-Τόσα χρόνια, γέροντα,
ρωτήσανε πάλι, τόσο καιρὸ ποὺ ἔλειπε ὁ Ἀθανάσιος δὲν τὸν ξεχάσανε στὴν Ἀλεξάνδρεια;
Οἱ ἀρειανόφρονες ἐπιβήτορες τοῦ θρόνου καὶ οἱ ἄρχοντες δὲν τὸν συκοφάντησαν, ὥστε
νὰ τὸν μισήσει ὁ λαός.
-Ἔγινε, ἀδελφοί, τό θαῦμα!
Πολύς λαός ἔμεινε ὀρθιος, δέν ἔσκυψε στούς αἱρετικούς. Ποῦ καί ποῦ ὁ Ἀθανάσιος ἔστελνε
καί ἀνθρώπους του κρυφά στήν Ἀλεξάνδρεια, νά συμβουλεύουνε καί νά καθοδηγοῦνε
τούς ὀρθοδόξους. Ἄλλωστε, ποιός μποροῦσε νά ξεχάσει τήν ἐπιβλητική ἐκείνη
φυσιογνωμία, τόν ἀερό τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Γι’ αὐτό καί, μόλις μαθεύτηκε στίς
20 τοῦ Φλεβάρη ὅτι ὁ Ἀθανάσιος γυρίζει ἀπό τήν ἐξορία, ἔγινε
στήν πόλη σεισμός.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανός εἶχε δώσει ἀμνηστία. Ἔτσι ἄρχοντες καί λαός κινήθηκαν
γρήγορα. Μικροί καί μεγάλοι, ἔμποροι καί δάσκαλοι, μαστόροι καί καλφάδες
ξεχυθήκανε στό δρόμο, πρός τό Κάϊρο, πού τό λέγανε τότε Βαβυλώνα. Ἀπό κείνη τήν
περιοχή θά ’ρχότανε ὁ Ἀθανάσιος. Προχωρήσανε πολλά χιλιόμετρα πρός τά κεῖ νά
τόν ὑποδεχτοῦν. Καί μέσα στήν πόλη, στόν κεντρικό δρόμο, πού πήγαινε στό μεγάλο
ναό, οἱ ἄρχοντες καί οἱ ἀρχηγοί τῶν συντεχνιῶν παρατάξανε τόν πολύ κόσμο. Τόν
βάλανε κατά τέχνες κι ἐπαγγέλματα καί ἡλικίες. Οἱ ἀμετάπειστοι ἀρειανόφρονες ἀξαφανίστηκαν.
Δέν πιστεύανε στά μάτια τους, βλέποντας ἀπό χαραμάδες τῶν κλειστῶν παραθύρων
τόν ἐνθουσιασμό τοῦ ἀλεξανδρινοῦ λαοῦ. Ἕνα ποτάμι ἀνθρώπινο ὁ δρόμος γιά πολλά
χιλιόμετρα. Ἴδιος ὁ Νεῖλος, πού ὅμως εἶχε φωνή καί ζητωκραύγαζε τόν πνευματικό
του πατέρα. Ὁ ἥρωας τῆς Ἐκκλησίας, ὀ πολυβασανισμένος καί ἀλύγιστος ἱερός ἄνδρας,
ἔμπαινε τώρα στήν πόλη του ταπεινά, πάνω σ’ ἕνα γαϊδουράκι. Σέ κάθε στροφή,
μόλις ἐμφανιζότανε, συγκλονισμός ἀνεπανάληπτος. Φωνάζανε οἱ πιστοί νά τόν
καλοσωρίσουν καί μαζί πνίγονταν στά δάκρυα, πού βλέπανε πάλι τόν ἐκλεκτό τοῦ
Θεοῦ κοντά τους. Οἱ δρόμοι γεμάτοι κλάδους ἀπό φοινικόδεντρα. Παντοῦ, μόλις ἔφτανε,
ἁπλώνανε τά ροῦχα τους στό βρεμένο χῶμα νά πατήσει ὁ ἅγιος. Τέτοια ὑποδοχή, ἀδέρφια
μου, δέν ἔχει ξαναγίνει, δέν γνώρισε ἄνθρωπος. Καί δίκαια. Γιατί ὅλα τά δύσκολα
καί τά σπουδαῖα τά ’χε κάνει ὁ Ἀθανάσιος: ἀγωνίστηκε γιά τήν ἀλήθεια, ὑπέφερε
διωγμούς κι ἐξορίες, θυσιάστηκε γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, δίδαξε,
φωτίστηκε, θεώθηκε.... τί ἄλλο νά ’κανε!
Τί ἄλλο νά τοῦ ’δινε ὁ Θεός! Ὁ
λαός τά κατάλαβε ἤ τά ὑποψιάστηκε ὅλα τοῦτα καί τόν τιμοῦσε. Αὐτά, πού λέτε,
συνέβησαν τότε μέ τόν Ἀθανάσιο καί λυπᾶμαι πού σᾶς κράτησα τόση ὥρα, μά δέν
μποροῦσα νά μή σᾶς τά διηγηθῶ δέν ἄντεχα νά τά βαστήξω γιά τόν ἑαυτό μου.
Τό ἀκροατήριο εἶχε
κυριολεκτικά σαγηνευτεῖ. Τά γεγονότα τοῦ Ἀθανασίου θαυμαστά. Μά κι ὁ τρόπος πού
τά διηγιόταν ὁ Γρηγόριος, πράγματι σαγηνευτικός. Τοῦ δώσανε γρήγορα νά
καταλάβει, ὅτι ὄχι μόνο δέν κουραστήκανε, ἀλλά θέλανε ν’ ἀκούσουν κι ἄλλα.
-Μήν τελειώνεις, πάτερ
Γρηγόριε. Μακάρι νά σ’ ἀκοῦμε ὥς αὔριο.
-Ναί, ἀδέρφια, καί γώ ἔχω
ἀπέραντο σεβασμό γιά τόν Ἀθανάσιο. Τόν διαβάζω καί νιώθω πώς μέ πάει πιό κοντά
στό Θεό, πώς μετέχω καί γώ λίγο στίς ὑψηλές του ἀρετές. Κι εἶχε τόσες καί σέ
τέτοιο βαθμό, πού, ὅταν ἀκούω τή λέξη ἀρετή, ὁ νοῦς μου πάει στόν Ἀθανάσιο. Τό ἴδιο·
ἄν πεῖς ἐπίσκοπος ὁ νοῦς πηγαίνει στόν Ἀθανάσιο. Ἄν πεῖς Ἀθανάσιος, ὁ νοῦς πάει
στόν ἐπίσκοπο. Ἤτανε δηλαδή ὁ πιό τέλειος ἐπίσκοπος πού γνώρισε ἡ Ἐκκλησία.
Κατάλαβε ὁ Γρηγόριος ὅτι
δέ θά τελείωνε ποτέ μιλώντας γιά τόν Ἀθανάσιο καί τούς δήλωσε:
-Πρέπει νά τελειώνουμε
γιά σήμερα. Ὑποσχέθηκα πώς θά σᾶς ἀναφέρω κι ἕνα δεύτερο σημεῖο τῆς προσφρορᾶς
τοῦ Ἀθανασίου, πολύ σύντομα. Πρόκειται γιά τήν περίφημη θεολογία του περί τοῦ ἁγίου
Πνεύματος. Περί τοῦ ὅτι τό ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τήν ἴδια θεότητα μέ τόν Πατέρα καί
τόν Υἱό, ὅτι ἡ φύση τοῦ Πνεύματος δέν εἶναι ξένη πρός τήν φύση τοῦ Πατέρα. Καί
γνωρίζετε ὅλοι σας πολύ καλά, ὅτι παλαιότερα –μά καί μέχρι σήμερα- εἴχανε οἱ
πιστοί πολλές ἀμφιβολίες γιά τό ἅγιο Πνεῦμα.
Δέν μπορούσανε καί δέν τολμούσανε νά ὁμολογήσουν τήν οὐσιαστική σχέση τοῦ
Πνεύματος μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Θυμηθεῖτε πόσο ἀγωνίστηκε ἡ Ἐκκλησία μας,
γιά νά φτάσει στήν ὁμολογία ὅτι ὁ Υἱός εἶναι φυσικός Υἱός τοῦ Πατέρα καί ἄρα ὁμοούσιος.
Ἡ γνώση καί ἡ ὁμολογία τούτη «ἐχαρίσθη πρότερον» στούς πατέρες τῆς Νίκαιας, ὅπου
ἔδρασε ὁ Ἀθανάσιος. Τήν ὁμολογία ὅμως καί τή γνώση, ὅτι τό ἅγιο Πνεῦμα ἔχει μέ
τόν Πατέρα τήν φυσική σχέση πού ἔχει καί ὁ Υἱός, «ἐνεπνεύσθη ὕστερον» ὁ Ἀθανάσιος.
Πρῶτος δηλαδή αὐτός φωτίστηκε ιγά νά διατυπώσει σαφῶς καί ρητῶς τήν ἀλήθεια
τούτη γιά τό ἅγιο Πνεῦμα. Μέχρι τότε ὑπήρχανε ἀμφισβητήσεις γιά τό θέμα καί
διατυπώνονταν ποικίλες γνῶμες.
Αὐτά λοιπόν, ἀδελφοί
μου, καί εἴθε ἀπό κεῖ πού εἶναι νά μᾶς ἐποπτεύει καί νά μᾶς προστατεύει ὁ μέγας
ἱεράρχης μας, ὁ Ἀθανάσιος.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.172-175)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας