Μακαρισμός πρῶτος (Μέρος Β΄)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ Α΄ ΜΕΡΟΣ
Ὁ μέγας Βασίλειος λέει ὅτι
ταπείνωση εἶναι: «Ἡ ἀπόθεσις τοῦ ματαίου φρονήματος
καὶ ἡ ἀπὸ τοῦ ἐπάρματος καὶ ὕψους ἀλαζονικοῦ καὶ οἰήματος διακένου
πρὸς τὴν οἰκείαν ἀξίαν ἐπάνοδος»[1], δηλαδή νά ἀποθέσεις τό μάταιο φρόνημα ,
νά φύγεις ἀπό ἐκείνη τήν ἀλαζονική ἔπαρση , τήν οἴηση , τήν κούφια ὑπερηφάνεια ,
καί νά γυρίσεις σ’ ἐκεῖνο πού εἶσαι, ἐκεῖνο πού ἀξίζεις.
Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά θυμᾶστε
εἶναι οἱ τελευταῖες λέξεις: Ταπείνωση εἶναι ἡ «πρὸς τὴν οἰκείαν ἀξίαν ἐπάνοδος», τό νά γυρίσεις πίσω στόν πραγματικό ἑαυτό σου, καί νά πεῖς ″εἶμαι αὐτό ″. Νά ἔχεις ἀκριβῆ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ
σου. Ἄν σοῦ ζητήσουν νά κάνεις κάτι καί τό μπορεῖς, τότε νά πεῖς ″ναί , θά τό κάνω ″. Δέν εἶναι ὑπερηφάνεια,
ἀφοῦ ξέρεις ὅτι μπορεῖς νά τό κάνεις. Ἄν πεῖς στόν ἑαυτό σου ″μπορῶ ″ καί στούς ἄλλους πεῖς ″δέν μπορῶ ″, αὐτό πολλές φορές δέν εἶναι
ταπείνωση, ἀλλά αἴσθημα μειονεκτικότητος, εἶναι ψευτοταπείνωση!
Καί στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφέρεται:
«οἱ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί »[2], σοφοί εἶναι αὐτοί πού ξέρουν τόν ἑαυτό τους.
Καί ἀκόμη στή Φιλοκαλία –ἀπό τούς Πατέρες– διαβάζουμε:
«Ἀρχὴ προόδου τὸ ἐπιγνῶναί τινα ἑαυτόν». Ἡ ἀρχή τῆς προκοπῆς εἶναι τό νά γνωρίζει κανείς
τόν ἑαυτό του. Εἶναι ἐκεῖνο τό «γνῶθι σαυτόν»[3], πού ἔλεγε ὁ Σωκράτης, καί τό ὁποῖο εἶχε πάρει ἀπό τή μετώπη τοῦ
ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος στούς Δελφούς. Ὅλη του ἡ φιλοσοφία, ἡ λεγόμενη
σωκρατική φιλοσοφία, ἡ πλατωνική, ἐκεῖ κινεῖται, πάνω στό «γνῶθι σαυτόν», δηλαδή στό περίφημο ἀνθρωπολογικό λεγόμενο πρόβλημα, στό
τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, στό ποιός εἶμαι ἐγώ.
Ὅταν πέθαινε
ὁ Σωκράτης, ἕνας μαθητής του ἐκδήλωσε ὅλη του τή λύπη γιατί ἔβλεπε
ὅτι χάνεται ἕνας φιλόσοφος πού τά γνώριζε ὅλα. Ἀλλά ὁ φιλόσοφος Σωκράτης
τοῦ ἀπάντησε: «Ἕν οἶδα , ὅτι οὐδὲν οἶδα»[4]. «Ἀπατᾶσαι, ἀπατᾶσαι ! Μόνο ἕνα πράγμα γνωρίζω ,
ὅτι δέν ξέρω τίποτα»! Ὁ Σωκράτης εἶχε αὐτογνωσία,
ἤξερε τί μποροῦσε νά μαθαίνει ἕνας ἄνθρωπος καί τί μποροῦσε νά γνωρίζει
ὁ ἴδιος. Καί μόνο γιατί εἶχε αὐτή τή γνώση τῆς πνευματικῆς, τῆς διανοητικῆς
ἀνεπάρκειάς του, αὐτό τόν καθιστοῦσε πράγματι σπουδαῖο καί σοφό. Ὁ
Σωκράτης πάνω στό «γνῶθι σαυτόν» ἔκτισε τή φιλοσοφία του.
Καί ὁ Μένανδρος, πού ἦταν
συγγραφέας θεατρικῶν ἔργων, ὅπως ὁ Σοφοκλής, ὁ Εὐριπίδης καί ἄλλοι, ἔλεγε:
«γένοιο οἷος ἔσσι»[5], εἴθε νά γίνεις ἐκεῖνος πού πραγματικά εἶσαι· δηλαδή
νά ψάξεις νά βρεῖς ποιός εἶσαι, καί νά γίνεις αὐτό πού εἶσαι δημιουργημένος
νά γίνεις. Ὁ ἐγωισμός ὅμως καί ἡ ὑπερηφάνεια, δυστυχῶς, ἐμποδίζουν
τόν ἄνθρωπο νά δεῖ τόν ἑαυτό του.
Ἡ ταπείνωση θά λέγαμε ὅτι
ἔχει τρεῖς πτυχές:
Ἡ πρώτη εἶναι
ἡ ἠθική αὐτογνωσία, αὐτή πού δέν εἶχαν δυστυχῶς οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ
Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Πίστευαν γιά τόν ἑαυτό
τους ὅτι εἶναι ἄμεμπτοι... Κι ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι πού σταύρωσαν τόν
Χριστό! Τέλος πάντων. Ἡ ἠθική αὐτογνωσία εἶναι τό νά γνωρίζεις ποιός
εἶσαι, νά δεῖς τήν ἁμαρτωλή σου κατάσταση. Νά μή λές ″δέν ἔκανα τίποτα ἄσχημο στή ζωή μου , εἶμαι σπουδαῖος , εἶμαι ἠθικότατος
ἄνθρωπος ″. Εἶναι μερικοί πού ἔτσι λένε,
καί εἶναι δυστύχημα! Πρέπει νά βλέπουμε τίς ροπές μας, αὐτές πού ἔχουμε
μέσα μας, καί πού θά ντρεπόμαστε νά τίς δημοσιοποιήσουμε. Εἶναι ροπές
βρώμικες, ποικίλες ροπές, πού θά ντρεπόμαστε νά τίς ποῦμε! Δέν κάναμε
ἴσως καμία πράξη ὡς πρός τίς ροπές αὐτές, ἀλλά ὅμως ἔχουμε μέσα μας ἕνα
ἀκάθαρτο ὑποσυνείδητο, καί κατ’ ἐπέκταση μία ἀκάθαρτη συνείδηση.
Ἔχουμε αἰσθήματα ἀκάθαρτα, ἔχουμε λογισμούς καί ἐπιθυμίες ἀκάθαρτες,
πού βέβαια δέν φαίνονται στούς πολλούς. Πῶς μποροῦμε λοιπόν νά λέμε ὅτι
εἴμαστε σπουδαῖοι;
Ἔλεγε ὁ
Ψαλμωδός, στόν 18ο Ψαλμό: «καὶ ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με»[6], νά μέ καθαρίσεις ἀπό ἐκεῖνα πού εἶναι μέσα μου
κρυφά. Ἄν ἔπρεπε νά μιλήσουμε μέ μία σύγχρονη
γλώσσα, θά λέγαμε: «Κύριε, καθάρισέ μου τό ὑποσυνείδητο». Οἱ ἀσκητές πού πήγαιναν στήν ἔρημο γιά βαριά ἀσκητική, τό ἔκαναν
γιά νά καθαρίσουν τό ὑποσυνείδητό τους. Ρωτῆστε, ἄν θέλετε, ἕναν ψυχίατρο,
ἕναν ψυχολόγο, ἄν εἶναι εὔκολο ἤ δύσκολο νά καθαρίσει κανείς τό ὑποσυνείδητό
του. Θά σᾶς ἔλεγε πώς εἶναι ἀδύνατον! Ἔ, θά λέγαμε, ὄχι ἀκριβῶς, ἀλλά περίπου
ἀδύνατον. Πράγματι, μπορεῖ κάποιος νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του, τό ὑποσυνείδητό
του, ἀλλά μέ πολύ βαριά ἄσκηση. Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, πρέπει νά ξέρουμε
ὅτι στά μάτια τοῦ Θεοῦ δέν εἴμαστε σπουδαῖοι καί τρανοί! Ἄρα λοιπόν
πρέπει νά ἔχουμε αὐτογνωσία.
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, κατεβαίνοντας τά τρία σκαλοπάτια τῆς ταπεινώσεως, στήν ἀρχή
ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ ἔσχατος τῶν Ἀποστόλων». Ὅταν πέρασαν κάποια χρόνια, ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ ἔσχατος
τῶν ἀνθρώπων». Καί ὅταν πέρασαν πάλι μερικά
χρόνια, ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν»[7]. Ποιός; Ὁ Παῦλος!...
Νά θυμηθοῦμε καί τόν τελώνη ἀπό τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. Θά λέγαμε
″δέν εἶμαι ἅγιος ″. Ἀλλά ἡ ἐντολή
λέει «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».[8] Ἀφοῦ λοιπόν τό λέει ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά γίνουμε ἅγιοι –δέν εἴμαστε
βέβαια– πρέπει ἀναμφισβήτητα νά εἴμαστε στόν δρόμο νά γινόμαστε ἅγιοι.
Ἡ δεύτερη πτυχή τῆς ταπεινώσεως εἶναι
ἡ διανοητική αὐτογνωσία, ἐκείνη πού ἀναφέρεται στήν ἀκριβῆ γνώση
τῶν διανοητικῶν προσόντων.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Μὴ ὑπερφρονεῖν παρ’ ὃ δεῖ φρονεῖν , ἀλλὰ φρονεῖν εἰς τὸ σωφρονεῖν»[9]. Δηλαδή: Νά μή φρονεῖ κανείς γιά τόν ἑαυτό
του ὅτι εἶναι παραπάνω ἀπό ἐκεῖνο πού πρέπει νά φρονεῖ , ἀλλά νά φρονεῖ
ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ νά εἶναι σώφρων. Νά ἔχουμε,
λέει, γνώση τῶν διανοητικῶν μας δυνάμεων καί καταστάσεων.
Καί ἄν ἀκόμη ἔχουμε προσόντα,
ἄς θυμηθοῦμε ἐκεῖνο πού λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ’ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ’ ἡ
ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ»[10]. Δηλαδή: Δέν εἴμαστε ἀπό μόνοι μας ἱκανοί ,
ἀλλά ἄν ἔχουμε κάτι , μιά ἱκανότητα , ἕνα προσόν, αὐτό εἶναι ἀπό
τόν Θεό , ὁ Θεός μᾶς τό ἔδωσε. Μάλιστα
κάπου ἀλλοῦ λέει: «Τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;»[11]. Γιατί ὑπερηφανεύεσαι ὅτι εἶναι δικά σου αὐτά
πού ἔχεις , σάν νά μήν τά ἔχεις πάρει ; Τίποτα
δέν ἔχουμε πού νά μή μᾶς τό ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ὅ,τι ἔχουμε, ὁ Θεός μᾶς τό
ἔχει δώσει.
Ἄς θυμηθοῦμε ἀκόμη –νά τό πῶ ἔτσι–
τά ″χαρτία τοῦ Σωκράτους ″. Τόν ρώτησαν κάποτε: «Γιατί δέν
γράφεις αὐτά τά σοφά πού λές ;», καί ἐκεῖνος
ἀπάντησε: «Θεωρῶ ὅτι τά χαρτιά εἶναι πιό ἀκριβά ,
πιό πολύτιμα ἀπό τά λόγια πού θά ἔγραφα»![12] Ἀκούσατε;
Νά θυμηθοῦμε καί τά ″κοχύλια τοῦ Νεύτωνος ″, πού ὅταν
τοῦ εἶπαν κάποτε ὅτι εἶναι σοφός, ἐκεῖνος εἶπε: «Ξέρετε τί
εἶμαι; Εἶμαι σάν ἕνα μικρό παιδάκι πού εἶναι στήν παραλία ἑνός ἀπέραντου
ὠκεανοῦ γνώσεων, καί παίζει μέ τά βοτσαλάκια καί μέ τά κοχύλια»! Μόνο αὐτά μπορεῖ νά γνωρίζει τό μικρό παιδάκι. Αὐτό λέγεται διανοητική ταπείνωση.
Ὁ Ἀμπέρ ἐπίσης –καθηγητής
Πανεπιστημίου– πήγαινε καί ἄκουγε τό κατηχητικό μάθημα πού ἔκανε ἕνας
φοιτητής του. Ἔκπληκτος λοιπόν ὁ φοιτητής τοῦ εἶπε: «Κύριε καθηγητά , ἔρχεστε νά ἀκούσετε ἐμένα;...». Καί ὁ Ἀμπέρ τοῦ λέει: «Ναί, παιδί
μου, ναί. Καταρχάς μοῦ θυμίζεις αὐτά πού ἔμαθα μικρός· καί ὕστερα
μιλᾶς τόσο ὄμορφα , πού θά ἤθελα νά σέ ἀκούω»! Ἀκούσατε; Ὁ πολύς Ἀμπέρ! Αὐτό εἶναι διανοητική ταπείνωση.
Καί τέλος ἔχουμε τή σωματική
ἤ τήν ὑλική, θά λέγαμε, αὐτογνωσία, πού εἶναι νά γνωρίζουμε τά σωματικά
μας προσόντα, τίς προσωπικές μας δυνατότητες. Νά μή λέμε «Εἶμαι ὄμορφος –ἤ τοῦτο ἤ ἐκεῖνο– καί πρέπει νά μέ προσέχουν ὅλοι». Νά ἔχουμε ταπείνωση.
Ὁ Κύριος, τέλος, εἶπε: «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι»[13]. Αὐτό θά πεῖ: Μακάριοι ἐκεῖνοι πού εἶναι φτωχοί
μέ τή δική τους προαίρεση , ἐπειδή οἱ ἴδιοι τό θέλουν νά εἶναι φτωχοί.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει:
«Πνεῦμα γὰρ ἐνταῦθα τὴν ψυχὴν καὶ τὴν προαίρεσιν
εἴρηκεν»[14]. Διότι ἐδῶ ὁ Κύριος εἶπε πνεῦμα τήν ψυχή καί τήν προαίρεση. Κι ὅπως λέει ὁ Ζιγαβηνός, «διότι οὐδὲν
τῶν ἀπροαιρέτων μακαριστόν· πᾶσα γὰρ ἀρετὴ
τῷ ἑκουσίῳ χαρακτηρίζεται». Τίποτε δέν μακαρίζεται χωρίς προαίρεση· γιατί ἡ ἀρετή
λογίζεται σ’ αὐτόν πού τή θέλει. Δηλαδή:
Μένω φτωχός –ἀπό χρήματα– γιατί θέλω νά μένω
φτωχός . Ὄχι γιατί δέν ἔχω τήν ἱκανότητα νά γίνω πλούσιος , ἀλλά θέλω
νά μένω χωρίς περιουσία γιά κάποιο σκοπό: γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν
οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας Του, γιά τήν ἱεραποστολή , καί λοιπά.
Ἀγαπητοί μου, ὁ καρπός αὐτῆς
τῆς ἑκούσιας πτωχείας καί ταπεινώσεως εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἀπό μέσα μας καί ὁλοκληρώνεται
στόν Οὐρανό. Γιά νά βρεθοῦμε λοιπόν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά
περάσουμε ἀπό τήν πολύ - πολύ χαμηλή πορτούλα πού λέγεται ταπείνωση.
Κυριακή, 19 Νοεμβρίου 1995
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΛΟΓΟΙ’’ .
Της Ιεράς
Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο
περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του
μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση
γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
[3]. Βλ. Plutarchi moralia, vol. 6, 2, Adversus Colotem, TLG 1118, C, 7
- 11. «...καὶ τῶν ἐν Δελφοῖς γραμμάτων θειότατον ἐδόκει τὸ ″γνῶθι σαυτόν ″· ὃ δὴ καὶ Σωκράτει τῆς ἀπορίας καὶ ζητήσεως ταύτης ἀρχὴν ἐνέδωκεν, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς Πλατωνικοῖς εἴρηκε...». Platonis opera, Alcibiades
ii, TLG 124, a.7-b.1. «...ἀλλ’, ὦ μακάριε, πειθόμενος ἐμοί τε καὶ τῷ ἐν Δελφοῖς γράμματι, γνῶθι σαυτόν, ὅτι οὗτοι...»
[4]. Epicteti, dissertationes
ab Arriano digestae, Περὶ ἀνομολογίας, TLG 2, 21, 10.
ἔκδ. Teubner, Leipzig 1916. «ἔχω ἣν δεῖ συναίσθησιν τὸν μηδὲν εἰδότα, ὅτι οὐδὲν οἶδα», κ.ἀ.
[5]. Εὐστράτιος, ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης, Ommentarii ad Homeri Odysseam, 2 vols. in 1, TLG Od 1, 277, 36-38. «Τὸ δὲ τοῖος ἐὼν οἷος ἐσσί, ὠφέλησε τὸν Πίνδαρον εἰπεῖν πρὸς ἀγαθὸν ἄνδρα τινὰ τὸ καλὸν νόημα ἐκεῖνο, τὸ γένοιο οἷος ἐσσί. ὡς μὴ ἔχων δηλαδὴ κρείττονα πρὸς ὃν ἂν ὅμοιος γένοιο.»
[12]. Ioannis Stobaei anthologium, Περὶ τοῦ γνῶθι σαυτόν, TLG 3, 21, 9. «Σωκράτης ἐρωτηθεὶς
διὰ τί οὐ συγγράφει, ″ὅτι″ εἶπεν ″ὁρῶ τὰ χαρτία πολὺ τῶν γραφησομένων
τιμιώτερα″.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας