Ὁμιλία 7η
Ψαλμός 100ος
«Ὑπερηφάνῳ
ὀφθαλμῷ καὶ ἀπλήστῳ καρδίᾳ τούτῳ οὐ συνήσθιον». Μέ αὐτόν, λέει, πού ἔβλεπε ὑπερήφανα τόν ἄλλο καί εἶχε ἀχόρταγη καρδιά δέν ἔτρωγα μαζί
του.
Δυό ἄλλες
κατηγορίες ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Ψαλμωδός∙ τοῦ ὑπερήφανου ἀνθρώπου καί τοῦ ἄπληστου,
δηλαδή τοῦ ἀχόρταγου, τοῦ πλεονέκτη. Τό «οὐ συνήσθιον» εἶναι μία ὡραία ἔκφραση, πού δείχνει μιά στενή σχέση, γιατί τρῶμε
μαζί μ’ ἐκείνους πού ἔχουμε στενές σχέσεις. Καί λέει ὁ Δαβίδ ὅτι στενές
σχέσεις δέν εἶχε μέ τόν ὑπερήφανο καί μέ τόν ἄπληστο ἄνθρωπο.
Δηλαδή θά
λέγαμε ἐδῶ ὅτι ὁ συκοφάντης, ὁ ὑπερήφανος καί ὁ ἄπληστος εἶναι τρεῖς
μεγάλες κοινωνικές πληγές, πού ἐπικρατοῦν στίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους
ἀνθρώπους. Ἡ στάση μας; ρητή, καθαρή, ξάστερη: Ἐξεδίωκον αὐτούς. Μακριά ! Μόνο πού ἡ σύνεση ἀπαιτεῖ ὥστε
ἡ ἀπομάκρυνση νά γίνει μέ τέχνη. Ὁπωσδήποτε ἀπομάκρυνση, ἀλλά νά
γίνει μέ τέχνη, γιατί οἱ κακοί ἄνθρωποι ὅταν προσβληθοῦν –ὅπως ὁ ὑπερήφανος,
γιά παράδειγμα– μπορεῖ νά μᾶς κάνουν κακό, νά γίνουν ἐχθροί μας. Γι’ αὐτό
χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή. Θά εἴμαστε εὐγενεῖς, ἀλλά ἄκαμπτοι. Εὐγενεῖς
μέ ὅλους, γεμᾶτοι καλοσύνη κι ἀγάπη πρός ὅλους, ἀλλά θά ἐπισημαίνουμε
τούς ἐπικίνδυνους ἀνθρώπους καί θά τούς ἀπομακρύνουμε εὔσχημα. Ὁπωσδήποτε
ὅμως θά τούς ἀπομακρύνουμε.
Σ’ αὐτά τά
χωρία μᾶς ἀνέφερε ὁ Ψαλμωδός, ἐδῶ ὁ Δαβίδ, ποιούς προσέχει. Νά σᾶς πῶ
καί κάτι, πού δέν τό βλέπουμε βέβαια στόν παρόντα Ψαλμό, ἀλλά τό βρίσκουμε
σέ πολλούς ἄλλους Ψαλμούς. Τό Ἑβραϊκό κείμενο δέν ἔχει παρωχημένο
χρόνο, ἀλλά μέλλοντα. Ἐδῶ ἡ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα χρησιμοποιεῖ
παρωχημένο χρόνο. Λέει «οὐ συνήσθιον», δέν ἔτρωγα. «Τὸν καταλαλοῦντα ἐξεδίωκον», τόν συκοφάντη τόν ἔδιωχνα. Εἶναι παρωχημένος χρόνος. Τό Ἑβραϊκό κείμενο ὅμως ἔχει «τόν καταλαλοῦντα θά ἐκδιώξω, καί μέ τόν ἄπληστο καί τόν ὑπερήφανο
μαζί τους δέν θά φάω». Πρόκειται γιά προγραμματισμένη
ζωή, καί κατά συνέπεια τό Ἑβραϊκό κείμενο τό ἀποδίδει καλύτερα. Εἶναι
ἐκεῖνο πού σᾶς εἶχα πεῖ στήν εἰσαγωγή ὅτι πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη
μας καί ἄλλες ἐκδόσεις, ἄν θέλουμε νά κάνουμε βαθύτερη καί καλύτερη
ἐργασία καί μελέτη.
Τώρα λέει
τί θά κάνει παρακάτω, ἀπό θετικῆς πλευρᾶς. Ὄχι ποιούς θά ἀπομακρύνει,
ἀλλά τώρα ποιούς θά φέρει κοντά του, κάτι πού ἄν τό ἔκαναν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
αὐτό, ἰδίως οἱ ἡγέτες, πόσο θαυμάσια θά ἦταν ἡ ζωή μας...
«Οἱ ὀφθαλμοί
μου ἐπὶ τοὺς πιστοὺς τῆς γῆς, τοῦ συγκαθῆσθαι αὐτοὺς μετ’ ἐμοῦ». Δηλαδή τά μάτια μου θά εἶναι μόνο στούς
πιστούς τῆς γῆς, γιά νά κάθονται μαζί μου. Μόνο οἱ καλοί
ἄνθρωποι, οἱ εὐσεβεῖς, αὐτοί θά εἶναι ἐκεῖνοι πού θά κάθονται μαζί
του, δηλαδή αὐτοί θά εἶναι τό περιβάλλον του.
Μήν ἐπιδιώξετε
ποτέ περιβάλλον ἁπλῶς μορφωμένων ἀνθρώπων ἤ πλουσίων, ἀλλά εὐσεβῶν.
Τό κριτήριο νά εἶναι ἡ εὐσέβειά τους· οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε τό ἀξίωμα
οὔτε ἡ μόρφωση.
Γνωρίζω
πολλούς ἀνθρώπους, ἔχω συναντήσει δηλαδή πολλούς ἀνθρώπους, πού ἀγαποῦν
πολύ νά ἔχουν στό περιβάλλον τους γιά φίλους καί τά λοιπά διανοούμενους
ἀνθρώπους∙ κι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι... δέν ξέρω –εἶναι κάτι παράξενο–
νά εἶναι διεφθαρμένοι πραγματικά. Οἱ πιό πολλοί διανοούμενοι στήν
ἐποχή μας εἶναι διεφθαρμένοι ἄνθρωποι. Εἶναι ἀγνωστικιστές... εἴτε
ἀπό μόδα εἴτε ἀπό συνείδηση, ἀπό πεποίθηση, ὅπως θέλετε πάρτε
το. Εἶναι ἀγνωστικιστές, εἶναι ἄθεοι, εἶναι ἀνήθικοι...
Ὑπάρχει ἕνα
παράξενο δόγμα στούς διανοουμένους∙ ὅτι γιά νά μπορεῖ κάποιος νά ἀποδώσει
καλύτερα σάν λογοτέχνης, σάν ποιητής, σάν καλλιτέχνης, ζωγράφος, μουσικός
καί τά λοιπά, πρέπει νά ζήσει ἔντονα τή ζωή, νά τή ζήσει στίς μορφές
πού τοῦ προσφέρεται. Γι’ αὐτό, ἐπειδή ἐπικρατεῖ αὐτή ἡ ἀντίληψη
στούς καλλιτεχνικούς κύκλους, δυστυχῶς καί ἐκεῖ εἶναι διεφθαρμένοι ἄνθρωποι!
Καί οἱ διανοούμενοι, οἱ πιό πολλοί, εἶναι διεφθαρμένοι ἄνθρωποι∙
περνοῦν ἀπ’ ὅλες θά λέγαμε τίς καταστάσεις πού μπορεῖ νά περάσει ἕνας
ἄνθρωπος, καί ἀπό τήν ἀπιστία, καί τήν ἀθεΐα, γιατί θέλουν νά δοκιμάσουν
τί πράγμα εἶναι ἡ ἀπιστία, τί πράγμα εἶναι ἡ ἀθεΐα, τί πράγμα εἶναι ἡ ἀνηθικότητα∙
περνοῦν ἀπό ὅλα αὐτά. Εἶναι φοβερό.
Μέ τήν εὐκαιρία·
μοῦ εἴχατε δώσει ἕνα ἔντυπο φωτοτυπημένο ἀπό ἕνα περιοδικό γιά
κάποιον μουσικό πού πέρασε, λέει, καί ἀπό τό χασίς, πέρασε καί ἀπό
πολλά ἄλλα, καί κατέληξε νά γίνει Χριστιανός∙ ἀλλά αὐτός ὁ Χριστιανισμός,
ὅπως τουλάχιστον περιγράφεται, εἶναι μ’ ἕνα ἐρωτηματικό... Εἶναι ἕνας
Χριστιανισμός πού μόνο εὐαγγελικός δέν εἶναι∙ μπορεῖ νά εἶναι, ὅπως
τόν ἀντιλαμβάνονται οἱ πιό πολλοί, ἕνας Χριστιανισμός κατά ἕναν
κοινωνικό τρόπο. Μόνον εὐαγγελικός δέν εἶναι∙ δηλαδή δέν εἶναι ἕνας
Χριστιανισμός πού σώζει.
Ἔτσι, βλέπετε,
οἱ διανοούμενοί μας περνοῦν ἀπό ὅλες αὐτές τίς καταστάσεις. Προσοχή!
Δέν θά κάνουμε παρέα μέ διανοουμένους μόνο καί μόνο γιατί εἶναι διανοούμενοι,
ἀγνοώντας ἤ παραγνωρίζοντας ποιά εἶναι ἡ ζωή τους. Οὔτε μέ πλουσίους.
Ἄλλη τάση πάλι ἀνθρώπων εἶναι νά θέλουν νά κάνουν παρέα μέ πλούσιους ἀνθρώπους...
Δέν ξέρω, ἀλλά εἶναι μιά ἀλαζονία τῆς ψυχῆς, μία κατάσταση ἄσχημη,
εἶναι ἀπουσία ταπεινοφροσύνης σ’ αὐτή τήν περίπτωση. Καί εἶναι καί ἄλλοι
πού θέλουν νά κάνουν παρέα μέ ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀξιώματα μέσα στήν
κοινωνία, γιά νά εἶναι περίβλεπτοι, καί οἱ ἴδιοι καί λένε ὅτι ἔχουν
σχέσεις μέ τόν τάδε καί μέ τόν τάδε καί μέ τόν τάδε... Ἐφόσον οἱ ἄνθρωποι
αὐτοί εἶναι διεφθαρμένοι, δέν θά τούς κάνουμε ποτέ παρέα. Δέν θέλω
νά πῶ ὅτι δέν θά κάνουμε παρέα μ’ ἕναν διανοούμενο, ἄν εἶναι εὐσεβής
ἄνθρωπος, οὔτε μέ ἕναν πλούσιο, ἄν εἶναι εὐσεβής· ὄχι∙ τό κριτήριό
μας ὅμως θά εἶναι ἄν εἶναι πιστός ἄνθρωπος. Ἄν εἶναι πιστός, τότε μπορεῖ
νά γίνει παρέα μας, νά γίνει περιβάλλον μας. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ: «τά μάτια μου ἦταν ἐπάνω στούς πιστούς τῆς γῆς, αὐτοί πού θά ἀποτελοῦσαν
τό περιβάλλον μου».
«Πορευόμενος
ἐν ὁδῷ ἀμώμῳ, οὗτός μοι ἐλειτούργει». Δηλαδή αὐτός πού περπατοῦσε σέ δρόμο ἄσπιλο, ἁγνό, αὐτός μέ διακονοῦσε. «Ἐλειτούργει» θά πεῖ ὑπηρετοῦσε,
ἦταν ὁ διάκονός μου, ἤ, ἄν θέλετε, ὁ συνεργάτης μου, ὁ ὑπάλληλός μου
καί τά λοιπά. Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, στήν ὑπηρεσία του ἦταν ἐκεῖνος
πού ζοῦσε τέλεια ζωή, πνευματική ζωή.
Ὤ, ἄν τά κριτήριά
μας ἦταν πάντοτε αὐτά...!
«Οὐ κατῲκει
ἐν μέσῳ τῆς οἰκίας μου ποιῶν ὑπερηφανίαν, λαλῶν ἄδικα οὐ κατεύθυνεν
ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου». Μέσα στό σπίτι μου δέν εἶχε θέση ὁ ὑπερήφανος, καί ἐκεῖνος πού μιλάει ἄδικα
δέν στεκόταν μπροστά στά μάτια μου.
Ὁ στίχος 7
θά λέγαμε ὅτι εἶναι μία ἐπανάληψη τῶν στίχων 3, 4 καί 5∙ λέει δηλαδή ὅτι
μέσα στό σπίτι του δέν κατοικοῦσε ἄνθρωπος ὑπερήφανος ἤ ὅποιος μιλοῦσε
ἄδικα, δηλαδή ὁ συκοφάντης.
Καί μπαίνουμε
στό τελευταῖο χωρίο, τό 8, πού ἀξίζει νά τό προσέξουμε λιγάκι.
«Εἰς τὰς πρωΐας
ἀπέκτεινον πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ πόλεως
Κυρίου πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν». Δηλαδή: Κάθε πρωί καταδίκαζα σέ θάνατο ὅλους
τούς ἐγκληματίες τῆς χώρας μου, γιά νά καθαρίσω τήν πόλη τοῦ Κυρίου, τήν Ἱερουσαλήμ,
ἀπό ὅλους ὅσους κατεργάζονται τήν ἀνομία.
Ἐδῶ τό «ἀπέκτεινον» μποροῦμε νά τό πάρουμε σέ χρόνο
Μέλλοντα, δηλαδή «ἀποκτενῶ», ἀφοῦ προγραμματίζει. Θά τό δοῦμε πρῶτα - πρῶτα ἀπό πλευρᾶς ἱστορικῆς,
ὅπως εἶναι τοποθετημένο τό χωρίο ὅταν τό συνέθεσε ὁ Δαβίδ, δηλαδή
τί ἐννοοῦσε ὁ Δαβίδ.
Θά πεῖ: τίς πρωϊνές ὧρες ἐκτελοῦσα δικαστικό ἔργο, ἔχοντας δικαστική
ἐξουσία. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι τή δικαστική
ἐξουσία στίς πόλεις τοῦ Ἰσραήλ τήν ἀσκοῦσαν οἱ πρεσβύτεροι, καί συνήθως
ὁ δικαστικός χῶρος ἦταν κοντά στίς πύλες τῶν τειχῶν. Ἐκεῖ γίνονταν οἱ
δίκες.
Τώρα λέει ἐδῶ
ὁ Δαβίδ: Πρωΐ - πρωΐ, κάθε πρωΐ, πού θά ἀναλαμβάνω αὐτό
τό δικαστικό ἔργο, ὅσοι ἁμαρτωλοί
μοῦ προσάγονται –ὄχι ἁμαρτωλοί μέ τήν
κοινή ἔννοια, γιατί ἁμαρτωλοί εἴμαστε ὅλοι, ἀλλά ἐγκληματίες καί
διεφθαρμένοι ἄνθρωποι, ἱκανοί νά μολύνουν τήν κοινωνία– αὐτούς
θά τούς καταδικάζω σέ θάνατο –προσέξτε: ἀποκτενῶ ἤ ἀπέκτεινον ∙ θά τούς καταδικάζω, εἴπαμε Μέλλων– καί θά καθαρίζω τήν πόλη τοῦ Κυρίου –πού εἶναι
ἡ Ἱερουσαλήμ– ἀπό ὅλους ἐκείνους πού ἐργάζονται
τήν ἀνομία, πού παραβαίνουν τόν Νόμο.
Δέν ξέρω σήμερα,
μέ τά σύγχρονα μάτια, ἕνας δικαστικός, ἕνας δικηγόρος ἤ ἕνας ἁπλός
πολίτης, πῶς θά μποροῦσε νά δεῖ αὐτό τό χωρίο τοῦ Δαβίδ. Δέν θά ἤθελα
νά ἀναπτύξω τό θέμα ἄν ἡ θανατική ποινή θά ἦταν σωστή ἤ δέν θά ἦταν
σωστή μέσα σέ μιά κοινωνία. Πραγματικά δέν θά ἤθελα νά θίξω τό θέμα
αὐτό. Ἀλλά, ἀπ’ ὅ,τι ἔχω ἀκούσει ἀπό ἐσᾶς τούς εἰδικούς, ὑπάρχουν διάφορες
θεωρίες. Ἄλλη θεωρία λέει ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει ἡ καταδίκη σέ θάνατο,
δηλαδή ἡ θανατική ποινή, ἄλλη θεωρία λέει ὄχι, ἄλλη λέει νά ὑπάρχει
μία μέση ὁδός, καί τά λοιπά. Ἔχουμε ἀκόμη καί τά ἐλατήρια: Γιατί ὑπάρχει
ἡ θανατική ποινή; Ἐκδικεῖται ἡ κοινωνία; Ἡ κοινωνία τόν ἐγκληματία
τόν φρονιματίζει; Τί; Ὅλα αὐτά εἶναι διάφορες θεωρίες, τίς ξέρετε ἐσεῖς
καλύτερα. Δέν τά θίγω αὐτά, δέν μ’ ἐνδιαφέρουν· ἕνα μόνο ἔχω νά πῶ.
Ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι μέσα σέ μιά κοινωνία ἀνθρώπων, ὅταν δέν ὑπάρχει
ἡ ἄσκηση τοῦ νόμου σέ ἐγκλήματα σοβαρά, τό κακό πολλαπλασιάζεται.
Αὐτό. Δέν ξέρω.
Στήν Παλαιά
Διαθήκη εἶναι σαφές ὅτι ὑπῆρχε ἡ θανατική ποινή, καί μάλιστα τήν ἐπιβάλλει
ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Στήν Καινή Διαθήκη ὁπωσδήποτε δέν ὑπάρχει πλέον αὐτό.
Γιά παράδειγμα, ὅταν κάποιος μάζευε ξύλα τό Σάββατο καί ρωτήθηκε ὁ Θεός
ἀπό τόν Μωυσῆ τί ἔπρεπε νά τόν κάνουν αὐτόν, ὁ Θεός εἶπε: «Θά λιθοβολιθεῖ»[1].
Μιά ἄλλη περίπτωση
εἶναι ἡ ἑξῆς: Κάποτε ἕνας γιός Αἰγυπτίου καί Ἑβραίας –Αἰγύπτιος δηλαδή– εἶχε
ἀκολουθήσει τούς Ἑβραίους. Ὅταν τσακώθηκε μέ ἕναν Ἑβραῖο καί βλαστήμησε
τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ρωτήθηκε πάλι ὁ Θεός, καί εἶπε: «Θά λιθοβοληθεῖ . Στή Συναγωγή τῶν Ἑβραίων ὅλοι θά πετάξουν πέτρα.
Ὁ καθένας θά πετάξει ἀπό μία πέτρα»[2]. Δύο ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἀπό μία πέτρα! Τί βουνό θά ὀρθώθηκε
ἐπάνω ἀπό τό πτῶμα του!
Μιά ἄλλη περίπτωση:
Ὅταν μπῆκε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ μέσα στήν Ἱεριχώ, ὁ Θεός εἶπε: «Δέν θά πάρετε τίποτα ἀπολύτως ἀπό τήν πόλη αὐτή· θά τήν παραδώσετε
στή φωτιά. Ὅ,τι δέ νομίσματα βρεθοῦν μέσα στήν πόλη, αὐτά θά τά μαζέψετε
γιά νά χρησιμοποιηθοῦν μελλοντικά ὥστε νά κτισθεῖ ναός». Κάποιος ὅμως, πού τόν ἔλεγαν Ἄχαρ, ἔβαλε μερικά νομίσματα
στήν τσέπη του. Καί σέ μία προσεχῆ μάχη, ἐνῶ ἡ Ἱεριχώ ἔπεσε ἀμαχητί,
οἱ Ἑβραῖοι ἔχασαν τή μάχη. Παραπονέθηκε τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ: «Κύριε, Ἐσύ μᾶς ὑποσχέθηκες ὅτι θά κατακτήσουμε τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας
ἀμαχητί, ἐδῶ ὅμως χάσαμε!». Καί τότε
εἶπε ὁ Θεός: «Ναί, χάσατε, γιατί ἀνάμεσά
σας εἶναι ἕνας κλέφτης». «Ποιός εἶναι;». «Εἶναι αὐτός», τόν ὑποδεικνύει ὁ Θεός. «Ἡ ποινή
του;». «Λιθοβολισμός»[3].
Θά μοῦ πεῖτε
ὅτι αὐτό ἦταν γιά παραδειγματισμό σ’ ἕναν λαό κακοτράχαλο.
Κάτι ἀνάλογο
ἔχουμε καί στήν Καινή Διαθήκη, ὅταν ὁ Θεός προσωπικά ἐπεμβαίνει νά
θανατώσει. Εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἀνανία καί τῆς Σαπφείρας, πού θανατώθηκαν
ὅταν εἶπαν ψέματα.[4] Βλέπουμε δηλαδή τή θανατική ποινή νά τήν ἐπιβάλει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ὄχι μέ ἀνθρώπους, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός τήν ἐπιβάλλει! Εἶναι καταπληκτικό!
Ὁπωσδήποτε ὅμως στήν Καινή Διαθήκη δέν ἔχουμε πλέον τή θανατική
ποινή στά κοινά ἐγκλήματα καί τά λοιπά. Μένει ὅμως αὐτά νά τά κανονίσουν
οἱ ἄνθρωποι.
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς
Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο
περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του
μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση
γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας