Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Ἡ ἐγκατάσταση στόν ἐπίσημο ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Ὁ Θεοδόσιος, μ’ ὅλο πού εἶχε τόση δόξα, ὕστερα ἀπό τίς νίκες τῶν Γότθων, δέν εἶχε κάνει ἐπίσημη ἐμφάνιση στήν πρωτεύουσά του. Τήν προηγούμενη μέρα δέ θέλησε νά κάνει θριαμβευτική εἴσοδο στήν Πόλη. Ἄφησε λοιπόν τήν ἐκδήλωση αὐτή γιά τίς 27 τοῦ Νοέμβρη. Ἤθελε ὅλα νά ἔχουν σοβαρότητα καί ὄχι μόνο πανηγυρικό χαρακτήρα.

Ἡμέρα Παρασκευή. Θά πήγεινε μ’ ἐπίσημη πολυάριθμη συνοδεία νά προσκυνήσει στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί θά γινόταν ἐκεῖ ἐπίσημη τελετή καί δοξολογία. Διάλεξε αὐτόν, πού ἤτανε ὁ μεγαλύτερος καί ὁ ἐπισημότερος τῆς Πόλης, ἀφοῦ εἶχε λείψανα τῶν Ἀποστόλων καί βρίσκονταν ἐκεῖ οἱ τάφοι τῶν αὐτοκρατόρων καί μάλιστα τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου.

Ἔτσι, ὁ Θεοδόσιος καί θά ἔμπαινε στό μεγάλο ναό τῆς Πόλης γιά ἐπίσημη τελετή καί θά τιμοῦσε τούς προκατόχους του. Οἱ ντελάληδες τό εἴπανε παντοῦ καί θά γινότανε λαμπρή παρέλαση. Κάτι ὅμως ἄλλαξε τίς διαθέσεις.
Ὁ Θεοδόσιος, κάλεσε, τήν Τετάρτη, τόν ἀρειανό ἐπίσκοπο Δημόφιλο καί τοῦ ζήτησε ὀρθόδοξη ὁμολογία πίστης. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τότε ὁ Θεοδόσιος ἔδωσε ἐντολή: ἀπό τήν ἄλλη μέρα (Πέμπτη, 26 Νοέμβρη) ν’ ἀφαιρεθοῦνε οἱ ναοί τῆς Πόλης ἀπό τούς ἀρειανούς. Δηλαδή ὅλοι οἱ ναοί τῆς Πόλης, γιατί ὅλους τούς κατεῖχαν οἱ ἀρειανοί. Ἡ ἐντολή λίγο-πολύ ἐκτελέστηκε, ἀλλά οἱ κατέχοντες ἀντιδράσανε μέ κάθε τρόπο. Ὁ Δημόφιλος μέ τούς φανατικούς ἀρειανούς ἐπικεφαλῆς ὀργανώσανε διαμαρτυρίες, πιέζανε τόν αὐτοκράτορα καί ἀπειλοῦσαν τό Γρηγόριο, γιατί πιά βεβαιωθήκανε γιά τίς διαθέσεις τοῦ αὐτοκράτορα καί τήν ἐκτίμησή του πρός τό Γρηγόριο.
Ἔτσι, τήν ἄλλη μέρα, στίς 27 Νοέμβρη, πού θά γινότανε ἡ ἐπίσημη ἐμφάνιση τοῦ Θεοδοσίου, μέ πομπή ἐπίσημη πρός τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ὑπῆρχε ἀναστάτωση μεγάλη. Ὁ Θεοδόσιος κάλεσε στήν πομπή καί τό Γρηγόριο. Ἐκεῖνος, μολονότι ἐξασθενημένος πολύ, σηκώθηκε νωρίς καί πῆγε στό Παλάτι. Θά ξεκινούσανε πολύ πρωί. Ὁ στρατός ἤτανε ἀπό τά ξημερώματα παραταγμένος δεξιά κι ἀριστερά, στούς δρόμους πού θά πέρναγε ἡ βασιλική πομπή. Ἐπίσημοι καί ἄρχοντες, ὅλοι στό Αὐγουσταῖο. Ἀπό κεῖ θά κινούσανε μαζί. Κατέβηκε ὁ βασιλιᾶς, ἐπιβλητικά ντυμένος, πορφύρα καί χρυσό. Σκύψανε ὅλοι καί προσκυνήσανε μέ σέβας τόν πανίσχυρο νεαρό αὐτοκράτορα. Καθένας μέ τό βαθμό του, ἀξιωματοῦχοι καί συγκλητικοί, πήρανε τήν ἀνάλογη θέση. Μέ νόημα τοῦ αὐτοκράτορα, βάλανε τό Γρηγόριο στά δεξιά του. Σημάδι τιμῆς ὑπέρτατης, καί σεβασμοῦ. Σημάδι, ὅτι γιά τό Θεοδόσιο ἐπίσκοπος τῆς Πόλης εἶναι πιά ὁ Γρηγόριος.
Οἱ σάλπιγγες τρυπήσανε τόν ἀέρα καί χτυπήσαν τά νεῦρα. Τύμπανα βροντήξανε δυνατά, νά φύγει τό σκοτάδι καί νά κινήσει ἡ πομπή. Κίνησε ἡ μεγαλειώδης πομπή, μά ἡ σκοτεινιά ἔμενε. Ἀπρόσμενα, πολύ πυκνά σύννεφα, σκεπάζανε τόν οὐρανό. Στέκονταν ἀκίνητα πάνω ἀπό τήν Πόλη. Βγαίνοντας ἀπό τό μεγάλο περίβολο τοῦ Αὐγουσταίου, περιμένανε πλήθη ἀμέτρητα. Οἱ πολλοί ζητωκραυγάζανε τόν αὐτοκράτορα. Ἄλλοι ὅμως διαμαρτύρονταν γιά τήν ἀπόφασή του νά τούς πάρει τούς ναούς· ἤσανε οἱ ὀργανωμένοι ἀρειανοί. Προχωρώντας ἡ πομπή, πέρασε δίπλα ἀπό τόν Ἱππόδρομο, μπῆκε στό Φόρο τοῦ Κωνσταντίνου καί πῆρε τή μεγάλη Μέση, τό μεγάλο δρόμο, πλάι στό νεόκτιστο ὑδραγωγεῖο τοῦ Οὐάλη. Ἀπόσταση δυό χιλιόμετρα καί περίσσότερο. Καί παντοῦ περίμενε κόσμος πολύς. Στό δρόμο, στά διώροφα καί τά τριώροφα σπίτια, στίς πλατεῖες, παντοῦ ἀμέτρητα πλήθη νά φωνάζουν ἔξαλλα καί νά μήν ξεχωρίζεις ποιοί ζητωκραυγάζουνε, ποιοί διαμαρτύρονται καί καταργιοῦνται.
Οἱ ἀρειανοί, ὅσο βλέπανε τό Γρηγόριο δίπλα στόν αὐτοκράτορα, τόσο ἐξαγριώνονταν. Γιατί πιά ξέρανε ὅτι δέν ἔχουν ἐλπίδα νά ξαναπάρουνε τούς ναούς. Οἱ κατατρεγμένοι ὀρθόδοξοι, βλέποντας ἐκεῖ στήν πρώτη θέση τόν ἱερό τους ἀγωνιστή, γέμιζαν ἐνθουσιασμό καί φώναζαν μέχρι τόν οὐρανό τή χαρά τους, πού τέλειωσε ἡ δοκιμασία τους.
-Τούς ναούς μας, πολυσέβαστε βασιλιά, ἄφησέ μας τούς ναούς... κατάρα καί φωτιά σέ κεῖνον πού ’χεις δίπλα σου, διῶξε τό Γρηγόριος καί μεῖς γιά χάρη σου...
Αὐτοί, πού ἐπιδοκιμάζανε μέ φωνές καί χειρονομίες τόν αὐτοκράτορα, στήν ὥρα τῆς ἐπίσημης ἐμφάνισής του, ἤσανε οἱ ἐθνικοί, ὅσοι μένανε ἀκόμα εἰδωλολάτρες –καί δέν ἤσανε λίγοι. Ἐπιδοκιμάζανε καί οἱ λίγοι ὀρθόδοξοι, μά κάτι τούς κράταγε μουδιασμένους. Ἤτανε ἡ πυκνή ἐκείνη συννεφιά. Τά σύννεφα στάθηκαν ἀπό τά ξημερώματα πάνω στή Πόλη καί τήν κρατάγανε σέ σκοτάδι. Καί ἡ κατάσταση τούτη ἔδινε ἀφορμή στούς ἀρειανούς νά τρέχουνε ἀνάμεσα στά πλήθη καί νά φωνάζουνε:
-Νά πού δέν τούς θέλει κι ὁ Θεός τούς ὀπαδούς τῆς Νίκαιας... Κοιτᾶτε, μόλις μᾶς ἄφησε ὁ βασιλιάς καί πῆρε τό Γρηγόριο, ὁ Θεός ἔρριξε σκοτάδι στή γῆ.... εἶναι κακό σημάδι... θά μᾶς βρεῖ μεγάλο κακό.
Τέτοια διαδίδανε κι ὁ ἀρειανικός λαός παθιαζότανε. Καμμιά φορά ἡ πομπή πλησίασε στό ὕψος τοῦ ναοῦ. Ἄφησε τή Μεγάλη Μέση κι ἔστριψε δεξιά. Σέ λίγο οἱ ἐπιβλητικοί ἐπίσημοι μπήκανε μέσα. Μεγάλος ὁ ναός. Μάρμαρα στούς τοίχους. Κίονες πολυστόλιστοι. Ἡ ὀροφή ἔλαμπε ἀπό χρυσό. Πρώτη φορά ὁ Γρηγόριος ἔβλεπε τέτοιο ναό. Καί ὁ κόσμος πήχτρα καί κεῖ. Ὀχλοβοή καί ἄπειρα ὑψωμένα χέρια. Γιά τήν κακή περίσταση, εἴχανε τοποθετηθεῖ  πολλοί στρατιῶτες καί μέσα στό ναό. Ὁ Γρηγόριος ἀκολουθοῦσε ἀμήχανος. Ἡ σύγχυση καί τό κακό πού γινότανε τοῦ φέρανε βαθιά λύπη. Ἄν γινότανε, ἀπό κάπου νά τραπεῖ σέ φυγή, νά δραπετεύσει, θά τό ’κανε. Ὅλα τά ’βλεπε μάταια. Δέν τοῦ ταιριάζανε. Αὐτός πού εἶχε μεγάλη του ἀγάπη τήν ἡσυχαστική ζωή... νά στέκει ἀνάμεσα σέ τέτοιο χαλασμό! Τήν ὥρα μάλιστα πού ὁδηγούσανε τό βασιλιά καί τό Γρηγόριο στήν ὑπερυψωμένη θέση τους, δύο ἀρειανοί σηκώσανε τά χέρια νά χτυπήσουν τό Γρηγόριο. Αὐτόματα ὁ στατιώτης τράβηξε τό ξίφος νά χτυπήσει τούς ἀρειανούς, πού γρήγορα χαθήκανε στό πλῆθος. Ἀλλά κι ὁ Γρηγόριος τρόμαξε ἀκόμα πιό πολύ, μή γίνει ἐξαιτιάς του κανα κακό.
Πήρανε τή θέση τους οἱ ἐπίσημοι ὅλοι. Ὀρθόδοξοι ἱερεῖς, ὅπως τούς εἶχε ὁρίσει ὁ Γρηγόριος, προχωρήσανε στή Ὡραία Πύλη γιά τήν πανηγυρική ἀκουλουθία. Ὅλα ἕτοιμα καί μέ τό «Εὐλογητός» ἀρχίσανε οἱ ψαλτάδες τούς ὕμνους. Πλημμύρισε ὁ ἀπέραντος ναός γλυκύτατη κι ὁρμητική δοξολογιά στό Θεό. Καί τή στιγμή ἀκριβῶς τούτη ἔγινε τό θαῦμα. Χέρι ἀόρατο καί δυνατό ἀφάνισε τή συννεφιά. Οὔτ’ ἕνα ξέφτι σύννεφου δέν ἔμεινε στόν οὐρανό καί μέγα φῶς εἰσόρμησε στόν ἀπέραντο ναό ἀπ’ ὅλα τά παράθυρα καί τίς πόρτες. Ὅλα στόν ἱερό τόπο γίνανε φῶς. Βουβάθηκαν οἱ ἀρειανοί. Οἱ πιό φανατικοί γυρίσανε καί βγῆκαν ἔξω, δέν ἀνεχτήκανε τό θαῦμα! Οἱ πιό ἤπιοι σκύψανε τό κεφάλι, δεχτήκανε τό σημάδι τοῦ Θεοῦ.
Καί οἱ Ὀρθόδοξοι;..... αὐτοί πιά τώρα.... ὅλοι κλαίγανε.....ἡ εὐγνωμοσύνη τούς ἔφερε ἄπειρα δάκρυα, δάκρυα χαρᾶς... καί εἰρήνης πλέον.
Μέ τό θαῦμα, ὅλα γύρω καταλαγιάσανε. Ἀκόμα καί οἱ ψαλτάδες, ἀμήχανοι, δέ συνεχίζανε τόν ἑπόμενο ὕμνο. Ἔγινε σιωπή. Δύο, τρία λεπτά, δέν ἀκουγότανε τίποτα.... λές κι ὅλοι κάτι περιμένανε.... Τότε, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλοι στραφήκανε ἀσυναίθσητα ... τά μάτια ὅλων στό εἰρηνικό καί φωτεινό πρόσωπο τοῦ Γρηγορίου. Κι ἕνας ἔβγαλε φωνή:
-Στό θρόνο ὁ Γρηγόριος!
Ἀμέσως τό πήρανε ὅλα τά στόματα. Καί ὄχι μόνο τή φράση τούτη. Ἱκετεύανε καί προστάζανε τόν αὐτοκράτορα:
-Βάλε, μεγάλε βασιλιά, τό Γρηγόριο στό θρόνο... Ἐκείνου ἀξίζει ὁ θρόνος..... Τώρα νά τόν βάλεις στόν σύνθρονο... Δικός του εἶν’ ὁ θρόνος.... Τώρα νά τοῦ τόν δώσεις...
Οἱ φωνές δυνάμωσαν καί πλήθαιναν. Οἱ διωγμοί σαράντα χρόνων μαυρίσανε τίς ψυχές τῶν ὀρθοδόξων καί τώρα ζητάγανε πανηγυρική δικαίωση.
Χάσανε τό μέτρο καί ξεφωνίζανε ἄπρεπα. Οἱ γυναῖκες μπήκανε στή μέση, πολλοί ἄρχοντες πήραν κι αὐτοί τό σύνθημα καί μέ νοήματα τό ζητούσανε ἀπό τό Θεοδόσιο, πού τά ’χε χαμένα. Ἐκεῖνος νόμιζε ὅτι, μιά καί μπῆκε στό ναό, ἔχοντας μαζί του τό Γρηγόριο, μιά καί εἶχε διώξει τούς ἀρειανούς ἀπό τούς ναούς, ὅλα ἤτανε τελειωμένα.
Στήν οὐσία βέβαια οἱ ναοί τῆς πρωτεύουσας παραδοθήκανε στό Γρηγόριο. Κι αὐτός, ἀφοῦ ἤτανε ἤδη χειροτονημένος ἐπίσκοπος, θά ἐνεργοῦσε καί θά συμπεριφερότανε ὡς ἐπίσκοπος τῆς πρωτεύουσας. Θά εἶχε τήν εὐθύνη ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὅμως ὅλα τοῦτα ἔπρεπε νά γίνουνε μέ τρόπο κανονικό. Ἔπρεπε νά γίνουνε μέ κρίση ἐκκλησιαστικῶν, ἐπισκόπων, ἀπό σύνοδο. Καί ὁ Γρηγόριος τό ἤξερε, ἀλλά δέν τό ἤξερε ὁ Θεοδόσιος.
Βέβαια, ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο. Ἡ παρουσία στήν Κωνσταντινούπολη τοῦ Γρηγορίου ὀφειλότανε στήν πρόσκληση καί τήν ἀπόφαση τῶν «ποιμένων» καί «συλλόγων» (ἄρα συνόδων), δηλαδή ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν. Ἑπομένως, ὁ Γρηγόριος θά ἔπρεπε ἤ θά μποροῦσε νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του κανονικό ἐπίσκοπο Κωνστανινούπολης. Δέν τό ἔκανε ὅμως. Γιά δύο λόγους. Ὁ ἕνας, διότι εἶχε ὑπερβολική εὐαισθησία. Ὁ ἄλλος, διότι μέσα του δίσταζε ν’ ἀναλάβει ὅλες τίς ἐπισκοπικές εὐθύνες. Ὑπέκυψε καί ἦρθε στήν Πόλη νά κηρύττει, νά λειτουργεῖ, νά θεολογεῖ... αὐτά, ναί. Μά νά μαλώνει μέ τούς ἱερεῖς καί τούς ἐπιτρόπους, νά ἐλέγχει τά οἰκονομικά τῶν ναῶν, νά φροντίζει γιά κτισίματα καί ἄλλα τέτοια, ὄχι δέν αἰσθανότανε ἄνετα μέ τέτοια καθήκοντα.
Τώρα γύρω του ὅλοι ζητάγανε νά τόν ἰδοῦν στό θρόνο, ἐκεῖ στό βάθος τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Τήν ἐποχή τούτη, τό τέμπλο ἤτανε χαμηλό ἤ ἁπλό κιγκλίδωμα. Καί πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα ὑπῆρχε μαρμάρινος ὁ θρόνος τοῦ ἐπισκόπου. Ἤτανε πολύ ψηλός, γιά νά βλέπουνε οἱ πιστοί τόν ἐπίσκοπο ἀπ’ ὅλες τίς γωνίες τοῦ ναοῦ. Ἡ βουή τοῦ λαοῦ ὅλο καί μεγάλωνε. Ὁ Γρηγόριος ἔνιωθε μέσα του κάτι σάν «παρελθέτω τό ποτήριον τοῦτο». Δίστασε γιά πολύ, μά κάποια στιγμή πῆρε τήν ἀπόφαση. Ὄχι. Τουλάχιστον τώρα ὄχι! δέν ἔκρινε καλό νά ἐνθρονιστεῖ τώρα ἐπίσημα... μετά ἔχει ὁ Θεός...
Ἀπό ἐξασθένηση ὅωμς κι ἀπό κρύωμα δέν μποροῦσε νά μιλήσει πολύ δυνατά, ὥστε ν’ ἀκουστεῖ μέ τόση ὀχλοβοή! Δίπλα του στούς ἐπισήμους καθότανε ὁ Ποστουμιάνος, ἀνώτερος ἀξιωματικός καί ὀρθόδοξος. Τοῦ ἐξήγησε σύντομα κι ἐκεῖνος σηκώθηκε νά πεῖ τά ἑξῆς:
-Σταματήστε, silentio, κάντε σιωπή, παρακαλεῖ ὁ ἐπίσκοπός μας. Μή φωνάζετ’ ἔτσι. Σήμερα εἴμαστε δῶ γιά νά εὐχαριστήσουμε τό Θεό. Μόνο αὐτό. Ἀφῆστε τ’ ἄλλα καί ἡ ὥρα τους θά ’ρθει.
Τά λόγια τοῦτα ἠρεμήσανε τό ἔξαλλο πλῆθος, πού μονομιᾶς ἔπαψε νά φωνάζει. Δέχτηκε, ἀσυναίσθητα μᾶλλον, τήν εὐαισθησία καί τήν ταπεινοφροσύνη τοῦ ἱεροῦ ἄνδρα. Καί ὁ βασιλιάς, πού παρακολουθοῦσε ἄφωνος, ἐντυπωσιάστηκε πολύ ἀπό τή στάση τοῦ Γρηγορίου καί τόν ἐπαίνεσε μπροστά σέ ὅλους.
Ἔτσι, πῆρε τέλος τό ἐπεισόδιο. Συνέχισε ἡ ψαλμωδία καί τελείωσε. Ὁ βασιλιάς μέ τούς ἐπίσημους καί τήν αὐτοκρατορική φρουρά φύγανε. Ὁ στρατός ἀποσύρθηκε κι αὐτός. Τό κακό εἶναι ὅτι ἐγκαταλείψανε τό Γρηγόριο μερικοί ὀξύθυμοι ὀρθόδοξοι, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά ἐνθρονιστεῖ. Μικρόκαρδοι καί λιγόμυαλοι....



Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)


(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
   (σελ.226-232)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου


Ἔκδοση Δ΄


Ἀποστολική διακονία
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας