά δώσεις.
Καί πάνω ἀπό ὅλα εἶναι ἡ φροντίδα
γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν. Νά ἀπαλλάξεις τόν ἄλλον ἀπό τή θανατηφόρα
ἄγνοια, νά τοῦ ὑποδείξεις πῶς νά κρατᾶ καί πῶς νά μελετάει τό Εὐαγγέλιο.
Νά ″ἐπιστρέψεις ″ αἱρετικό,
ὅπως λέει ἡ Καινή Διαθήκη, «ἐκ πλάνης
ὁδοῦ αὐτοῦ»[4], αὐτόν πού ἀμφιβάλλει στήν πίστη νά τόν στερεώσεις, τόν ἄσωτο ἄνθρωπο
νά τόν γυρίσεις πίσω στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, νά πεῖς δυό λόγια ἀγάπης καί οἰκοδομῆς.
Λέει μάλιστα ἐκεῖ ἡ Σοφία Σειράχ : «οὐχὶ καύσωνα ἀναπαύσει δρόσος; οὕτως κρείσσων
λόγος ἢ δόσις. οὐκ ἰδοὺ λόγος ὑπὲρ δόμα ἀγαθόν; καὶ ἀμφότερα παρὰ ἀνδρὶ κεχαριτωμένῳ»[5]. Μήπως τόν καύσωνα δέν τόν ἀνακουφίζει ἡ δροσιά ; Ἔτσι, εἶναι καλύτερα νά πεῖς ἕναν καλό λόγο,
παρά νά δώσεις κάτι. Εἶναι ἐκεῖνο πού λέει καί ὁ
λαός μας, ″ὁ λόγος σου εἶναι χόρταση καί
τό ψωμί σου φά ’το ″. Ὁ καλός λόγος δέν εἶναι πιό ἀγαθός
ἀπό τό νά δώσεις κάτι; Καί τά δύο ὅμως, καί ὁ λόγος καί τό δῶρο,
συνυπάρχουν στόν ἄνθρωπο πού εἶναι χαριτωμένος.
Τέλος, ἐλεημοσύνη εἶναι ἀκόμη
τό νά συγχωροῦμε ἐκείνους πού μᾶς ἔφταιξαν. Μοιάζει παράξενο, γιατί
ὅταν τό κάνουμε αὐτό ″ποιοῦμεν ἔλεος μετά τοῦ πλησίον ″, ἐλεοῦμε τόν διπλανό μας.
Θυμηθεῖτε τήν παραβολή
τοῦ χρεώστου δούλου. «Δοῦλε πονηρέ, οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν συνδουλόν σου, ὡς καὶ
ἐγώ σε ἠλέησα;»[6]. Δοῦλε πονηρέ, δέν ἔπρεπε κι ἐσύ νά ἐλεήσεις , νά
φανεῖς φιλεύσπλαχνος στόν σύνδουλό σου, ὅπως σέ ἐλέησα κι ἐγώ; Ὁ κύριος χάρισε τά μύρια τάλαντα στόν δοῦλο του, πού τοῦ τά χρωστοῦσε, ἀλλά ἐκεῖνος δέν χάρισε τό χρέος
στόν δικό του χρεώστη, πού μάλιστα χρωστοῦσε καί πολύ λιγότερα. Ἡ ὀφειλή τοῦ ἑνός
ἦταν ἑκατό δηνάρια –δύο χρυσές
λίρες– καί τοῦ ἄλλου μύρια τάλαντα –δύο ἑκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες χρυσές λίρες Ἀγγλίας!
Δέν μποροῦσε νά φανεῖ κι αὐτός ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος; Καλά, ἄς μή χαρίσει· ἀλλά τουλάχιστον
νά περιμένει νά τοῦ δώσει πίσω τό ποσόν ὁ ὀφειλέτης του!
Ἀλλά τώρα
ἔρχεται καί ἡ ἀμοιβή τῆς ἐλεημοσύνης. Οἱ ἐλεήμονες «αὐτοὶ ἐλεηθήσονται», αὐτοί θά ἐλεηθοῦν.
Σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος
καί λέει: «Αὐτοὶ μὲν ἐλεοῦσι ὡς ἄνθρωποι, ἐλεοῦνται δὲ
παρὰ τοῦ Θεοῦ. Οὐκ ἔστιν δὲ ἴσος ἀθρώπινος ἔλεος καὶ θεῖος»[7]. Δηλαδή: Αὐτοί ἐλεοῦν τόν ἄλλον ὡς ἄνθρωποι,
ἐλεοῦνται ὅμως ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά τό ἔλεος πού δείχνει ὁ Θεός σ’ αὐτούς
εἶναι ἀσύγκριτα περισσότερο ἀπό τό ἔλεος πού δείχνουν ἐκεῖνοι.
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος παρομοιάζει τήν ἐλεημοσύνη μέ σπορά: «Ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις
ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει»· αὐτός πού σπέρνει τσιγγούνικα , θά θερίσει καί τσιγγούνικα· καί «δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς , ἵνα ἐν παντὶ
πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν».[8] Ἔδωσες πλουσιοπάροχα; πλουσιοπάροχα
καί θά εὐλογηθεῖς. Μ’ αὐτό τό παράδειγμα ἀναφέρεται
βέβαια στά ὑλικά πράγματα, ὅπου κι ἐκεῖ ὑπάρχει θεία εὐλογία.
Ἄς θυμηθοῦμε
ἀκόμη τόν Ἀβραάμ,[9] καθώς καί τή χήρα μέ τόν προφήτη Ἠλία, πού ἀπό ἐκεῖνο τό λίγο ψωμάκι
πού εἶχε, ἔδωσε καί στόν Προφήτη.[10] Ἄς θυμηθοῦμε καί τή Δορκάδα, ἐκείνη τή θαυμάσια γυναίκα, πού ἦταν
τό στήριγμα τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων.[11] Ἄς θυμηθοῦμε ἐπίσης τόν Κορνήλιο, πού τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος ὅτι ὄχι
μόνο οἱ προσευχές του, ἀλλά καί οἱ ἐλεημοσύνες του ἔφθασαν στόν Οὐρανό.[12]
Ὅπως λέει
τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, «ὃς δίδωσι πτωχοῖς , οὐκ ἐνδεηθήσεται»[13], ὅποιος δίνει στούς φτωχούς –καθ’ οἱονδήποτε τρόπο φτωχοί, ἀκόμα νά εἶναι φτωχοί κι ἀπό γνώση– αὐτός δέν
θά μείνει ποτέ φτωχός.
Ἀλλά ἡ ἀμοιβή ὑπάρχει
κυρίως στά πνευματικά. Εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού σκεπάζει καί μικρούς
καί μεγάλους, τό ὁποῖο ἐπικαλούμαστε συνεχῶς μέ ἐκεῖνο τό Κύριε ἐλέησον,
καί πού εἶναι ἀπερίγραπτο!
Λοιπόν,
καί σήμερα μποροῦμε νά συναντήσουμε στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας τόν φτωχό Λάζαρο τῆς παραβολῆς, τή χήρα τῆς Ναΐν, τόν ὑβριστή μας, τόν ἐχθρό
μας... καί νά δώσουμε ἔλεος. Ἄς δείξουμε λοιπόν σέ ὅλους αὐτούς τό ἔλεός μας. Ὅλοι αὐτοί μᾶς δίνουν τήν εὐκαιρία νά φανοῦμε ποικιλότροπα
ἐλεήμονες. Καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ θά ἔλθει σ’ ἐμᾶς ὡς ἀμοιβή, καί θά ἀκούσουμε
κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως τό «Δεῦτε οἱ
εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου , κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν
βασιλείαν»[14]!
Κυριακή, 17 Δεκεμβρίου 1995
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς
Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο
περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του
μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση
γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας