Βρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου, μπροστά στόν τέταρτο
μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ
μας, πού ἀναφέρεται στή μεγάλη ἀρετή τῆς δικαιοσύνης. Λέει: «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ
χορτασθήσονται»[1], δηλαδή εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοί πού
πεινοῦν καί διψοῦν γιά τή δικαιοσύνη , γιατί αὐτοί θά χορτάσουν.
Θά πρέπει ὅμως νά ντρεπόμαστε ἐμεῖς
οἱ ἄνθρωποι ὅταν μιλᾶμε γιά δικαιοσύνη, διότι, ἁπλούστατα, δικαιοσύνη
ἐπάνω στή γῆ δέν ὑπάρχει. Γι’ αὐτό ὁ Θεός συνιστᾶ καί λέει διά τοῦ προφήτου
Ἡσαΐου: «δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες
ἐπὶ τῆς γῆς»[2], μάθετε νά εἶστε δίκαιοι, ὅλοι ἐσεῖς πού κατοικεῖτε
ἐπάνω στή γῆ, ὄχι βέβαια μόνο στή γῆ τοῦ Ἰσραήλ,
ἀλλά σέ ὅλη τήν οἰκουμένη.
Ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο τόσο πείνασε
καί δίψασε ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ δικαιοσύνη, τόσο σέ μικρή κλίμακα, ὅπως
στίς σχέσεις ἀνάμεσα σέ δύο ἀνθρώπους, ὅσο καί σέ μεγαλύτερη κλίμακα, ὅπως
στίς σχέσεις ἀνάμεσα σέ δύο ἤ καί περισσότερους λαούς.
Ὅλα τά πολιτικά καί τά
κοινωνικά συστήματα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία προσπάθεια γιά
τήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης. Ἔτσι λένε. Ὡστόσο, ποτέ μά ποτέ δέν ὑπῆρξε,
οὔτε θά ὑπάρξει πάνω στή γῆ, κράτος δικαίου ἤ κοινωνία δικαίου, σέ
ἱκανοποιητικό βαθμό. Ποτέ! Εἶναι μία δυστυχία αὐτό, καί συμβαίνει
γιατί τό πρόβλημα βρίσκεται μέσα στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Νομίζουν πολλοί
ὅτι ἄν ἀλλάζουμε συστήματα πολιτικά, κοινωνικά, τότε θά πετυχαίνουμε
περισσότερη δικαιοσύνη. Ἔτσι, βλέπουμε τό ἕνα πολίτευμα νά διαδέχεται
τό ἄλλο, στήν προσπάθεια πάντοτε νά πετύχουμε αὐτή τήν κοινωνική
δικαιοσύνη, ὄχι μόνο ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί στούς λαούς.
Ξαναλέω ὅμως, καί ἴσως
αὐτό νά εἶναι ἕνα βασικό σημεῖο τῆς ἀποψινῆς μας ὁμιλίας, ὅτι τό
θέμα τῆς δικαιοσύνης εἶναι θέμα μέσα στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Καί ἐπειδή
ὁ κάθε ἄνθρωπος ἐπιμένει νά μή λύνει τό πρόβλημα αὐτό μέσα του, γι’ αὐτό
ἡ ἀδικία τελικά ἐπικρατεῖ στή ζωή, ἀπό τήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων.
Ὅταν λέω ὅτι τό πρόβλημα εἶναι
μέσα στόν κάθε ἄνθρωπο, ἐννοῶ ὅτι πρέπει νά γίνουμε πνευματικοί ἄνθρωποι,
ὥστε νά μποροῦμε νά ἔχουμε τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης. Καί τότε, ἄν ὅλοι
κάνουν τό ἴδιο, θά φτιάξουμε μία κοινωνία δικαιοσύνης.
Ἀλλά σᾶς ρωτῶ:
Ὅσο κι ἄν εἶναι κανείς ρομαντικός ἄνθρωπος, ἀπόλυτος, ἰδεατός, θά
μποροῦσε ποτέ νά φανταστεῖ ὅτι θά εἴχαμε μιά κοινωνία δικαίου;
Ποτέ. Γιατί ἁπλούστατα τό πρόβλημα αὐτό δέν λύνεται ἀπό τόν κάθε ἄνθρωπο
ξεχωριστά, ἐπειδή δέν ἔχουμε πνευματικούς ἀνθρώπους, παρά πάντοτε μόνο
λίγους. Ἔτσι, ἀφοῦ ἡ κοινωνία μας δέν ἀποτελεῖται ἀπό πνευματικούς ἀνθρώπους,
ἑπόμενο εἶναι νά ἀναζητᾶμε συνεχῶς τή δικαιοσύνη, χωρίς ποτέ νά
τήν ἀγγίζουμε, παρά μόνον ἐλάχιστα καί μεμονωμένα.
Ἀλλά τί εἶναι δικαιοσύνη;
Ἡ λέξη δικαιοσύνη στήν Ἁγία Γραφή ἔχει διπλῆ σημασία.
Δικαιοσύνη ἐννοεῖ, ὅπως
λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἢ τὴν καθ’ ὅλου
ἀρετὴν, ἢ τὴν μερικὴν ταύτην τὴν ἀπεναντίας τῇ πλεονεξίᾳ κειμένην»[3]. Δηλαδή ἡ δικαιοσύνη ἔχει δύο ὄψεις, τουλάχιστον δύο, γιατί θά
δοῦμε καί μία τρίτη στό τέλος. Ἡ μία ὄψη δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά
τό νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά πολιτεύεται σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις τοῦ
δικαίου. Αὐτή ἡ ἔννοια ταιριάζει μάλιστα στή λέξη δικαιοσύνη. Ἡ ἄλλη ὄψη εἶναι τό νά ἔχει
κανείς τήν «καθ’ ὅλου ἀρετήν», πού λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, διότι ἡ λέξη δικαιοσύνη σημαίνει
καί ἁγιότητα, σημαίνει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν. Καί τό νά εἶναι κανείς ἄνθρωπος
πού θά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις τοῦ δικαίου εἶναι πολύ σπουδαῖο.
Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος νά μή ζηλεύει τά ἀγαθά τοῦ ἄλλου, νά μήν τά ὑποβλέπει,
νά μήν τά ἐπιθυμεῖ, νά μή θέλει νά τοῦ τά ἁρπάξει, εἴτε κλέβοντας εἴτε
ληστεύοντας εἴτε... ὅπως ἀλλιῶς μπορεῖ, πάντως νά μή θέλει νά ἁρπάζει τά
ἀγαθά τοῦ ἄλλου.
Δικαιοσύνη εἶναι τό νά ὑπάρχουν ἀνάμεσα στόν Θεό, στόν ἑαυτό μου καί στόν
πλησίον μου οἱ νόμιμες σχέσεις. Προσέξτε το αὐτό. Δικαιοσύνη εἶναι οἱ νόμιμες σχέσεις ἀνάμεσα
σ’ ἐμένα καί τόν Θεό, σ’ ἐμένα καί τόν ἑαυτό μου, καί σ’ ἐμένα καί τόν
πλησίον. Ἡ δικαιοσύνη ἀπέναντι στόν Θεό εἶναι νά μέ διδάξει ὁ Θεός
ποιό εἶναι τό θέλημά Του, ποιό εἶναι τό δίκαιόν Του, κι ἐγώ νά τό κάνω. Ἔχετε προσέξει αὐτό πού λέμε συνήθως στίς
προσευχές μας –καί μάλιστα κατά κόρον, καί στή μεγάλη Δοξολογία καί ἀλλοῦ– αὐτό τό «δίδαξόν με τὰ δικαιώματά
σου»; Αὐτό σημαίνει δίδαξέ με
τί εἶναι δίκαιο καί Σοῦ ἀνήκει, νά τό κάνω, νά Σοῦ τό ἀποδώσω. Αὐτά εἶναι τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ.
Λοιπόν. Ἡ δική μου δικαιοσύνη ἀπέναντι
στόν Θεό εἶναι, κατά κάποιον τρόπο, νά μήν Τόν ἀδικήσω, νά Τοῦ ἀποδώσω ὅ,τι
Τοῦ ἀνήκει. Αὐτό λέγεται εὐσέβεια.
Ὕστερα, ἡ δικαιοσύνη ἀπέναντι στόν ἑαυτό μου εἶναι νά ἀποδώσω
στόν ἑαυτό μου ἐκεῖνο πού τοῦ ὀφείλω, εἴτε σωματικά εἴτε πνευματικά· δηλαδή ἔχω
χρέος νά ἐξασφαλίσω στόν ἑαυτό μου, μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μου, τή σωτηρία.
Αὐτό λέγεται σωφροσύνη. Καί, τέλος, ἡ δικαιοσύνη ἀπέναντι στόν πλησίον εἶναι νά τοῦ ἀποδώσω
ἐκεῖνο πού πρέπει. Αὐτό λέγεται δικαιοσύνη, δηλαδή παραμένει ἡ ἴδια λέξη.
Αὐτά ὅλα ὁ
ἀπόστολος Παῦλος τά συνοψίζει, καί μάλιστα μᾶς τά λέει σέ δύο σημεῖα
στίς ἐπιστολές του. Σᾶς ἀναφέρω τή μία, Πρός Τίτον, στό 2ο κεφάλαιο, πού λέει: «σωφρόνως
καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι»[4]. Νά ζήσουμε στήν παροῦσα ζωή σωφρόνως καί δικαίως
καί εὐσεβῶς. Δηλαδή νά ζήσουμε μέ σωφροσύνη
καί ἐγκράτεια στόν ἑαυτό μας, μέ δικαιοσύνη ἀπέναντι στόν πλησίον, ἀλλά καί
μέ εὐσέβεια ἀπέναντι στόν Θεό. Αὐτό μάλιστα καλό εἶναι νά τό γνωρίζουμε
καί ἀπ’ ἔξω· εἶναι μία πολύ μικρή πρόταση: «σωφρόνως
καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι».
Θά μείνουμε
βέβαια στή δικαιοσύνη, δηλαδή σ’ αὐτά πού ὀφείλουμε στόν πλησίον. Δέν θά μείνουμε οὔτε
στήν εὐσέβεια οὔτε στή σωφροσύνη.
Ἡ δικαιοσύνη
πρός τόν πλησίον ἐκφράζεται καί μέ ἔργα καί μέ λόγια.
Πάνω στήν
πράξη, ἡ δικαιοσύνη ἐμφανίζεται κατά ἕναν πολύ ἀντιληπτό τρόπο
σέ ὅλους. Γι’ αὐτό μᾶς προστάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί λέει: «Ζυγὰ δίκαια καὶ σταθμία δίκαια καὶ χοῦς δίκαιος ἔσται ἐν ὑμῖν»[5]. Δηλαδή: Τά ζυγίσματα, τά μετρήματα, αὐτό
πού θά πουλήσεις , αὐτό πού θά δώσεις , νά εἶναι δίκαια· τά σταθμά
νά εἶναι δίκαια. Ἀλλά καί ἀπό
τήν περιοχή πού ἔχεις σάν χωράφι σου , σάν οἰκόπεδό σου , μήν πάρεις ἀπό
τόν ἄλλο τίποτα περισσότερο· θά κρατᾶς ἐκεῖνο
πού σοῦ ἀνήκει.
Ἀντίθετα, λέει ὁ Θεός: «ζυγοὶ δόλιοι βδέλυγμα ἐνώπιον Κυρίου»[6]. Ὅταν οἱ ζυγοὶ εἶναι δόλιοι, ὅταν δηλαδή προσπαθεῖς νά κλέψεις στό ζύγι, αὐτό εἶναι βδέλυγμα , εἶναι σίχαμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Ἀκόμα ἀδικία εἶναι καί
ἡ νοθεία, διότι θέλεις νά κερδίσεις περισσότερο, καί γι’ αὐτό νοθεύεις
τό προϊόν σου.
Πολλές φορές, κάποιοι δικηγόροι
καί γιατροί –νά ἔρθω σέ κάποια ἐπαγγέλματα– ζητοῦν ὑπερβολική ἀμοιβή· καί γιά νά
τό δικαιολογήσουν αὐτό, μακραίνουν χρονικά μία ὑπόθεση οἱ πρῶτοι, ἤ μακραίνουν
τή νοσηλεία οἱ δεύτεροι. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀδικία.
Ἀνέφερα ἔτσι, ἐνδεικτικά,
τό ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου ἤ τοῦ γιατροῦ· ἀλλά αὐτό
συμβαίνει μέ ὅλα τά ἐπαγγέλματα. Λίγο - πολύ, ὅλοι στόν χῶρο τους, στό ἐπάγγελμά
τους, στήν ἐργασία τους, μπορεῖ νά σκεφθοῦν κάτι γιά προσωπικό τους ὄφελος,
καί τελικά νά ἀδικήσουν τόν ἄλλο μέ ὁποιονδήποτε τρόπο. Ὁ καθένας ἐπινοεῖ,
τόν βρίσκει τόν τρόπο του!
Ἀκόμη εἶναι καί οἱ προϊστάμενοι,
πού πρέπει νά ἀποδίδουν τήν δίκαιη μισθοδοσία στούς ὑπαλλήλους καί
στούς ἐργάτες. Λέει μάλιστα τό Δευτερονόμιον : «Οὐκ ἀπαδικήσεις μισθὸν πένητος καὶ ἐνδεοῦς». Τόν φτωχό ἐργάτη ἤ ὑπάλληλό σου δέν θά τόν ἀδικήσεις
μέ τόν μισθό πού θά τοῦ δώσεις ἴσως λιγότερο ἤ θά καθυστερήσεις νά τοῦ
τόν πληρώσεις. Μάλιστα τό τονίζει: «αὐθημερὸν ἀποδώσεις τὸν μισθὸν αὐτοῦ»[7], τήν ἴδια μέρα θά πληρώσεις τόν ἐργάτη σου.
Ἀλλά καί οἱ ὑπάλληλοι καί οἱ ἐργάτες
δέν πρέπει νά ἀδικοῦν τόν ἐργοδότη μέ τήν ὀκνηρία τους, ἀλλά καί μέ
θεληματικές ζημιές πού μπορεῖ νά προκαλέσουν ἀπό ἐκδίκηση. Ὑπάρχει μεγάλο
ρεπερτόριο ἀδικίας τοῦ ἐργάτη πρός τόν ἐργοδότη!
Ἀκόμη, νά ἐργάζονται,
ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλίαις»[8]. Ὀφθαλμοδουλία σημαίνει ὅτι
δουλεύει κανείς ἐπιλεκτικά· δηλαδή λέει: «Μέ βλέπει ὁ ἐργοδότης , δουλεύω· δέν μέ βλέπει ,
δέν δουλεύω». Αὐτή εἶναι ἡ ὀφθαλμοδουλία, καί εἶναι πράγματι δουλεία
τῆς ψυχῆς. Μόνο ἕνας ἄνθρωπος μέ δουλική ψυχή σκέπτεται μέ τόν τρόπο
αὐτό. Ὅλα αὐτά λοιπόν πρέπει νά τηροῦνται σωστά καί ἀπό τούς μέν καί ἀπό
τούς δέ.
Ἀκόμα, οἱ
στρατιωτικοί πρέπει νά εἶναι δίκαιοι πρός τούς ὑφισταμένους τους.
Καί οἱ δικαστές
πρέπει νά ἀποδίδουν τό δίκαιο, προπαντός σήμερα μέσα στήν κοινωνία
πού ζοῦμε, πού εἶναι πολλοί οἱ ἀντίδικοι. Πρέπει νά ἀποδίδουν τό δίκαιο
ἀπροσωπόληπτα, χωρίς δωροδοκίες καί δωροληψίες. Οὔτε νά πάρει ὁ
δικαστής δῶρο –«τά δῶρα, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, τυφλώνουν
τόν δικαστή»[9]– οὔτε ἐκεῖνος πού δικάζεται νά σκέπτεται νά δώσει δῶρο στόν δικαστή.
Αὐτό εἶναι τό γνωστό μας λάδωμα –ἔτσι τό λένε– νά τό πῶ κι ἐγώ στήν ἁπλοελληνική.
Ἀκόμα καί στίς σχέσεις μας μέ τή
γειτονιά πρέπει νά εἴμαστε δίκαιοι. Νά μή βάζουμε, ἄς ποῦμε, τά σκουπίδια
μας μπροστά στήν πόρτα τῶν ἄλλων, ἀλλά νά τά ρίχνουμε στόν κάδο τῶν ἀπορριμάτων.
Γιατί δηλαδή πρέπει νά σκουπίσει κανείς τήν πόρτα του, τήν αὐλή του, τό
πεζοδρόμιό του, καί νά ρίχνει τά σκουπίδια στήν πόρτα τῶν ἄλλων; Αὐτό
εἶναι συνηθέστατο! Τό ἀκούω διαρκῶς καί διαρκῶς. Φθάνουν καί μέχρι τό
δικαστήριο! Πολλές φορές, ἐπίσης, ἐνοχλοῦμε τόν γείτονά μας βάζοντας τό
ραδιόφωνο ἤ τήν τηλεόραση δυνατά, ἤ τραγουδᾶμε μεσάνυχτα, καί ἔχουμε
τά παράθυρά μας ἀνοιχτά τό καλοκαίρι, γιατί ἔτσι μᾶς ἀρέσει! Ὁ ἄλλος
κοιμᾶται, καί δέν τόν σεβόμαστε! Ὅλα αὐτά συμβαίνουν γιατί δέν ὑπάρχει
πνεῦμα δικαιοσύνης.
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς
Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο
περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του
μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση
γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας