Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Ἐπίθεση καί καταστροφή. Ὄρθιος ὁ ἱερός ἄνδρας. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Ἀκριβῶς τήν ὥρα τούτη ἀκουστήκανε οἱ πρῶτες κραυγές, ἄγριες καί συγκεχυμένες. Ἀμέσως ἀνοίξανε μέ κλωτσιές καί πάταγο οἱ πόρτες τοῦ ναοῦ. Ἕνα ἔξαλλο πλῆθος ὅρμησε μέσα βρίζοντας, κλωτσοπατώντας καί ἀναποδγυρίζοντας τά πάντα. Κρατούσανε ξύλα καί πέτρες.  Χτυπούσανε ὅπου βρίσκανε καί ὅ,τι βρίσκανε.  Τραυματίες πολλοί καί ἴσως δύο νεκροί. Οἱ πιστοί τά χάσανε.  Δέν πρόλαβαν ν’ ἀντιδράσουν καί τούς κατέλαβε πανικός καί σύγχυση.
Τήν ξέρανε καλά τή σκληρότητα τῶν ἀρειανῶν.  Τήν εἴχανε παλαιότερα δοκιμάσει καί γι’ αὐτό οἱ πολλοί δέ φανερώνανε τά αἰσθήματά τους, μέχρι πού ἦρθε ὁ Γρηγόριος.  Καί τώρα, νά πάλι ἀπό τήν ἀρχή.  Μόνος τρόπος γιά νά σωθοῦνε, ἡ φυγή.  Στραφήκανε ὅλοι στίς πόρτες τοῦ ναοῦ πατεῖς με πατῶ σε.
 Σπρώχνοντας ἄτακτα στό λίγο φῶς τοῦ ναοῦ, πρός τί πόρτες. Οἱ αἱρετικοί ὅλο καί πιό ἄγριοι ξυλόδερναν καί τσαλαποατοῦσαν. Μπήκανε στό ἱερό Βῆμα κι ἀναποδογύρισαν τά πάντα.  Κανείς δέν ἔβλεπε τήν ὥρα τούτη, ἄν μπήκανε κεῖ ἀνήξεροι πεινασμένοι, πού εἴχανε πληρωθεῖ, ἤ ἄν μπήκανε μοναχοί πού ξέρανε καλά τί ἔκαναν.
Οἱ γυναῖκες πάνω στό γυναικωνίτη πανικοβλήθηκαν καί στριγγλίζανε. Ἄδικα ὁ διάκος Εὐάγριος πού βρέθηκε κεῖ προσπάθησε νά τίς ἡσυχάσει καί νά τίς προστατέψει.  Τελείως μάταιο.  Κουτρουβαλούσανε κακήν κακῶς ἀπό τίς σκάλες καί κεῖ τίς περιμένανε οἱ βάρβαροι μέ ξύλα καί βρισιές.  Τίς λούζανε μέ χυδαιότητες καί τίς χτυποῦσαν ἀλύπητα.
Ὁ διάκος Εὐάγριος, βλέποντας ὅτι ἐλάχιστα μπορεῖ νά βοηθήσει, στράφηκε ἀπό ψηλά νά δεῖ τί γίνεται κάτω μέ τό Γρηγόριο, πού ἱερουργοῦσε.  Πανζουρλισμός καί τρόμος!
Καί τόν εἴχανε βάλει στή μέση. Οἱ ἐπιτιθέμενοι ἀπό τή μιιά μεριά, πού ὅλο καί περισσότερο, μπαίνανε, καθώς βγαίνανε οἱ πιστοί. Καί οἱ κατηχούμενοι ἀπό τήν ἄλλη.  Στεκόταν ὁ Γρηγόριος πάνω σέ πολύ μικρή ἐξέδρα.  Διακρινότανε ἀπό τούς λοιπούς κληρικούς, πού κι αὐτοί κάνενε ὅ,τι μποροῦσαν ν’ ἀμυνθοῦν, νά σωθοῦν.  Χέρια καί ξύλα ἀνεβοκατέβαιναν ἀπειλητικά καί ἄγρια. Πέτρες πετάγανε καί σφυρίζανε σ’ ὅλες τίς κατευθύνσεις.  Τό θέαμα ἔκανε κεῖ πάνω τόν Εὐάγριο νά δειλιάσει.  Νόμισε πώς ἦρθε τό τέλος τοῦ Γρηγορίου καί λυγίσανε τά γόνατά του.
-Ἀλοίμονο, σκέφτηκε, ἄν χαθεῖ ὁ μεγάλος μας πρόμαχος, τό ἱερό μας καύχημα. Ποιός θά μᾶς κρατήσει ὄρθιους; Ποιός θά μᾶς χορτάσει τήν ἀλήθεια;
Συγκρατήθηκε ὅσο μποροῦσε. Μάτια, νοῦς, καρδιά στό Γρηγόριο. Τόν ἔβλεπε καί δέν πίστευε, τόν ἔβλεπε καί πλημμύριζε.  Στεκότανε κεῖ, στή μικρή του ἐξέδρα. Ὁλόρθος, μέ τά ἱερατικά του ἄμφια. Ὁλόλευκα, χωρίς καμμιά πολυτέλεια, μέ σταυρούς πάνω τους μαύρους.  Στά χέρια του κρατοῦσε τό ἱερό βιβλίο, πού διάβαζε τίς Εὑχές. Τό βλέμμα του ἐπιφερότανε σ’ ὅσα συνέβαιναν. Ἀκούμπαγε στούς πιστούς, πού παθαίνανε τά δεινά, ἀκούμπαγε καί στούς κακοποιούς. Εἶχε μέσα του ἠρεμία καί θλίψη, πολλή θλίψη.  Ὅλοι, καλοί καί κακοί, ἤτανε γιά λύπηση.  Τό ἴδιο καλοί καί κακοί! Καί γι’ ἀκόμα περισσότερη λύπηση ὀ Παῦλος, ἐκεῖνος ὁ νέος, πού τόν τελευταῖο καιρό ἐρχότανε συχνά στήν Ἀναστασία. Ἔδειχνε σεβασμό στό Γρηγόριο καί φαινότανε ὅτι θά ’χε προσκοπή στήν Ἐκκλησία.  Τώρα ὅμως, μόλις εἶδε τούς βαρβάρους νά οὐρλιάζουνε καί νά γκρεμίζουνε, ἄλλαξε μέσα του. Ἤτανε φοβερο, ἄρχισε νά βρίζει μαζί τους τό Γρηγόριο.  Πόσο μικρός γίνεται ὁ ἄνθρωπος!  Πόσο πόνο γεννᾶ ἡ μικρότητά του!
Περίμενε ὁ Εὐάγριος μιά κίνηση τοῦ Γρηγορίου, κάτι νά κάνει, νά σκύψει, νά φυλαχτεῖ, ὅταν χέρια τόν ἀπειλοῦσαν, πέτρες πετάγανε ἀπό κάθε μεριά... Κι ἔτσι πού ἤτανε ἀσθενικός κι ἐξαντλημένος, ἕνα μόνο χτύπημα μπροῦσε νά τόν στείλει στόν ἄλλο κόσμο.
Ὅμως, ὁ ἱερός λειτουργός ἀτάραχος, Ἡ βαθιά του λύπη μόνο ἀναδευότανε στά μάτια, αὐλάκωνε τό ἰλαρό καί ὠχρό του πρόσωπο. Χωρίς νά τό θέλει ὁ Εὐάγριος καρφώθηκε στή θέση του, ἀπολαμβάντοντας τή μορφή τοῦ Γρηγορίου.  Τότε σιγουρεύτηκε μιά γιά πάντα, Ὅτι ὁ ἄνδρας αὐτός ἤτανε ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό ἅγιο Πεῦμα γέμιζε μέ τίς ἐνέργειές του τό εἶναι τοῦ Γρηγορίου. Οἱ ἐνέργειες αὐτές φανερώνοντας στό φέρσιμο, στό λόγο, τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Κι ἀκόμα περισσότερο φανερώνονταν στό πρόσωπό του. Αὐτό ἔλαμπε κι ἔδειχνε τή συμπόνοια γιά τούς πάσχοντες, ὅπως ἔδειχνε τήν ἀλήθεια, τόν ἴδιο τό Θεό. Ὅποιος ἀγαθός ἄνθρωπος τή φοβερή τούτη ὥρα στρεφότανε στό Γρηγόριο, θά διαπίστωνε στό ἱερό του πρόσωπο τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τόν θεωμένο ἄνθρωπο, πού γι’ αὐτό δέ φοβᾶται τούς κακούς, ἀδιαφορεῖ γιά τίς ἀπειλές, γιά τόν ἴδιο τό θάνατο.
Σέ ὅλον τοῦτον τό χαλασμό ὁ Γρηγόριος δέν ἔμεινε ἄτρωτος. Χτυπήθηκε δῶ, χτυπήθηκε κεῖ, μά δέ χτυπήθηκε στό πρόσωπο. Ἐκεῖνο τό πρόσωπο, στό ὁποῖο καθρεφτιζότανε ὁ Θεός. Οἱ αἱρετικοί, πού χτυποῦσαν καί γκρέμιζαν, συνήλθανε λίγο, μέ τήν ἐξαφάνιση ὅλων σχεδόν τῶν πιστῶν. Ἀλαφιασμένοι, προσέξανε ἀθέλητα τό μόνο πού στεκότανε ὄρθιο. Ἕνα πρόσωπο θλιμμένο μά φωτεινό.  Τό μέτωπο ψηλό καί πλατύ, καθαρό.  Θέλανε δέ θέλανε κατάλαβαν ὅτι κάτι βαθύ ἔχει ὁ Θεός μέ τό πρόσωπο τοῦτο. Καί ἀσυναίσθητα ἕνας-ἕνας σταμάταγε..... πέφτανε σιγά-σιγά ἀπό τά χέρια τους τά ξύλα, οἱ πέτρες.  Τό στόμα τους δέ ξέρναγε βρισιές.  Ἔγινε σιωπή. Ἀπόλυτη σιωπή.  Κι ἔπειτα, σέ  λίλγα δευτερόλεπτα, ἐλαφρύς θόρυβος ποδιῶν. Ἕνας, πέντε, δέκα, εἴκοσι γυρίζανε μέ σκυμμένο κεφάλι καί γύρευαν τίς πόρτες.  Χαθήκανε ὅλοι. Ἕμεινε ὁ χαλασμός καί ὁ ἅγιος.
Ξημερώνοντας, ἤρθανε πάλι στήν Ἀναστασία, ὅσοι πιστοί ξεθαρρέψανε.  Συμμάζεψαν τό χῶρο, πήρανε γιά πρῶτες βοήθεις τούς χτυπημένους κι ἔκαναν τήν Ἀνάσταση.  Γιορτάσανε μέ ρημαγμένο ναό τό Πάσχα.  Μπόρεσαν, γιατί μέσα τους εἶχε ἀναστηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία.  Γιατί ὁ θεόσταλτος Γρηγόριος ἤτανε κεῖ, ἕτοιμος νά μαρτυρήσει, ἕτοιμος νά φανερώσει τήν ἀλήθεια.

Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)  
  (σελ.162-165)

   Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας