Τήν περασμένη φορά εἴχαμε ἀναφερθεῖ στόν πρῶτο μακαρισμό, καί ἀπόψε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά μιλήσουμε γιά τόν δεύτερο.
Ὁ Κύριος λέει: «Μακάριοι
οἱ πενθοῦντες , ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται»[1]. Εἶναι εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι πού πενθοῦν, γιατί
αὐτοί θά παρηγορηθοῦν.
Ὁμολογουμένως ὑπάρχουν
παράδοξα σχήματα μέσα στόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι εὐτυχεῖς, λέει, ἐκεῖνοι πού πενθοῦν. Δέν εἶναι ἀντιφατικό; Πῶς μπορεῖ κανείς νά εἶναι εὐτυχισμένος,
ὅταν πενθεῖ, ὅταν λυπᾶται; Ἡ λύπη, ὁ πόνος, τό πένθος εἶναι στοιχεῖα
πού ἀντιστρατεύονται στή μακαριότητα, δηλαδή στήν εὐτυχία. Καί, ἀκόμα,
πῶς μακαρίζει ὁ Κύριος τό πένθος –ἡ λέξη πένθος ἔχει εὐρεῖα σημασία– ὅταν ὁ ἴδιος ἔχει φυτέψει μέσα στήν ἀνθρώπινη
ψυχή τήν ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας; Ὁ ἄνθρωπος φύσει, δηλαδή ἀπό τή φύση του, ἀναζητᾶ
τήν εὐτυχία, γιατί ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀναζήτηση εἶναι φυτεμένη μέσα
του. Μή ξεχνᾶμε βέβαια ὅτι καί ὁ παλιός Παράδεισος, ὁ ἀρχαῖος, δέν ἦταν
παρά ἕνας τόπος εὐτυχίας. Ὡστόσο ἐδῶ ὁ Κύριος ἐπιμένει, καί θά δοῦμε
γιατί ἀκριβῶς ἐπιμένει.
Ὅπως ὁ πρῶτος μακαρισμός
εἶναι παρεξηγημένος –«μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ
πνεύματι»– ἔτσι ἔχει παρεξηγηθεῖ καί αὐτός
ἐδῶ ὁ μακαρισμός. Πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι κανείς εὐτυχισμένος, ὅταν
πενθεῖ; Θά τό δοῦμε αὐτό στή συνέχεια τοῦ θέματός μας.
Ἐδῶ ἔχουμε δύο κατηγορίες
λύπης ἤ πένθους. Ἡ μία κατηγορία εἶναι ἡ κατά κόσμον λύπη, καί ἡ ἄλλη εἶναι
ἡ κατά Θεόν. Καί γιά τίς δύο αὐτές ἁπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στήν Β΄ Πρός Κορινθίους ἐπιστολή του, καί μᾶς λέει:
«Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον
κατεργάζεται, ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται»[2]. Δηλαδή: Ἡ κατά Θεόν λύπη ὁδηγεῖ στή σωτηρία· ἀντίθετα
ἡ κοσμική λύπη ἐπεξεργάζεται, προετοιμάζει, τόν θάνατο , τή συμφορά ,
τή δυστυχία, καί ὄχι βέβαια τή μακαριότητα.
Ἀλλά γιά νά τά καταλάβουμε αὐτά
τά δύο –γιατί εἶναι οὐσιώδους σημασίας γιά μικρούς καί μεγάλους–
πρέπει νά δοῦμε πῶς ἔχουν, καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Καί ἄς δοῦμε πρῶτα τήν
κατά κόσμον λύπη:
Αὐτή εἶναι ἡ κοσμική λύπη, ἡ λύπη
ἐκείνη πού εἶναι χωρισμένη ἀπό τήν ἐλπίδα μας πρός τόν Θεό καί ἀπό
τήν ὑπομονή. Εἶναι ἡ λύπη πού ὁδηγεῖ στήν ἀπόγνωση, δηλαδή στήν ἀπελπισία,
στήν ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας. Εἶναι ἐκείνη πού προκαλεῖται ἀπό ποικίλες
δυσκολίες τῆς ζωῆς μας. Ἡ λύπη πού προέρχεται ἀπό ἀτυχήματα, ἀπό οἰκονομικές
δυσχέρειες, φτώχεια, διάφορες ἀποτυχίες, ὅπως μία ἀποτυχία στό σχολεῖο
ἤ στίς λεγόμενες πανελλήνιες ἐξετάσεις. Λύπη ἔχουμε καί ἀπό τή ματαίωση κοσμικῶν ἐλπίδων καί ὀνείρων
καί προσδοκιῶν, ἐπίσης ἀνικανοποίητων ἐπιθυμιῶν καί ἀνεκπλήρωτων
πόθων πού εἴχαμε στή ζωή μας καί δέν τούς πραγματοποιήσαμε.
Ἡ κατά κόσμον λύπη γεννιέται
ἀκόμα καί ἀπό ἕναν πληγωμένο ἐγωισμό, ἐξαιτίας μιᾶς προσβολῆς πού μᾶς
κάνουν οἱ ἄλλοι. Ἀκόμη μπορεῖ νά ἔχουμε λύπη, πάντα κοσμική, καί ἀπό
τόν φθόνο ἤ ἀπό μία τυχόν ἐχθρότητα πού θά μᾶς δείξουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.
Σύντροφος μιᾶς τέτοιας λύπης εἶναι
ἡ ἀπόγνωση, ἡ ἀπελπισία, καί, ὄχι σπάνια, ἡ αὐτοκτονία. Κανείς
δέν αὐτοκτονεῖ, ἄν δέν ἔχει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή λύπη. Ἄρα ἡ κατά κόσμον
λύπη εἶναι πέρα γιά πέρα κοσμικῶν διαστάσεων.
Συνήθως, τά τελευταῖα χρόνια, –παλιότερα
αὐτό δέν συνέβαινε– βλέπουμε στό τέλος τῶν πανελληνίων ἐξετάσεων, ἀλλά
καί ἐξετάσεων Λυκείου, καμιά φορά καί Γυμνασίου, νά αὐτοκτονοῦν
μέ διάφορους τρόπους μαθήτριες καί μαθητές! Ἔχουμε, δυστυχῶς, αὐτό τό
φαινόμενο στά παιδιά μας, πού ἀπελπίζονται ἀπό τήν ἀποτυχία. Πρέπει λοιπόν νά
μάθουμε νά ξεχωρίζουμε τήν κατά κόσμον λύπη ἀπό τήν κατά Θεόν.
Ἀκόμα ἡ κοσμική λύπη καταστρέφει
καί τήν ψυχοσωματική μας ὑγεία. Αὐτό εἶναι ἕνα πολύ σπουδαῖο στοιχεῖο,
πού πρέπει νά τό προσέξουμε. Γιά παράδειγμα, μία ἀπό τίς αἰτίες τοῦ καρκίνου
–ἔχουμε καί πολλές ἄλλες βέβαια– εἶναι ἡ ἀξεπέραστη λύπη, ὅπως μᾶς λέει
σήμερα ἡ ἰατρική ἐπιστήμη.
Ἡ κατά κόσμον λύπη δημιουργεῖ
καί νευρώσεις στό στομάχι. Πολλές φορές, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτία, τό
στομάχι ἔχει δυσλειτουργία, δέν μπορεῖ νά χωνέψει τό φαγητό, ἔχει πόνους,
καί ὁ γιατρός μᾶς λέει ὅτι εἶναι νεύρωση. Ἡ νεύρωση, κυριότατα, ἔχει
ψυχολογική αἰτία, καί συνήθως εἶναι κάποια λύπη, κάποια στενοχώρια,
ἕνα ἀδιέξοδο πού μπορεῖ νά ἔχει κανείς σέ κάποιο πρόβλημά του. Ἀκόμη
μπορεῖ νά ἔχουμε καί κακή λειτουργία τῆς καρδιᾶς ἀλλά καί δυσλειτουργία
τῶν ἐκκρίσεων τῶν ἀδένων.
Μία ἀπό αὐτές τίς δυσλειτουργίες,
πού εἶναι καί πάρα πολύ φανερή καί γνωστή ἡ ἐνέργειά της, εἶναι στούς
σιελογόνους ἀδένες, μέσα στό στόμα μας. Ὅταν βλέπουμε ἕνα ὡραῖο φαγητό,
αὐτό ἀμέσως προκαλεῖ τούς ἀδένες αὐτούς καί βγάζουν σάλιο. Τό σάλιο
εἶναι πεπτικό ὑγρό. Ἡ πέψη ἀρχίζει στό στόμα μέ τό σάλιο, συνεχίζεται στό
στομάχι καί ὁλοκληρώνεται στό λεπτό ἔντερο, μέ τή βοήθεια καί ἄλλων
πεπτικῶν ὑγρῶν. Τό σάλιο εἶναι χωνευτικό, καί ἐάν δέν τό ἔχουμε, τότε
δυσκολεύεται ἡ πέψη. Ὅταν εἴμαστε στενοχωρημένοι –τό ἔχετε προσέξει;–
δέν ἔχουμε ἔκκριση ἀπό τούς σιελογόνους ἀδένες, καί λέμε ὅτι στέγνωσε
τό στόμα μας ἀπό τή στενοχώρια.
Εἴδατε πῶς ἀναστέλλεται ἡ ἔκκριση
τῶν ἀδένων ἀπό τήν στενοχώρια; Τό λέω γιατί ἔχουμε κι ἄλλους ἀδένες
στόν ὀργανισμό μας, τούς ὁποίους βεβαίως δέν μποροῦμε νά ἐλέγξουμε. Μέσα
στό στομάχι ἐκκρίνονται διάφορα πεπτικά ὑγρά γιά νά γίνει ἡ χώνευση.
Αὐτό ὅμως δέν συμβαίνει ὅταν, ἀπό μία στενοχώρια, ἀπό μία λύπη, αὐτά
τά ὑγρά, οἱ ἐκκρίσεις, δέν παράγονται. Τότε πέφτει σάν μολύβι τό φαγητό
μέσα μας.
Ἡ λύπη, ἐπίσης, πολύ συχνά, εἶναι ὑπεύθυνη
καί γιά ἐγκεφαλικά ἐπεισόδια.
Ὅλα λοιπόν αὐτά δείχνουν ὅτι ἡ
κατά κόσμον λύπη ὁδηγεῖ σέ πράγματα ἀνεπιθύμητα, καί δέν θά μποροῦσε
βέβαια αὐτό νά μήν ἀπασχολήσει καί τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό στή Σοφία Σειράχ, στό 30ό κεφάλαιο, διαβάζουμε: «Μὴ δῷς εἰς λύπην τὴν ψυχήν σου καὶ μὴ θλίψῃς σεαυτόν, ἐν βουλῇ
σου... λύπην μακρὰν ἀπόστησον ἀπὸ σοῦ· πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσεν
ἡ λύπη , καὶ οὐκ ἔστιν ὠφέλεια ἐν αὐτῇ»[3]. Μήν παραδώσεις τόν ἑαυτό σου σέ θλίψη καί
μή τόν πιέσεις... Νά ἀπομακρύνεις ἀπό κοντά σου τή λύπη , διότι κατέστρεψε
πολλούς , καί δέν κερδίζεις τίποτα ἀπό αὐτήν. Πενθεῖς,
ἄς ποῦμε, ἀλλά θλίβεσαι πάρα πολύ· καί πᾶς καί βρίσκεις,
ἀπό τή λύπη σου, τόν μακαρίτη! Τί κέρδισες; Τόν ἔφερες πίσω; Ὄχι· ἀλλά,
ἀντίθετα, μᾶλλον ἄνοιξες τόν δρόμο γιά νά πᾶς καί ἐσύ ἐκεῖ πού εἶναι
ἐκεῖνος.
Ἀκόμη, συνεχίζει ἡ Σοφία Σειράχ στό 38ο κεφάλαιο: «ἀπὸ λύπης γὰρ ἐκβαίνει θάνατος , καὶ λύπη καρδίας κάμψει ἰσχύν»[4], γιατί ἀπό τή λύπη ξεπηδᾶ ὁ θάνατος ,
καί ἡ λύπη τῆς καρδιᾶς θά λυγίσει τή δύναμη, πού
ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀντέξει.
Στό 30ό κεφάλαιο
ὅμως τοῦ ἴδιου βιβλίου λέει: «Εὐφροσύνη καρδίας
ζωὴ ἀνθρώπου , καὶ ἀγαλλίαμα ἀνδρὸς μακροημέρευσις»[5]. Ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη τῆς καρδιᾶς εἶναι ζωή
γιά τόν ἄνθρωπο , καί ἡ ἀγαλλίασή του εἶναι ἡ μακροημέρευση, τό νά ζήσει πολλά χρόνια. Ἐνῶ ὅταν δέν ἔχει κανείς αὐτή τήν ἀγαλλίαση,
δηλαδή δέν ζεῖ χαρούμενα, ζεῖ θλιμμένα καί ζορισμένα, τότε αὐτό τοῦ
λιγοστεύει τή ζωή.
Αὐτοί πού ἔχουν
τήν κατά κόσμον λύπη ζοῦν σάν νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος
Παῦλος γράφει: «Οὐ θέλομεν ὑμᾶς ἁγνοεῖν, ἀδελφοί,
περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες
ἐλπίδα»[6]. Δέν θέλουμε, ἀδελφοί, ἐσεῖς νά ἔχετε ἄγνοια
γιά τούς πεθαμένους, γιά νά μή λυπᾶστε ὅπως αὐτοί πού δέν ἔχουν τήν ἐλπίδα
τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, πού εἶναι ἔξω ἀπό τόν
χῶρο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι, ἡ πίστη μας στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν μᾶς
δίνει παρηγοριά. Καί ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἕνας μῦθος, πού νά
μποροῦμε ἁπλῶς νά τόν προβάλλουμε γιά νά παρηγορήσουμε τόν συνάνθρωπό
μας, ἀλλά εἶναι μία πραγματικότητα. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, θά ἀναστηθοῦν
καί οἱ νεκροί.
Πρέπει νά
γνωρίζουμε ἀκόμη ὅτι ἐφόσον ἡ κατά κόσμον λύπη ὁδηγεῖ καί στόν βιολογικό
ἀλλά καί στόν πνευματικό θάνατο –τό ὑπογραμμίζω– εἶναι ἑπόμενο νά συνιστᾶ
θανάσιμο ἁμάρτημα. Ὄντως οἱ
Πατέρες ἔχουν κατατάξει τήν κατά κόσμον λύπη ἀνάμεσα στά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα!
Αὐτή εἶναι
ἡ κατά κόσμον λύπη, ἡ ὁποία εἶναι ἰδιαίτερα καταστρεπτική, καί πνευματικά
καί σωματικά.
Ἀλλά ἄς δοῦμε
καί τήν κατά Θεόν λύπη, πού ἐδῶ μακαρίζεται.
Ἡ κατά Θεόν
λύπη λοιπόν συνδέεται πάντοτε ἄμεσα μέ τόν πρῶτο μακαρισμό. Δηλαδή
ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος δημιουργεῖ στήν ψυχή μία λύπη. Οἱ «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», αὐτοί πού εἶναι φτωχοί
μέ δική τους προαίρεση, αὐτοί πού εἶναι ταπεινοί, αὐτοί πού βλέπουν
τόν πραγματικό τους ἑαυτό, λυποῦνται. Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι ὁ δεύτερος
μακαρισμός συνδέεται μέ τόν πρῶτο. Ἀλλά αὐτή ἡ λύπη, πού μακαρίζεται
ἐδῶ, εἶναι λύπη δημιουργική, εἶναι λύπη γόνιμη.
Θά πάρω ἕνα
παράδειγμα, πού τό χρησιμοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: Ὅταν ἡ γυναίκα ἑτοιμάζεται
νά γεννήσει, λέει, λυπᾶται· ἀλλά αὐτή ἡ λύπη της εἶναι «πρός ζωήν», διότι μετά τόν τοκετό θά ἔχει
χαρά. Ἔτσι εἶναι ἡ λύπη πού μετά φέρνει τή χαρά. Νά πῶς τό λέει αὐτό ὁ
Κύριος: «Οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν
ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον»[7]. Δηλαδή ἡ γυναίκα δέν θυμᾶται πιά τή θλίψη πού
πέρασε προηγουμένως , γιατί ὅταν γεννηθεῖ τό παιδί τήν ξεχνάει,
καί χαίρεται πού ἦρθε στόν κόσμο ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος.
Αὐτό δέ τό παράδειγμα ὁ
Κύριος τό εἶπε στούς μαθητές Του ἐπειδή θά συνέβαινε καί σ’ αὐτούς τό ἴδιο.
Τούς εἶπε: «Καί ἐσεῖς θά ἔχετε λύπη πού θά
σταυρωθῶ· ἀλλά ὅταν ἐγώ θά ἀναστηθῶ καί θά μέ ξαναδεῖτε , τότε θά ἔχετε
χαρά, ἐνῶ ὁ κόσμος , πού χαιρόταν πρίν μέ τή δική σας τή λύπη , γιατί κατάφερε
νά μέ σταυρώσει, τώρα θά λυπᾶται».
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς
Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο
περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του
μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση
γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας