Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Ἀποφασίζει νά φύγει ἀπό τήν Πόλη- Ἀντίσταση τῶν ὀρθοδόξων. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος





Μπῆκε τό φθινόπωρο. Ἥσυχο, μέ τή φύση νά μελαγχολεῖ. Ἔχανε τή λαμπρή ὀμορφιά της. Ἄρχιζε ἡ ἐνδοστρέφεια. Τά στολίδια μαράθηκαν. Φύλλα, τά παίρνει ὁ ἄνεμος, τά παραδίνει στό μικρό ρυάκι, μετά σαπίζουνε, φτάνουνε στά ποτάμια καί τίς θάλασσες. Ὅλα τό φθινόπωρο μαθαίνουν νά γυμνώνονται. Παίρνουνε καί οἱ ἄνθρωποι τό μάθημά τους: νά συνηθίζουνε τή λιτότητα, νά ζοῦνε μέ τόν ἑαυτό τους, μ’ ὅ,τι ἔχουνε μέσα τους. Δέν τό ἀντέχουνε ὅλοι καί ἀντιδροῦν. Δράση κι ἐξωστρέφεια ἡ καταφυγή τους.
Ὁ Γρηγόριος ἠρέμησε κι αὐτός ἀπό τά γεγονότα, πού δημιούργησε ὁ Μάξιμος. Γλυκάθηκε ἡ πίκρα του μέ τήν ἀλλαγή στάσης τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας. Ὁ λαός τῆς Ἀναστασίας
γαλήνεψε. Ὅλα ἰσορροπήσανε. Τότε, μέρα μέ τή μέρα θέριεψε στήν ψυχή του ἡ φυγή. Νά πάει κάπου.... καλύτερα στήν πολυπόθητη πατρίδα, νά ἡσυχάει. Χωρίς εὐθύνες νά μιλάει μόνο μέ τόν καθαρό Θεό. Νά ’ναι μόνος κι ἔρημος γιά νά νιώθει βαθύτερα τή θεία χάρη...
Ἔτσι σκεφτόταν ὁ Γρηγόριος κι ἔτσι λογάριαζε. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως τῆς Πόλης εἴχανε ἄλλα στό νοῦ τους: Τό Γρηγόριο καί τά μάτια τους.... Μερικοί τόν εἴχανε ὑποψιαστεῖ. Κάτι βλέπανε στά μάτια του, κάτι μισόλογά του πιάσανε. Καί πῆραν τά μέτρα τους. Δέν ἦταν καιροί γιά διακινδύνεψη. Βάλανε σκοπιές. Τόν φύλαγαν, ναί τόν φύλαγαν, μήν τούς φύγει ἄξαφνα. Ἀπό τό ἀρχοντικό τοῦ Ἀβλαβίου, στό ναό τῆς Ἀναστασίας, στό μεγάλο περίβολο, κάποιοι περνοδιαβαίνανε μέ τή σειρά κι εἴχανε τά μάτια τους τέσσερα. Νά μήν τούς φύγει ὁ ἀετός τῆς θεολογίας.
Τήν ἴδια ἀνησυχία εἴχανε καί οἱ αἱρετικοί. Ἄγνωστο πῶς, μυρίστηκαν τίς διαθέσεις τοῦ Γρηγορίου. Στέλνανε κι αὐτοί κατασκόπους. Μά γιά νά δοῦνε, πότε ἐπιτέλους θά φύγει ὁ Γρηγόριος. Θά ’ταν γι’ αὐτούς μοναδική εὐκαιρία. Θά χάνανε οἱ ὀρθόδοξοι τόν καπετάνιο, τό βράχο στόν ὁποῖο διαλύονταν σάν κύματα οἱ ἐπιθέσεις τῶν ἀρειανῶν. Ὁ λαός πλέον θά ’χε αὐτιά καί γι’ αὐτούς. Ἡ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου θά λησμονηνθεῖ, ἔστω κι ἄν χρειαζότανε λίγη βία.
Ἄδικα τοῦ’βαλνε κρυφές φρουρές. Ὁ Γρηγόριςο κάποτε θά’φευγε, μά ὄχι κρυφά. Θά’φευγε μέ συνθῆκες, πού τήν ὥρα τούτη δέν τίς ἔβαζε ὁ νοῦς κανενός, οὔτε τῶν ὀρθοδόξων οὔτε τῶν ἀρειανῶν· καί φυσικά οὔτε τοῦ ἴδιου.
Ὅσο γιά τήν ἐποχή τούτη, τά πράγματα πορευτήκανε τό δικό τους δρόμο. Ἕν’ ἀπόγευμα, γιά εἰδικό λόγο, μαζευτήκανε στήν Ἀναστασία οἱ περισσότεροι ὀρθόδοξοι. Προσευχηθήκανε, πειθάρχησε τη συγκίνησή του, ἔδεσε τό φουσκωμένο στῆθος του μέ νοῦ καί προσποιητή αὐτοκυριαρχία. Βγῆκε στήν Ὡραία πύλη, κοίταξε μέ ἄπειρη τρυφερότητα τούς πιστούς καί ἀφέθηκε:
-Παιδιά μου ἀγαπημένα, τήν Τριάδα μας φυλάξτε ὁλόκληρη, τήν ἁγία Τριάδα μας. Σᾶς τὸ ζητάω χάρη, τώρα πού φεύγω. Καί μή λησμονᾶτε τούς κόπους μου....
Τί ’τανε ν’ ἀκούσει ὁ λαός τέτοια λόγια!  Θύελλα σηκώθηκε. Κύματα ὑψωθήκανε τά χέρια, νά σταματήσουνε τό γέροντά τους. Λές καί τούς ἔκαψε μέ πυρωμένο σίδερο, σά νά τούς ἔδωσε φαρμάκι. Βούιζε ὁ ναός. Οἱ φωνές σκίζανε τή σιγαλιά, διώχνανε τή θαλπωρή τοῦ ναοῦ. Νέοι, γέροι, ἄντρες, γυναῖκες, ἐπίσημοι, στρατιωτικοί... ὅλοι διαμαρτύρονταν μέ ὑψωμένα χέρια. Γυναῖκες κλαίγανε γιά τό κακό πού θ’ ἀκολουθοῦσε, ἄν ἔφευγε ὁ Γρηγόριος. Θυμόντουσαν τήν κατάστασή τους πρίν ἔρθει ἐκεῖνος καί τούς ἔπιανε ἀπελπισία. Θρηνούσανε γιά τό Γρηγόριο, θυμώνανε ὅσο σκέφτονταν τή χαρά πού θά ’καναν οἱ αἱρετικοί.
Ἡ ἀναστάτωση ὅλο καί μεγάλωνε. Κάποιοι ἐπιβληθήκανε. Τοῦ μίλησαν οἱ πιό σεβάσμιοι. Ἐπέμενε ὁ Γρηγόριος... νά φύγει.... Τούς ἔλεγε ὅτι τό ἔργο, πού ὄφειλε μ’ ἐντολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά ἐπιτελέσει, τό ἐπιτέλεσε. Ἐπέμεναν καί οἱ πιστοί. Κομφούζιο πάλι.  Σύγχυση... ἐκεῖνος πάντα στήν Ὡραία πύλη, σαστισμένος πολύ, μά καί ἀποφασισμένος. Τό ἴδιο ἀποφασισμένοι καί οἱ ὀρθόδοξοι. Οἱ πιό θερμοί μπήκανε μπροστά:
-Θά σέ κάνουμε ἀρχιεπίσκοπο!  Τώρα κιόλας θά κινήσουμε γιά τή μεγάλη Ἐκκλησία... θά μποῦμε στήν Ἁγία Εἰρήνη! Εἴμαστε λίγοι, ἀλλά θά κάνουμε ἐπανάσταση... θά διώξουμε τούς ἀρειανούς.... θά πολεμήσουμε... μόνο νά μείνεις καί ... θά δεῖς... θά πολεμήσουμε σοῦ  λέμε.... εἴμαστε ἕτοιμοι ἀκόμα καί νά πεθάνουμε... μόνο νά μείνεις....
Τοῦ εἴπανε κι ἄλλα, τοῦ ὑποσχεθήκανε, ὑψώσανε τή φωνή, τόν ἱκετέψανε, τόν ἐκβιάσανε. Μάταια. Οἱ θρόνοι δέν τόν συγκινοῦσαν. Κι ἄλλοτε τοῦ εἴχανε προτείνει νά τόν ἀνακηρύξουνε ἀρχιεπίσκοπο πραξικοπηματικά. Δέν τό δέχτηκε. Θρόνους του μέγας καί γλυκύς ἤτανε τό ἀσκητήριο. Ἀλλ’ αὐτό κανείς δέν ἤθελε νά τοῦ τό δώσει.
Τό ἐκκλησίασμα συνέχισε, συνέχισε πιά μέ παράπονο. Τοῦ παραπονεθήκανε ὅτι τούς ἐγκαταλείπει στό ἔλεος τῶν αἱρετικῶν:
-Μᾶς πῆρες, ἅγιε, ἀπό τό στόμα τοῦ λύκου, μᾶς ἔθρεψες μέ τήν ἀλήθεια καί τώρα μᾶς ἀφήνεις πάλι στό λύκο.... Δέ βλέπεις ὅτι ἔχει πιό πολύ ἀγριέψει ἀπό τό κακό πού τοῦ ’κανες;
Τίποτα, ὁ Γρηγόριος ἄντεχε ἀκομα. Ἡ ἀγάπη γιά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τήν ἄσκηση κράταγε μέσα του τήν πρώτη θέση. Ἡ ὀχλοβοή καί οἱ θρῆνοι συνεχίζονταν. Ἡ μέρα τελείωνε. Ὁ ἥλιος ἀκούμπησε στά βουνά τῆς Θράκης, κύλησε πίσω τους ἀθόρυβα καί ἦρθε τό πρῶτο σκοτάδι. Κανείς δέν ἔλεγε νά φύγει ἀπό τό ναό. Ὅλοι ἐκεῖ καί ἀποφασισμένοι. Ἄδικα ὁ Γρηγόριος τούς ἔλεγε νά πᾶνε σπίτια τους, νά ἡσυχάσουνε.
-Κατάλαβέ το, γέροντα, δέν πᾶμε πουθενά! Μόνο ἄν μᾶς ὑποσχεθεῖς, τότε θά φύγουμε ἀπό δῶ.
Καί ὅλοι σχεδόν ὁρκιστήκανε, ὅτι δέ θά ὑποχωρήσουνε, ἀκόμα κι ἄν χρειαζότανε νά πεθάνουνε μέσα στό ναό. Δέ θ’ ἀφήνανε τό Γρηγόριο νά φύγει ἀπό τήν Πόλη.
Στήν κρίσιμη τούτη ὥρα, πού δέ φαινόταν ἔξοδος πουθενά, κάποιος ἀνέβηκε ψηλά, κούνησε ἀποφασιστικά τά χέρια, σώπασαν οἱ φωνές καί στράφηκε στό Γρηγόριο ἐπιτιμητικά:
-Φεύγεις, ἀλλά σκέψου καλά: παίρνεισ μαζί σου καί τήν Τριάδα!  Τήν φύτεψες ἐδῶ καί τώρα τήν ξεριζώνεις καί τήν παίρνεις καί φεύγεις!
Τά λόγια τοῦτα χτύπησαν ἀλλόκοτα τό πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου. Ὁ ἄγνωστος, μήπως πέτυχε τό στόχο; Ὁ Γρηγόριος φάνηκε ζαλισμένος.
-Ἐγώ, μονολόγησε, ξεριζώνω τήν Τριάδα... τήν παίρνω καί φεύγω; Κάνω κάτι τέτοιο;
Ἔσκυψε τό κεφάλι. Ἀπόλυτη σιγή. Ὅλα γαλήνεψαν. Ὅλοι περίμεναν. Τά λεπτά κυλούσανε μέ ρυθμό αἰώνων. Κάποτε, ἀργά, πολύ ἀργά, σήκωσε τό κεφάλι. Ὠχρό τό πρόσωπο, καθαρό τό μέτωπο. Ἄνοιξε τό στόμα καί εἶπε χαμηλόφωνα:
-Θά μείνω ἀδέλφια. Δέν ἀντέχω τόν τελευταῖο λόγο πού μοῦ εἴπατε. Θά μείνω, μέχρι νά συναχτοῦνε οἱ ἐπίσκοποι, νά ἐκλέξουνε ὀρθόδοξο ποιμένα.... μέχρι τότε...
Οἱ καρδιές πλημμυρίσανε φῶς, ἐλπίδα καί χαρά. Ἐνθουσιασμός χωρίς μέτρο. Γονατίζανε κι εὐχαριστούσανε τό Θεό. Χειροκροτούσανε κι ἐπευφημούσανε τό Γρηγόριο.
Τέλος, ὅλοι ἑνώθηκαν σέ γλυκύτατη Δοξολογία, πού δέ θά λησμονήσουνε ποτέ.
Ἔτσι ἱκανοποιηθήκανε οἱ ὀρθόδοξοι, πού κράτησαν μαζί τους τό Γρηγόριο, ἔστω καί προσωρινά. Ἤλπιζε καί ὁ Γρηγόριος γρήγορα ν’ ἀποδευσμευτεῖ. Ὅλοι ἀκούγανε γιά σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη, αὐτή πού ἔγινε τό 381, ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος.



 Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
  (σελ.198-201)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας