Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Σκέψεις για την ιεραποστολή σήμερα




Η ιεραποστολή είναι μία των ενεργειών της Εκκλησίας. Αναφέρεται στην εξάπλωση του σωτηριώδους ευαγγελικού κηρύγματος σε όλο τον κόσμο. Αποτελεί θεμελιώδη και πρωταρχική, σπουδαία και θεοκίνητη πράξη, βασιζόμενη στην αρχή της καθολικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και στους λόγους του Σωτήρος Χριστού: “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…”.

Το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας είναι κύριο, υπεύθυνο, σωτήριο. Δεν πρόκειται για θεσμό ανθρώπινο, αλλά για αποστολή της Εκκλησίας σε όλο τον κόσμο. Το ωραίο, αγνό και γνήσιο ενθουσιαστικό στοιχείο των πρώτων χριστιανών για την άφοβη διάδοση του χριστιανισμού είναι πάντοτε διδακτικό. Οι άγιοι απόστολοι του Χριστού ήταν πρώτιστα κήρυκες και διδάσκαλοι απτόητοι της χριστιανικής αλήθειας.
Ο μέγας απόστολος των εθνών Παύλος γράφει πως το κύριο έργο του είναι ο ευαγγελισμός των ψυχών. Μάλιστα ξεκάθαρα λέγει πως “τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω”. Το κήρυγμα των αγίων αποστόλων ήταν χριστοκεντρικό. Κηρύττουν Χριστό Σταυροαναστηθέντα. Η εξάπλωση του κηρύγματος γίνεται πολύμοχθα. Απευθύνεται στους Ιουδαίους και στους Εθνικούς. Στους πρώτους μιλά ο Πέτρος και στους δεύτερους ο Παύλος. Το κήρυγμα τους εύστοχα χαρακτηρίζεται αλιευτικό. Το κήρυγμα του Πέτρου είναι κυρίως μεσσιανικό και του Παύλου θεολογικό. Δεν καταθέτουν δικές τους ωραίες σκέψεις, αλλά βασικές αλήθειες της πίστεως. Ο πάντοτε ενθουσιώδης και τολμηρός Πέτρος δεν διστάζει να καυτηριάσει αυστηρά τους σταυρωτές του Σωτήρος. Ο θείος και βαθύς Παύλος οδηγεί τους ακροατές του στην αληθινή θεογνωσία. Ο Παύλος μιλά για προσωπικό, προσιτό, ζώντα Θεό. Για δημιουργό του σύμπαντος κόσμου, Σωτήρα και Λυτρωτή των ανθρώπων.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε αντίθεση με την παπική δεν δημιούργησε ποτέ τάγματα ιεραποστολικά προσηλυτισμού αλλοθρήσκων και αλλόδοξων. Ο πάπας και οι περί αυτόν κατευθύνουν την παγκόσμια ιεραποστολική δράση. Αντίθετα οι Διαμαρτυρόμενοι κινούνται εντελώς ανεξάρτητα δημιουργώντας ιδιωτικές ιεραποστολικές εταιρείες. Η δράση της Ουνίας και των διαφόρων Προτεσταντών εντός του ορθόδοξου χώρου χαρακτηρίζεται δίκαια αντιευαγγελική και αντιχριστιανική.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι γεγονός πως μετά τον 10° αιώνα ανεκόπη η ιεραποστολική δραστηριότητα, δίχως όμως ποτέ να διακοπεί ο ιεραποστολικός ζήλος. Η Ρωσική Εκκλησία τον 19° αιώνα ανέπτυξε πλούσια σχετική δράση. Τον 20° αιώνα παρατηρείται αξιόλογη άνθιση της ιεραποστολής των Ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο.
Στην Ελλάδα σήμερα μιλάμε για εξωτερική και εσωτερική ιεραποστολή. Λέγοντας “εξωτερική” συνήθως εννοούμε τους μη βαπτισμένους κι “εσωτερική” τους βαπτισμένους χριστιανούς. Η Εκκλησία της Ελλάδος ενισχύει σήμερα ιεραποστολές στην Αφρική και Ασία. Η εσωτερική ιεραποστολή είναι πάντοτε αναγκαία. Δεν έχει σημασία αν συγχέεται με το κήρυγμα και την κατήχηση. Δυστυχώς συμβαίνει στην αγιοτόκο πατρίδα μας η πίστη των νεοελλήνων να έχει αρκετά υποβιβασθεί και ο ορθόδοξος ζήλος να έχει ισχυρά μειωθεί. Απαραίτητος λοιπόν ο νηφάλιος επανευαγγελισμός των βαπτισμένων και ούτε στην ταυτότητα πλέον Ορθοδόξων χριστιανών. Είναι γεγονός πως το κήρυγμα υπάρχει στους ναούς, σ’ αίθουσες, σ’ εκκλησιαστικούς ραδιοφωνικούς κι ελάχιστους τηλεοπτικούς σταθμούς, σε πολλά βιβλία κι έντυπα.
Ας μου επιτραπεί όμως να πω πως ενίοτε το κήρυγμα έχει στοιχεία ενοχλητικού βερμπαλισμού, κουραστικού στόμφου, σκληρού κυνηγητού εχθρών και δεν είναι καλά προετοιμασμένο. Είναι ανάγκη μεγάλη το κήρυγμα της Εκκλησίας να ενδιαφερθεί περισσότερο για τους βαπτισμένους που έχουν μια επιφυλακτική θέση απέναντι στην Εκκλησία, ή μια χαλαρή στάση μαζί της, ή σοβαρή απόσταση ή και διάσταση και αδιαφορία. Οι σκανδαλισθέντες, οι αποσχισθέντες, οι παραπλανηθέντες ή πλανηθέντες από την ύλη, την αθεΐα ή τις αιρέσεις χρήζουν της μέριμνας και του υψηλού καθήκοντος της ιεραποστολής. Δεν θα πρέπει το κήρυγμα να εξαντλείται σ’ ένα κοινωνικό σχόλιο της παρερχόμενης επικαιρότητος. Είναι ανεπίτρεπτο να μετατρέπεται ο ιερός άμβωνας σε τηλεοπτικό παράθυρο. Το κήρυγμα αποτελεί τον πυρήνα κάθε ιεραποστολής.
Στην Καινή Διαθήκη συναντάμε ωραίες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς της ιεραποστολής: “Διακονία του λόγου”, “διαμαρτύρομαι και λαλώ τον λόγον”, “κηρύττω τον Ιησούν”” και “καταγγέλλων τον λόγον του Ιησού. Παρατηρούμε λοιπόν στις Πράξεις των Αποστόλων να γίνεται ξεκάθαρος λόγος για διακόνημα και διακονία, για διαμαρτυρία, για κήρυγμα, για καταγγελία. Ο διακόνων, διαμαρτυρόμενος, κηρύττων και καταγγέλλων είναι ο απόστολος. Μιλά μόνο για τον Χριστό. Μιλά ταπεινά. Μιλά από αγάπη. Μιλά γι’ αυτό που γνωρίζει και ζει καλά. Έχει βίωμα. Έχει χάρη. Καταθέτει μαρτυρία πίστεως και ζωής.
Η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, τον έφερε από την ελευθερία στη δουλεία των δαιμονοκίνητων παθών. Η εμπάθεια δημιουργεί ασέβεια, απιστία, αγάπη του σκότους. Η κατάσταση αυτή του ανθρώπου αποτελεί την αφορμή του κηρύγματος των προφητών, των δικαίων, των Ευαγγελιστών, των αποστόλων και όλων των αγίων, που καθίστανται κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο μικροί ή μεγάλοι ιεραπόστολοι. Ο πρώτος και μεγάλος ιεραπόστολος είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος μας έπλασε από αγάπη και συνεχίζει να μας αγαπά, δίχως ποτέ να μας ξεσυνερίζεται και μετά την απομάκρυνση μας από Αυτόν. Η αυτοαγαθότητα του Θεού εμπνέει τους ιεραπόστολους για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Ο κάθε πιστός καλείται να συντρέξει στο έργο της σωτηρίας του εαυτού του και των αδελφών του, να γίνει ένας ιεραπόστολος. Πρόκειται για θεία εντολή, ανάγκη, καθήκον, υποχρέωση, από πίστη και αγάπη, με γνώση, φιλότιμο και υπομονή. Ο ιεραποστολικός ζήλος θερμαίνεται και αυξάνεται από τη μεγάλη αγάπη προς τον θεό και τον συνάνθρωπο. Η ανιδιοτελής, θυσιαστική κι εκστατική αγάπη του πιστού τον κάνει να χαίρεται τη διακονία, την προσφορά, την κακουχία, το μαρτύριο.
Έτσι, αγαπητοί μου, θα μπορούσαμε να πούμε πως μια ιεραποστολική αδράνεια και ποιμαντική αδιαφορία για τη σωτηρία των ανθρώπων αποτελεί σοβαρή αλλοτρίωση και νοσηρή εκκοσμίκευση. Η ιεραποστολή δεν μπορεί να είναι κάτι έκτακτο παρά μόνο κάτι μόνιμο. Η ιεραποστολή όταν ανθεί φανερώνει θα λέγαμε καλύτερα τη φύση της Εκκλησίας. Μια έξαρση της ιεραποστολικής κινήσεως είναι δηλωτική πιστεύουμε της θερμουργού πίστεως των πιστών στην ευαγγελική εντολή της ιεραποστολής.
Η ιεραποστολή δεν εργάζεται για ν’ αυξήσει τους οπαδούς της, να κερδίσει χώρους, να καυχάται για μεγέθυνση του έργου, αλλά για ταπεινή και σεμνή διακονία προς πολλαπλασιασμό των σεσωσμένων. Η Εκκλησία κυρίως σώζει ψυχές αθάνατες. Δεν ασχολείται με ιδεολογίες, με κοινωνικές αλλαγές, με πολιτικά παιχνίδια, με οικονομικά συστήματα. Η Εκκλησία είναι μια μητρική αγκαλιά και θέλει και μπορεί να τους αναπαύσει όλους. Η Εκκλησία κρίνει από αγάπη και τα μέλη της κρίνονται για τη συνέπεια τους. Ο σχολαστικισμός δεν είναι αρεστός στην Εκκλησία. Πάσχει για τη διάδοση της σώζουσας και λυτρωτικής αλήθειας και δεν μάχεται σε κοσμικές συζητήσεις, που κρύβουν υπεροψία. Η ιεραποστολή θέλει και πρέπει πάντοτε να εργάζεται σωτηριολογικά και μεταμορφωτικά.
Στην Ορθόδοξη ιεραποστολή του εξωτερικού θα βρεις φαγητό και φάρμακο. Θα βρεις όμως τη χάρη για τη θέωση και τελείωση που είναι ο μόνος σκοπός της υπάρξεως. Τούτο δεν θα πρέπει να λησμονείται και υποτονείται. Είναι αναγκαίο το ψωμί και το νερό. Ο άνθρωπος όμως ξεδιψά αληθινά με τη γνώση της αλήθειας. Η βίωση της αλήθειας ανακαινίζει, ελευθερώνει, μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Ο μεταμορφωμένος άνθρωπος γίνεται ο χριστιανός της αγάπης και της ειρήνης, της συνδιαλλαγής και καταλλαγής. Η εσωτερική κι εξωτερική ιεραποστολή μπορεί και πρέπει να συνδυάζεται, συνυπάρχει και συναυξάνεται.
Τα μυστήρια της Εκκλησίας εισοδεύουν, προσλαμβάνουν, εγκεντρίζουν και αφομοιώνουν τους πιστούς. Το βάπτισμα δέχεται τους νεοφώτιστους στο σώμα της Εκκλησίας, τους καταλογραφεί και απογράφει. Το εισαγωγικό αυτό μυστήριο είναι απαραίτητο αυτής της υπερφυούς εντάξεως στους κόλπους της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το χρίσμα επικυρώνει, κατοχυρώνει, επισφραγίζει αυτή τη θεία ένταξη. Τα μυστήρια της ιεράς εξομολογήσεως και της θείας ευχαριστίας είναι ουσιαστικά ανακαινιστικά κι επανασυνδέουν κι επανεντάσσουν τον πιστό στο μυστικό σώμα του ζώντος Χριστού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι μια ωραία θρησκεία ανάμεσα στις άλλες καλές θρησκείες, έστω η πιο καλή ή σωστή. Η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία. Η Εκκλησία δεν είναι συναιτερισμός, σύλλογος, ομάδα, παρέα με κάποιους πνευματικούς σκοπούς, φιλόδοξους στόχους και αγαθές επιδιώξεις. Η νέα εν Χριστό κοινωνία, κατά τον απόστολο Πέτρο, καλείται “γένος εκλεκτόν” και “έθνος άγιον” . Οι χριστιανοί είναι αδελφοί ίσοι, με πατέρα τον Χριστό, είναι ομόφρονες, φιλόθεοι, φιλάνθρωποι, φιλάδελφοι, φιλάρετοι, θεούμενοι, χριστοποιημένοι, αγιοπνευματικοί.
Σε αυτή την κοινωνία λειτουργούν όλες ο διακονίες ταπεινά, δίχως διακρίσεις, υπεροψίες, αρχομανίες, φιλοδοξίες και ταραχές. Το μεγαλύτερο χάρισμα είναι η αγάπη, που πάντα μέσα της έχει άφθονο το στοιχείο της υγιούς και απαραίτητης ταπεινώσεως. Αυτή η αγάπη και η ταπείνωση δεν επιτρέπει να νοθευτεί το έργο και να μη γίνεται για τη δόξα του θεού και τη σωτηρία των ανθρώπων. Η όποια παρεκτροπή στο σοβαρό αυτό σημείο θα μετατρέπει εξαιτίας μας την Εκκλησία σε κοσμικό οργανισμό με αντεγκλήσεις, πρωτοκαθεδρίες, ζηλωτισμόυς και απολυταρχισμούς. Θα δημιουργείται προσωποπαγής κίνηση, με τάσεις ανεξαρτοποιήσεως και αποδεσμεύσεως της Εκκλησίας και θα λεγόμαστε ξανά του Κηφά και του Απολλώ και όχι του Χριστού. Στις ανευλόγητες αυτές αυθαιρεσίες κυοφορούνται συνήθως φαινόμενα λίαν νοσηρά όπως η ψευδοπροφητεία, η ψευδοαπακάλυψη και η ψευδοαγιότητα. Η ιεραποστολή της Εκκλησίας μας έχει ιεραπόστολους απόστολους, ομολογητές, μάρτυρες, οσιομάρτυρες και νεομάρτυρες, αληθινούς, γνήσιους, ατόφιους, ταπεινούς και νηφάλιους.
Ο Π. Δημήτριος Στανιλοάε λέγει: “ο Χριστός δεν μας έφερε την σωτηρία για να μπορούμε να συνεχίζουμε να ζούμε σε απομόνωση, αλλά για να αγωνιζόμαστε για μια μεγαλύτερη και συνεχώς βαθύτερη ενότητα που έχει σαν αποκορύφωμα της την αιώνια Βασιλεία του θεού”. Και συνεχίζει: “σωζόμαστε σημαίνει να βγαίνουμε από την απομόνωση μας και να ενωνόμαστε με τον Χριστό και τους άλλους ανθρώπους”.
Κατά τους άγιους πατέρες ο ιεραπόστολος και ο ιεροκήρυκας κατά κάποιον τρόπο ταυτίζονται. Ιδού πως τους χαρακτηρίζει ο όντως Μέγας Βασίλειος. Των ιεροκηρύκων και ιεραποστόλων τα χείλη, λέγει, είναι του Χριστού. Δα έχουν δανείσει στον Χριστό, όπως ο Παύλος έλεγε, πως έχει μέσα του τον Χριστό λαλούντα. Για την κάθε περίπτωση θα πρέπει να χρησιμοποιεί τον κατάλληλο τρόπο διδασκαλίας. Δονίζει δε ιδιαίτερα κάτι που αξίζει να προσεχθεί. Όσοι διδάσκουν και αμελούν με θάρρος να καταθέτουν το θέλημα του Θεού, για να μη δυσαρεστήσουν τους ακροατές τους, υποχωρούντες στις επιθυμίες του κόσμου και λέγοντας μόνο ότι τους αρέσει “της του Κυρίου δεσποτείας εκπίπτουσι”.
Ο άγιος Γρηγόριος, ο όντως Θεολόγος, θέλει ιδιαίτατα προσεκτικούς όλους όσους ασχολούνται με το κήρυγμα και την ιεραποστολή. Είναι δίκαια και δικαιολογημένα αρκετά αυστηρός. Λέγει χαρακτηριστικά: είναι προτιμότερο να υπακούμε με καλή προαίρεση, παρά να ομιλούμε με αμάθεια. Αν η ιεραποστολή είναι για τους τέλειους κανείς δεν θα την ξεκινούσε. Γι’ αυτό λέγει πως τροφή είναι η διδασκαλία και για τον τρέφοντα. Επιμένει πως μεγάλη υπόθεση είναι το βίωμα, η πράξη και το παράδειγμα: Ή να μη διδάσκεις ή να διδάσκεις με τον τρόπο που πρέπει. Μη τραβάς με το ένα χέρι και απωθείς με το άλλο. Θα χρειασθείς λιγότερα λόγια πράττοντας όσα πρέπει. Ο ζωγράφος διδάσκει περισσότερο με τις ζωγραφιές του. Συνεχίζει λίαν εύστοχα κι ας μη δυσανασχετούμε: Μη θέλεις να με πείσεις με τα λόγια, αλλά με τα έργα. Μισώ τη διδασκαλία που είναι αντίθετη με τον τρόπο της ζωής αυτού που διδάσκει. Για να καταλήξει στη γνωστή, υπέροχη ρήση του και τόσο πράγματι ελεγκτική για όλους μας. Πρέπει να καθαρίσουμε πρώτα τον εαυτό μας κι έπειτα να καθαρίσουμε τους άλλους.
Να αποκτήσουμε σοφία κι έπειτα να κάνουμε και τους άλλους σοφούς. Να γίνουμε φως, για να φωτίσουμε. Να πλησιάσουμε τον Θεό οι ίδιοι, για να φέρουμε κοντά και τους άλλους. Ν’ αγιασθούμε, για ν’ αγιάσουμε τους άλλους.
Ο θείος και ιερός Ιωάννης ο όντως Χρυσόστομος με κατανόηση, συμπάθεια και περισσή αγάπη και ειλικρίνεια, καταθέτει τον ιλαρό επί του θέματος μας γνήσιο λόγο του, που συμπορεύεται με τους προηγούμενους: Αν δεν προηγείται της διδασκαλίας η πράξη και το έργο, που μιλούν λαμπρά σε όσους τα βλέπουν, δεν έχει νόημα ο λόγος. Συνεχίζει παρόμοια. Δίδαξε με, με τη ζωή σου. Αυτή η διδασκαλία είναι άριστη. Γιατί είναι μεγαλύτερη η βλάβη, όταν κανείς διδάσκει ωραία και καταστρέφουν τα έργα τους λόγους του. Αυτό πολλά κακά έφερε στις εκκλησίες. Δηλαδή να μη υπάρχει ανταπόκριση λόγων και πράξεων. Τονίζει αξιοπρόσεκτα: το αξίωμα της ιερωσύνης και της διδασκαλίας, είναι μεγάλο και θαυμαστό. Και πράγματι θα πρέπει να ψηφισθεί από τον Θεό, ώστε ο άξιος να προχωρήσει και προοδεύσει κατά θεία κλήση, πρόσκληση και προσταγή.
Ο καλύτερος ιεροκήρυκας όλων των αιώνων Χρυσόστομος, του οποίου εφέτος συμπληρώνονται 1600 έτη από της μακάριας κοιμήσεως του, ο εραστής του θείου Παύλου, του μεγαλύτερου ιεραποστόλου όλων των αιώνων, τον ιεροκήρυκα ονομάζει “ταχυδρόμο του Θεού”, “παιδαγωγό χαλεπό”, “υπηρέτη του Θεού”, “σπορέα και ιατρό”. Συγκεκριμένα για την ιεραποστολή λέγει στους αγαπητούς ακροατές του: Αν θελήσετε όλοι όσοι είσθε εδώ, ν’ αναλάβετε τη σωτηρία των κατοίκων της πόλεως, σύντομα όλη η πόλη θα διορθωθεί. Αρκεί ένας άνθρωπος με φλογερό ζήλο να διορθώσει όλη την πολιτεία. Συνεχίζει παρήγορα: Μπορεί πολλές φορές μια ψυχή που κερδίθηκε, μεγάλο όγκο αμαρτημάτων να σβήσει εκείνου που συνέδραμε σε αυτό την ώρα της κρίσεως. Καταλήγει παρόμοια: Μη υποτιμάς το έργο μεταστροφής λίγων ανθρώπων, επειδή δεν είσαι σε θέση να σώσεις όλη την οικουμένη. Και μη αφεθείς ν’ αποξενωθείς από την επιδίωξη των μικρών κατορθωμάτων, επειδή συνεπαίρνεσαι από τα μεγάλα. Κι αν δεν καταφέρνεις να μεταστρέψεις εκατό, φρόντισε για τους δέκα που μπορείς. Κι αν πάλι οι δέκα υπερβαίνουν τις δυνάμεις σου, μη περιφρονήσεις τους πέντε. Κι αν ακόμη δεν μπορέσεις του πέντε, ας είναι κι ένας. Και τελικά κι έναν να μη πετύχεις να μεταστρέψεις, μη απελπισθείς και μη παύσεις να προσφέρεις… Δεν είσαι σε θέση να κάνεις θαύματα και με αυτά να πείσεις; Χρησιμοποίησε τις δυνατότητες που έχεις. Πείσε με τη φιλανθρωπία, τη συμπαράσταση, την αγάπη, τη συντροφικότητα, τη περιποίηση και όλα τα παρόμοια. Φιλόστοργος ο ιερός πατήρ και όλους τους παρηγορεί, ανακουφίζει, συμπαρίσταται και τους κάνει άοκνους, ελπιδοφόρους κι αισιόδοξους.
Απ’ όλα τα παραπάνω φωτογραφίζεται, χαρακτηρίζεται, ορίζεται και τοποθετείται ο ιεραπόστολος μέσα στην Εκκλησία και τον κόσμο και σήμερα. Πιστός, χριστοφόρος, διακριτικός, ειλικρινής, ομολογητής, γνώστης, τίμιος, θεόκλητος, χριστόδουλος, φιλάνθρωπος και φιλάδελφος.
Το Άγιον Όρος υπήρξε λίκνο αγιότητος και σχολή προετοιμασίας πολλών ιεραποστόλων από τον 9° αιώνα. Πλήθος αγίων εργάσθηκαν εντός κι εκτός του ελληνισμού ιεραποστολικά και καρποφόρα. Την περίοδο της τουρκοκρατίας έχουμε πολλά και λαμπρά ιεραποστολικά ονόματα: Νήφων ο μ’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (+1508), από τους μεγαλύτερους ιεραποστόλους του 15ου αιώνος. Περιοδεύει τη Μακεδονία και Ήπειρο, στηρίζοντας τον λαό και διδάσκοντας πίστη στα πατρώα δόγματα. Το αυτό πράττει στη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη και τη Σωζοαγαθούπολη. Το έργο του κορυφώνεται κατά τη μετάβαση του στη Ρουμανία, όπου θεωρείται φωτιστής της. Παρόμοιο έργο επιτελεί ο λόγιος Βατοπεδινός μοναχός Μάξιμος ο Γραικός στη Ρωσία (+1556). Οι οσιομάρτυρες Μακάριος (+1507) και Ιωάσαφ (+1536) οι Διονυσιάτες, Ιάκωβος Ιβηροσκητιώτης (+1519) μετά της συνοδείας του, Κύριλλος (+1566), Δαμιανός ο Νέος (+1568), Γεδεών Καρακαλληνός (+1818), Αγαθάγγελος και Διμόθεος (+1819) οι Εσφιγμενίτες στέφουν με το αίμα τους το δυνατό κήρυγμα τους. Το αυτό επιτελούν και οι σπουδαίοι Αθωνίτες όσιοι Διονύσιος ο εν Ολύμπω (+1541), Γεράσιμος ο Νέος (+1579), Συμεών ο ανυπόδυτος και μονοχίτων (+1594), Θεοφάνης Δοχειαρίτης ο θαυματουργός, Δαβίδ ο εν Εύβοια, Ιερόθεος Ιβηρίτης (+1745), Άνθιμος ο Κουρούκλης (+1782), Αθανάσιος ο Πάριος (+1813), Σάββας της Καλύμνου (+1948) και αρκετοί άλλοι.
Άφησα για το τέλος τον ένδοξο του Χριστού ιερομάρτυρα Κοσμά τον Αιτωλό (+1779), ο οποίος, ταπεινά φρονώ, πώς πολλά έχει να μας διδάξει και σήμερα όλους, τους ιεραποστόλους της εμπροσθοφυλακής και της χρήσιμης οπισθοφυλακής, τους φίλους, συνεργούς και βοηθούς της θεοαγάπητης ιεραποστολής. Ο άγιος Κοσμάς αναφέρεται ενδεικτικά στο περιβόητο πλέον βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, δίχως καμία ιδιότητα και φωτογραφία. Ο άγιος Κοσμάς δεν μιλά γενικά, αφηρημένα, ακατανόητα και για να περνά ευχάριστα η ώρα, χαϊδεύοντας τ’ αυτιά των πολλών ακροατών του. Μιλά πολύ συγκεκριμένα, αρκετά σοβαρά, δυνατά και σταράτα. Ο βίος του είναι ένα ανοιχτό διδακτικό βιβλίο. Έλαβε καλή μόρφωση και όπως λέει ο ίδιος “επήγα και εις το Άγιον Όρος και έκλαιγα δια τες αμαρτίες μου δεκαεπτά χρόνους”. Δα γράμματα και τα δάκρυα των δεκαεπτά χρόνων ήταν μια πολύ καλή προετοιμασία για το κατοπινό του έργο. Εξομολογείται δημόσια και συγκινητικά τον ακούμε να λέει: “Εγώ, χριστιανοί μου, θέλω να σας φανερώσω την αιτίαν όπου επαρακινήθηκα και εβγήκα να περιπατώ εις τον κόσμον. Σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα όπου μου εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός, με αξίωσε και εμένα τον αμαρτωλόν και έμαθα πεντέξι γράμματα και έγινα και ιερεύς αναξίους, έγινα και καλόγερος … Και διαβάζοντας το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον ευρήκα πολλά και διάφορα νοήματα και ανάμεσα εις τα άλλα ευρήκα και ετούτον τον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας πώς όποιος φροντίζει μόνον δια λόγου του πώς να σωθή και δεν φροντίζει και δια τους αδελφούς του τους χριστιανούς να σωθούν και εκείνοι έχει βέβαια να κολασθή. Ακούγοντας και εγώ, αδελφοί μου, ετούτον τον γλυκύτατον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας, με έτρωγεν εις την καρδίαν τόσους χρόνους ωσάν σκουλήκι δια τους αδελφούς μου τους χριστιανούς. Τι να κάμω και εγώ; Στοχαζόμενος και την αμάθειάν μου εσυμβουλεύθηκατους πνευματικούς μου πατέρας, αρχιερείς και πατριάρχας, τους εφανέρωσα τον λογισμόν μου και όλοι με επαρακίνησαν να το κάμω, τέτοιον έργον καλό και άγιον είναι. Και έτσι παρακινούμενος και από τον παναγιώτατον οικουμενικόν πατριάρχην κυρ Σωφρόνιον και λαμβάνων τας αγίας του ευχάς, εβγήκα και περιπατώ από τόπον εις τόπον και από χώραν εις χώραν και διδάσκω τους αδελφούς μου χριστιανούς. Και ανίσως και να ήτον δυνατόν να ανέβαινα εις τον ουρανόν να φωνάξω μιαν φωνήν μεγάλην και να κηρύξω εις όλον τον κόσμον και να ειπώ πως μόνον ο Χριστός μου είναι Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων, ήθελα να το κάμω. Μα επειδή και δεν ημπορώ να κάμω εκείνο το μεγάλον πράγμα, κάνω ετούτο το μικρόν και περιπατώ από τόπον εις τόπον και από χώραν εις χώραν και διδάσκω τους αδελφούς μου τους χριστιανούς”.
Δεν είναι ταπεινόλογος, ταπεινόσχημος και κακομοίρης. Δεν κάνει τον ταπεινό, είναι ταπεινός, είναι αληθινός, γνήσιος, ντόμπρος, ακέραιος και γι’ αυτό τόσο σπουδαίος. Λέει αλλού: “Θέλετε ειπή: Και εσύ καλόγερος είσαι, διατί συναναστρέφεσαι εις τον κόσμον; Και εγώ, αδελφοί μου, κακά το κάμνω, μα, επειδή το γένος μας έπεσε εις αμάθειάν, είπα: Ας χάσει ο Χριστός μου εμένα, ένα πρόβατον, και ας κερδίσει τα άλλα. Ίσως η ευσπλαχνία του Θεού και η ευχή σας σώσει και εμένα”. Δεν είναι υπέροχος; Λέει την αλήθεια. Αυτό που αισθάνεται. Δεν υποκρίνεται. Δεν κάνει τον καλό και τον μισοκακόμοιρο. Είναι λεβέντης, ήρωας, άγιος, άφοβος, ατρόμητος και δυνατός, ο αδύναμος, ο ελάχιστος, ο μικρός, ο ταπεινός. Δεν μιλά σαν δάσκαλος, λέει, αλλά σαν αδελφός. Λιτός, απλός, σεμνός, ακέραιος, πρότυπο κάθε σύγχρονου ιεραποστόλου.
Ελπίζω να μη μετανόησαν όσοι σκέφθηκαν να με προσκαλέσουν στην παρούσα ευλογημένη σύναξη και να μη τους εξέθεσα σ’ ένα ακροατήριο απαιτήσεων. Ευχαριστώ πάντως για την ευγένεια της προσκλήσεως τους προς την ταπεινότητα μου και κλείνω την αφιλόδοξη και μη πρωτότυπη εισαγωγική αυτή εισήγηση μου σκέψεων λιτών αλλά εγκάρδιων για τη θεία ιεραποστολή με τους λόγους του προσφιλούς μου αγίου Κοσμά του ιερομάρτυρος και ισαποστόλου: “Και εγώ, αδελφοί μου, δεν το κάνω καλά που βγήκα από το Άγιον Όρος. Αλλά το κάνω από αγάπη για τους αδελφούς μου στον κόσμο και ίσως με τις ευχές σας να με συγχωρήσει και μένα ο Θεός”.
Εύχεσθε. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας στην ακρόαση και την προσέλευση. “Δεν ήθελα να σας ενθουσιάσω, αλλά να σας προβληματίσω”.
Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

πηγή:  ierapostoli.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας