Τήν Κυριακή ἐτούτη, 10
Γενάρη, τοῦ ἔτους 381, τό κρύο ἐρχόταν τσουχτερό ἀπό τό Μαρμαρᾶ καί ὁ Γρηγόριος
ἐξαντλημένος. Ζέψανε τό ἄλογο στό μικρό ἁμάξι τοῦ Ἀβλαβίου καί πήγανε στήν Ἁγία
Εἰρήνη, τή Μητρόπολη. Σέ λίγο φτάσανε ὁ ἔπαρχος, οἱ συγκλητικοί, οἱ ἐπικεφαλῆς
τοῦ στρατοῦ, οἱ ἄρχοντες καί μετά ὁ νεαρός αὐτοκράτορας, μέ τόν ἀέρα τοῦ δυνατοῦ
καί τροπαιούχου. Ὁ ναός γεμάτος. Ὅλοι τό ξέρανε γιά τήν παρουσία τοῦ Γρηγορίου
καί τοῦ αὐτοκράτορα κι ὅσοι μπόρεσαν ἦρθαν. Μεγάλος ὁ ναός, πιό μεγάλος καί ἀπό
τήν τότε Ἁγία Σοφία, μά δέν ἤτανε ὁ τεράστιος καί πανθαύμαστος ναός τῆς Ἀγίας
Σοφίας, πού ἔχτισε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστιανός τόν ἕκτο αἰώνα καί πού σώζεται
μέχρι σήμερα (στά χέρια ὅμως τῶν Τούρκων, πού ἄλλοτε τόν εἴχανε κάνει τζαμί,
τόν ἀφήνουνε τώρα μουσεῖο, ἀλλά θέλουνε νά τόν ξανακάνουνε τζαμί).
Ἔγινε κανονικά ὁ Ὄρθος.
Μπήκανε στή θεία Λειτουργία. Ὁ Γρηγόριος εἶχε γίνει ἀγνώριστος, ἄλλος ἄνθρωπος.
Τά ἱερατικά του, ὄχι χρυσοΰφαντα. Ἤσανε ἁπλά μά ὁ ἴδιος ἐπιβλητικός. Λίγο
κυρτός, ἀλλά βημάτιζε σταθερά καί ἱερόπρεπα. Ὅλων τά μάτια στό πρόσωπο τοῦ
Γρηγορίου. Οὔτε εἶχε οὔτε κι ἔνιωθε τή νυχτερινή ἐξάντληση, τήν ἐξουθένωση ἀπό
τήν πίκρα. Ἡ χλωμάδα τοῦ προσώπου του εἶχε γίνει ἁπαλό φῶς, πού θώπευε τούς
πιστούς. Κι ὅταν διαβαστήκανε τ’ ἀναγνώσματα -ὁ ψάλτης τόν Ἀπόστολο κι ὁ διάκος τό Εὐαγγέλιο-
ἔκανε τό σταυρό του καί βγῆκε στήν Ὡραία Πύλη. Ὅλοι μπροστά του. Ἀνασηκώθηκαν ἐλαφριά
οἱ ἐπίσημοι, ὅπως ἔκανε ὁ πρῶτος ὁ πανίσχυρος βασιλιᾶς. Μίλησε τήν Κυριακή ἐκείνη
στό χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστή Ματθαίου (19,1-9), πού οἱ φαρισαῖοι ρωτήσανε τόν
Κύριο γιά τό διαζύγιο (Λόγος ΛΖ΄). Κι
ἀκούσανε οἱ ἐπίσημοι καί οἱ νομοθέτες τέτοια πράγματα, πού θαύμασαν καί
τρόμαξαν. Καί πῶς νά μήν τρομάξουνε ἀκόμα καί νά θυμώσουνε, ἀφοῦ ὁ ἐπίσκοπος ἀπέρριψε
τή νομοθεσία τους καί ζήτησε τήν ἀλλαγή της.
Εἶπε κι ἐξήγησε πολλά
δηλαδή γιά τό γάμο, τήν ἱερότητά του, τό σκοπό του, τίς προϋποθέσεις τῶν νέων
γιά γάμο, γιά τούς εὐνουχισμούς καί ἄλλα πολλά. Εἶπε ὅμως καί λόγια πού ἡ ἀνθρωπότητα
καί μάλιστα οἱ σπουδαῖοι ρωμαῖοι νομοθέτες δέν εἴχανε ξανακούσει. Τούς εἶπε ὅτι
εἶναι ἄδικο νά τιμωρεῖται ἡ γυναίκα, πού ἀπατᾶ τόν ἄντρα της, καί νά μένει ἀτιμώρητος
ὁ ἄντρας, πού ἀπατᾶ κι αὐτός τή γυναίκα του. Καί ὑποστήριξε ὅτι γίνεται ἡ ἀδικία
τούτη, ἐπειδή τούς νόμους τούς φτιάξανε ἄντρες.
Ὅλα ἤρθανε τά πάνω κάτω.
Ἡ κοινωνία, μέ τήν ἐπικράτηση τῶν ρωμαίων, εἶχε γίνει πέρα γιά πέρα ἀντροκρατούμενη,
πατριαρχική. Ἡ γυναῖκα ἤτανε ὄν κατώτερο, σχεδόν πράγμα. Καί τώρα ὁ Γρηγόριος,
μπροστά στούς περήφανους ρωμαίους, ἀνέτρεπε τό κοινωνικό σύστημά τους.
Φυσικά, ὁ Γρηγόριος οὔτε
νομοθέτης ἤτανε, οὔτε κοινωνικά συστήματα ἤθελε ἤ μποροῦσε νά ὀργανώσει. Ἤξερε
καλά ὅμως, ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὅτι ὁ ἄντρας μέ τή γυναίκα εἶναι
δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐναθρώπησε καί γιά τούς δύο. Ἑπομένως ὁ
σεβασμός πού ἀνήκει στόν ἕναν, ἀνήκει καί στήν ἄλλη· προστασία χρειάζεται ὁ ἕνας,
προστασία καί ἡ ἄλλη. Ὁ Γρηγόριος ὄφειλε νά κηρύξει τήν ἀλήθεια.
Ἄνοιξε, λοιπόν, τό
δρόμο, ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα, γιά μιά νέα κοινωνική ἤθική, πού θά περνούσανε
πολλοί αἰῶνες γιά νά γίνει πραγματικότητα.
Κάποιοι ἐπίσημοι
σκεφτήκανε θυμωμένοι:
-Τί θέλει καί ἀνακατεύεται
στούς νόμους μας ὁ γέρος αὐτός;
Δέν μπορούσανε νά
συλλάβουν τό πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου:
-Ὅλ’ αὐτά, φίλοι μου,
τά λέω γιατί σχετίζονται μέ τήν πνευματική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου. Στήν Ἐκκλησία,
μέτρο εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ σωτηρία. Ὅπως ἀντιμετωπίζουμε τόν ἄντρα ὡς
δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πού παραστράτησε καί πρέπει νά σωθεῖ, μέ κάθε θυσία, ἔτσι
καί τή γυναίκα. Καί οἱ δύο πλαστήκανε στόν παράδεισο. Ἐκεῖ πρέπει νά γυρίσουνε,
μέ ἴσους πενυματικους ἀγῶνες ἐδῶ στή γῆ. Ἐγώ, σάν ἱερέας τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλω νά
καθοδηγῶ τούς ἀνθρώπους στόν πνευματικό ἀγώνα. Μέ δυσκολεύουν ὅμως οἱ ἄδικοι
ρωμαϊκοί νόμοι καί ἀπογοητεύουνε καί τούς ἀνθρώπους. Νά, λοιπόν γιατί ἐπεμβαίνω.
Μιά καί μίλησε γιά τό γιά
τό γάμο, νόμισε πώς ἔπρεπε νά μιλήσει καί γιά τήν ἀγαμία, τήν τήρηση τῆς
παρθενίας. Καί ἤτανε, ἄσκηση καί παρθενία, ἀπό τά ἀγαπημένα του θέματα. Βέβαια,
τήν ἄσκηση τήν καταλάβαινε σά γενικό καθήκον ὅλων τῶν χριστιανῶν καί ὡς εἰδικό
αὐξημένο καθῆκον ὅλων τῶν ἀγάμων, δηλαδή τῶν παρθένων κληρικῶν ἤ μοναχῶν.
Μίλησε μέ θέρμη περισσή γιά τήν παρθενία, ἐξήγησε τό λόγο της καί τό μεγαλεῖο
της, μά δέν ὑποτίμησε καί τό γάμο. Τόν χαρακτήρισε ἱερόν καί καλόν, ἀλλά ὑπογράμμισε
πώς πνευματικά ἡ παρθενία εἶναι ἀνώτερη
καί καλύτερη. «Καλόν ὁ γάμος· ἀλλ’ οὐκ... ὑψηλότερον τῆς παρθενίας». Κι ἐπειδή ὁ
γάμος εἶναι ἱερός, ἔχει περιορισμούς. Ὁ Γρηγόριος τόν δεύτερο γάμο ἁπλῶς τόν
συγχωρεῖ, ἐνῶ τόν τρίτο τόν χαρακτηρίζει «παρανομία».
Κι ἄλλοτε συνέβη, μά τήν
Κυριακή ἐτούτη ὁ Γρηγόριος ἔνιωθε βαθιά καί ἀλλόκοτη παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό καί εἶχε θάρρος πολύ μπροστά στούς ἰσχυρούς τῆς γῆς. Ἔτσι, πρίν
τελειώσει τό κήρυγμά του, στράφηκε προσωπικά στόν ἰσχυρό βασιλά καί τόν
συμβούλεψε. Νά σέβεται πρίν ἀπ’ ὅλα τό στέμμα του, ἄρα νά εἶναι δίκαιος, καί νά
φροντίζει τούς πολίτες. Τόν συμβούλεψε τί νάκάνει μέ τούς αἱρετικούς. Ἔπειτα
συμβούλεψε τούς ἄλλους ἄρχοντες καί τούς πλουσίους. Προέτρεπε, δέ νομοθετοῦσε. Ὑποδείκνυε,
δέν ἀνάγκαζε. Μά ὅλοι καταλάβαιναν τά λόγια του σάν θεία προσταγή. Κι ὁ καθένας
τήν ἐφάρμοζε ὅσο μποροῦσε.
Ἀπό τώρα μέχρι τόν Ἰούνιο,
κήρυττε συνέχεια μέ κάθε εὐκαιρία. Φρόντιζε γιά ὅλα, μολονότι πλήθαιναν οἱ
συκοφάντες. Καμμία γραπτή ὁμιλία του ὅμως δέ σώθηκε μέχρι ἐκείνη, πού εἶπε,
τέλος Ἰουνίου, ὅταν ἐγκατέλειψε τό θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης καί τήν προεδρία
τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381).
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.240-243)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας