ια
φορά, πού ὁ δίκαιος ἦταν στήν ἐκκλησία –εἶχε τελειώσει ἡ ἀκολουθία καί καθόταν
παράμερα, σ’ ἕνα στασίδι- μαζεύτηκαν γύρω του μερικοί χριστιανοί γιά ν’ ἀκούσουν
τά ὠφέλιμα λόγια οτυ.
-Μίλσηε μας, πάτερ, τόν
ρώτησε κάποιος, γιά τίς διαφορές τῶν θανάτων.
Γιατί ἄλλοι ἔχουν θάνατο ὀδυνηρό καί ἄλλοι εἰρηνικό; Καί γιατί ἄλλοι
πεθαίνουν στήν ξενητιά, ἄλλοι στήν ἐρημιά καί ἄλλο στή θάλασσα; Λένε μάλιστα
μερικοί, πώς εἶναι γραμμένο γιά τόν καθένα τό πῶς καί ποῦ θά πεθάνει.
-Ἀκοῦστε, ἀδελφοί, ἀπάντησε
ὁ ὅσιος. Ἐκεῖνο πού πρέπει ἐμεῖς νά κάνουμε, εἶναι νά πενθοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες
μας καί νά ζητᾶμε μέ μετάνοια τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅσο γι’ αὐτά πού ρωτᾶτε, ’ανήκουν στή
δική Του κρίση καί ἀπόφαση. Καί εἶναι ἀσύνετο, παράτολμο καί ἐπικίνδυνο νά τά ψάχνουμε. Ἅς κλάψουμε καλύτερα κι ἄς
θρηνήσουμε γιά τίς ἀνομίες μας, μήπως κατορθώσουμε νά βροῦμε μιά μικρή ἔστω
σταγόνα σωτηρίας. Νά, ἔρχονται δύσκολες μέρες, ὁπότε «οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι»126. Πρίν λοιπόν φτάσουν, ἄς ἐργαζόμαστε
τό ἀγαθό, γιά νά ζήσουμε αἰώνια.
-Καλός καί ἅγιος ὁ
λόγος σου, πάτερ, τοῦ ἀποκρίθηκαν. Μιά καί δέν σέ ρωτᾶμε ὅμως κακόβουλα, σέ
παρακαλοῦμε, δῶσε μας κάποιαν ἀπάντηση.
-Σᾶς τό ξαναλέω, αὐτά εἶναι
κρίματα τοῦ Θεοῦ, καί καλύτερα θά’ ταν νά μήν τά συζητούσαμε. Ὅμως....
σκέφτομαι τό «δῴη σοι Κύριος κατὰ τὴν
καρδίαν σου»127, γι’ αὐτό θά σᾶς πῶ δυό λόγια. Καί ὁ Θεός, πού ἐξετάζει τήν προαίρεσή μας, ἄς
μᾶς δώσει ὅ,τι μᾶς χρειάζεται.
Ἄρχισε λοιπόν ὁ ὅσιος
νά διηγεῖται γιά κάποιον γνωστό του, πού τόν ἔλεγαν Θεόφιλο. Αὐτός δούλευε σ’ ἕνα
ἐργαστήριο, ὅπου ζύγισε τά ἐμπορεύματα. Μά ἦταν πανοῦργος κι ἔκλεβε στό ζύγι τούς
πελάτες. Ἀλίμονο Ὅμως, δέν ἔκανε μονάχα αὐτό τό κακό, κρυφοτρώγοντας τόν κόπο τῶν
φτωχῶν ἀνθρώπων. Ἦταν ἐπιπλέον καί μνησίακκος καί ὀξύθυμος καί τρομερός αἰσχρολόγος.
Ἀπύλωτο στόμα! ... Τί θά πεῖ φόβος Θεοῦ δέν ἤξερε. Ἡ ἁμαρτία βασίλευε πάνω του
πέρα γιά πέρα.
Ἀπ’ τά νιάτα του ὁ
Νήφων συζήτησε πολλές φορές μαζί του.
Τόν συμβούλεψε. Ἔσπειρε μέσα στήν καρδιά του λίγους λόγους ὠφέλιμους. Μά δέν κατόρθωσε νά τόν τραβήξει στό ἀγαθό. Ὁ
Θεόφιλος ἄκουγε μ’ εὐχαρίστηση ὅσα τοῦ ἔλεγε ὁ ὅσιος, τόν καλοτύχιζε γιά τή ζωή
καί τήν ἀρετή του -‟μακάριζε
τή σαπίλα μου’’ , ἔλεγε μέ ταπείνωση ὁ ἅγιος, ‟μήν
ξέροντας ὅτι οἱ ἀνομίες μου ξεπέρασαν καί τῶν δαιμόνων’’-, μά ὁ ἴδιος δέν ἄλλαζε.
Νά ὅμως πού ἔφτασε ἡ ὥρα
νά τόν θερίσει τό δρεπάνι τοῦ θανάτου καί νά τόν πάρει ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Ἕνα μήνα πρωτύτερα τόν ἔπιασε
δυσεντερία, καί μετά τρομερή δυσκοιλιότητα καί δυσφορία. Ἔπειτα, λές καί χώθηκε
μέσα του ἕνα ἀόρατο λεπίδι, πού καταξέσκισε τά σωθικά του. Τότε ἡ κοιλιά του λύθηκε καί τά σπλάχνα του
χύπθηκαν ἔξω. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη κειτόταν μισοπεθαμένος, σ’ ἕνα ἀδιάκοπο καί
βασανιστικό ψυχομαχητό.
Τόση ἦταν ἡ ἀποδοκιμασία
του ἀπό τό Θεό, πού γιά δεκαεφτά μέρες χτυπιόταν καί βογγοῦσε κι ἔτριζε τά
δόντια πάνω στό κρεβάτι σάν μανιακός. Δάγκωνε τή γλώσσα του μέ τόση δύναμη, πού
τελικά τήν ἔκοψε καί τήν ἔφτυσε μαζί μέ σάλια κι αἵματα! Ξερίζωνε τρίχα-τρίχα τά γένεια του, ὥσπου τά
μάδησε τελείως. Μετροῦσε κάθε λίγο καί λιγάκι τά δάχτυλά του. Κουνοῦσε αἰνιγματικά τό κεφάλι του. Γούρλωνε ἀγριεμένος τά μάτια του. Ζητοῦσε λίγη ἀνακούφιση, λίγη παρηγοριά....
Μά δέν ἔβρισκε! .... Καί ἄρχιζε πάλι τά ἴδια –νά κουνάει τά δάχτυλά του, νά
βογγάει... Ἐλεεινό θέαμα! Ἀλίμονο και φρικτό μαρτύριο!..... Πῶς ἄντεχε, ἀλήθεια,
τό φοβερό ἐκεῖνο μαρτύριο; Στό τέλος ἔφαγε καί τά χείλια του! Μάδησε καί τό κεφάλι του, δέν τοῦ ἄφησε οὔτε
τρίχα! Ὡστόσο συνέχισε νά κείτεται βογγώντας σπαραχτικά, τρίζοντας τά δόντια
του καί μετρώντας τά δάχτυλά του...ὅλο καί μετρώντας τά δάχτυλά
του....προσπαθώντας μάταια νά λογαριάσει τίς ἀδικίες πού εἶχε κάνει μέ τή
ζυγαριά!
Ἕνας ἄγγελος, πού
στεκόταν ἀόρατα ἐκεῖ, βασάνιζε μέ τήν πύρινη ρομφαία του τόν ἐλεεινό Θεόφιλο,
λέγοντάς του:
-Ἄθλιε, γιατί ἤσουσνα
τόσο ἀσυνείδητος; Γιατί τούς ἔκαιγες ὅλους μέ τήν καταραμένη ζυγαριά σου; Γιατί
περιφρόνησες τήν πίστη καί τό νόμο τοῦ Χριστοῦ; Γιατί ὁρκιζόσουν ἀπερίσκεπτα
στό φοβερό ὄνομα τοῦ Θεοῦ; Γιατί ἔβριζε
καί κακολοῦσες τούς τίμιους ἀνθρώπους; Νά τώρα τί σοῦ προξένησαν ὅλ’ αὐτά!....
Καί γιατί κοινωνοῦσες ἀνάξια, κι ἔπειτα ἔφτυνες ἀθεόφβα στή γῆ; Γιατί ἔπεινες
τό αἷμα τῶν φτωχῶν, κλέβοντάς τους κρυφά στό ζύγισμα; Γι’ αὐτό τώρα, ἄν δέν ἔρθει ἡ ζυγαριά ἐδῶ
μπροστά σέ ὅλους, γιά νά γίνει φανερή ἡ παρανομία σου , δέν πρόκειται νά βγεῖ ἡ
ψυχή σου. Θά τυραννιέσαι συνέχεια!
Ἐκεῖνος ὅμως, καθώς εἶχε
κομμένη τή γλώσσα του, δέν μποροῦσε νά ζητήσει τή ζυγαριά Μετροῦσε μονάχα τά δάχτυλά του καί ἔκανε
νοήματα μέ τό κεφάλι του. Ἀλλά ποῦ νά καταλάβουν οϊ ἄλλοι τί θέλει;
Τελικά ἕνας ἅγιος καί
διορατικός ἄνθρωπος, πού βρέθηκε ἐκεῖ, εἶδε μέ τά φωτισμένα του μάτια ὅλη τή
σκηνή, ἄκουσε τόν ἄγγελο καί ζήτησε νά φέρουν μιά ζυγαριά.
Μόλις τήν εἶδε ὁ
Θεόφιλος, ἄρχισε νά κουνάει πιὸ δυνατά τό κεφάλι του καί νά τή δείχνει μέ τά
χέρια του, σά νά ὁμολογοῦσε ὅτι μ’ αὐτήν ἔκανε ὅλες του τίς παρανομίες. Ὕστερα ἔβγαλε
ἕνα ἀναστεναγμό καί ξεψύχησε. Ὁ τιμωρός ἄγγελος πῆρε τήν ψυχή του καί τήν
παρέδωσε στήν κρίση τοῦ Θεοῦ.
-Τί συμπέρασμα βγάζουμε
λοιπόν ἀπό ἕνα τέτοιο θάνατο; ρώτησε ὁ ὅσιος τούς ἀκροατές του μετά τή διήγηση.
Ἀνάλογη μέ τίς πράξεις του ἦρθε καί ἡ θεία δίκη. Ἐπειδή ἦταν πολύ ἁμαρτωλός καί
παράνομος –σάν κι ἐμένα, τόν ταλαίπωρο-τιμωρήθηκε τόσο σκληρά ἐδῶ, γιά νά
δοκιμάσει μικρότερη ὀδύνη στήν ἄλλη ζωή.
Ὅσοι ἄκουγαν τόν ἅγιο,
φοβήθηκαν ἀπό τά λόγια του καί ἄρχισαν ν’ ἀναστενάζουν, καθώς συλλογιζόταν τίς
δικές τους ἁμαρτίες.
-Φοβηθήκατε τά κρίματα
τοῦ Θεοῦ; τούς εἶπε. Αὐτό ἔπαθε και ὁ πραότατος Δαβίδ, καί μάλιστα πολλές
φορές. Ἄν θέλετε, ἀκοῦστε τώρα κι ἄλλο ἕνα παρόμοιο περιστατικό –γιατί ἐμένα
δέν μέ κουράζει νά σᾶς διηγοῦμαι ὠφέλιμες ἱστορίες.
Πρίν ἀρχίσει ὅμως,
σηκώθηκε, ἔπεσε καταγῆς καί τούς ἔβαλε βαθειά μετάνοια.
-Συγχωρέστε με, ἀδελφοί,
πού σᾶς μολύνω μέ τίς ἀνομίες μου, εἶπε μέ τό πρόσωπο κολλημένο στό ἔδαφος. Ἐνῶ
δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε νά κάθομαι κοντά σας, ὄχι μόνο αὐτό τολμάω, ἀλλά καί νά
καθοδηγῶ ἀναίσθητα, ἐγώ ὁ τυφλός, ἐσᾶς πού βλέπετε.
Οἱ καϋμένοι οἱ ἄνθρωποι,
μπροστά στήν τόση του ταπείνωση, τά ἔχασαν. Ἔπεσαν κι αὐτοί μπρούμυτα μπροστά
του, μέ ταραχή καί φόβο, τρέμοντας μή ρίξει φωτιά Θεός καί τούς κάψει, γιατί ὅπως
ἔλεγαν, ‟αὐτός εἶν’ ἄγγελος
Θεοῦ κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοί’’.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.188-193)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας