Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Ἑτοιμάζεται νά μιλήσει γιά τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος



 Ὅλες τίς μέρες τοῦτες, θέμα κύριο στίς συζητήσεις τῶν χριστιανῶν  στήν Πόλη αὐτά πού ἀνέπτυξε ὁ Γρηγόριος. Ἡ ἐπιτυχία ὁλοφάνερη. Λουφάξανε οἱ ἀρειανοί λογάδες, μασάγανε τά λόγια τους. Οἱ ὀρθόδοξοι πλέον κυκλοφορούσανε μέ τό αἴσθημα τοῦ νικητῆ. Ὁ ἀετός τῆς θεολογίας τούς εἶχε ἀπαλλάξει ἀπό τήν καταφρόνια τῶν ἀντιπάλων καί ἀπό κάποιο δικό τους αἴσθημα μειονεκτικότητας.
Ὁ Γρηγόριος –καί τό ξέρανε οἱ ἀκροατές του- δέν εἶχε τελειώσει τόν κύκλο τῶν ὁμιλιῶν τούτων, πού μείνανε στήν ἱστορία μέ τήν ὀνομασία «Θεολογικοί Λόγοι», ἕνεκα τῆς ἀπόλυτης θεολογικῆς ἀξίας τους.
Δέ βιάστηκε. Ἄφησε νά περάσουνε λίγες ἡμέρες, ν’ ἀνασάνει ὁ ἴδιος. Νά χωνέψουνε καί οἱ χριστιανοί αὐτά πού ἄκουσαν τίς ἡμέρες πού πέρασαν. Προπαντός ἤθελε νά συναχτεῖ πάλι καί πάλι στόν ἑαυτό του. Ἐκεῖ ἤλπιζε νά ζήσει κάτι περισσότερο ἀπό τήν ἀλήθεια, γιά τήν ὁποία θά μίλαγε.
Ἤτανε ἡ ὥρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Φόβος καί τρόμος νά μιλήσεις γι’ αὐτό... Καί περίμενε ὑπομενετικά. Συνέχεια στό κελλί του, νύχτα καί μέρα. Ἱκέτευε τό Πνεῦμα καί μελετοῦσε. Οἱ μετάνοιές του δέν εἴχανε τελειωμό. Τίς νύχτες περισσότερο, οἱ ἐκ βαθέων κραυγές του πρός τό ἅγιο Πνεῦμα ἀκούγονταν ἀπ’ ὅσους περνοῦσαν ἔξω ἀπό τό κελλί. Στό κρεβάτι δέν ξάπλωσε οὔτε στιγμή. Τό λίγο πού ξεκουραζότανε, κατάχαμα. Ἡ νηστεία πιό αὐστηρή. Μέχρι πού ἕν’ ἀπομεσήμερο, εἶπε στούς ἀνθρώπους του, στόν Εὐάγριο καί τούς ἄλλους:
-Αὔριο, τό δειλινό... θά μιλήσω. Εἰδοποιεῖστε τόν κόσμο. Πέρασε ὁ καιρός καί... δέν ξέρουμε τί μᾶς βρίκσει, θά κάνω ὅ,τι μπορῶ. Πῶς ἀκριβῶς θά τά πῶ, δέν ξέρω. Ἐλπίζω νά μέ φωτίσει τό ἅγιο Πνεῦμα κι ἔπειτα... κάποια λόγια θά βρῶ. Οἱ λέξεις ἔρχονται, ἀρκεῖ νά φτάσει πρῶτα τό Πνεῦμα.... Κι ἄν φτάσει, τότε σίγουρα μέ τόν φτωχό ἐμένα θά δοξαστεῖ ὁ Θεός... Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο μας, ἀδελφοί, μ’ ἐμᾶς τούς τιποτένιους, τούς ὑλικούς καί ἁμαρτωλούς, νά δοξάζεται ὁ τέλειος καί ἄναρχος .... μέγα τ’ ὄνομά σου Κύριε! Λοιπόν, καθώς εἴπαμε, αὔριο τό δειλινό...
Μέσα Νοέμβρη. Ἀπό τό πρωί ψύχρα. Οἱ ἄνθρωποι τῶν ἑπτά λόφων, τῆς Πόλης, νιώθανε τό χειμώνα στό κόκκαλό τους. Ἀπό τό μεσημέρι, κάτι μαῦρα σύννεφα πήρανε τόν κατήφορο ἀπό τά θρακικά βουνά. Ἀργοκίνητα κατεβαίνανε πρός τό Βόσπορο. Δέν ἔβρεξε στήν Πόλη. Περάσανε μόνο πάνω ἀπό τούς ἑπτά λόφους καί κάπως ὑποχώρησε τό κρύο. Πέρα μακριά, ἡ θάλασσα χώρεσε ὅλο τό φορτίο τους.
Οἱ πιστοί ἀρχίσανε νά μπαίνουνε στήν αὐλή τοῦ Ἀβλαβίου. Προχωρούσανε λίγο καί φτάνανε στήν Ἀναστασία. Ἐκεῖ μέσα οἱ ὀρθόδοξοι νιώθανε τόση ζεστασιά, τόση θαλπωρή, πού δέ θά τήν ἀλλάζανε μέ τίποτα. Τήν ἀγαπήσανε πιό πολύ κι ἀπό τή μάνα τους. Γι’ αὐτό δέ λέγανε ψέματα πρίν λίγους μῆνες, ὅταν ὁρκίζονταν, ὅτι εἶν’ ἕτοιμοι νά πεθάνουνε γιά τό Γρηγόριο καί τήν Ἀναστασία τους.
Στήν ὁρισμένη ὥρα καρφίτσα δέ χώραγε στό ναό. Ἀκόμα κι ἔξω ἀπό τό ναό, στριμώγνονταν μήπως ἀκούσουνε ἀπό τήν πόρτα καί τά παράθυρα τή φωνή τοῦ Γρηγορίου.
Ἐκεῖνος ἀπό νωρίς εἶχε μπεῖ στό Ἱερό καί προσευχότανε. Ὧρες πολέμαγε μέ τό φοβερό καί πολυπόθητό του ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ αἴσθηση τῆς ὥρας δέν τόν παρακολουθοῦσε. Οἱ ἐμπειρίες του δέν εἴχανε σχέση μέ τόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά μέ τόν ἄκτιστο κόσμο τῆς θείας ἀλήθειας.
Οἱ πιστοί περίμεναν ὑπομονετικά. Οἱ περισσότεροι φυσικά ὄρθιοι. Πολλοί συζητούσανε μεταξύ τους, ἔτσι γιά νά βεβαιώσουνε τίς ἀπορίες καί τίς ἀμφιβολίες τους. Ἐπειδή ὅμως ἡ ὥρα περνοῦσε, ὁ Εὐάγριος κινήθηκε γιά κάποια πρωτοβουλία, μά κανείς δέν ἀποφάσιζε νά ἐνοχλήσει τό Γρηγόριο, στήν κατάνυξη πού βρισκότανε. Δέ γινότανε ὅμως.
Πιέσανε τόν πιό ἀγαπημένο του διάκο, τό Θεόδουλο:
-Πήγαινε μέσα, Θεόδουλε, καί μέ τρόπο θύμησέ του.... πέρασε ἡ ὥρα.... ὁ κόσμος ἀνυπομονεῖ, στέκονται ὄρθιοι.
Ὁ διάκος μπῆκε μετά φόβου, πλησίασε τόν ἱερό ἄνδρα, πού ἤτανε γονατισμένος, τοῦ ψιθύρισε ὅ,τι ἔπρεπε. Ὁ Γρηγόριος ἄργησε νά καταλάβει. Γύρισε σιγά-σιγά τό κεφάλι του, κοίταξε μέ ἀπορία... Σέ λίγο ἔδειξε νά προσγειώνεται. Στηρίχτηκε στήν ἁγία Τράπεζα, ὄρθωσε τό κορμί του, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί στράφηκε στήν Ὡραία πύη. Ὁ Θεόδουλος ἔπιασε ἀνεπαίσθητο νεῦμα, κινήθηκε, τράβηξε τό βῆλο. Μέ τρία ἀβέβαια βήματα στήθηκε στά πεινασμένα μάτια τοῦ ἐκκλησιάσματος. Εἶχε μιάν ἠρεμία θεία. Τό πρόσωπό του εἶχε γίνει ἀπαύγασμα ἱεροῦ φωτός.
Μπῆκε ἀμέσως στό θέμα του. Ὑπενθύμισε αὐτά πού τούς εἶπε πρίν λίγες ἡμέρες γιά τόν Υἱό. Ὑπογράμμισε τή δυσκολία πού ἔχει ὁ λόγος γιά τό ἅγιο Πνεῦμα. Κατηγόρησε αὐτούς πού ἀπαράσκευοι θεολογοῦνε γι’ αὐτό, ὑποσχέθηκε νά δείξει τί λένε οἱ Γραφές γιά τό Πνεῦμα καί μπροστά σέ ὅλους ἐπικαλέστηκε τό φωτισμό τοῦ Πνεύματος.
Ἀμέσως ἄρχισε νά τούς ἐξηγεῖ, ὅτι αὐτά πού ἰσχύουν γιά τόν Πατέρα καί τόν Υἱό ἰσχύουν καί γιά τό Πνεῦμα. Ὅπως τά δύο πρόσωπα εἶναι Θεός καί φῶς ἀληθινό καί ὁμοούσια, ἔτσι καί τό ἅγιο Πνεῦμα.  Καί τά τρία θεῖα πρόσωπα ἔχουνε μία κοινή φύση. Ἰδιαίτερο μόνο ἔχουνε τόν τρόπο πού ὑπάρχουν: ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός γεννητός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἐκπορευτό. Κι ἐνῶ μᾶς ἀποκαλύφτηκε ὁ τρόπος πού ὑπάρχουνε, δέν μποροῦμε ν’ ἀναλύσουμε περίσσότερο τόν τρόπο αὐτό. Μποροῦμε ὅμως μέ διάφορα παραδείγματα νά τόν προσεγγίσουμε. 



Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
  (σελ.214-217)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας