Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Ερμηνεία των Ψαλμών (Ψαλμός 83ος) Μέρος γ΄

Αποτέλεσμα εικόνας για αθανασιος μυτιληναιοςΤου π. Αθανασίου Μυτηλιναίου
Ὁμιλία 6η

Ψαλμός 83ος


Ἀκόμα θά μπορούσαμε νά ποῦμε καί ἕναν ψαλμικό στίχο, πού, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν αἰχμάλωτοι στή Βαβυλώνα καί ποθοῦσαν καί ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν τόν Ναό, πού δυστυχῶς καταστράφηκε, ἔγραφαν ἐκεῖ, μᾶλλον ἔψελναν, «ὅτι εὐδόκησαν οἱ δοῦλοι σου τοὺς λίθους αὐτῆς, καὶ τὸν χοῦν αὐτῆς οἰκτειρήσουσι». Ἐπιθύμησαν οἱ δοῦλοι Σου τίς πέτρες τῆς Σιών καί θυμοῦνται μέ λαχτάρα τό χῶμα της. Θά λυπηθοῦν, θά κλάψουν, θά ἀγκαλιάσουν, θά φιλήσουν αὐτές τίς πέτρες, πού εἶναι ὁ Ναός!

Αὐτό, ξέρετε, τό ζοῦν μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι. Δέν ξέρω ἄν ἔχετε δεῖ φωτογραφίες πού κυκλοφοροῦν καί ἀναφέρονται στά Ἱεροσόλυμα. Ἔχουν ἕνα κομμάτι τείχους πού σώζεται ἀπό τόν παλαιό ναό πού εἶχε κτίσει ὁ Ἡρώδης ὁ μέγας, καί βλέπετε νά πηγαίνουν ἐκεῖ οἱ πιστοί Ἑβραῖοι καί νά κλαῖνε μπροστά σ’ ἐκεῖνο τό τεῖχος. Εἶναι στραμμένοι πρός τό τεῖχος, κάνουν τήν προσευχή τους, καί κλαῖνε. Βλέποντας τή φωτογραφία αὐτή, ἤ ἄν κάποιος θά πήγαινε καί τό ἔβλεπε ἐκ τοῦ φυσικοῦ, θά μποροῦσε νά καταλάβει πολύ καλά τόν στίχο τόν ψαλμικό, «ὅτι εὐδόκησαν οἱ δοῦλοι σου τοὺς λίθους αὐτῆς». Ὅπως θά μποροῦσε νά καταλάβει κανείς καλύτερα τήν Πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἄν ἦταν στή Θεσσαλονίκη. Εἶναι κάτι παρόμοιο, κάτι παράλληλο.
Ἀλλά καί κάτι ἀκόμα. Μοῦ φαίνεται κάποτε σᾶς τό εἶχα πεῖ αὐτό, ἀλλά δέν πειράζει ἄν σᾶς τό ξαναπῶ. Ὁ Στρατῆς Μυριβήλης, ἕνας λογοτέχνης, ἔχει γράψει ἕνα βιβλιαράκι, πού ἀναφέρει ἐκεῖ ἕνα πολύ χαριτωμένο παράδειγμα, πραγματικά θαυμάσιο, πού ταιριάζει μ’ αὐτόν ἐδῶ τόν στίχο. Κάποτε, λέει, πῆγαν μέ τόν γιό του στή θάλασσα, σ’ ἕνα νησί, σέ μιά παραλία, νά κάνουν μπάνιο. Ἦταν ἐρημιά, κι ἦταν μόνος του μέ τό μικρό του ἀγοράκι. Ἀφοῦ ἔκαναν μπάνιο, καλοκαίρι τώρα, βγῆκαν στήν παραλία, ἐκεῖ στά βραχάκια. Μέ τό ἕνα του χέρι ἀκουμποῦσε τό κεφαλάκι τοῦ παιδιοῦ, καί μέ τό ἄλλο του χέρι ἀκουμποῦσε στόν βράχο πού εἶχε φύκια. Ἀλλά γιά μιά στιγμή μπέρδεψε –ἐδῶ εἶναι τώρα τό πολύ ὡραῖο– μπέρδεψε ποῦ ἦταν τό κεφαλάκι τοῦ παιδιοῦ καί ποῦ ἦταν ὁ βράχος μέ τά φύκια!
Αὐτό τό πράγμα, κατά κάποιον τρόπο, θέλει νά πεῖ ὅτι ἡ κτίση ἔγινε κάτι δικό μας, κάτι πολύ - πολύ δικό μας, κάτι πάρα πολύ δικό μας, αὐτό τό ὑπέροχο καί τό χαριτωμένο, πού δείχνει πῶς ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα στή δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί τήν νιώθει. Αὐτό τό ἐκφράζει αὐτός ὁ στίχος, πού μπερδεύει τά πουλιά μέ τόν Ναό. Εἶναι ὑπέροχος στίχος, θαυμάσιος!
Ἀλλά λέει ἀκόμα καί κάτι πολύ ποιητικό: «Τὰ θυσιαστήριά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων, ὁ Βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἄν προσέξατε, θά εἴδατε τό ἑξῆς: Ἀναφέρει γιά τά πουλιά, καί μετά ἀλλάζει θέμα ἐκεῖ καί λέει: «τὰ θυσιαστήρια σου, Κύριε τῶν δυνάμεων, ὁ Βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου». Δέν ὑπάρχει τό ρῆμα! Ὁ ποιητής θέλει νά τό πεῖ, ἀλλά δέν κατάφερε νά τό πεῖ, γιατί γέμισε ἀπό ἐνθουσιασμό. Ὅταν βλέπει μέσα στόν Ναό τοῦ Θεοῦ νά μπερδεύονται ἄνθρωποι καί ζῶα, ἄνθρωποι καί ἄλογη κτίση, κι ὅλα αὐτά μέσα στήν ἀγάπη, τήν πολλή ἀγάπη καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἑτοιμάζεται νά πεῖ κάτι γιά τά θυσιαστήρια τοῦ Θεοῦ, κάτι πολύ μεγάλο, ἀνεβαίνει στά χείλη του ὁ λόγος, τό ρῆμα, γιά νά τό πεῖ· δέν τά καταφέρνει ὅμως, καί πέφτει στήν καρδιά του, γίνεται συναίσθημα, καί μόνο λέει «τὰ θυσιαστήριά σου, Κύριε», καί τίποτα ἄλλο! Εἶναι πραγματικά ἕνας ὑπέροχος στίχος.
Συνεχίζουμε μέ τόν στίχο 5. «Μακάριοι οἱ κατοικοῦντες ἐν τῷ οἴκῳ σου, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων αἰνέσουσί σε». Εὐτυχισμένοι αὐτοί πού κατοικοῦν στόν Οἶκο Σου, πάντοτε θά Σέ ὑμνοῦν. Ἐδῶ λέει «εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», πού εἶναι τό ἀληθινά θεόπνευστο, τό γνήσια θεόπνευστο, δέν μένει ποτέ μέσα στά στενά πλαίσια τῆς ἰουδαϊκῆς ἱστορίας, τῶν ἰουδαϊκῶν, θά λέγαμε, συνόρων καί τῆς ἰουδαϊκῆς ἱστορίας· βγαίνει ἀπ’ ἔξω, γιατί ἁπλούστατα ὁ Θεός εἶναι παγκόσμιος, εἶναι ὁ Θεός τοῦ παντός. Αὐτό εἶναι τό ἀληθινά γνήσιο, τό γνήσια θεόπνευστο! Θά ἀναρωτηθεῖ κανείς: Νά μένει κάποιος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων; Μία ἀνθρώπινη ζωή πόσο εἶναι, πενήντα, ἑβδομήντα, ὀγδόντα, ἑκατό χρόνια; Πόσο εἶναι; Πῶς νά μένει στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων;... Βλέπετε ὅτι ὑπάρχουν μέσα στοιχεῖα μεσσιανικά πού ἀναφέρονται στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;
Ἀλλά πραγματικά, γιά μιά στιγμή, θά μακάριζε κανείς τούς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ, πού εἶναι δίπλα στόν Ναό· ἀκόμη καί τά σπίτια πού γειτονεύουν μέ τόν Ναό, πού οἱ ἄνθρωποι πού θά ἔμεναν σ’ αὐτά θά μποροῦσαν νά βρίσκονται πολύ συχνά κοντά στόν Ναό, στίς αὐλές τοῦ ναοῦ, νά μπαίνουν μέσα, νά πηγαίνουν κάθε μέρα στόν Ναό, νά προσκυνοῦν κάθε μέρα! Εἶναι ἕνα προνόμιο.
Δέν μοῦ λέτε, σᾶς παρακαλῶ· κατά πόσο διαφέρει σήμερα ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος, ἐκεῖνο τό μεγαλοπρεπές κτίσμα, ἀπό ἕναν ναό χριστιανικό, ἀπό ἕνα ἐξωκκλῆσι, ἀπ’ αὐτά τά φτωχικά ἐξωκκλήσια, πού τά συναντᾶμε στήν ὕπαιθρο; Πόσο; Ὅσο διαφέρει ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό τήν Καινή Διαθήκη! Κι αὐτό πόσο; Ὅσο διαφέρει τό αἷμα τῶν τράγων ἀπό τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Γιατί ἐκεῖ, στήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχουμε τό αἷμα τῶν ζώων στό θυσιαστήριο πού εἶναι μέσα στόν Ναό, δηλαδή στήν αὐλή τοῦ Ναοῦ· ἐδῶ, στήν Καινή Διαθήκη τώρα, ἔχουμε τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στό αἰώνιο Θυσιαστήριο, τήν ἁγία Τράπεζα. Ὑπάρχει τρομακτική διαφορά. Τρομακτική διαφορά, πραγματικά!
Πέστε μου τώρα κάτι ἄλλο· ἄν ὁ Ἑβραῖος τόσο πολύ ποθεῖ καί λαχταρᾶ καί λιώνει καί ″ἐκλείπει ἡ ψυχή του εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου ″, ὁ Χριστιανός, ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ, ″εἰς τάς αὐλάς τοῦ ναοῦ τούτου ″, ἐκεῖ πού ἔχουμε τή θυσία τοῦ ἴδιου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πέστε μου, πῶς πρέπει νά αἰσθάνεται; Πῶς πρέπει νά βρίσκεται;...
Τό ξέρετε, παρακαλῶ, ὅτι, ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, οἱ ἄνθρωποι φεύγουν ὅσο μποροῦν πιό μακριά ἀπό τόν ναό τοῦ Θεοῦ; Τί νά πῶ γιά ἐκείνους πού δέν ἐκκλησιάζονται ποτέ; Τί νά πῶ γιά ἐκείνους πού αἰσθάνονται μέσα στόν ναό τοῦ Θεοῦ κάτι πολύ ἄσχημο; Σοῦ λένε «Μέ πιάνει τό κεφάλι μου», σοῦ λένε: «Ζαλίζομαι», σοῦ λένε: «Δέν μπορῶ νά σταθῶ»... Καί δέν ἐννοῶ τήν περίπτωση πού πραγματικά κάποτε ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά σταθεῖ, γιατί μπορεῖ ἤ νά εἶναι κουρασμένος ἤ ἄρρωστος ἤ γέρος. Γι’ αὐτό καί στόν ναό ἔχουμε καρέκλες. Τά ἕδρανα μέσα στόν ναό ὑπῆρχαν ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή· εἶναι γνωστό. Δέν ἀπαγορεύεται νά καθήσουμε μέσα στόν ναό. Ἀλλά ὅταν ὁ ἄλλος δέν μπορεῖ νά μείνει, χωρίς νά ἔχει λόγο, σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μέσα του, πιστέψτε με, κάτι δαιμονικό! Ἀκούω πολλές φορές ἀνθρώπους νά λένε πόσο ἄσχημα αἰσθάνονται μέσα στόν ναό! Νά θέλουν νά ξεπορτίσουν, νά βγοῦν ἔξω, νά μήν αἰσθάνονται καλά μέσα σ’ αὐτόν! Δέν νομίζετε πώς εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού λέει ἐδῶ ὁ Ψαλμωδός; Τί ἔχει αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Ἔχει τόν δαίμονα. Δηλαδή τό λέω ἀνεπιφύλακτα, ἔχει τόν δαίμονα! Δέν μπορεῖ νά ἔχει τόν Θεό μέσα του, γιατί, ἄν εἶχε τόν Θεό, θά τοῦ ἄρεσε πάρα πολύ νά εἶναι στόν ναό.
Σ’ ἐκεῖνο τό ἐκκλησάκι πού ἔχουμε πάνω, τόν ἅγιο Δημήτριο, πού εἶναι μικρό, ὅταν γίνεται ἀκολουθία τό πρωί καί τό ἀπόγευμα, θυμιάζουμε... καί μάλιστα, ἄν γίνει Λειτουργία, θυμιάζουμε πολλές φορές, καί στόν Ὄρθρο καί στή Θεία Λειτουργία ἐπανειλημμένα! Ὅταν τελειώσουν ὅλα κι ἀνοίξουμε πόρτα, παράθυρο, ἀεριστεῖ ὁ χῶρος, φύγει ὁ καπνός καί κλείσουμε πάλι, μπαίνουμε μετά μέσα μιά ἄλλη ὥρα, μιά ἄλλη ἀνύποπτη ὥρα, καί ὑπάρχει μιά γλυκειά μυρωδιά... καί ἔρχεται δίπλα στήν ὀσμή νά προστεθεῖ στά μάτια καί ἡ παρουσία τῶν εἰκόνων καί ὅλος ὁ χῶρος γενικά, καί τότε αἰσθάνεσαι κάτι ἄλλο... αἰσθάνεσαι κάτι ἄλλο... ἀκριβῶς αὐτό πού λέει ἐδῶ ὁ Ψαλμωδός.
Καί ἐπειδή λέει «εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοί πού κατοικοῦν στόν οἶκο Σου πάντοτε», ἐδῶ εἶναι οἱ Λευίτες, ἀλλά καί οἱ μοναχοί στό Μοναστήρι! Δέν κάνω καμιά διαφήμιση, ἀλλά μόνο τοῦτο, ὅτι τούς μακαρίζει ἡ Παλαιά Διαθήκη, γιατί μένουν πάντοτε ″εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου ″. Μέσα στό Μοναστήρι κάθε χῶρος εἶναι ἱερός, γιατί ἡ αὐλή καί τά κελλιά εἶναι ″αἱ αὐλαί τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ″· ὅλα εἶναι τά σκηνώματα τοῦ Θεοῦ, καί τό κέντρο πάντα εἶναι τό Καθολικό. Μπορεῖ νά κάνει κανείς πολλά παρεκκλήσια· τό κεντρικό ὅμως εἶναι τό Καθολικό. Τό Μοναστήρι εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι ζοῦν πάντοτε μέσα σ’ αὐτήν τήν παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἔτσι πού ἕνας πού ἄρχισε νά ζεῖ μέσα σ’ αὐτό, τό ἀγαπάει πολύ, καί τοῦ κάνει φοβερό κόπο νά λείψει ἀπό ἐκεῖ. Αἰσθάνεται πάρα πολύ ἄσχημα, αἰσθάνεται, ὅπως λέγεται ἀπό τούς Πατέρες, σάν τό ψάρι ἔξω ἀπό τό νερό. Αἰσθάνεται πολύ ἄσχημα.
«Διάψαλμα»
Ἐδῶ ἡ μουσική παίζει πολύ δυνατά, παίζει στό forte, ἀκριβῶς γιά νά τονίσει αὐτήν τή μακαριότητα ἐκείνων πού μένουν ″εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου ″.
«Μακάριος ἀνήρ, ᾧ ἐστιν ἡ ἀντίληψις αὐτοῦ παρὰ σοί· ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διέθετο». Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, λέει, πού ἡ σκέψη του καί ἡ ἐλπίδα του εἶναι κοντά σέ Σένα, καί μέσα στήν καρδιά του ἔβαλε βαθύ πόθο νά ἀνεβαίνει στή Σιών.
Προσέξτε ἐδῶ τώρα. Λέει: Εὐτυχισμένος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού ὑπάρχει ἡ δική Σου ἀντίληψη γι’  αὐτόν, δηλαδή αὐτόν πού τόν προσέχεις · καί τόν προσέχεις γιατί εἶναι στόν Ναό σου. Ἀλλά θά πάρω τό δεύτερο ἡμιστίχιο, πού εἶναι πραγματικά θαυμάσιο: Μακάριος εἶναι αὐτός πού βάζει σάν πόθο μέσα στήν καρδιά του νά ἀνεβαίνει στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνάει.
Εἶναι γνωστό, ἀπό τοπογραφικῆς πλευρᾶς, ὅτι ὁ Ναός ἦταν στό ψηλότερο σημεῖο τῆς πόλεως, πάνω στόν λόφο Σιών. Ἀκόμη εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Ἱερουσαλήμ ἦταν τό ψηλότερο σημεῖο ἀπό πολλά ἄλλα σημεῖα τῆς Παλαιστίνης. Γι’ αὐτό καί ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου λέει: «Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ...». Εἶναι δηλαδή κατωφέρεια. Ἡ Ἱεριχώ βρίσκεται πολύ χαμηλά, μάλιστα εἶναι καί κάτω ἀπό τή Μεσόγειο θάλασσα· ὅπως καί ἡ Νεκρά Θάλασσα, πού εἶναι ὅμως πάρα πολύ χαμηλά. Αὐτή εἶναι 350 μέτρα κάτω ἀπό τή θάλασσα, ἐνῶ ἡ Ἱερουσαλήμ 350 μέτρα πάνω ἀπό τή θάλασσα, δηλαδή ἡ διαφορά τους εἶναι 700 μέτρα. Γι’ αὐτό πάντα θά βρίσκουμε τό ρῆμα ἀναβαίνω ὅταν πρόκειται γιά τήν Ἱερουσαλήμ ἤ τόν Ναό. «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα...», ἤ: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι...», στήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου.
Ἐδῶ ὅμως τώρα τό «ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διέθετο» ἔχει καί μία ἄλλη θέση: Εἶναι αὐτός πού ἔβαλε μέσα στήν καρδιά του νά ἀνεβαίνει τήν πνευματική ζωή· γιατί ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ πιά δέν εἶναι ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος· ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ εἶναι κάθε ἄνθρωπος, γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ!
Τό λέει αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς τοῦ Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;». Δηλαδή δέν ξέρετε ὅτι εἴσαστε ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;... Εἴμαστε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς! Μέσα στήν καρδιά μας λοιπόν τώρα βάζουμε στόχο τίς ἀναβάσεις, τό πῶς θά ἀνεβοῦμε πνευματικά, τί ἀναβάσεις πνευματικές θά ἔχουμε. Αὐτό πρέπει νά βάζει κανείς ὡς στόχο. Ἀγαπητοί μου, αὐτό καί μόνον αὐτό· ἀναβάσεις πνευματικές. Ἀνεβαίνω ἤ κατεβαίνω; Ποῦ βρίσκομαι;  Ἡ κριτική πού πρέπει νά κάνουμε στόν ἑαυτό μας καί ἡ αὐτογνωσία πού πρέπει νά διαθέτουμε, σ’ αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά κινεῖται, αὐτό πρέπει νά ἔχει σάν ἀντικείμενο ἔρευνας: τήν ἀνάβαση ἤ τήν κατάβαση.
«Εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, εἰς τὸν τόπον, ὃν ἔθετο· καὶ γὰρ εὐλογίας δώσει ὁ νομοθετῶν». Μέσα ἀπό τήν κοιλάδα τῶν κλαυθμῶν, λέει, τῶν δυσκολιῶν, θά πηγαίνει πρός τόν τόπο πού σκοπεύει, γιατί ὁ Νομοθέτης θά δώσει τίς εὐλογίες Του.
Γεωγραφικά πάλι. Κοιλάδα εἶναι ἕνας τόπος πεδινός πού περικλείεται ἀπό βουνά. Ὄχι μιά πεδιάδα ὅπως, ἄς ποῦμε, ὁ κάμπος τῆς Θεσσαλίας∙ αὐτός δέν λέγεται κοιλάδα, λέγεται πεδιάδα. Στά Τέμπη ἔχουμε τήν κοιλάδα τῶν Τεμπῶν, ἄν καί εἶναι ἡ συνέχεια τῆς πεδιάδος τῆς Θεσσαλίας· ὅμως ἐπειδή περικλείεται ἀπό βουνά, λέγεται κοιλάδα, ἀπό κάτι πού εἶναι κοῖλο. Ἡ κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος λοιπόν, ἦταν ἕνας τόπος, πού δέν ξέρουμε ποῦ ἀκριβῶς βρισκόταν. Ὑπάρχει μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη μιά σχετική περιγραφή, γιά τόν λόγο πού εἶχε ὀνομαστεῖ κοιλάς κλαυθμῶνος. Δέν θά μείνω σ’ αὐτό τόσο. Ἡ κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος εἶναι κατά λέξη ἡ κοιλάδα πού ἔχει τό κλάμα, ἐκεῖ πού ὑπάρχει τό κλάμα, ὁ πόνος, ἡ θλίψη. Περνοῦσαν λοιπόν, φαίνεται, ἀπό ἕναν τόπο πού εἶχε πάρει τήν ὀνομασία κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, καί ἀπό ἐκεῖ ἄρχιζαν νά βλέπουν ἀπό μακριά τήν Ἱερουσαλήμ καί τόν Ναό. Κι ἐπειδή ὁ Ναός ἦταν στό ὕψωμα, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Ναός ἦταν ψηλό κτίσμα, τό πρῶτο πράγμα πού ἔβλεπαν ὅταν ἔρχονταν ἀπό μακριά, περνώντας τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, ἦταν ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος. Αὐτά λέει ὁ στίχος, σέ μιά, θά λέγαμε, ἱστορικογεωγραφική τοποθέτηση.
Προσέξτε ὅμως τώρα. Ὁ μέγας Ἀθανάσιος λέει: «Κοιλάδα δὲ κλαυθμῶνος τὸν θνητὸν βίον φησίν», κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος εἶναι ὁ βίος, ὁ παρών βίος πάνω σ’  αὐτή τή γῆ. Ὁ παρών βίος, ἀγαπητοί μου, ὅπου κι ἄν τόν ζήσουμε, εἴτε σέ παλάτια εἴτε σέ καλύβες εἴτε σέ τόπους μαγευτικούς ἤ σέ κάποιες ἐρήμους τῆς Ἀφρικῆς ἤ σέ στέππες τῆς Σιβηρίας, πού δέν ὑπάρχει ἐκεῖ κανένα ὡραῖο τοπίο, μία εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅτι ὁ παρών βίος εἶναι κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος! Ἔχει θλίψεις ἡ ζωή. Μήπως νόμισε κανένας ὅτι ἡ παροῦσα ζωή δέν ἔχει θλίψεις; Ἔχει πάρα πολλές θλίψεις ἡ παροῦσα ζωή! Καί μάλιστα, ἄν κάποτε ξεκινάει κάποιος νά πονέσει γιά τήν πνευματική του ζωή, ἐκεῖ θά δεῖ τί θλίψεις ἔχει! Μέσα ἀπό τήν παροῦσα ζωή λοιπόν μπορεῖς νά βάζεις ἕναν στόχο; Αὐτός ὁ στόχος εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ! Ἄν ὁ ἄνθρωπος πού περνάει μέσα ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ἔχει μπροστά στά μάτια του ὄχι πιά τόν Ναό ἀλλά τόν Θεό, καί ἔχει αὐτή τή θεωρία τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτή ἡ πορεία τῆς ζωῆς του παύει νά εἶναι κοιλάδα κλαυθμῶνος, ἀλλά γίνεται ἕνα πέρασμα ἀρκετά εὐχάριστο.
Γιά σκεφθεῖτε αὐτό, πού θά λέγαμε ὅτι πρακτικά ἔχει αὐτό τό καλό: Ἄν μπορεῖς μέσα στίς θλίψεις τῆς ζωῆς αὐτῆς, τίς φροντίδες, τίς μέριμνες, τά προβλήματα, νά ἔχεις πάντοτε τήν ἀναφορά σου στόν Θεό, νά ἔχεις πάντα τά μάτια σου στόν Οὐρανό, πῶς θά περνᾶς τή ζωή αὐτή; Δέν θά τήν περνᾶς πάρα πολύ καλά; Τό μυστικό λοιπόν τοῦ ἀνθρώπου νά περνάει τή ζωή του χωρίς νεῦρα, χωρίς νά πελαγοδρομεῖ, χωρίς νά χάνεται καί νά ἀπελπίζεται, εἶναι τό νά ἔχει καρφωμένα τά μάτια του στόν Οὐρανό, στήν αἰώνια Πατρίδα. Αὐτό εἶναι τό μυστικό τῶν ἀνθρώπων, προκειμένου νά περάσουν τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος τῆς ζωῆς αὐτῆς.
(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας