Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Ερμηνεία των Μακαρισμών από τον Γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο



Αποτέλεσμα εικόνας για αθανασιος μυτιληναιος

Μακαρισμός πρῶτος (Μέρος Β΄)

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ Α΄ ΜΕΡΟΣ


Ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος λέ­ει ὅτι τα­πεί­νω­ση εἶναι: «Ἡ ἀ­πό­θε­σις τοῦ μα­ταί­ου φρο­νή­μα­τος καὶ ἡ ἀ­πὸ τοῦ ἐπάρ­μα­τος καὶ ὕ­ψους ἀ­λα­ζο­νι­κοῦ καὶ οἰ­ή­μα­τος δι­α­κέ­νου πρὸς τὴν οἰ­κεί­αν ἀ­ξί­αν ἐ­πά­νο­δος»[1], δη­λα­δή νά ἀ­πο­θέ­σεις τό μά­ται­ο φρό­νη­μα , νά φύ­γεις ἀ­πό ἐκεί­νη τήν ἀ­λα­ζο­νι­κή ἔ­παρ­ση , τήν οἴ­η­ση , τήν κού­φια ὑ­πε­ρη­φά­νεια , καί νά γυ­ρί­σεις σ’  ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­σαι, ἐκεῖ­νο πού ἀ­ξί­ζεις.

Ἐ­κεῖ­νο πού θά ἤθε­λα νά θυ­μᾶστε εἶναι οἱ τε­λευ­ταῖ­ες λέ­ξεις: Τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι ἡ «πρὸς τὴν οἰ­κεί­αν ἀ­ξί­αν ἐ­πά­νο­δος», τό νά γυ­ρί­σεις πί­σω στόν πραγ­μα­τι­κό ἑ­αυ­τό σου, καί νά πεῖς ″εἶ­μαι αὐ­τό ″. Νά ἔ­χεις ἀ­κρι­βῆ γνώ­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ σου. Ἄν σοῦ ζητήσουν νά κάνεις κάτι καί τό μπο­ρεῖς, τότε νά πεῖς ″ναί , θά τό κά­νω ″. Δέν εἶ­ναι ὑ­πε­ρη­φά­νεια, ἀ­φοῦ ξέ­ρεις ὅ­τι μπο­ρεῖς νά τό κά­νεις. Ἄν πεῖς στόν ἑ­αυ­τό σου ″μπο­ρῶ ″ καί στούς ἄλ­λους πεῖς ″δέν μπο­ρῶ ″, αὐ­τό πολ­λές φο­ρές δέν εἶ­ναι τα­πεί­νω­ση, ἀλ­λά αἴ­σθη­μα μει­ο­νε­κτι­κό­τη­τος, εἶναι ψευ­το­τα­πεί­νω­ση!
Καί στό βι­βλί­ο τῶν Πα­ροι­μι­ῶν τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἀναφέρεται: «οἱ ἑ­αυ­τῶν ἐ­πι­γνώ­μο­νες σο­φοί »[2], σο­φοί εἶ­ναι αὐ­τοί πού ξέ­ρουν τόν ἑ­αυ­τό τους.
Καί ἀ­κό­μη στή Φι­λο­κα­λί­α –ἀ­πό τούς Πα­τέ­ρες– δια­βάζουμε: «Ἀρ­χὴ προ­ό­δου τὸ ἐ­πι­γνῶ­ναί τι­να ἑ­αυ­τόν». Ἡ ἀρ­χή τῆς προ­κο­πῆς εἶ­ναι τό νά γνω­ρί­ζει κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του. Εἶναι ἐ­κεῖ­νο τό «γνῶ­θι σαυ­τόν»[3], πού ἔ­λε­γε ὁ Σω­κρά­της, καί τό ὁποῖο εἶχε πάρει ἀ­πό τή με­τώ­πη τοῦ να­οῦ τοῦ Ἀ­πόλ­λω­νος στούς Δελ­φούς. Ὅ­λη του ἡ φι­λο­σο­φί­α, ἡ λε­γό­με­νη σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἡ πλα­τω­νι­κή, ἐ­κεῖ κι­νεῖ­ται, πά­νω στό «γνῶ­θι σ­αυ­τόν», δη­λα­δή στό πε­ρί­φη­μο ἀν­θρω­πο­λο­γι­κό λε­γό­με­νο πρό­βλη­μα, στό τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος, στό ποι­ός εἶ­μαι ἐ­γώ.
Ὅ­ταν πέ­θαι­νε ὁ Σω­κρά­της, ἕ­νας μα­θη­τής του ἐ­κ­δή­λω­σε ὅ­λη του τή λύ­πη για­τί ἔ­βλε­πε ὅ­τι χά­νε­ται ἕ­νας φι­λό­σο­φος πού τά γνώ­ρι­ζε ὅ­λα. Ἀλλά ὁ φι­λό­σο­φος Σω­κρά­της τοῦ ἀ­πάν­τησε: «Ἕν οἶ­δα , ὅ­τι οὐ­δὲν οἶ­δα»[4]. «Ἀπα­τᾶ­σαι, ἀ­πα­τᾶ­σαι ! Μό­νο ἕ­να πράγμα γνω­ρί­ζω , ὅ­τι δέν ξέρω τίποτα»! Ὁ Σω­κρά­της εἶ­χε αὐ­το­γνω­σί­α, ἤξερε τί μπο­ροῦσε νά μα­θαί­νει ἕνας ἄν­θρω­πος καί τί μπο­ροῦ­σε νά γνω­ρί­ζει ὁ ἴδιος. Καί μό­νο για­τί εἶ­χε αὐ­τή τή γνώ­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς, τῆς δι­α­νο­η­τι­κῆς ἀ­νε­πάρ­κει­άς του, αὐ­τό τόν κα­θι­στοῦ­σε πράγ­μα­τι σπου­δαῖ­ο καί σο­φό. Ὁ Σω­κρά­της πάνω στό «γνῶ­θι σαυ­τόν» ἔ­κτι­σε τή φι­λο­σο­φί­α του.
Καί ὁ Μέ­ναν­δρος, πού ἦ­ταν συγ­γρα­φέας θε­α­τρι­κῶν ἔρ­γων, ὅ­πως ὁ Σο­φο­κλής, ὁ Εὐριπίδης καί ἄλλοι, ἔ­λε­γε: «γέ­νοι­ο οἷ­ος ἔσ­σι»[5], εἴ­θε νά γί­νεις ἐ­κεῖ­νος πού πραγ­μα­τι­κά εἶ­σαι· δη­λα­δή νά ψά­ξεις νά βρεῖς ποι­ός εἶ­σαι, καί νά γί­νεις αὐ­τό πού εἶ­σαι δημιουρ­γημένος νά γί­νεις. Ὁ ἐγωισμός ὅ­μως καί ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, δυ­στυ­χῶς, ἐμ­πο­δί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο νά δεῖ τόν ἑαυ­τό του.
Ἡ τα­πεί­νω­ση θά λέ­γα­με ὅτι ἔ­χει τρεῖς πτυ­χές:
Ἡ πρώ­τη εἶ­ναι ἡ ἠ­θι­κή αὐ­το­γνω­σί­α, αὐ­τή πού δέν εἶχαν δυ­στυ­χῶς οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ Γραμ­μα­τεῖς καί οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Χρι­στοῦ. Πί­στευ­αν γιά τόν ἑ­αυ­τό τους ὅ­τι εἶ­ναι ἄ­μεμ­πτοι... Κι ὅ­μως εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού σταύ­ρω­σαν τόν Χρι­στό! Τέλος πάντων. Ἡ ἠ­θι­κή αὐ­το­γνω­σί­α εἶ­ναι τό νά γνω­ρί­ζεις ποι­ός εἶ­σαι, νά δεῖς τήν ἁ­μαρ­τω­λή σου κα­τά­στα­ση. Νά μή λές ″δέν ἔ­κα­να τί­πο­τα ἄσχημο στή ζω­ή μου , εἶ­μαι σπου­δαῖ­ος , εἶ­μαι ἠ­θι­κό­τα­τος ἄν­θρω­πος ″. Εἶ­ναι με­ρι­κοί πού ἔ­τσι λέ­νε, καί εἶ­ναι δυ­στύ­χη­μα! Πρέπει νά βλέπουμε τίς ρο­πές μας, αὐτές πού ἔ­χου­με μέ­σα μας, καί πού θά ντρε­πό­μα­στε νά τίς δη­μο­σι­ο­ποι­ή­σου­με. Εἶναι ρο­πές βρώ­μι­κες, ποι­κί­λες ρο­πές, πού θά ντρε­πό­μα­στε νά τίς ποῦ­με! Δέν κά­να­με ἴ­σως κα­μί­α πρά­ξη ὡς πρός τίς ρο­πές αὐ­τές, ἀλλά ὅ­μως ἔ­χου­με μέ­σα μας ἕ­να ἀ­κά­θαρ­το ὑ­πο­συ­νεί­δη­το, καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση μί­α ἀ­κά­θαρ­τη συ­νεί­δη­ση. Ἔ­χου­με αἰ­σθή­μα­τα ἀ­κά­θαρ­τα, ἔ­χου­με λογι­σμούς καί ἐπιθυμίες ἀ­κά­θαρ­τες, πού βέ­βαι­α δέν φαί­νον­ται στούς πολ­λούς. Πῶς μπο­ροῦμε λοι­πόν νά λέ­με ὅ­τι εἴμαστε σπου­δαῖ­οι;
Ἔ­λε­γε ὁ Ψαλ­μω­δός, στόν 18ο Ψαλ­μό: «καὶ ἐκ τῶν κρυ­φί­ων μου κα­θά­ρι­σόν με»[6], νά μέ κα­θα­ρί­σεις ἀ­πό ἐκεῖ­να πού εἶ­ναι μέσα μου κρυ­φά. Ἄν ἔ­πρε­πε νά μι­λή­σου­με μέ μί­α σύγ­χρο­νη γλώσσα, θά λέ­γα­με: «Κύ­ρι­ε, κα­θά­ρι­σέ μου τό ὑ­πο­συ­νεί­δη­το». Οἱ ἀ­σκη­τές πού πή­γαι­ναν στήν ἔ­ρη­μο γιά βα­ριά ἀ­σκη­τι­κή, τό ἔκαναν γιά νά κα­θα­ρί­σουν τό ὑ­πο­συ­νεί­δη­τό τους. Ρω­τῆ­στε, ἄν θέλετε, ἕ­ναν ψυ­χί­α­τρο, ἕ­ναν ψυ­χο­λό­γο, ἄν εἶ­ναι εὔ­κο­λο ἤ δύ­σκο­λο νά κα­θα­ρί­σει κα­νείς τό ὑ­πο­συ­νεί­δη­τό του. Θά σᾶς ἔ­λε­γε πώς εἶναι ἀ­δύ­να­τον! Ἔ, θά λέ­γα­με, ὄχι ἀκριβῶς, ἀλλά πε­ρί­που ἀ­δύ­να­τον. Πράγματι, μπο­ρεῖ κάποιος νά κα­θα­ρί­σει τόν ἑ­αυ­τό του, τό ὑ­πο­συ­νεί­δη­τό του, ἀλ­λά μέ πο­λύ βα­ριά ἄ­σκη­ση. Δη­λα­δή, μέ ἄλ­λα λό­για, πρέ­πει νά ξέ­ρουμε ὅτι στά μά­τια τοῦ Θε­οῦ δέν εἴ­μα­στε σπου­δαῖ­οι καί τρανοί! Ἄρα λοιπόν πρέπει νά ἔ­χου­με αὐ­το­γνω­σί­α.
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, κα­τε­βαί­νον­τας τά τρί­α σκα­λο­πά­τια τῆς τα­πει­νώ­σε­ως, στήν ἀρχή ἔλε­γε: «Εἶ­μαι ὁ ἔ­σχα­τος τῶν Ἀ­πο­στό­λων». Ὅ­ταν πέ­ρα­σαν κά­ποι­α χρό­νια, ἔ­λε­γε: «Εἶ­μαι ὁ ἔ­σχα­τος τῶν ἀν­θρώ­πων». Καί ὅ­ταν πέ­ρα­σαν πά­λι με­ρι­κά χρό­νια, ἔ­λε­γε: «Εἶ­μαι ὁ ἔσχα­τος τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν»[7]. Ποι­ός; Ὁ Παῦ­λος!...
Νά θυ­μη­θοῦ­με καί τόν τε­λώ­νη ἀπό τήν πα­ρα­βο­λή τοῦ τε­λώ­νου καί τοῦ φα­ρι­σαί­ου. Θά λέ­γα­με ″δέν εἶ­μαι ἅ­γιος ″. Ἀλ­λά ἡ ἐν­το­λή λέ­ει «ἅ­γιοι γί­νε­σθε, ὅ­τι ἐ­γὼ ἅγιός εἰ­μι».[8] Ἀ­φοῦ λοι­πόν τό λέ­ει ἡ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ νά γί­νουμε ἅ­γιοι –δέν εἴμαστε βέβαια– πρέπει ἀναμ­φι­σβή­τητα νά εἴμαστε στόν δρό­μο νά γινόμαστε ἅ­γιοι.
Ἡ δεύ­τε­ρη πτυχή τῆς ταπεινώσεως εἶ­ναι ἡ δι­α­νο­η­τι­κή αὐ­το­γνω­σί­α, ἐ­κεί­νη πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἀ­κρι­βῆ γνώ­ση τῶν δι­α­νο­η­τι­κῶν προ­σόν­των.
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­ει: «Μὴ ὑ­περ­φρο­νεῖν πα­ρ’  ὃ δεῖ φρο­νεῖν , ἀλ­λὰ φρο­νεῖν εἰς τὸ σω­φρο­νεῖν»[9]. Δη­λα­δή: Νά μή φρο­νεῖ κα­νείς γιά τόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού πρέ­πει νά φρο­νεῖ , ἀλ­λά νά φρο­νεῖ ἔτσι ὥστε νά μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι σώ­φρων. Νά ἔχουμε, λέει, γνώ­ση τῶν δι­α­νο­η­τι­κῶν μας δυ­νά­με­ων καί κα­τα­στά­σε­ων.
Καί ἄν ἀ­κό­μη ἔ­χου­με προ­σόν­τα, ἄς θυ­μη­θοῦ­με ἐκεῖ­νο πού λέ­ει πά­λι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «οὐχ ὅ­τι ἱκα­νοί ἐ­σμεν ἀ­φ’  ἑ­αυ­τῶν λο­γί­σα­σθαί τι ὡς ἐξ ἑ­αυ­τῶν, ἀλλ’ ἡ ἱ­κα­νό­της ἡ­μῶν ἐκ τοῦ Θε­οῦ»[10]. Δη­λα­δή: Δέν εἴ­μα­στε ἀ­πό μό­νοι μας ἱ­κα­νοί , ἀλ­λά ἄν ἔ­χου­με κά­τι , μιά ἱ­κα­νό­τη­τα , ἕ­να προ­σόν, αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­πό τόν Θε­ό , ὁ Θε­ός μᾶς τό ἔδω­σε. Μά­λι­στα κάπου ἀλλοῦ λέ­ει: «Τί καυ­χᾶ­σαι ὡς μὴ λα­βών;»[11]. Για­τί ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι ὅ­τι εἶ­ναι δι­κά σου αὐ­τά πού ἔχεις , σάν νά μήν τά ἔχεις πάρει ; Τί­πο­τα δέν ἔ­χουμε πού νά μή μᾶς τό ἔ­χει δώ­σει ὁ Θε­ός. Ὅ,τι ἔ­χουμε, ὁ Θε­ός μᾶς τό ἔ­χει δώ­σει.
Ἄς θυ­μη­θοῦ­με ἀ­κό­μη –νά τό πῶ ἔτσι– τά ″χαρ­τία τοῦ Σω­κρά­τους ″. Τόν ρώτησαν κά­πο­τε: «Για­τί δέν γρά­φεις αὐ­τά τά σο­φά πού λές ;», καί ἐκεῖνος ἀπά­ντησε: «Θεωρῶ ὅ­τι τά χαρ­τιά εἶ­ναι πιό ἀ­κρι­βά , πιό πο­λύ­τι­μα ἀ­πό τά λό­για πού θά ἔγρα­φα»![12] Ἀ­κού­σα­τε;
Νά θυ­μη­θοῦ­με καί τά ″κο­χύ­λια τοῦ Νεύ­τω­νος ″, πού ὅταν τοῦ εἶπαν κάποτε ὅτι εἶναι σοφός, ἐκεῖνος εἶ­πε: «Ξέρετε τί εἶ­μαι; Εἶμαι σάν ἕ­να μι­κρό παι­δά­κι πού εἶναι στήν πα­ρα­λί­α ἑ­νός ἀ­πέ­ραν­του ὠ­κε­α­νοῦ γνώ­σε­ων, καί παί­ζει μέ τά βο­τσα­λά­κια καί μέ τά κο­χύ­λια»! Μό­νο αὐ­τά μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­ζει τό μι­κρό παι­δά­κι. Αὐ­τό λέ­γε­ται δι­α­νο­η­τι­κή τα­πεί­νω­ση.
Ὁ Ἀμ­πέρ ἐπίσης –καθηγητής Πανεπιστημίου– πή­γαι­νε καί ἄ­κου­γε τό κα­τη­χη­τι­κό μά­θη­μα πού ἔ­κα­νε ἕνας φοι­τη­τής του. Ἔκπληκτος λοιπόν ὁ φοιτητής τοῦ εἶ­πε: «Κύ­ρι­ε κα­θη­γη­τά , ἔρ­χε­στε νά ἀ­κού­σετε ἐ­μέ­να;...». Καί ὁ Ἀμπέρ τοῦ λέ­ει: «Ναί, παι­δί μου, ναί. Κα­ταρ­χάς μοῦ θυ­μί­ζεις αὐ­τά πού ἔ­μα­θα μι­κρός· καί ὕ­στε­ρα μι­λᾶς τό­σο ὄ­μορ­φα , πού θά ἤ­θε­λα νά σέ ἀ­κού­ω»! Ἀ­κού­σα­τε; Ὁ πο­λύς Ἀμ­πέρ! Αὐτό εἶναι δια­νοητική ταπεί­νωση.
Καί τέ­λος ἔχουμε τή σω­μα­τι­κή ἤ τήν ὑ­λι­κή, θά λέ­γα­με, αὐ­το­γνω­σί­α, πού εἶ­ναι νά γνω­ρί­ζου­με τά σω­μα­τι­κά μας προ­σόν­τα, τίς προσωπικές μας δυ­να­τό­τη­τες. Νά μή λέ­με «Εἶ­μαι ὄ­μορ­φος –ἤ τοῦτο ἐκεῖνοκαί πρέ­πει νά μέ προ­σέ­χουν ὅ­λοι». Νά ἔ­χουμε τα­πεί­νω­ση.
Ὁ Κύ­ριος, τέλος, εἶ­πε: «μα­κά­ριοι οἱ πτω­χοὶ τῷ πνεύ­μα­τι»[13]. Αὐ­τό θά πεῖ: Μα­κά­ριοι ἐ­κεῖ­νοι πού εἶ­ναι φτω­χοί μέ τή δική τους προ­αίρεση , ἐπειδή οἱ ἴδιοι τό θέλουν νά εἶναι φτωχοί.
Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος λέ­ει: «Πνεῦ­μα γὰρ ἐν­ταῦ­θα τὴν ψυ­χὴν καὶ τὴν προ­αί­ρε­σιν εἴ­ρη­κεν»[14]. Διότι ἐδῶ ὁ Κύριος εἶ­πε πνεῦ­μα τήν ψυχή καί τήν προ­αί­ρε­ση. Κι ὅ­πως λέ­ει ὁ Ζι­γα­βη­νός, «δι­ό­τι οὐ­δὲν τῶν ἀ­προ­αι­ρέ­των μα­κα­ρι­στόν· πᾶ­σα γὰρ ἀ­ρε­τὴ τῷ ἑ­κου­σί­ῳ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται». Τί­πο­τε δέν μα­κα­ρί­ζε­ται χω­ρίς προ­αί­ρε­ση· γιατί ἡ ἀρετή λογίζεται σ’  αὐτόν πού τή θέλει. Δη­λα­δή: Μέ­νω φτω­χός –ἀ­πό χρή­μα­τα– για­τί θέ­λω νά μέ­νω φτω­χός . Ὄ­χι για­τί δέν ἔ­χω τήν ἱ­κα­νότη­τα νά γί­νω πλού­σιος , ἀλ­λά θέ­λω νά μέ­νω χω­ρίς περι­ου­σί­α  γιά κάποιο σκοπό: γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, γιά τήν οἰ­κο­δο­μή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του, γιά τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή , καί λοιπά.
Ἀ­γα­πη­τοί μου, ὁ καρ­πός αὐ­τῆς τῆς ἑ­κού­σι­ας πτω­χεί­ας καί τα­πει­νώ­σε­ως εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­κτη­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἀρ­χί­ζει ἀ­πό μέ­σα μας καί ὁ­λο­κλη­ρώνεται στόν Οὐ­ρα­νό. Γιά νά βρε­θοῦ­με λοι­πόν στή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, πρέ­πει νά πε­ρά­σου­με ἀ­πό τήν πο­λύ - πο­λύ χα­μη­λή πορ­τού­λα πού λέ­γε­ται τα­πεί­νω­ση.

Κυριακή, 19 Νοεμβρίου 1995
(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΛΟΓΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.



[1]. Μ. Βασίλειος, Λόγος εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν, LTG 2.86.16,
[2]. Παρ. Σολ. 13, 10.
[3]. Βλ. Plutarchi moralia, vol. 6, 2, Adversus Colotem, TLG 1118, C, 7 - 11. «...καὶ τῶν ἐν Δελ­φοῖς γραμ­μά­των θει­ό­τα­τον ­δό­κει τὸγνῶ­θι σαυ­τόν ″· δὴ καὶ Σω­κρά­τει τῆς ­πο­ρί­ας καὶ ζη­τή­σε­ως ταύ­της ἀρ­χὴν ἐν­έ­δω­κεν, ὡς ­ρι­στο­τέ­λης ἐν τοῖς Πλα­τω­νι­κοῖς εἴ­ρη­κε...». Pla­to­nis ope­ra, Al­ci­bi­a­des ii, TLG 124, a.7-b.1. «...ἀλλ’, μα­κά­ρι­ε, πει­θό­με­νος ­μοί τε καὶ τῷ ἐν Δελ­φοῖς γράμ­ματι, γνῶ­θι σαυ­τόν, ­τι οὗ­τοι...»
[4]. Epicteti, dissertationes ab Arriano digestae, Περὶ ἀνομολογίας, TLG 2, 21, 10. ἔκδ. Teubner, Leipzig 1916. «ἔχω ἣν δεῖ συναί­σθη­σιν τὸν μη­δὲν εἰδότα, ὅτι οὐδὲν οἶδα», κ..
[5]. Εὐστράτιος, ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης, Ommentarii ad Homeri O­dys­se­am, 2 vols. in 1, TLG Od 1, 277, 36-38. «Τὸ δὲ τοῖος ἐὼν οἷος ἐσσί, ­φέ­λησε τὸν Πίν­δα­ρον εἰ­πεῖν πρὸς ­γα­θὸν ἄν­δρα τι­νὰ τὸ κα­λὸν νό­η­μα ­κεῖ­νο, τὸ γέ­νοι­ο οἷ­ος ἐσ­σί. ὡς μὴ ­χων δη­λα­δὴ κρείτ­το­να πρὸς ὃν ἂν ­μοι­ος γέ­νοι­ο
[6]. Ψαλμ. 18, 13.
[7]. Α΄ Κορ. 15, 7-9. Ἐφεσ. 3, 8. Α΄ Τιμ. 1, 15.
[8]. Α΄ Πέτρ. 1, 16. Πρβλ. Λευϊτ. 20, 6. Ματθ. 5, 48.
[9]. Ρωμ. 12, 3.
[10]. Β΄ Κορ. 3, 5.
[11]. Α΄ Κορ. 4, 7.
[12]. Ioannis Stobaei anthologium,  Περὶ τοῦ γνῶθι σαυτόν, TLG 3, 21, 9. «Σωκράτης ἐρωτηθεὶς διὰ τί οὐ συγγράφει, ″ὅτι″ εἶπεν ″ὁρῶ τὰ χαρ­τί­α πολὺ τῶν γραφησομένων τιμιώτερα″.»
[13]. Ματθ. 5, 3.
[14]. Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, MPG 57, 224, 15-16.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας