Βλέποντάς τον έγώ νά ταλαιπωρείται τόσο πολύ καθημερινά σάν άγορασμένος δούλος, τόν έρωτούσα πολλές φορές, όταν τόν συναντούσα: «Πώς είσαι, άδελφέ Άκάκιε; Πώς πέρασες σήμερα;» Καί άμέσως μου έδειχνε άλλοτε τό μάτι του μελανιασμένο, άλλοτε πρησμένο τόν τράχηλο καί άλλοτε κτυπημένο τό κεφάλι του. Έγώ γνωρίζοντας ότι είναι έργάτης τής άρετής, τοΰ έλεγα: «Καλά πηγαίνουμε! Καλά! Κάνε ύπομονή καί θά ώφεληθείς».
Άφοΰ πέρασε έννέα έτη στήν σκληρή αύτή υπακοή του Γέροντος έκείνου, έξεδήμησε πρός Κύριον. Πέντε ήμέρες μετά άπό τήν ταφή του στό κοιμητήριο τών Πατέρων, ό Γέροντας τοΰ Άκακίου έπήγε σ’ ένα μεγάλο Γέροντα, έκεί πλησίον, καί του λέγει: «Πάτερ, ό άδελφός Άκάκιος άπέθανε». Εκείνος μόλις τό άκουσε, τοΰ άπο κρίνεται: «Πίστεψέ με, Γέροντα, δέν τό πιστεύω». Αύτός τότε τοΰ λέγει: «Έλα νά ίδής». Σηκώνεται λοιπόν γρήγορα καί μαζί μέ τόν Γέροντα του μακαρίου άθλητοΰ φθάνει στό κοιμητήριο καί φωνάζει στόν νεκρό σάν σέ ζωντανό, καί πράγματι, άν καί νεκρός ζούσε, καί του λέγει: «Άδελφέ Άκάκιε, άπέθανες»; Εκείνος δέ ό καλός ύποτακτικός, δείχνοντας υπακοή καί μετά Θάνατον, αποκρίθηκε στόν μεγάλο Γέροντα: «Πώς είναι δυνατόν, Πάτερ, νά πεθάνη ό άνθρωπος, πού είναι έργάτης τής υπακοής»;
Τότε ό Γέροντας πού εθεωρείτο πνευματικός του πατήρ, κυριεύθηκε άπό φόβο καί έπεσε κατά πρόσωπον στήν γή γεμάτος δάκρυα. Έν συνεχεία έζήτησε άπό τόν
Ηγούμενο τής Λαύρας ένα κελλί κοντά στό μνήμα καί έκεί έζησε μέ καθαρότητα τήν υπόλοιπη ζωή του, ομολογώντας συνεχώς στούς πατέρες, ότι διέπραξε φόνο.
από το βιβλίο: «ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ» (ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ)
πηγές: simeiakairwn.wordpress.com και http://yiorgosthalassis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας