Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Παράξενος φιλόσοφος καί ὕπουλος φίλος: ὁ κυνικός Μάξιμος. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Οἱ καρποί, πού φέρανε τά θεολογικά κηρύγματα τοῦ Γρηγορίου, δώσανε ἀνάσα στούς ὀρθοδόξους τῆς Πόλης. Ὁ ἴδιος εἶχε ἀναπαυμένη τή συνείδησή του. Εἶχε κάνει τό καθῆκον του. Μά τά πικρά γεγονότα τοῦ Πάσχα, ἡ ἀρρώστια, ἡ Πεντηκοστή, κάθε λογῆς προσπάθεια νά πείσει καί νά διαφωτίσει, τόν κούρασαν. Ἔνιωθε μέσα τους βαρύς. Ζήταγε ἔξοδο.
Τέτοιες ὧρες ἡ καρδιά του γύριζε πίσω, πήγαινε σέ φίλους καί τόπους ἀγαπημένους. Φτερούγιζε κεῖ πού ἔζησε τά παιδικά του χρόνια, ἐκεῖ πού ἀσκήτεψε. Ὧρες-ὧρες καί κεῖ πού σπούδασε. Ἀγάπησε ἀνθρώπους καί ἀγαπήθηκε. Νοσταλγοῦσε τούς τόπους αὐτούς καί τούς ἔνιωθε δικούς του. Καί τί περίεργο! Δέν ἔνιωθε τόπο δικό του τή πόλη τούτη, τήν Κωνσταντινούπολη. Ἐδῶ ἔστησε τό πιό σπουδαῖο ἔργο του. Καί ὅμως, ἐδῶ ἔνιωθε ξένος. Καί δέν ἔπαυε νά τό λέει καί νά τό γράφει.

Σ’ ἑνάμισυ χρόνο ἀπό τώρα, θά τά ’χει ὅλα. Ὅλα τά καλά τῆς πρωτεύουσας. Παλάτια, ἐξουσίες, πλούτη, παρελάσεις, τιμές ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ναοί, μεγαλόπρεποι, χειροκροτήματα, προεδρία Συνόδου... Ὅλα τοῦ ἦσαν ἀδιάφορα. Ἐκτός ἀπό ἕνα. Μέχρι πού νά παραδώσει τό πνεῦμα, θά θυμᾶται μέ ἄπειρη συγκίνηση τήν Ἀναστασία του καί τό μικρό της ποίμνιο. Λές καί ὅλη του ἡ ζωή φώλιασε στό μικρό αὐτό ναό. Ἐκεῖ μόνο ἔνιωθε θαλπωρή. Καί δέν εἶχε ἄδικο. Ἐκεῖ ἀξιώθηκε ἀπό τό Θεό ν’ ἀναστήσει τήν Ὀρθοδοξία. Ἐκεῖ κάθε στιγμή θυσιαζότανε γιά τό ἔργο του. Δέν ἔχει σημασία πού δέν πέθανε μαρτυρικά, δέν τόν δολοφόνησαν τελικά. Αὐτός κάθε μέρα ἑτοιμαζόταν γιά τό μαρτύριο. Καί φυσικά, στήν Ἀναστασία του.
Ἐνῶ ἔνιωθε ἔτσι ζοῦσε κι ἔτσι ἐργαζότανε, ἦρθε κατά τήν ἄνοιξη στήν Πόλη ἕνας παράξενος ἄνθρωπος. Τόν λέγανε Μάξιμο. Ἀμέσως ἐντυπωσίασε τόν κόσμο. Εἶχε μακριά μαλλιά πού ἔπεφταν ἐλεύθερα καί φιλάρεσκα στους ὤμους του. Κρατοῦσε μπστούνι καί φοροῦσε πανωφόρι (τρίβωνα), ὅπως συνηθίζανε οἱ φιλόσοφοι. Κι ἔλεγε ὅτι στήν πατρίδα του, τήν περίφημη Ἀλεξάνδρεια, ὑπῆρξε φιλόσοφος καί μάλιστα κυνικός. Καί πώς βαφτίστηκε ἀπό τήν ἴδιο τόν Μέγα Ἀθανάσιο. Εἶχε μάτι διαπεραστικό καί πείρα μεγάλη τοῦ κόσμου. Τρύπωνε παντοῦ. Ἔψαχνε νά βρεῖ τό σπουδαῖο. Καί τό βρῆκε. Πλησίασε τούς ὀρθοδόξους καί τούς ἔλουσε μ’ ἕνα σωρό ἱστορίες -ἀλήθεια, ψέματα, κανείς τότε δέν ἤξερε ἤ δέ ζήτησε νά μάθει.
Τούς εἶπε πώς κάτω στήν πατρίδα του, ἀγωνίστηκε στό πλευρό τῶν ὀρθοδόξων. Οἱ γονεῖς του, ὁμολογητές τῆς πίστης, μέ διωγμούς κι ἐξορίες. Κι ὁ ἴδιος κυνηγήθηκε ἀπό τούς ἀρειανούς γιά τήν ὀρθοδοξία του. Κατέφυγε στίς αἰγυπτιακές ἐρήμους κι ἔζησε κοντά στούς μοναχούς, πού τάχα τιμοῦσε πολύ.
Ὅλα τοῦτα γίνανε τάχα πρόσφατα μετά τό 373, ἀφοῦ κοιμήθηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πού ὁ ἀρειανόφρονας Οὐάλης, παρά τήν αὐτοκρατορική του δύναμη, φοβότανε νά ἐξορίσει. Τόν διάδοχό του ὅμως στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας τόν καταδιώξε μέ κάθε τρόπο. Διάδοχος ἤτανε ὁ Πέτρος, ἀδελφός τοῦ Ἀθανασίου.
Ἀργότερα, μετά τίς ραδιουργίες τοῦ Μαξίμου, ὅπως θά δοῦμε, μάθανε στήν Πόλη γιά τή ζωή του καί πράγματα διαφορετικά. Μάθανε πώς ἤτανε μικροαπατεώνας καί εἶχε πολλές φορές καταδικαστεῖ ἀπό τούς τοπικούς ἄρχοντες. Πῶς γύριζε ἀπο τόπο σέ τόπο, χαρακτήρας ἄστατος.... Καί ἄλλα πολύ χειρότερα.
Ὁ Μάξιμος, λοιπόν, αὐτός ἦρθε στήν Πόλη. Μέ τό ἔμπειρο μάτι του εἶδε ποιός εἶναι ὁ μεγάλςο θεολόγος. Κατάλαβε ποῦ θά ὁδηγηθοῦν τά πολιτικοεκκλησιαστικά πράγματα. Ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας πλησίαζε. Ἐμφανίστηκε τότε στό Γρηγόριο σάν θαυμαστής τῶν θεολογικῶν κηρυγμάτων του. Καί μάλιστα ὡς ὁμολογητής τῆς πίστης, πού τώρα τάχα ἦταν ἕτοιμος νά ὑποστεῖ καί τό μαρτύριο γιά τήν Ὀρθοδοξία.
Τί νά ἔκανε ὁ ταλαίπωρος Γρηγόριος; Τόν δέχτηκε. Καί ὄχι μόνο. Ἔτσι πού τόν ἔβλεπε φτωχό, πολύ μορφωμένο καί ἀφοσιωμένο στήν πίστη ἀποφάσισε καί τόν πῆρε σπίτι του. Σέ κεῖνο τό μικρό σπιτάκι, κοντά στό ναό τῆς Ἀναστασίας.
Καί εἶναι περίεργο πού ὁ Γρηγόριος, μέ τή μοναδική του πνευματική δύναμη καί ὀξύνοια, δέν κατάλαβε ἀμέσως τό χαρακτήρα τοῦ ραδιούργου Μαξίμου. Ἕνας μεγάλος θεόπνευστος νοῦς, φέρεται μέ ἀφέλεια μεγίστη. Ἀνεξήγητο καί ὅμως ἀληθινό!
Γιά μερικούς μῆνες ὁ Μάξιμος ἔμενε κοντά στό Γρηγόριο, στό διπλανό δωμάτιο. Τρώγανε μαζί, κουβεντιάζανε ὅλα τά προβλήματα. Τοῦ μιλοῦσε ὁ Γρηγόριος γιά τά σχέδια τῆς περαιτέρω δράσης του στήν Πόλη. Οὔτε τοῦ πέρασε ἀπό τό μυαλό, ὅτι ἔπρεπε νά εἶναι προσεκτικός σ’ ἕναν ἄνθρωπο, ἐξωτερικά τουλάχιστον περίεργο. Σ’ ἕναν, γιά τόν ὁποῖο γνώριζε μόνο ὅσα ἐκεῖνος ὁ ἴδιος διηγιόταν γιά τόν ἑαυτό του.
Ἔτσι περάσανε ἀρκετοί μῆνες. Ὁ Μάξιμος πάντα ὁμοτράπεζος καί προστατευτικός τοῦ Γρηγορίου. Κάποιοι προσπάθησαν νά τοῦ ποῦν δυό κουβέντες, τίς ὑποψίες τους:
-Πάτερ Γρηγόριε, παράξενος μᾶς φαίνεται ὁ Μάξιμος. Δέ μᾶς πάει νά ξεθαρρευτοῦμε μαζί του....
Ἀλλά ὁ Γρηγόριος δέν καταλάβαινε. Ἡ ἀφέλεια τοῦ κρατοῦσε τά μάτια κλειστά. Ἡ σκληρή καθημερινή ἐργασία τόν εἶχε ἀπορροφήσει. Ἡ ἀγωνία του γιά τήν Ὀρθοδοξία τόν βασάνιζε. Καί ὅλα μαζί τοῦ φέρανε ὑπερκόπωση.

 
 
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
  (σελ.178-181)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας