Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Ερμηνεία των Ψαλμών (Ψαλμός 100ος) Μέρος δ΄



Αποτέλεσμα εικόνας για αθανασιος μυτιληναιοςΤου π. Αθανασίου Μυτηλιναίου
Ὁμιλία 7η

Ψαλμός 100ος


«Ὑ­πε­ρη­φά­νῳ ὀ­φθαλ­μῷ καὶ ἀ­πλή­στῳ καρ­δί­ᾳ τού­τῳ οὐ συ­νή­σθιον». Μέ αὐτόν, λέει, πού ἔβλεπε ὑπε­­ρή­φα­να τόν ἄλλο καί εἶχε ἀχόρταγη καρδιά δέν ἔτρωγα μαζί του.
Δυ­ό ἄλ­λες κα­τη­γο­ρί­ες ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Ψαλμωδός∙ τοῦ ὑ­πε­ρή­φα­νου ἀνθρώπου καί τοῦ ἄ­πλη­στου, δηλαδή τοῦ ἀ­χόρ­τα­γου, τοῦ πλε­ο­νέ­κτη. Τό «οὐ συ­νή­σθιον» εἶ­ναι μί­α ὡ­ραί­α ἔκ­φρα­ση, πού δεί­χνει μιά στε­νή σχέ­ση, γιατί τρῶ­με μα­ζί μ’ ἐ­κεί­νους πού ἔχουμε στε­νές σχέ­σεις. Καί λέει ὁ Δαβίδ ὅτι στε­νές σχέ­σεις δέν εἶ­χε μέ τόν ὑ­πε­ρή­φα­νο καί μέ τόν ἄ­πλη­στο ἄν­θρω­πο.

Δη­λα­δή θά λέ­γα­με ἐ­δῶ ὅτι ὁ συ­κο­φάν­της, ὁ ὑ­πε­ρή­φα­νος καί ὁ ἄ­πλη­στος εἶ­ναι τρεῖς με­γά­λες κοι­νω­νι­κές πλη­γές, πού ἐ­πι­κρα­τοῦν στίς σχέ­σεις μας μέ τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους. Ἡ στά­ση μας; ρη­τή, κα­θα­ρή, ξά­στε­ρη: Ἐ­ξε­δί­ω­κον αὐ­τούς. Μα­κριά ! Μό­νο πού ἡ σύ­νε­ση ἀ­παι­τεῖ ὥστε ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­ση νά γί­νει μέ τέ­χνη. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἀ­πο­μά­κρυν­ση, ἀλ­λά νά γί­νει μέ τέ­χνη, γιατί οἱ κα­κοί ἄν­θρω­ποι ὅταν προ­σβληθοῦν –ὅ­πως ὁ ὑπε­ρή­φα­νος, γιά παράδειγμα– μπο­ρεῖ νά μᾶς κά­νουν κα­κό, νά γί­νουν ἐ­χθροί μας. Γι’ αὐ­τό χρειάζεται πά­ρα πολ­λή προ­σο­χή. Θά εἴ­μαστε εὐ­γε­νεῖς, ἀλ­λά ἄ­καμ­πτοι. Εὐ­γε­νεῖς μέ ὅ­λους, γε­μᾶ­τοι κα­λο­σύ­νη κι ἀ­γά­πη πρός ὅ­λους, ἀλ­λά θά ἐ­πι­ση­μαί­νου­με τούς ἐ­πι­κίν­δυ­νους ἀν­θρώ­πους καί θά τούς ἀ­πο­μα­κρύ­νου­με εὔ­σχημα. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὅ­μως θά τούς ἀ­πο­μα­κρύ­νου­με.
Σ’ αὐ­τά τά χω­ρί­α μᾶς ἀ­νέ­φε­ρε ὁ Ψαλ­μω­δός, ἐ­δῶ ὁ Δαβίδ, ποι­ούς προ­σέ­χει. Νά σᾶς πῶ καί κά­τι, πού δέν τό βλέπουμε βέβαια στόν πα­ρόν­τα Ψαλ­μό, ἀλλά τό βρί­σκουμε σέ πολ­λούς ἄλλους Ψαλ­μούς. Τό Ἑ­βρα­ϊ­κό κεί­με­νο δέν ἔ­χει πα­ρω­χη­μέ­νο χρό­νο, ἀλ­λά μέλ­λον­τα. Ἐ­δῶ ἡ με­τά­φρα­ση τῶν Ἑ­βδο­μή­κον­τα χρη­σι­μο­ποι­εῖ πα­ρω­χη­μέ­νο χρό­νο. Λέει «οὐ συ­νή­σθιον», δέν ἔ­τρω­γα. «Τὸν κα­τα­λα­λοῦν­τα ἐ­ξε­δί­ω­κον», τόν συκοφάντη τόν ἔδιωχνα. Εἶ­ναι πα­ρω­χη­μέ­νος χρό­νος. Τό Ἑ­βρα­ϊ­κό κεί­με­νο ὅμως ἔ­χει «τόν κα­τα­λα­λοῦν­τα θά ἐκ­δι­ώ­ξω, καί μέ τόν ἄ­πλη­στο καί τόν ὑ­πε­ρή­φα­νο μα­ζί τους δέν θά φά­ω». Πρό­κει­ται γιά προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη ζωή, καί κατά συνέπεια τό Ἑ­βρα­ϊ­κό κεί­με­νο τό ἀ­πο­δί­δει κα­λύ­τε­ρα. Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού σᾶς εἶ­χα πεῖ στήν εἰ­σα­γω­γή ὅ­τι πρέ­πει νά ἔ­χου­με ὑ­πό­ψη μας καί ἄλ­λες ἐκ­δό­σεις, ἄν θέ­λου­με νά κά­νου­με βα­θύ­τε­ρη καί κα­λύ­τε­ρη ἐρ­γα­σί­α καί με­λέ­τη.
Τώ­ρα λέει τί θά κά­νει πα­ρα­κά­τω, ἀ­πό θε­τι­κῆς πλευ­ρᾶς. Ὄ­χι ποι­ούς θά ἀ­πο­μα­κρύ­νει, ἀλ­λά τώ­ρα ποι­ούς θά φέ­ρει κον­τά του, κά­τι πού ἄν τό ἔ­κα­ναν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τό, ἰ­δί­ως οἱ ἡγέτες, πό­σο θαυ­μάσια θά ἦ­ταν ἡ ζω­ή μας...
«Οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου ἐ­πὶ τοὺς πι­στοὺς τῆς γῆς, τοῦ συγ­κα­θῆ­σθαι αὐ­τοὺς με­τ’ ἐ­μοῦ». Δηλαδή τά μά­τια μου θά εἶναι μό­νο στούς πι­στούς τῆς γῆς, γιά νά κά­θον­ται μα­ζί μου. Μόνο οἱ κα­λοί ἄν­θρω­ποι, οἱ εὐ­σε­βεῖς, αὐ­τοί θά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού θά κά­θον­ται μα­ζί του, δηλαδή αὐτοί θά εἶναι τό πε­ρι­βάλ­λον του.
Μήν ἐ­πι­δι­ώ­ξε­τε πο­τέ πε­ρι­βάλ­λον ἁ­πλῶς μορ­φω­μέ­νων ἀν­θρώ­πων ἤ πλου­σί­ων, ἀλ­λά εὐ­σε­βῶν. Τό κρι­τή­ριο νά εἶ­ναι ἡ εὐ­σέ­βειά τους· οὔ­τε ὁ πλοῦ­τος οὔ­τε τό ἀ­ξί­ω­μα οὔ­τε ἡ μόρ­φω­ση.
Γνω­ρί­ζω πολ­λούς ἀν­θρώ­πους, ἔ­χω συ­ναν­τή­σει δη­λα­δή πολ­λούς ἀν­θρώ­πους, πού ἀ­γα­ποῦν πο­λύ νά ἔ­χουν στό πε­ρι­βάλ­λον τους γιά φί­λους καί τά λοι­πά δι­α­νο­ού­με­νους ἀν­θρώ­πους∙ κι αὐ­τοί οἱ ἄν­θρω­ποι νά εἶ­ναι... δέν ξέ­ρω –εἶναι κά­τι πα­ρά­ξε­νο– νά εἶ­ναι δι­ε­φθαρ­μέ­νοι πραγ­μα­τι­κά. Οἱ πιό πολ­λοί δι­α­νο­ού­με­νοι στήν ἐ­πο­χή μας εἶ­ναι δι­ε­φθαρ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι. Εἶ­ναι ἀ­γνω­στι­κι­στές... εἴ­τε ἀ­πό μό­δα εἴ­τε ἀ­πό συ­νεί­δη­ση, ἀ­πό πε­ποί­θη­ση, ὅ­πως θέ­λε­τε πάρ­τε το. Εἶ­ναι ἀ­γνω­στι­κι­στές, εἶ­ναι ἄ­θε­οι, εἶ­ναι ἀ­νή­θι­κοι...
Ὑ­πάρ­χει ἕ­να πα­ρά­ξε­νο δόγ­μα στούς δι­α­νο­ου­μέ­νους∙ ὅ­τι γιά νά μπο­ρεῖ κάποιος νά ἀ­πο­δώ­σει κα­λύ­τε­ρα σάν λο­γο­τέ­χνης, σάν ποι­η­τής, σάν καλλιτέχνης, ζω­γρά­φος, μου­σι­κός καί τά λοι­πά, πρέ­πει νά ζή­σει ἔν­το­να τή ζω­ή, νά τή ζή­σει στίς μορ­φές πού τοῦ προ­σφέ­ρε­ται. Γι’ αὐ­τό, ἐ­πει­δή ἐ­πι­κρα­τεῖ αὐ­τή ἡ ἀν­τί­λη­ψη στούς καλ­λι­τε­χνι­κούς κύ­κλους, δυ­στυ­χῶς καί ἐκεῖ εἶ­ναι δι­ε­φθαρ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι! Καί οἱ δι­α­νο­ού­με­νοι, οἱ πιό πολ­λοί, εἶ­ναι δι­ε­φθαρ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι∙ περ­νοῦν ἀ­π’ ὅ­λες θά λέ­γα­με τίς κα­τα­στά­σεις πού μπο­ρεῖ νά πε­ρά­σει ἕ­νας ἄν­θρω­πος, καί ἀ­πό τήν ἀ­πι­στί­α, καί τήν ἀ­θε­ΐ­α, γιατί θέ­λουν νά δο­κι­μά­σουν τί πράγμα εἶ­ναι ἡ ἀ­πι­στί­α, τί πράγμα εἶ­ναι ἡ ἀ­θε­ΐ­α, τί πράγμα εἶ­ναι ἡ ἀ­νη­θι­κό­τη­τα∙ περ­νοῦν ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά. Εἶ­ναι φο­βε­ρό.
Μέ τήν εὐ­και­ρί­α· μοῦ εἴ­χα­τε δώ­σει ἕ­να ἔν­τυ­πο φω­το­τυ­πη­μέ­νο ἀ­πό ἕ­να πε­ρι­ο­δι­κό γιά κά­ποι­ον μου­σι­κό πού πέ­ρα­σε, λέει, καί ἀ­πό τό χα­σίς, πέ­ρα­σε καί ἀπό πολλά ἄλλα, καί κα­τέ­λη­ξε νά γί­νει Χρι­στια­νός∙ ἀλ­λά αὐ­τός ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, ὅ­πως του­λά­χι­στον πε­ρι­γρά­φε­ται, εἶναι μ’ ἕ­να ἐ­ρω­τη­μα­τι­κό... Εἶναι ἕ­νας Χρι­στι­α­νι­σμός πού μό­νο εὐ­αγ­γε­λι­κός δέν εἶ­ναι∙ μπορεῖ νά εἶναι, ὅ­πως τόν ἀν­τι­λαμ­βά­νο­νται οἱ πιό πολλοί, ἕνας Χρι­στι­α­νι­σμός κατά ἕναν κοινωνικό τρόπο. Μό­νον εὐ­αγ­γε­λι­κός δέν εἶ­ναι∙ δη­λα­δή δέν εἶ­ναι ἕ­νας Χρι­στι­α­νι­σμός πού σώ­ζει.
Ἔ­τσι, βλέ­πε­τε, οἱ δι­α­νο­ού­με­νοί μας περ­νοῦν ἀ­πό ὅ­λες αὐ­τές τίς κα­τα­στά­σεις. Προ­σο­χή! Δέν θά κά­νου­με πα­ρέ­α μέ δι­α­νο­ου­μέ­νους μό­νο καί μό­νο για­τί εἶ­ναι δι­α­νο­ού­με­νοι, ἀ­γνοώντας ἤ πα­ρα­γνω­ρί­ζον­τας ποι­ά εἶ­ναι ἡ ζω­ή τους. Οὔ­τε μέ πλουσίους. Ἄλ­λη τά­ση πάλι ἀν­θρώ­πων εἶναι νά θέλουν νά κά­νουν πα­ρέ­α μέ πλού­σι­ους ἀν­θρώ­πους... Δέν ξέ­ρω, ἀλλά εἶ­ναι μιά ἀ­λα­ζο­νί­α τῆς ψυ­χῆς, μί­α κα­τά­στα­ση ἄ­σχη­μη, εἶναι ἀ­που­σί­α τα­πει­νο­φρο­σύ­νης σ’ αὐτή τήν πε­ρίπτωση. Καί εἶναι καί ἄλ­λοι πού θέλουν νά κάνουν παρέα μέ ἀν­θρώ­πους πού ἔ­χουν ἀ­ξι­ώ­μα­τα μέ­σα στήν κοι­νω­νί­α, γιά νά εἶ­ναι πε­ρί­βλε­πτοι, καί οἱ ἴδιοι καί λένε ὅ­τι ἔ­χουν σχέ­σεις μέ τόν τά­δε καί μέ τόν τά­δε καί μέ τόν τά­δε... Ἐ­φό­σον οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί εἶ­ναι δι­ε­φθαρ­μέ­νοι, δέν θά τούς κά­νου­με πο­τέ πα­ρέ­α. Δέν θέλω νά πῶ ὅ­τι δέν θά κά­νουμε πα­ρέ­α μ’ ἕ­ναν δι­α­νο­ού­με­νο, ἄν εἶ­ναι εὐ­σε­βής ἄν­θρω­πος, οὔ­τε μέ ἕ­ναν πλού­σιο, ἄν εἶ­ναι εὐ­σε­βής· ὄχι∙ τό κρι­τή­ριό μας ὅμως θά εἶ­ναι ἄν εἶ­ναι πι­στός ἄν­θρω­πος. Ἄν εἶ­ναι πι­στός, τό­τε μπορεῖ νά γί­νει πα­ρέ­α μας, νά γί­νει πε­ρι­βάλ­λον μας. Γι’ αὐ­τό λέει ἐ­δῶ: «τά μά­τια μου ἦ­ταν ἐ­πά­νω στούς πι­στούς τῆς γῆς, αὐ­τοί πού θά ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τό πε­ρι­βάλ­λον μου».
«Πο­ρευ­ό­με­νος ἐν ὁ­δῷ ἀ­μώ­μῳ, οὗ­τός μοι ἐ­λει­τούρ­γει». Δηλαδή αὐτός πού περπατοῦσε σέ δρόμο ἄσπιλο, ἁγνό, αὐτός μέ διακονοῦσε. «Ἐ­λει­τούρ­γει» θά πεῖ ὑπηρετοῦσε, ἦταν ὁ διά­κο­νός μου, ἤ, ἄν θέ­λε­τε, ὁ συ­νερ­γά­της μου, ὁ ὑ­πάλ­λη­λός μου καί τά λοι­πά. Δη­λα­δή, μέ ἄλ­λα λό­για, στήν ὑ­πη­ρε­σί­α του ἦταν ἐ­κεῖ­νος πού ζοῦ­σε τέ­λει­α ζω­ή, πνευ­μα­τι­κή ζω­ή.
Ὤ, ἄν τά κρι­τή­ριά μας ἦταν πάν­το­τε αὐ­τά...!
«Οὐ κα­τῲ­κει ἐν μέ­σῳ τῆς οἰ­κί­ας μου ποι­ῶν ὑ­πε­ρη­φα­νί­αν, λα­λῶν ἄ­δι­κα οὐ κα­τεύ­θυ­νεν ἐ­νώ­πιον τῶν ὀ­φθαλ­μῶν μου». Μέσα στό σπίτι μου δέν εἶχε θέση ὁ ὑπερήφανος, καί ἐκεῖνος πού μιλάει ἄδικα δέν στε­κό­ταν μπροστά στά μάτια μου.
Ὁ στί­χος 7 θά λέ­γα­με ὅτι εἶ­ναι μί­α ἐ­πα­νά­λη­ψη τῶν στί­χων 3, 4 καί 5∙ λέει δηλαδή ὅτι μέ­σα στό σπί­τι του δέν κα­τοι­κοῦ­σε ἄν­θρω­πος ὑ­πε­ρή­φα­νος ἤ ὅποιος μιλοῦσε ἄ­δι­κα, δη­λα­δή ὁ συ­κο­φάν­της.
Καί μπαί­νου­με στό τε­λευ­ταῖ­ο χω­ρί­ο, τό 8, πού ἀξί­ζει νά τό προ­σέ­ξου­με λι­γά­κι.
«Εἰς τὰς πρω­ΐ­ας ἀ­πέ­κτει­νον πάν­τας τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς τῆς γῆς τοῦ ἐ­ξο­λο­θρεῦ­σαι ἐκ πό­λε­ως Κυ­ρί­ου πάν­τας τοὺς ἐρ­γα­ζο­μέ­νους τὴν ἀ­νο­μί­αν». Δηλαδή: Κάθε πρωί καταδίκαζα σέ θάνατο ὅλους τούς ἐγκλη­μα­τίες τῆς χώρας μου, γιά νά καθαρίσω τήν πόλη τοῦ Κυ­ρίου, τήν Ἱερουσαλήμ, ἀπό ὅλους ὅσους κατερ­γά­ζο­νται τήν ἀνομία.
Ἐ­δῶ τό «ἀ­πέ­κτει­νον» μποροῦμε νά τό πά­ρου­με σέ χρόνο Μέλ­λον­τα, δηλαδή «ἀ­πο­κτε­νῶ», ἀ­φοῦ προ­γραμ­μα­τί­ζει. Θά τό δοῦμε πρῶτα - πρῶτα ἀ­πό πλευ­ρᾶς ἱ­στο­ρι­κῆς, ὅ­πως εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νο τό χω­ρί­ο ὅ­ταν τό συ­νέ­θεσε ὁ Δαβίδ, δηλαδή τί ἐν­νο­οῦ­σε ὁ Δαβίδ.
Θά πεῖ: τίς πρω­ϊ­νές ὧ­ρες ἐ­κτε­λοῦ­σα δι­κα­στι­κό ἔρ­γο, ἔ­χον­τας δι­κα­στι­κή ἐ­ξου­σί­α. Εἶ­ναι δέ γνω­στό ὅ­τι τή δι­κα­στι­κή ἐ­ξου­σί­α στίς πό­λεις τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ τήν ἀ­σκοῦσαν οἱ πρε­σβύτεροι, καί συ­νή­θως ὁ δι­κα­στι­κός χῶ­ρος ἦταν κον­τά στίς πύ­λες τῶν τει­χῶν. Ἐ­κεῖ ­γί­νον­ταν οἱ δί­κες.
Τώ­ρα λέει ἐ­δῶ ὁ Δαβίδ: Πρω­ΐ - πρω­ΐ, κά­θε πρω­ΐ, πού θά ἀ­να­λαμ­βά­νω αὐ­τό τό δι­κα­στι­κό ἔρ­γο, ὅ­σοι ἁ­μαρ­τω­λοί μοῦ προ­σά­γον­ται –ὄ­χι ἁ­μαρ­τω­λοί μέ τήν κοι­νή ἔν­νοι­α, για­τί ἁ­μαρ­τω­λοί εἴ­μαστε ὅ­λοι, ἀλ­λά ἐ­γκλη­μα­τί­ες καί δι­ε­φθαρ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι, ἱ­κα­νοί νά μο­λύ­νουν τήν κοι­νω­νί­α– αὐ­τούς θά τούς κα­τα­δικάζω σέ θά­να­το –προ­σέξ­τε: ἀ­πο­κτε­νῶἀ­πέ­κτει­νον ∙ θά τούς κα­τα­δι­κά­ζω, εἴ­πα­με Μέλ­λων– καί θά ­κα­θα­ρί­ζω τήν πό­λη τοῦ Κυ­ρί­ου –πού εἶ­ναι ἡ Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ– ἀπό ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού ἐρ­γά­ζον­ται τήν ἀ­νο­μί­α, πού πα­ρα­βαί­νουν τόν Νό­μο.
Δέν ξέ­ρω σή­με­ρα, μέ τά σύγ­χρο­να μά­τια, ἕ­νας δι­κα­στι­κός, ἕ­νας δι­κη­γό­ρος ἤ ἕ­νας ἁ­πλός πο­λί­της, πῶς θά μπο­ροῦ­σε νά δεῖ αὐ­τό τό χω­ρί­ο τοῦ Δαβίδ. Δέν θά ἤ­θε­λα νά ἀ­να­πτύ­ξω τό θέ­μα ἄν ἡ θα­να­τι­κή ποι­νή θά ἦταν σω­στή ἤ δέν θά ἦ­ταν σω­στή μέ­σα σέ μιά κοι­νω­νί­α. Πραγ­μα­τι­κά δέν θά ἤ­θε­λα νά θί­ξω τό θέ­μα αὐ­τό. Ἀλλά, ἀ­π’ ὅ,τι ἔ­χω ἀ­κού­σει ἀ­πό ἐσᾶς τούς εἰδικούς, ὑπάρ­χου­ν διά­φο­ρες θε­ω­ρί­ες. Ἄλ­λη θε­ω­ρί­α λέει ὅ­τι πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει ἡ κα­τα­δί­κη σέ θά­να­το, δη­λα­δή ἡ θα­να­τι­κή ποι­νή, ἄλ­λη θε­ω­ρί­α λέει ὄ­χι, ἄλ­λη λέει νά ὑπάρ­χει μί­α μέ­ση ὁ­δός, καί τά λοι­πά. Ἔχουμε ἀ­κό­μη καί τά ἐ­λα­τή­ρια: Για­τί ὑ­πάρ­χει ἡ θα­να­τι­κή ποι­νή; Ἐκ­δι­κεῖ­ται ἡ κοι­νω­νί­α; Ἡ κοι­νω­νί­α τόν ἐ­γκλη­μα­τί­α τόν φρο­νι­μα­τί­ζει; Τί; Ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι διάφο­ρες θε­ω­ρί­ες, τίς ξέ­ρε­τε ἐ­σεῖς κα­λύ­τε­ρα. Δέν τά θί­γω αὐ­τά, δέν μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρουν· ἕ­να μό­νο ἔ­χω νά πῶ. Ἔ­χει πα­ρα­τη­ρη­θεῖ ὅτι μέ­σα σέ μιά κοι­νω­νί­α ἀν­θρώ­πων, ὅ­ταν δέν ὑ­πάρ­χει ἡ ἄ­σκη­ση τοῦ νό­μου σέ ἐγ­κλή­μα­τα σο­βα­ρά, τό κα­κό πολ­λα­πλα­σι­ά­ζε­ται. Αὐ­τό. Δέν ξέ­ρω.
Στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη εἶ­ναι σα­φές ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε ἡ θα­να­τι­κή ποι­νή, καί μά­λι­στα τήν ἐ­πι­βάλ­λει ὁ ἴδιος ὁ Θε­ός. Στήν Και­νή Δι­α­θή­κη ὁ­πωσ­δή­πο­τε δέν ὑ­πάρ­χει πλέ­ον αὐ­τό. Γιά παράδειγμα, ὅ­ταν κά­ποι­ος μάζευε ξύ­λα τό Σάβ­βατο καί ρω­τή­θη­κε ὁ Θε­ός ἀ­πό τόν Μωυσῆ τί ἔ­πρε­πε νά τόν κά­νουν αὐ­τόν, ὁ Θε­ός εἶ­πε: «Θά λι­θο­βο­λι­θεῖ»[1].
Μιά ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση εἶναι ἡ ἑξῆς: Κάποτε ἕ­νας γιός Αἰ­γυ­πτί­ου καί Ἑ­βραί­ας –Αἰγύπτιος δηλαδή– εἶ­χε ἀ­κο­λου­θή­σει τούς Ἑ­βραί­ους. Ὅταν τσα­κώθηκε μέ ἕ­ναν Ἑ­βραῖ­ο καί ­βλα­στή­μη­σε τό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, ­ρω­τή­θη­κε πά­λι ὁ Θε­ός, καί εἶ­πε: «Θά λι­θο­βο­λη­θεῖ . Στή Συ­να­γω­γή τῶν Ἑ­βραί­ων ὅλοι θά πε­τά­ξουν πέ­τρα. Ὁ κα­θέ­νας θά πετάξει ἀ­πό μί­α πέ­τρα»[2]. Δύ­ο ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἄν­θρω­ποι ἀ­πό μί­α πέ­τρα! Τί βου­νό θά ὀρ­θώ­θη­κε ἐ­πά­νω ἀ­πό τό πτῶ­μα του!
Μιά ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση: Ὅ­ταν μπῆ­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ Ναυ­ῆ μέ­σα στήν Ἱ­ε­ρι­χώ, ὁ Θε­ός εἶ­πε: «Δέν θά πά­ρε­τε τί­πο­τα ἀπολύτως ἀ­πό τήν πό­λη αὐ­τή· θά τήν πα­ρα­δώ­σε­τε στή φωτιά. Ὅ,τι δέ νο­μί­σμα­τα βρε­θοῦν μέσα στήν πόλη, αὐ­τά θά τά μα­ζέ­ψε­τε γιά νά χρη­σι­μο­ποι­η­θοῦν μελ­λον­τι­κά ὥστε νά κτι­σθεῖ να­ός». Κά­ποι­ος ὅ­μως, πού τόν ἔλεγαν Ἄ­χαρ, ἔ­βα­λε με­ρι­κά νο­μί­σμα­τα στήν τσέ­πη του. Καί σέ μί­α προ­σε­χῆ μά­χη, ἐ­νῶ ἡ Ἱ­ε­ρι­χώ ἔ­πε­σε ἀ­μα­χη­τί, οἱ Ἑ­βραῖ­οι ἔ­χα­σαν τή μά­χη. Πα­ρα­πο­νέ­θηκε τότε ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ Ναυ­ῆ: «Κύ­ρι­ε, Ἐ­σύ μᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κες ὅ­τι θά κα­τα­κτή­σου­με τή γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας ἀ­μα­χη­τί, ἐ­δῶ ὅμως χά­σα­με!». Καί τό­τε εἶ­πε ὁ Θε­ός: «Ναί, χά­σα­τε, για­τί ἀ­νά­με­σά σας εἶ­ναι ἕ­νας κλέ­φτης». «Ποι­ός εἶ­ναι;». «Εἶ­ναι αὐ­τός», τόν ὑ­πο­δει­κνύ­ει ὁ Θε­ός. «Ἡ ποι­νή του;». «Λι­θο­βο­λι­σμός»[3].
Θά μοῦ πεῖ­τε ὅ­τι αὐτό ἦ­ταν γιά παρα­δειγ­μα­τι­σμό σ’ ἕ­ναν λα­ό κα­κο­τρά­χα­λο.
Κά­τι ἀ­νά­λο­γο ἔχουμε καί στήν Και­νή Δι­α­θή­κη, ὅ­ταν ὁ Θε­ός προ­σω­πι­κά ἐ­πεμ­βαί­νει νά θα­να­τώ­σει. Εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἀ­να­νί­α καί τῆς Σαπ­φεί­ρας, πού θα­να­τώ­θη­καν ὅ­ταν εἶ­πα­ν ψέ­μα­τα.[4] Βλέ­που­με δη­λα­δή τή θα­να­τι­κή ποι­νή νά τήν ἐ­πι­βά­λει ὁ ἴδιος ὁ Θε­ός. Ὄ­χι μέ ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός τήν ἐ­πι­βάλ­λει! Εἶ­ναι κα­τα­πλη­κτι­κό! Ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὅμως στήν Και­νή Δι­α­θή­κη δέν ἔ­χου­με πλέ­ον τή θα­να­τι­κή ποι­νή στά κοι­νά ἐγ­κλή­μα­τα καί τά λοι­πά. Μένει ὅμως αὐτά νά τά κα­νο­νί­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι.
(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.



[1]. Βλ. Ἀ­ριθ. 15, 32-26.
[2]. Λευ­ϊτ. 24, 10-14.
[3]. Βλ. Ἰ­ησ. Ναυ­ῆ 7, 1-26.
[4]. Πράξ. 5, 1-11.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας