Ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι τό
θέμα τῆς δικαιοσύνης στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων εἶναι εὐρύτατο. Αὐτός
πού εἶναι δίκαιος στά λόγια, εἶναι βέβαια δίκαιος καί στά ἔργα. Ὁ ἅγιος
Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέει: «εἴ τις ἐν
λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ»[1]. Ἐκεῖνος πού δέν φταίει μέ τά λόγια του, δηλαδή δέν ἔχει κάτι τό ἐπιλήψιμο σ’ αὐτά, αὐτός εἶναι τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτός βέβαια
θά ἐνεργήσει καί κατά ἀνάλογο τρόπο.
Ἡ κατάκριση, ἡ συκοφαντία,
ἡ δυσφήμιση, τό ψέμα, εἶναι ἀδικία τῆς
γλώσσας, δηλαδή ἀδικοῦμε τόν ἄλλο μέ τά λόγια μας.
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος
λέει γιά τή γλώσσα: «καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ , ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας...
ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου». Δηλαδή: Ἡ γλώσσα εἶναι φωτιά , ἕνας κόσμος
πολλῆς ἀδικίας... ἕνα κακό πού δέν μπορεῖς νά τό περιορίσεις , γεμάτη ἀπό
δηλητήριο θανατηφόρο. Εἶναι ἐκεῖνο πού λέει ὁ
λαός, ὅτι ″ἡ γλώσσα κόκκαλα δέν ἔχει –εἶναι ἕνας μῦς, δέν ἔχει κόκκαλα– καί κόκκαλα
τσακίζει″.
Λέγεται ὅτι
οἱ γιατροί, γιά νά ἐξακριβώσουν τήν ὅλη ὑγεία τοῦ σώματος, τό πρῶτο
πράγμα πού ἔχουν νά κάνουν εἶναι νά κοιτάξουν τήν κατάσταση τῆς γλώσσας.
Σοῦ λέει ὁ γιατρός: «Νά δῶ τή γλώσσα σου». Ἀπ’ αὐτό ἐξαρτᾶται ἡ νοσηρότητα ἤ ἡ ὑγεία. Ἡ γλώσσα εἶναι καθρέφτης
τῆς ὑγείας. Ἀλλά κι ὁ καθρέφτης τῆς δικαιοσύνης θά λέγαμε πώς εἶναι
πάλι ἡ γλώσσα. Ἄν εἶσαι ἄνθρωπος κατήγορος, ἄν εἶσαι ἄνθρωπος συκοφάντης,
δυσφημιστής, ψεύτης καί τά λοιπά, δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχεις πνευματική
ὑγεία, καί βέβαια θά εἶσαι πιθανότατα ἄδικος καί ψεύτικος ἄνθρωπος
καί σέ ὅλους τούς ἄλλους τομεῖς τῆς ζωῆς σου.
Ἔχουμε ὅμως
καί τή δικαιοσύνη σάν καθολική ἀρετή, πού εἶναι ἡ ἄλλη σημασία τῆς
λέξεως, ὅπως σᾶς εἶπα στήν ἀρχή. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει στό εὐαγγέλιό
του: «Ζαχαρίας καὶ Ἐλισσάβετ ἦσαν δίκαιοι ἀμφότεροι
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι
τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι»[2]. Ἦταν καί οἱ δύο δίκαιοι. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶχαν τήν ἀρετή τῆς
δικαιοσύνης, ἀλλά ὅτι τηροῦσαν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἄρα λοιπόν ἦταν ἄμεμπτοι,
ἀκατηγόρητοι, δηλαδή ζοῦσαν τήν καθολική ἀρετή, τήν ἁγιότητα.
Στήν Ἁγία Γραφή, πολλές
φορές, ἴσως τίς περισσότερες, ἡ ἁγιότητα λέγεται δικαιοσύνη . Τό χωρίο αὐτό μᾶς δίνει τήν ἔννοια
αὐτῆς τῆς καθολικῆς δικαιοσύνης.
Ἡ δικαιοσύνη λοιπόν ἐδῶ εἶναι
ἡ ἁγιότητα, εἶναι ἡ πλήρωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη,
θεωρία καί πράξη· αὐτά τά δύο.
Ἐδῶ ὁ μακαρισμός λέει: «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες
τὴν δικαιοσύνην». Ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα εἶναι ἡ
λαχτάρα γιά τήν πνευματική ζωή. Ἄς θυμηθοῦμε ἐκεῖνον τόν πλούσιο νεανίσκο, πού πῆγε καί ζήτησε ἀπό
τόν Κύριο τήν αἰώνια ζωή. «Κύριε, ρώτησε, τί νά κάνω γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια
ζωή;»[3]. Τό πρῶτο ἐπίπεδο ἑρμηνείας τοῦ μακαρισμοῦ εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ νά ἐπικρατήσει
στή γῆ ἡ δικαιοσύνη, δηλαδή τό
δίκαιο. Τό δεύτερο εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ νά ἐπικρατήσει ἡ δικαιοσύνη μέ τήν εὐρεῖα σημασία της,
δηλαδή ἡ ἀρετή, ἡ ἁγιότητα, ὄχι μόνο στόν καθένα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά
καί στή γῆ.
Καί ἡ πνευματική τελειότητα,
ἡ ἁγιότητα, πρέπει νά γίνει ὁ μοναδικός μεγάλος πόθος τῆς ζωῆς
μας. Ἡ ἁγιότητα! Μή τό ξεχνᾶμε αὐτό.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «τὰ πάντα ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω»[4]. Τά θεωρῶ ὅλα τιποτένια, μπροστά στό μεγάλο θέμα
τό νά κερδίσω τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νά κερδίσω τόν Χριστό.
Βέβαια ὁ πιστός ἄνθρωπος
μπορεῖ νά ἔχει μέσα του τήν ἀναζήτηση τοῦ ἄκρου ἐφετοῦ. Τό ἄκρον ἐφετόν εἶναι ὁ Θεός, ἡ ἀκρότητα· ἡ κορυφή τῶν
ἐπιθυμιῶν εἶναι ὁ Θεός. Ὅλα τά ἄλλα δέν τά ἀπορρίπτει βέβαια, γιατί ὅλα
μᾶς τά ἔδωσε ὁ Θεός. Καί θά δουλέψουμε, καί θά φᾶμε, καί θά πιοῦμε, θά
κτίσουμε καί τό σπίτι μας, θά φροντίζουμε νά εἶναι καθαρό, θά τό στολίσουμε,
χωρίς ὑπερβολές βέβαια· γενικά θά ἔχουμε τήν κοινωνική μας ζωή μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὅλα ἀποκτοῦν ἀξία ὅταν ὑπάρχει τό κορυφαῖο, δηλαδή ἡ ἀναζήτηση τοῦ
Θεοῦ. Τό ἄκρον ἐφετόν, αὐτό νά ἀναζητήσουμε, καί μόνο τότε ὅλα παίρνουν τήν πραγματική
τους διάσταση καί ἀξία.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι
στόν μακαρισμό αὐτό δέν
λέει «οἱ πεινάσαντες» καί «οἱ διψάσαντες», ἀλλά «οἱ πεινῶντες» καί «οἱ διψῶντες». Μέ αὐτό θέλει νά δείξει ὅτι πρόκειται γιά μία διαρκῆ κατάσταση!
Πρέπει ἀκόμη νά δοῦμε
καί μία τρίτη σημασία τῆς λέξεως δικαιοσύνη, ὅπως σᾶς τήν προανήγγειλα ἀπό τήν ἀρχή. Καί ἐδῶ ἔχουμε βέβαια
τή λέξη δικαιοσύνη, ἀλλά ἡ ἔννοιά
της εἶναι πάλι μέσα στήν Ἁγία Γραφή, καί θά τή βρεῖτε στήν Παλαιά Διαθήκη,
στό Δ΄ Μακκαβαίων, τό ἐκτός
ἀριθμοῦ, πού εἶναι τό 50ό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἶναι γραμμένο
στά ἑλληνικά, ἐκφρασμένο πραγματικά ὑπέροχα.
Εἶναι γνωστό ὅτι ἔχουμε τέσσερις
κεφαλαιώδεις ἀρετές, ἀπό τίς ὁποῖες πηγάζουν ὅλες οἱ ἄλλες οἱ ἀρετές.
Αὐτές εἶναι: ἡ φρόνηση, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀνδρεία καί ἡ δικαιοσύνη.
Εἴδατε; δικαιοσύνη!
Ἡ ἔννοια τῆς ἀρετῆς τῆς
δικαιοσύνης ἐδῶ εἶναι ὁ καθορισμός τῆς σχέσεως, σέ ποσότητα καί ποιότητα,
ἀνάμεσα στίς τρεῖς πρῶτες ἀρετές. Δηλαδή, μ’ ἄλλα λόγια, δέν μπορεῖ
νά ἔχει κανείς τεράστια φρόνηση, νά ἔχει πολύ μυαλό, ἀλλά νά ἔχει τήν ἀνδρεία
...τοῦ λαγοῦ, δηλαδή νά εἶναι δειλός ἄνθρωπος! Δέν μπορεῖ αὐτό νά γίνει.
Πρέπει λοιπόν νά ἔχει σέ μία ἰσοτιμία καί τή φρόνηση καί τή σωφροσύνη
καί τήν ἀνδρεία. Μπορεῖ νά ἔχει σωφροσύνη, νά εἶναι ἁγνός ἄνθρωπος, ἀλλά
νά εἶναι ἐπιπόλαιος, νά μήν ἔχει φρόνηση. Ἔρχεται λοιπόν ἡ δικαιοσύνη
τώρα σάν ζυγαριά, γιά νά δώσει ἰσοτιμία σ’ αὐτά πού ἔχει κάποιος. Ἄρα
λοιπόν ἡ δικαιοσύνη ἐδῶ ἔρχεται νά βοηθήσει νά ἔχει κανείς αὐτά τά
τρία, φρόνηση, σωφροσύνη καί ἀνδρεία, ἀλλά σέ μία ἰσότητα μεταξύ
τους. Ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, τότε ἡ δικαιοσύνη, ὅπως μᾶς τή λέει
ἐδῶ, εἶναι ἀναγκαιότατη, καί τότε παίρνει ἕνα ἄλλο ὄνομα, πού λέγεται
διάκριση.
Ἡ καινούργια, ἡ τρίτη ἔννοια
τῆς δικαιοσύνης λοιπόν, εἶναι ἡ διάκριση. Δέν μπορεῖ, μέ ἄλλα λόγια, ὁ
ἄνθρωπος νά ἔχει κάτι σέ μεγάλο βαθμό, καί κάπου ἀλλοῦ νά ὑστερεῖ. Συνεπῶς,
ἄν λείψει ἡ δικαιοσύνη ὡς διάκριση, κινδυνεύει νά χάσει καί τίς τρεῖς
ἄλλες ἀρετές.
Καί ἐρχόμαστε τώρα στήν ἀμοιβή:
«Ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται», αὐτοί θά χορτάσουν,
συμπληρώνεται στόν μακαρισμό. Μιλάει γιά χορτασμό· ἀλλά ποῦ; Ἀγαπητοί
μου, καί στήν παροῦσα ζωή, ἀλλά καί ὁλοκληρωτικά στή μέλλουσα.
Στήν παροῦσα
ζωή, ἐκεῖνοι πού ποθοῦν τήν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν
τους μέ τήν ἀδικία, μοιάζουν μ’ ἐκείνους πού προσπαθοῦν νά ξεδιψάσουν
μέ ἁλατισμένο νερό! Τό κενό, τό ἀνικανοποίητο, θά μένει πάντοτε
μέσα στήν ψυχή τους, ὅταν προσπαθοῦν νά κερδίζουν χωρίς τή δικαιοσύνη.
Ἐκεῖνοι πού διψοῦν καί πεινοῦν γιά τήν πνευματική τελειότητα, αὐτοί
θά ἱκανοποιοῦν τούς βαθύτερους πόθους τῆς ψυχῆς τους, καί ὁ Θεός τῆς
δικαιοσύνης βέβαια θά εἶναι μόνιμος συγκάτοικός τους.
Ἄν ἀσκοῦν
τή δικαιοσύνη, θά ἔχουν μία βαθειά εἰρήνη στή συνείδησή τους, ὅτι
δέν ἀδίκησαν κανέναν. Πολλές φορές, ξέρετε, τό λέμε: «Δέν ἀδίκησα κανέναν». Εἶναι πολύ
ἐπιπόλαια ἐκφορά κουβέντας, «Δέν ἀδίκησα
κανέναν»! Ἐγώ, ἄν ψάξω τόν ἑαυτό μου, θά δῶ
ὅτι ἔχω ἀδικήσει καί ἐσᾶς. Ἄν δέν κάνω καλό μάθημα, σᾶς ἀδικῶ. Ἄν ὁ
καθηγητής στό σχολεῖο δέν κάνει καλό μάθημα, ἀδικεῖ. Δέν ἀδικεῖ; Κι
ὕστερα λέμε: «Δέν ἀδίκησα κανέναν»! Δέν ἀδικήσαμε κανέναν;...
Στή μέλλουσα
ζωή ἐκεῖνοι πού πεινοῦν καί διψοῦν γιά τή δικαιοσύνη, ἐκεῖ θά χορτάσουν πλήρως.
Μιλώντας ὁ
ἀπόστολος Πέτρος γιά τήν καινούργια
γῆ καί τούς καινούργιους
οὐρανούς, μᾶς λέει ὅτι ἐκεῖ μόνιμα πιά
θά κατοικεῖ ἡ δικαιοσύνη, μέ ὅλες τίς ἔννοιές της, καί μέ τήν πρώτη καί μέ τή δεύτερη καί μέ
τήν τρίτη. Γράφει στήν Β΄ ἐπιστολή του: «Καινοὺς δὲ
οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν, κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν , ἐν οἷς
δικαιοσύνη κατοικεῖ»[5]. Κατά τήν ὑπόσχεσή Του , περιμένουμε καινούργια γῆ
καί καινούργιους οὐρανούς , στούς ὁποίους κατοικεῖ δικαιοσύνη. Βλέπετε, ἐδῶ στή γῆ δέν κατοικεῖ δικαιοσύνη· ἐκεῖ ὅμως,
δηλαδή στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θά κατοικεῖ ἡ δικαιοσύνη.
Ἔτσι, ἀγαπητοί
μου, ἄς ἀσκήσουμε τή δικαιοσύνη σέ ὅλες της τίς πλευρές, καί θά μᾶς δώσει ὅ,τι δικαιώνει τήν ὕπαρξή
μας.
Κυριακή, 10 Δεκεμβρίου 1995
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης
Κομνηνείου, Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο
περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του
μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση
γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας