Ἀπό τό πρωινό τοῦτο τῆς
27ης Νοέμβρη, ὁ Γρηγόριος εἶχε τήν ἐπισκοπική εὐθύνη γιά τήν
Κωνσταντινούπολη. Στή διάθεσή του ὅλοι οἱ ναοί. Δέν εἶχε τυπικά ἐνθρονιστεῖ μά ἤτανε
κι ἀναγνωριζότανε ἀπ’ ὅλους ἐπίσκοπος κανονικός. Οἱ περισσότεροι ἀρειανοί καί
μάλιστα οἱ λαϊκοί ἑνώθηκαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μείνανε ὅμως ἀρκετοί
φανατικοί καί ἰδιαίτερα κληρικοί, πού κάνανε ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι τους,
γιά νά βλάψουνε τό Γρηγόριο. Συγκεντρώνονταν, ὀργάνωναν τή δράση τους καί τίς ἐπιθέσεις
τους. Φτάσανε στό σημεῖο νά ὀργανώσουνε ἀκόμα καί τή δολοφονία τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ
ἔφτασε τό μῖσος.
Τά μελετήσανε ὅλα σέ ὅλες
τίς λεπτομέριες. Πλησίασαν ἕνα δικό τους, ἕνα νεαρό καί φανατικό. Τοῦ ὑποσχεθήκανε πολλά. Ἐκεῖνος δέχτηκε μ’ εὐκολία.
Καί μ’ ἕνα θράσος φοβερό. Τή νύχτα, κλείνανε καλά τίς πόρτες οἱ ἄνθρωποι τοῦ
Γρηγορίου, γιατί πάντα φοβόντουσαν τό κακό. Ἀποφασίστηκε, λοιπόν, νά ἐπιτεθεῖ ὁ
δολοφόνος μιά ὥρα, πού νά μήν ἔχει κόσμο στήν αὐλή τοῦ Ἀβλάβιου. Ἡ μεγάλη πόρτα
τοῦ κήπου ἤτανε ἀνοιχτή. Τήν περίμενε κλειστή καί παραξενεύτηκε. Μπαίνανε ἀπό
κεῖ ὅσοι πήγαιναν γιά τό ναό τῆς Ἀναστασίας. Τέτοια ὥρα ὅμως κανείς δέν ἐρχότανε,
ἀκολουθίες τέτοια ὥα, τέτοια μέρα, δέ γίνονταν. Ὁ νεαρός δέν πολυσκέφτηκε.
Δρασκέλισε ἀθόρυβα. Προχώρησε γιά τό σπιτάκι μέ τήν πλάτη στό φράχτη, νά
παρακολουθεῖ, μήπως φανεῖ κίνηση. Τό μυαλό καί τά μάταια καρφωμένα στό σπιτάκι.
Κινηση ἐκεῖ καμμία. Ἑπομένως, δέν εἶχε ’ρθεῖ ἀκόμα ὁ Θεόφιλος, αὐτός πού ἔκανε
τίς πρόχειρες δουλειές τοῦ σπιτιοῦ. Προχώρησε ἀκόμα λίγο. Κοντοστάθηκε. Τά
μάτια στό σπιτάκι. Ἔβλεπε μόνο τό φωτάκι στό κελλί τοῦ ἐπισκόπου. Θά
προσευχότανε ἤ θά διάβαζε. Αὐτές τίς μέρες ἤτανε πάλι ἄρρωστος. Ἀποκλειότανε νά
κυκλοφορεῖ ὄρθιος.
Περίμενε ἀκόμα λίγο καί
μ’ ἕνα σάλτο ἀθόρυβο βρέθηκε στήν πόρτα. Τήν ἔσπρωξε μαλακά και μπῆκε στό
διάδρομο. Κόλλησε μέ τήν πλάτη στόν τοῖχο κι ἔβλεπε ἀπέναντί του τή μικρή
πόρτα, στό κελλί τοῦ Γρηγορίου. Τό μυαλό καί οἱ αἰσθήσεις του στό κελλί.
Μηχανικά παραμέρισε τό ροῦχο του, ἔβαλε τό χέρι στή ζώνη κι ἔπιασε τή λαβὴ τοῦ
μαχαιριοῦ. Μιά κρυάδα τοῦ ἦρθε, ἀλλά ἔσφιξε καλά τή λαβή καί τράβηξε τό μαχαίρι
ἔξω. Ἀσυναίσθητα τό ’φερε κοντά στά μάτια νά τό δεῖ καλά, γιατί τό σκοτάδι τόν ἐμπόδιζε.
Τότε ξαφνικά, ἕνας ἐλαφρύς θόρυβος τόν ἔβγαλε ἀπό τήν προσήλωση. Ἕνας νέος ἄντρας
ἔμπαινε ἀπό τήν πόρτα μ’ ἕνα λυχνάρι στό χέρι. Ὁ δολοφόνος δέν εἶχε νά φύγει ἀπό
πουθενά. Χαμένος, ἔμεινε ἀκίνητος. Τά μέλη του παράλυτα, τό στόμα του
σφαλισμένο. Ὁ Θεόφιλος σήκωσε ψηλά τό λυχνάρι νά δεῖ καλά καί κατάλαβε. Μέσα
του ἔνιωσε τρόμο. Ἄρχισε νά τρέμει καί νά τραυλίζει. Ὅμως δέν ἤτανε καιρός.
Φτάσανε οἱ ἐκπρόσωποι ἑνός ναοῦ, πού θέλανε νά δοῦν τόν ἐπίσκοπο –γι’ αὐτό ἔμεινε
ἡ ἔξω πόρτα ἀνοιχτή. Οἱ ἐκπρόσωποι πατοῦσαν κιόλας τό σκαλοπάτι τοῦ σπιτιοῦ. Ὁ
Θεόφιλος, χωρίς νά τό σκεφτεῖ, ὁδηγημένος ἀπό κάποια δύναμη, σηκώνε τό ἀριστερό
του χέρι καί παίρνει ἁπλά τό μαχαίρι ἀπό τό νεαρό, πού ἔστεκε σάν κεραυνωμένος.
Μπήκανε οἱ ἐπισκέπτες. Ὁ
Θεόφιλος τούς ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ, γύρισε, πολύ φυσικά τώρα, ἔπιασε ἀπό
τό χέρι τό νεαρό καί τόν ἔβαλε κι αὐτόν στό κελλί.
Ὁ ἄρρωστος ἐπίσκοπος ἀνασηκώθηκε
λίγο στό μαξιλάρι, νά τούς βλέπει καί νά τόν βλέπουνε. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ
λέγανε, αὐτά πού εἴχανε νά ποῦν. Μά τό διαπεραστικό μάτι τοῦ Γρηγορίου στάθηκε
σ’ ἕνα πρόσωπο σκοτεινό καί ὠχρό σάν πανί. Ὁ νεαρός μέ τό μαχαίρι στεκότανε
θλιμένος, μέ κατεβασμένα τά μάτια, τό χρῶμα εἶχε χαθεῖ ἀπό τά μάγουλά του.
Καμμιά φορά φύγανε οἱ ἐκπρόσωποι.
Τότε ὁ νεαρός ἔπεσε στά πόδια τοῦ Γρηγορίου. Γονατιστός τ’ ἀγκάλιασε πάνω στό
ξύλινο κρεβάτι κι ἔκλαιγε μέ λυγμούς. Τόν ρωτοῦσε ἀπορημένος ὁ Γρηγόριος κι αὐτός
μόνο ἔκλαιγε καί βογγοῦσε. Ρωτοῦσε πάλι καί πάλι, ἀπάντηση καμμία. Στενοχωρήθηκε
ὁ ἐπίσκοπος καί, βλέποντας τό νεαρό νά κλαίει συνέχεια, δάκρυσε κι ὁ ἴδιος ἀπό
συμπόνοια. Ὁ Θεόφιλος, πού βγῆκε νά ξεπροβαδίσει τούς ἐπισκέπτες, γύρισε στό κελλί.
Ἀκούοντας πάλι τό δακρυσμένο ἐπίσκοπο νά ρωτάει τό νεαρό, ποιός εἶναι καί τί ἔπαθε,
ἔδωσε κεῖνος τήν ἀπάντηση:
-Ὁ φονιάς σου εἶναι,
γέροντα. Τώρα δά ἦταν ἕτοιμος. Κι ἄν δέν προλάβαινα, τώρα δέ θά ρωτοῦσες, οὔτε
καί θά μᾶς ἔβλεπες, σ’ ἔσωσε ὁ Θεός.
-Μά τοῦτος κλαίει,
παιδί μου, πῶς εἶναι δυνατό; ἔκανε ὁ Γρηγόριος.
-Κλαίει γιατί τόν
χτύπησσε ἡ συνείδηση. Τοῦ ’γινε θηλιά καί πάει νά τόν πνίξει, ἔγινε ὁ δήμιός
του, πρόσθεσε ὁ Θεόφιλος.
Περάσανε ἀκόμα λίγα
λεπτά κι ὁ νεαρός συνῆλθε. Τοῦ ’γνεψε καί πλησίασε στήν κορυφή τοῦ κρεββατιοῦ. Ἐκεῖνος
γονάτισε κι ὁ Γρηγόριος ἔβαλε τό ἱερό του χέρι στό κεφάλι τοῦ μετανοημένου. Τόν
συγχώρεσε καί τοῦ ’πε λίγα λόγια:
-Ὁ Θεός νά σ’ ἐλεήσει
καί νά σέ σώσει, παιδί μου. Γιά μένα, πού τόσα χρόνια εἶμαι δικός του καί
σωσμένος, δέν εἶναι δύσκολο νά φανῶ καί στό σφαγέα μου καλός. Μόνο πιά τώρα,
κοίτα νά γίνεις καλός, καθώς πρέπει σέ μένα καί στό Θεό.
Ἡ ἀπόπειρα δολοφονίας
μαθεύτηκε σ’ ὅλη τήν Πόλη, πού μέρα μέ τή μέρα μαλάκωνε καί ἀγαποῦσε
περισσότερο τό Γρηγόριο. Μαλάκωνε ἡ καρδιά καί πολλῶν πρώην φανατικῶν ἀρειανῶν.
Πολλοί, μάλιστα, τρυπώνανε ἀθέατοι στό κελλί του, νά ζητήσουνε συγχώρηση γιά ὅσα
τοῦ εἴχανε κάνει. Καί δέν τοῦ εἴχανε κάνει λίγα. Τί νά πρωτοθυμηθεῖ κανείς....
Τούς πολλούς λιθοβολισμούς, ὅτι παραλίγο νά τόν σκοτώσουνε τή νύχτα τοῦ Μεγάλου
Σαββάτου, τίς βρισιές, τά ὁμαδικά γιουχαΐσματα, τίς κατάρες... τήν ἀπόπειρα
δολοφονίας...
Ὅλα τά συγχώρησε ἡ
πανίερη τούτη κεφαλή. Καί τό μόνο πού τόν ἀπασχολοῦσε, ἤτανε πῶς οἱ χριστιανοί
θά προκόψουνε πνευματικά, πῶς θ’ ἀποκτήσουνε ὀρθόδοξη πίστη, πῶς οἱ ναοί θά
λειτουργοῦνται καλά καί τίμια. Ἔφτασε στό σημεῖο νά μή στείλει ἐλεκτές γιά τά οἰκονομικά,
πού εἴχανε στά χέρια τους οἱ ἀρειανοί. Τοῦ ’λεγαν καί τοῦ ἀποδείκυαν οἱ ἔμπιστοί
του ὅτι ἀπό τούς μεγάλους καί πλούσιους ναούς τῆς πρωτεύουσας χαθήκανε χρυσά
κειμήλια, χρήματα..
Ἐκεῖνος παραταῦτα δέν ἔστελνε
τούς κρατικούς ὑπαλλήλους νά συλλάβουνε τούς καταχριστές ἀρειανούς. Δέν ἤθελε
νά δείξει ὅτι γιά χρήματα κινεῖ τέτοιες διαδικασίες. Οὔτε κι ὁ ἴδιος ἀναμίχτηκε
στά οἰκονομικά, μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ 381, πού ἔμεινε στήν πόλη ὡς ἐπίσκοπος. Ὑπερβολή
αὐτό. Μά δέν ἄντεχε τό πιό ἐκμαυλιστικό ἀπό τά κοσμικά πράγματα, τά χρήματα. Ἔφτασε
στό σημεῖο νά μήν παρακολουθεῖ τί γίνεται μέ τήν κληρνομιά τοῦ πατέρα του καί τῆς
μητέρας του. Κτήματα μεγάλα καί ὑποστατικά. Πολλά τά ’χε δώσει μέ λόγο σ’ αὐτούς
πού τά καλλιεργοῦσαν. Ἄλλα μπαίνανε καί τά παίρνανε γείτονες καί συγγενεῖς. Τά ὑπόλοιπα
τά ἐπιβλέπανε ἄνθρωποί του. Ἐκεῖνος οὔτε νά ξέρει δέν ἤθελε. Ἀγαποῦσε τή
φτώχεια καί ζοῦσε σάν ἀσκητής. Ἄλλωστε σέ λίγους μῆνες, στίς 31 Μαΐου τοῦ 381,
θά κάνει διαθήκη, γιά νά δώσει ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ ὅλα τά ὑπάρχοντά του, νά μήν
τόν βαραίνει τίποτα στή γῆ. Ἤτανε τότε πενηνταενός χρόνων. Πολλά τἄφηνε στήν Ἐκκλησία
τῆς
Ναζιανζοῦ, ἄλλα γιά πτωχοτροφεῖο καί ἄλλα πάλι
ἀλλοῦ.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.232-236)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας