Του π. Αθανασίου Μυτηλιναίου
Ὁμιλία 4η
Ψαλμός 31ος
Καλύτερη περιγραφή τῆς καταστάσεως αὐτῆς δέν θά μποροῦσε νά γίνει, καί μάλιστα τόν 10ο αἰώνα π.Χ. Ὅταν ὁ Δαβίδ λέει ὅτι «ἐσίγησε», εἶναι τό πρῶτο βῆμα τῆς καταστάσεως πού θά τόν ταλαιπωρήσει∙ τό δεύτερο βῆμα, «ἀναστενάζω καί κράζω ὅλη τήν ἡμέρα»∙ τό τρίτο, «μπῆκε ἀγκάθι»∙ καί τό τέταρτο, «ἐπαλαιώθη τά ὀστᾶ μου», ἔχουμε παλαίωση, καταστροφή τῶν ὀστῶν.
Εἶναι γνωστό ὅτι τό σῶμα τό στηρίζει ὁ σκελετός. Ὅταν λέει ὅτι παλαιώθηκαν, πάλιωσαν τά ὀστά
μου, σημαίνει ὅτι δέν μποροῦν πιά νά κρατήσουν τό σῶμα. Τόν σκελετό τόν περιβάλλουν οἱ σάρκες καί τό νευρικό σύστημα, καί μᾶς δίνουν συνολικά τήν εἰκόνα τοῦ σώματος. Ἔτσι, ἄν παλιώσει ὁ σκελετός μας, θά παλιώσουν καί τά νεῦρα, γιατί εἶναι καί αὐτά παντοῦ, σέ ὅλο μας τό σῶμα. Μέ τήν παλαίωση λοιπόν τοῦ νευρικοῦ συστήματος ἔχουμε κάποια ἀποτελέσματα, ὅπως: Τό νευρικό μας σύστημα μᾶς ταράζει. Χάνουμε τόν ὕπνο μας. Δέν βρίσκουμε ἡσυχία πουθενά, γιατί μέρα καί νύχτα –ὄχι μόνο τήν ἡμέρα, ἀλλά μέρα καί νύχτα!–«ἐβαρύνθη ἐπ’ ἐμὲ ἡ χείρ σου», ἔπεσε τό χέρι Σου βαρύ ἐπάνω μου! Ἔχω τύψεις, ἀνελέητα χτυπήματα. Αὐτό θά πεῖ τύψεις ∙ τό βαρύ χέρι τοῦ Θεοῦ, οἱ τύψεις πάνω στή συνείδηση. Καί «ἐστράφην εἰς ταλαιπωρίαν», καί ἀπό χαρούμενος ἄνθρωπος ἔγινα ταλαίπωρος, μελαγχολικός, φτωχός, κατσούφης, ἄχαρος, ἔχασα τό νόημα τῆς ζωῆς μου, ἔχασα τή χαρά τῆς ζωῆς μου, ἔχασα τήν ἐπαφή μου μέ τά ἄλλα πρόσωπα.
Αἰτία γιά αὐτήν τήν ἀνώμαλη κατάσταση πού παρουσιάζει ὁ ἄνθρωπος, ψυχική ἤ νευροψυχική, πάντα εἶναι κάποιο συνειδητό ἤ ἀσυνείδητο ἁμάρτημα. Κι ὅταν λέω συνειδητό, ἐννοῶ ὅτι ἀκόμη παραμένει στή συνείδησή του, ἐνῶ ἀσυνείδητο εἶναι ἐκεῖνο πού κατέβηκε στό ὑποσυνείδητο καί χάθηκε. Ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ἠρεμία του, δέν ξέρει πιά τί τόν ταλαιπωρεῖ, κι ὅταν τόν ρωτᾶμε τί αἰσθάνεται, μᾶς ἀπαντάει πολύ ἁπλά ″αὐτό ″, χωρίς νά ξέρει γιατί τό αἰσθάνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικά πνιγηρή καί θλιβερή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πού ἁμαρτάνει.
Μπορεῖ κάποτε νά μή ἁμαρτάνει∙ πρέπει νά πῶ κι αὐτό τό σημεῖο. Εἶναι ἕνα φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας αὐτό, καί πρέπει ἴσως ἰδιαίτερα νά τονισθεῖ. Δηλαδή πάρα πολλοί ἄνθρωποι σήμερα πάσχουν, χωρίς νά ἔχουν κάνει κάποια βαριά ἁμαρτία, φόνο, μοιχεία ἤ μία ἁμαρτία φοβερή καί τρομερή, καί ἔχουν τύψεις. Δέν ἔκαναν ἁμαρτία, ἀλλά ἔχασαν τό νόημα τῆς ζωῆς! Αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς μας, καί αὐτό τό γεννάει ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Θεό. Ἀπό τή στιγμή πού θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τόν Θεό, χάνουμε τό νόημα τῆς ζωῆς μας, δέν ξέρουμε γιατί ὑπάρχουμε, καί τότε ὅλα μᾶς φαίνονται σκοῦρα. Οἱ Ἄγγλοι λένε τήν ἔκφραση ἔχω τά μπλέ μου... ἔχω τά σκοῦρα μου, ἔχω σκούρα ψυχή.
Ἐδῶ τό τραγικό εἶναι, ἀλλά καθόλου ἀνεξήγητο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει αὐτή τήν κατάσταση μέσα στά ἀγαθά του. Εἶναι πασίγνωστο, κι ἀπό στατιστικές ἐξακριβωμένο, ὅτι ὅσο μιά χώρα εὐημερεῖ, τόσο περισσότερες αὐτοκτονίες παρουσιάζει. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι οἱ αὐτοκτονίες στήν Ἀσία εἶναι σπάνιες ἤ περίπου ἀνύπαρκτες. Τό γνωρίζετε αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ ταλαιπωροῦνται. Δέν μένει περιθώριο νά σκεφθοῦν ἄν ἔχει ἤ δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή τους∙ ἀγωνίζονται. Δηλαδή, γιά νά καταλάβετε, ἄν ἀφαιρέσουμε ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἀγωνιστικότητα, χάνει τό νόημα τῆς ζωῆς του. Εἶναι φοβερό πράγμα αὐτό. Ὄχι βέβαια νά ὑπάρχει μία τέτοια βιοπάλη πού νά στενάζει ὁ ἄνθρωπος κάτω ἀπό τή δουλειά καί νά πρέπει νά ζήσει γιά ἕνα κομμάτι ψωμί. Ὄχι αὐτό∙ αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο ἄκρο. Ἀλλά ἄν ἀφαιρέσουμε ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτούς τούς μικροκαημούς τῆς ζωῆς, αὐτά τά καθημερινά, μέ τό ἕνα, μέ τό ἄλλο, μέ τοῦτον τόν πειρασμό, μ’ ἐκεῖνον τόν πειρασμό, μετά ὁ ἄνθρωπος, μέσα στήν εὐδαιμονία του, δέν βρίσκει πιά νόημα. Εἶναι ἄνοστη ἡ ζωή του, καί ἄν ἔχει φύγει καί μακρυά ἀπό τόν Θεό, δέν ξέρει γιατί ζεῖ, καί τότε λέει «Δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή μου», καί τήν τερματίζει μέ πολλή εὐκολία. Εἶναι τραγικό! Ἔτσι πάρα πολλά φαινόμενα τέτοιων καταστάσεων τά ἔχουμε γιατί χάσαμε τό νόημα τῆς ζωῆς, πού εἶναι προϊόν τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μέ στατιστικές αὐτά τά πράγματα, καί σᾶς εἶναι γνωστά. Δέν σᾶς λέω καινούργια πράγματα∙ τά ξέρετε, πολύ καλά τά ξέρετε.
Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, ἐδῶ στό διάψαλμα, ἡ μουσική θά προσπαθοῦσε νά ἀποδώσει τά νοήματα ἀνάλογα.
Δέν ξέρω ἄν σᾶς τό ἔχω πεῖ κι ἄλλοτε, ὅτι κάποτε εἶχα δεῖ στό ἀρχαῖο θέατρο, στό Ὠδεῖον τοῦ Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ, τόν Ὀρέστη τοῦ Σοφοκλέους. Ὁ Ὀρέστης ἔχει σκοτώσει τή μάνα του, καί τόν κατατρέχουν φοβερές τύψεις, πού προσωποποιοῦνται μέ τίς Ἐριννύες, δηλαδή κάτι γυναῖκες –ἐπί σκηνῆς τώρα– πού φορᾶνε κάτι κουρελιασμένα ροῦχα, καί ἀπό πάνω ἔχουν κάτι σχισμένα δίχτυα. Ἔχετε δεῖ κουρελιασμένα δίχτυα τῶν ψαράδων, πού εἶναι πεταμένα ἐκεῖ στίς ἀκτές τῶν θαλασσῶν; Πάνω ἀπό τά κουρελιασμένα ροῦχα εἶχαν δίχτυα σ’ ἕνα χρῶμα καφέ. Τά πρόσωπά τους ἦταν λίγο πράσινο, πιό κάτω κίτρινο, παραπέρα μαῦρο... ἀπαίσια πρόσωπα! Καί αὐτές εἶχαν στήσει ἕναν χορό γύρω ἀπό τόν Ὀρέστη... νά τόν πνίξουν! Πρόβαλλαν τά χέρια τους καί τά νύχια τους, μπροστά στό πρόσωπό του, προκαλώντας του τρόμο, καί ταυτόχρονα ἔκαναν ἕναν τρελλό χορό γύρω του, ἐνῶ ἔπαιζε καί ἡ ἀνάλογη μουσική. Αὐτός δέ νά τρέχει ἀπό ἐδῶ νά φύγει, νά ὁρμοῦν ὅλες ἐπάνω του! Νά φεύγει ἀπό ἐκεῖ, νά πηγαίνει ἀλλοῦ, νά φεύγουν καί νά ὁρμοῦν κι αὐτές ὅλες ἐπάνω του! Ἦταν κάτι φοβερό... ἀνατριχιαστικό θέαμα! Κι ἔπαιζε καί μουσική. Τί μουσική μποροῦσε νά παίζει; Ἦταν τέτοια πού νά ἐκφράζει τίς τύψεις τῆς συνειδήσεως, ὄχι μόνο μέ τό θέαμα τό ἀνατριχιαστικό, ἀλλά καί μέ τό ἄκουσμα αὐτῆς τῆς μουσικῆς. Αὐτό λοιπόν τό διάψαλμα θά ἦταν μία τέτοια μουσική πού θά πρέπει νά ἀπέδιδε αὐτά τά συναισθήματα τοῦ βασανισμοῦ τῆς ψυχῆς πού ἔχει ἁμαρτήσει, νά ἀπέδιδε τήν παλαίωση τῶν ὀστῶν, δηλαδή τό ρήμαγμα τῆς σωματικῆς ὑγείας, τό γκρέμισμα, τούς ἀναστεναγμούς, τό βαρύ χέρι τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή, τήν ταλαιπωρία, τό ἀγκάθι πού καρφώνεται βαθειά! Ἦταν μιά ἀνάλογη μουσική∙ γι’ αὐτό προηγουμένως σᾶς ἐξήγησα γιατί διάβασα τά διαψάλματα.
Στόν στίχο 3 εἶπε ὅτι ἐσίγησε. Στόν στίχο 5 θά μᾶς πεῖ ὅτι πῆρε τήν ἀπόφαση νά ἀνοίξει τό στόμα του. Εἶπε: «Πῆρα τήν ἀπόφαση νά τά πῶ∙ δέν ἄντεχα ἄλλο, μετανόησα. Τήν ἁμαρτία μου τή γνώρισα καί τήν ἀνομία μου δέν τήν κάλυψα».
Πάλι ἐδῶ ἁμαρτία - ἀνομία εἶναι συνώνυμα, κατά τόν ἴδιο ποιητικό τρόπο. Ἐδῶ λέει ὅτι τήν ἁμαρτία του τήν ἔκανε γνωστή. Ἐγνώρισα θά πεῖ γνωστοποίησα, τήν ἔκανα γνωστή∙ μ’ ἄλλα λόγια, τήν ἐξομολογήθηκα. Τήν ἐξομολογήθηκε τήν ἁμαρτία του∙ δέν τήν ἔκρυψε, ἀλλά καί δέν τήν δικαιολόγησε. Αὐτό σημαίνει τά εἶπε ὅλα, ἔδειξε εἰλικρίνεια, καί δέν δικαιολογήθηκε.
Τό ξέρετε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὅλοι μας –ὅλοι μας! κι ἐγώ κι ἐσεῖς, κι ἐσεῖς κι ἐγώ!– ὅταν πᾶμε νά ἐξομολογηθοῦμε καί ποῦμε μιά ἁμαρτία μας, δουλεύει ἕνας μηχανισμός μέσα μας, πού τόν θέτει σέ κίνηση τό μοτεράκι πού λέγεται ἐγωϊσμός, καί, ἤ τό καταλαβαίνουμε ἤ δέν τό καταλαβαίνουμε, ἀρχίζουμε νά δικαιλογούμαστε. Δέν λέμε ἁπλά «ἔκανα αὐτό »! Τίποτα ἄλλο. «Ἔκανα αὐτό»! Στήν ἐξομολόγηση θέλουμε νά μειώσουμε τήν ἐντύπωση τῆς ἁμαρτίας, λέγοντας ὅτι δέν εἶναι καί ὁλόκληρη ἡ εὐθύνη σ’ ἐμᾶς, ἐπειδή νομίζουμε ὅτι ὁ πνευματικός θά μᾶς κακοχαρακτηρίσει ἄν ποῦμε ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια χωρίς δικαιολογίες. Τί περίεργο πράγμα...
Ἀγαπητοί μου, μᾶς ἀνοίγει τόν δρόμο ὁ Δαβίδ καί μᾶς λέει: «Ἔτσι θά κινεῖσθε. Καί σᾶς μιλάω ἀπό πεῖρα μου. Σᾶς εἶπα τή χαρά μου ὅτι ὁ Θεός μέ συγχώρεσε. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τόν συγχωρεῖ ὁ Θεός. Κι ἐγώ εἶμαι μακάριος. Ξέρετε τί πέρασα; Νά τί πέρασα –μᾶς τά λέει στούς στίχους 3 καί 4– κι ἀκόμη πῶς πῆρα τήν ἀπόφαση –αὐτό πού τώρα λέμε– νά ″ἐξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ ″, νά τήν πῶ τήν ἁμαρτία μου στόν Θεό. Νά τήν πῶ ! Αὐτό ἔκανα, Κύριε∙ ″ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ″ –αὐτό πού εἶπε στόν Νάθαν– ἔχω ἁμαρτήσει. Ναί, ναί, ναί∙ ἔχω ἁμαρτήσει. Ἔκανα αὐτό κι αὐτό, αὐτό πού λές. Ναί, ἔκανα αὐτό ! ″Καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου ″, κι Ἐσύ ἄφησες τήν ἀσέβεια τῆς καρδιᾶς μου, καί μάλιστα τήν ἴδια στιγμή !
Ὅπως σᾶς εἶπα, ἱστορικά, στό Β΄ Βασιλειῶν, μόλις τοῦ εἶπε ὁ Νάθαν ὅτι θά τόν τιμωρήσει ὁ Θεός ἐπειδή ἔκανε αὐτά, εἶπε «ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ». Καί τότε ἀμέσως ὁ Νάθαν τοῦ λέει: «ὁ Θεός σέ συγχωρεῖ». Τήν ἴδια στιγμή! «Ὁ Θεός σέ συγχωρεῖ»! Ὅπως καί ὁ πνευματικός λέει στόν ἐξομολογούμενο: «Ὁ Θεός σέ συγχωρεῖ». Τί μεγάλο πράγμα!... «Κι Ἐσύ εἶδες τήν ταλαιπωρία μου, τήν εἰλικρίνειά μου, τήν ἀπόφασή μου, κι Ἐσύ ἄφησες τήν ἀσέβεια τῆς καρδιᾶς μου, μέ συγχώρεσες». Εἶναι καταπληκτικό!
Στόν στίχο 6 προτρέπει κάθε εὐσεβῆ νά διατηρεῖ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν προσευχή καί λέει «ὑπὲρ ταύτης προσεύξεται πρὸς σὲ πᾶς ὅσιος ἐν καιρῷ εὐθέτῳ∙ πλὴν ἐν κατακλυσμῷ ὑδάτων πολλῶν πρὸς αὐτὸν οὐκ ἐγγιοῦσι ». Γι’ αὐτήν θά προσεύχεται πρός Ἐσένα κάθε εὐσεβής τήν κατάλληλη στιγμή, καί ἔτσι, μέσα στόν κατακλυσμό τῶν πολλῶν ὑδάτων, τίποτα δέν θά τόν ἀγγίξει.
Ἐπειδή ἡ ὥρα πέρασε, γιά νά τά βγάλουμε γρήγορα - γρήγορα, θά πάρω ἀπό ἕνα - δύο σημεῖα. Ὁ στίχος αὐτός λέει τό ἑξῆς: Ὁ εὐλαβής ἄνθρωπος, ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος, δέν ἀφήνει νά παλιώσει μέσα του ἡ ἁμαρτία. Ὁπωσδήποτε κάθε ἄνθρωπος πέφτει∙ ἀλλά τρέχει γρήγορα, «ἐν καιρῷ εὐθέτω», τήν κατάλληλη στιγμή, νά πεῖ ἐκεῖνο πού ἔχει. Κι ἀκόμη, ἀφοῦ τρέχει καί διαλύει τό μικρό, δέν θά φθάσει νά γίνει μέσα του μεγάλο. Ἔτσι ὁ κατακλυσμός τῶν ὑδάτων, τῶν πολλῶν ὑδάτων, δέν θά τόν ἀγγίξει, δηλαδή δέν θά φθάσει νά πνιγεῖ πνευματικά. Ὁ ἄνθρωπος πού τρέχει καί ἐξομογεῖται γρήγορα καί συχνά, δέν ἀφήνει νά ριζώνει μέσα του ἡ ἁμαρτία, καί ἔτσι διατηρεῖ καί ψυχο-σωματική ἀκμαιότητα ὑγείας. Δέν κινδυνεύει νά πάθει τίποτα, γιατί τρέχει καί τό διαλύει. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι πραγματικό διαλυτικό!
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Ὁμιλία 4η
Ψαλμός 31ος
Καλύτερη περιγραφή τῆς καταστάσεως αὐτῆς δέν θά μποροῦσε νά γίνει, καί μάλιστα τόν 10ο αἰώνα π.Χ. Ὅταν ὁ Δαβίδ λέει ὅτι «ἐσίγησε», εἶναι τό πρῶτο βῆμα τῆς καταστάσεως πού θά τόν ταλαιπωρήσει∙ τό δεύτερο βῆμα, «ἀναστενάζω καί κράζω ὅλη τήν ἡμέρα»∙ τό τρίτο, «μπῆκε ἀγκάθι»∙ καί τό τέταρτο, «ἐπαλαιώθη τά ὀστᾶ μου», ἔχουμε παλαίωση, καταστροφή τῶν ὀστῶν.
Εἶναι γνωστό ὅτι τό σῶμα τό στηρίζει ὁ σκελετός. Ὅταν λέει ὅτι παλαιώθηκαν, πάλιωσαν τά ὀστά
μου, σημαίνει ὅτι δέν μποροῦν πιά νά κρατήσουν τό σῶμα. Τόν σκελετό τόν περιβάλλουν οἱ σάρκες καί τό νευρικό σύστημα, καί μᾶς δίνουν συνολικά τήν εἰκόνα τοῦ σώματος. Ἔτσι, ἄν παλιώσει ὁ σκελετός μας, θά παλιώσουν καί τά νεῦρα, γιατί εἶναι καί αὐτά παντοῦ, σέ ὅλο μας τό σῶμα. Μέ τήν παλαίωση λοιπόν τοῦ νευρικοῦ συστήματος ἔχουμε κάποια ἀποτελέσματα, ὅπως: Τό νευρικό μας σύστημα μᾶς ταράζει. Χάνουμε τόν ὕπνο μας. Δέν βρίσκουμε ἡσυχία πουθενά, γιατί μέρα καί νύχτα –ὄχι μόνο τήν ἡμέρα, ἀλλά μέρα καί νύχτα!–«ἐβαρύνθη ἐπ’ ἐμὲ ἡ χείρ σου», ἔπεσε τό χέρι Σου βαρύ ἐπάνω μου! Ἔχω τύψεις, ἀνελέητα χτυπήματα. Αὐτό θά πεῖ τύψεις ∙ τό βαρύ χέρι τοῦ Θεοῦ, οἱ τύψεις πάνω στή συνείδηση. Καί «ἐστράφην εἰς ταλαιπωρίαν», καί ἀπό χαρούμενος ἄνθρωπος ἔγινα ταλαίπωρος, μελαγχολικός, φτωχός, κατσούφης, ἄχαρος, ἔχασα τό νόημα τῆς ζωῆς μου, ἔχασα τή χαρά τῆς ζωῆς μου, ἔχασα τήν ἐπαφή μου μέ τά ἄλλα πρόσωπα.
Αἰτία γιά αὐτήν τήν ἀνώμαλη κατάσταση πού παρουσιάζει ὁ ἄνθρωπος, ψυχική ἤ νευροψυχική, πάντα εἶναι κάποιο συνειδητό ἤ ἀσυνείδητο ἁμάρτημα. Κι ὅταν λέω συνειδητό, ἐννοῶ ὅτι ἀκόμη παραμένει στή συνείδησή του, ἐνῶ ἀσυνείδητο εἶναι ἐκεῖνο πού κατέβηκε στό ὑποσυνείδητο καί χάθηκε. Ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ἠρεμία του, δέν ξέρει πιά τί τόν ταλαιπωρεῖ, κι ὅταν τόν ρωτᾶμε τί αἰσθάνεται, μᾶς ἀπαντάει πολύ ἁπλά ″αὐτό ″, χωρίς νά ξέρει γιατί τό αἰσθάνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικά πνιγηρή καί θλιβερή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πού ἁμαρτάνει.
Μπορεῖ κάποτε νά μή ἁμαρτάνει∙ πρέπει νά πῶ κι αὐτό τό σημεῖο. Εἶναι ἕνα φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας αὐτό, καί πρέπει ἴσως ἰδιαίτερα νά τονισθεῖ. Δηλαδή πάρα πολλοί ἄνθρωποι σήμερα πάσχουν, χωρίς νά ἔχουν κάνει κάποια βαριά ἁμαρτία, φόνο, μοιχεία ἤ μία ἁμαρτία φοβερή καί τρομερή, καί ἔχουν τύψεις. Δέν ἔκαναν ἁμαρτία, ἀλλά ἔχασαν τό νόημα τῆς ζωῆς! Αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς μας, καί αὐτό τό γεννάει ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Θεό. Ἀπό τή στιγμή πού θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τόν Θεό, χάνουμε τό νόημα τῆς ζωῆς μας, δέν ξέρουμε γιατί ὑπάρχουμε, καί τότε ὅλα μᾶς φαίνονται σκοῦρα. Οἱ Ἄγγλοι λένε τήν ἔκφραση ἔχω τά μπλέ μου... ἔχω τά σκοῦρα μου, ἔχω σκούρα ψυχή.
Ἐδῶ τό τραγικό εἶναι, ἀλλά καθόλου ἀνεξήγητο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει αὐτή τήν κατάσταση μέσα στά ἀγαθά του. Εἶναι πασίγνωστο, κι ἀπό στατιστικές ἐξακριβωμένο, ὅτι ὅσο μιά χώρα εὐημερεῖ, τόσο περισσότερες αὐτοκτονίες παρουσιάζει. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι οἱ αὐτοκτονίες στήν Ἀσία εἶναι σπάνιες ἤ περίπου ἀνύπαρκτες. Τό γνωρίζετε αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ ταλαιπωροῦνται. Δέν μένει περιθώριο νά σκεφθοῦν ἄν ἔχει ἤ δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή τους∙ ἀγωνίζονται. Δηλαδή, γιά νά καταλάβετε, ἄν ἀφαιρέσουμε ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἀγωνιστικότητα, χάνει τό νόημα τῆς ζωῆς του. Εἶναι φοβερό πράγμα αὐτό. Ὄχι βέβαια νά ὑπάρχει μία τέτοια βιοπάλη πού νά στενάζει ὁ ἄνθρωπος κάτω ἀπό τή δουλειά καί νά πρέπει νά ζήσει γιά ἕνα κομμάτι ψωμί. Ὄχι αὐτό∙ αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο ἄκρο. Ἀλλά ἄν ἀφαιρέσουμε ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτούς τούς μικροκαημούς τῆς ζωῆς, αὐτά τά καθημερινά, μέ τό ἕνα, μέ τό ἄλλο, μέ τοῦτον τόν πειρασμό, μ’ ἐκεῖνον τόν πειρασμό, μετά ὁ ἄνθρωπος, μέσα στήν εὐδαιμονία του, δέν βρίσκει πιά νόημα. Εἶναι ἄνοστη ἡ ζωή του, καί ἄν ἔχει φύγει καί μακρυά ἀπό τόν Θεό, δέν ξέρει γιατί ζεῖ, καί τότε λέει «Δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή μου», καί τήν τερματίζει μέ πολλή εὐκολία. Εἶναι τραγικό! Ἔτσι πάρα πολλά φαινόμενα τέτοιων καταστάσεων τά ἔχουμε γιατί χάσαμε τό νόημα τῆς ζωῆς, πού εἶναι προϊόν τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μέ στατιστικές αὐτά τά πράγματα, καί σᾶς εἶναι γνωστά. Δέν σᾶς λέω καινούργια πράγματα∙ τά ξέρετε, πολύ καλά τά ξέρετε.
Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, ἐδῶ στό διάψαλμα, ἡ μουσική θά προσπαθοῦσε νά ἀποδώσει τά νοήματα ἀνάλογα.
Δέν ξέρω ἄν σᾶς τό ἔχω πεῖ κι ἄλλοτε, ὅτι κάποτε εἶχα δεῖ στό ἀρχαῖο θέατρο, στό Ὠδεῖον τοῦ Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ, τόν Ὀρέστη τοῦ Σοφοκλέους. Ὁ Ὀρέστης ἔχει σκοτώσει τή μάνα του, καί τόν κατατρέχουν φοβερές τύψεις, πού προσωποποιοῦνται μέ τίς Ἐριννύες, δηλαδή κάτι γυναῖκες –ἐπί σκηνῆς τώρα– πού φορᾶνε κάτι κουρελιασμένα ροῦχα, καί ἀπό πάνω ἔχουν κάτι σχισμένα δίχτυα. Ἔχετε δεῖ κουρελιασμένα δίχτυα τῶν ψαράδων, πού εἶναι πεταμένα ἐκεῖ στίς ἀκτές τῶν θαλασσῶν; Πάνω ἀπό τά κουρελιασμένα ροῦχα εἶχαν δίχτυα σ’ ἕνα χρῶμα καφέ. Τά πρόσωπά τους ἦταν λίγο πράσινο, πιό κάτω κίτρινο, παραπέρα μαῦρο... ἀπαίσια πρόσωπα! Καί αὐτές εἶχαν στήσει ἕναν χορό γύρω ἀπό τόν Ὀρέστη... νά τόν πνίξουν! Πρόβαλλαν τά χέρια τους καί τά νύχια τους, μπροστά στό πρόσωπό του, προκαλώντας του τρόμο, καί ταυτόχρονα ἔκαναν ἕναν τρελλό χορό γύρω του, ἐνῶ ἔπαιζε καί ἡ ἀνάλογη μουσική. Αὐτός δέ νά τρέχει ἀπό ἐδῶ νά φύγει, νά ὁρμοῦν ὅλες ἐπάνω του! Νά φεύγει ἀπό ἐκεῖ, νά πηγαίνει ἀλλοῦ, νά φεύγουν καί νά ὁρμοῦν κι αὐτές ὅλες ἐπάνω του! Ἦταν κάτι φοβερό... ἀνατριχιαστικό θέαμα! Κι ἔπαιζε καί μουσική. Τί μουσική μποροῦσε νά παίζει; Ἦταν τέτοια πού νά ἐκφράζει τίς τύψεις τῆς συνειδήσεως, ὄχι μόνο μέ τό θέαμα τό ἀνατριχιαστικό, ἀλλά καί μέ τό ἄκουσμα αὐτῆς τῆς μουσικῆς. Αὐτό λοιπόν τό διάψαλμα θά ἦταν μία τέτοια μουσική πού θά πρέπει νά ἀπέδιδε αὐτά τά συναισθήματα τοῦ βασανισμοῦ τῆς ψυχῆς πού ἔχει ἁμαρτήσει, νά ἀπέδιδε τήν παλαίωση τῶν ὀστῶν, δηλαδή τό ρήμαγμα τῆς σωματικῆς ὑγείας, τό γκρέμισμα, τούς ἀναστεναγμούς, τό βαρύ χέρι τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή, τήν ταλαιπωρία, τό ἀγκάθι πού καρφώνεται βαθειά! Ἦταν μιά ἀνάλογη μουσική∙ γι’ αὐτό προηγουμένως σᾶς ἐξήγησα γιατί διάβασα τά διαψάλματα.
Στόν στίχο 3 εἶπε ὅτι ἐσίγησε. Στόν στίχο 5 θά μᾶς πεῖ ὅτι πῆρε τήν ἀπόφαση νά ἀνοίξει τό στόμα του. Εἶπε: «Πῆρα τήν ἀπόφαση νά τά πῶ∙ δέν ἄντεχα ἄλλο, μετανόησα. Τήν ἁμαρτία μου τή γνώρισα καί τήν ἀνομία μου δέν τήν κάλυψα».
Πάλι ἐδῶ ἁμαρτία - ἀνομία εἶναι συνώνυμα, κατά τόν ἴδιο ποιητικό τρόπο. Ἐδῶ λέει ὅτι τήν ἁμαρτία του τήν ἔκανε γνωστή. Ἐγνώρισα θά πεῖ γνωστοποίησα, τήν ἔκανα γνωστή∙ μ’ ἄλλα λόγια, τήν ἐξομολογήθηκα. Τήν ἐξομολογήθηκε τήν ἁμαρτία του∙ δέν τήν ἔκρυψε, ἀλλά καί δέν τήν δικαιολόγησε. Αὐτό σημαίνει τά εἶπε ὅλα, ἔδειξε εἰλικρίνεια, καί δέν δικαιολογήθηκε.
Τό ξέρετε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὅλοι μας –ὅλοι μας! κι ἐγώ κι ἐσεῖς, κι ἐσεῖς κι ἐγώ!– ὅταν πᾶμε νά ἐξομολογηθοῦμε καί ποῦμε μιά ἁμαρτία μας, δουλεύει ἕνας μηχανισμός μέσα μας, πού τόν θέτει σέ κίνηση τό μοτεράκι πού λέγεται ἐγωϊσμός, καί, ἤ τό καταλαβαίνουμε ἤ δέν τό καταλαβαίνουμε, ἀρχίζουμε νά δικαιλογούμαστε. Δέν λέμε ἁπλά «ἔκανα αὐτό »! Τίποτα ἄλλο. «Ἔκανα αὐτό»! Στήν ἐξομολόγηση θέλουμε νά μειώσουμε τήν ἐντύπωση τῆς ἁμαρτίας, λέγοντας ὅτι δέν εἶναι καί ὁλόκληρη ἡ εὐθύνη σ’ ἐμᾶς, ἐπειδή νομίζουμε ὅτι ὁ πνευματικός θά μᾶς κακοχαρακτηρίσει ἄν ποῦμε ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια χωρίς δικαιολογίες. Τί περίεργο πράγμα...
Ἀγαπητοί μου, μᾶς ἀνοίγει τόν δρόμο ὁ Δαβίδ καί μᾶς λέει: «Ἔτσι θά κινεῖσθε. Καί σᾶς μιλάω ἀπό πεῖρα μου. Σᾶς εἶπα τή χαρά μου ὅτι ὁ Θεός μέ συγχώρεσε. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τόν συγχωρεῖ ὁ Θεός. Κι ἐγώ εἶμαι μακάριος. Ξέρετε τί πέρασα; Νά τί πέρασα –μᾶς τά λέει στούς στίχους 3 καί 4– κι ἀκόμη πῶς πῆρα τήν ἀπόφαση –αὐτό πού τώρα λέμε– νά ″ἐξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ ″, νά τήν πῶ τήν ἁμαρτία μου στόν Θεό. Νά τήν πῶ ! Αὐτό ἔκανα, Κύριε∙ ″ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ″ –αὐτό πού εἶπε στόν Νάθαν– ἔχω ἁμαρτήσει. Ναί, ναί, ναί∙ ἔχω ἁμαρτήσει. Ἔκανα αὐτό κι αὐτό, αὐτό πού λές. Ναί, ἔκανα αὐτό ! ″Καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου ″, κι Ἐσύ ἄφησες τήν ἀσέβεια τῆς καρδιᾶς μου, καί μάλιστα τήν ἴδια στιγμή !
Ὅπως σᾶς εἶπα, ἱστορικά, στό Β΄ Βασιλειῶν, μόλις τοῦ εἶπε ὁ Νάθαν ὅτι θά τόν τιμωρήσει ὁ Θεός ἐπειδή ἔκανε αὐτά, εἶπε «ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ». Καί τότε ἀμέσως ὁ Νάθαν τοῦ λέει: «ὁ Θεός σέ συγχωρεῖ». Τήν ἴδια στιγμή! «Ὁ Θεός σέ συγχωρεῖ»! Ὅπως καί ὁ πνευματικός λέει στόν ἐξομολογούμενο: «Ὁ Θεός σέ συγχωρεῖ». Τί μεγάλο πράγμα!... «Κι Ἐσύ εἶδες τήν ταλαιπωρία μου, τήν εἰλικρίνειά μου, τήν ἀπόφασή μου, κι Ἐσύ ἄφησες τήν ἀσέβεια τῆς καρδιᾶς μου, μέ συγχώρεσες». Εἶναι καταπληκτικό!
Στόν στίχο 6 προτρέπει κάθε εὐσεβῆ νά διατηρεῖ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν προσευχή καί λέει «ὑπὲρ ταύτης προσεύξεται πρὸς σὲ πᾶς ὅσιος ἐν καιρῷ εὐθέτῳ∙ πλὴν ἐν κατακλυσμῷ ὑδάτων πολλῶν πρὸς αὐτὸν οὐκ ἐγγιοῦσι ». Γι’ αὐτήν θά προσεύχεται πρός Ἐσένα κάθε εὐσεβής τήν κατάλληλη στιγμή, καί ἔτσι, μέσα στόν κατακλυσμό τῶν πολλῶν ὑδάτων, τίποτα δέν θά τόν ἀγγίξει.
Ἐπειδή ἡ ὥρα πέρασε, γιά νά τά βγάλουμε γρήγορα - γρήγορα, θά πάρω ἀπό ἕνα - δύο σημεῖα. Ὁ στίχος αὐτός λέει τό ἑξῆς: Ὁ εὐλαβής ἄνθρωπος, ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος, δέν ἀφήνει νά παλιώσει μέσα του ἡ ἁμαρτία. Ὁπωσδήποτε κάθε ἄνθρωπος πέφτει∙ ἀλλά τρέχει γρήγορα, «ἐν καιρῷ εὐθέτω», τήν κατάλληλη στιγμή, νά πεῖ ἐκεῖνο πού ἔχει. Κι ἀκόμη, ἀφοῦ τρέχει καί διαλύει τό μικρό, δέν θά φθάσει νά γίνει μέσα του μεγάλο. Ἔτσι ὁ κατακλυσμός τῶν ὑδάτων, τῶν πολλῶν ὑδάτων, δέν θά τόν ἀγγίξει, δηλαδή δέν θά φθάσει νά πνιγεῖ πνευματικά. Ὁ ἄνθρωπος πού τρέχει καί ἐξομογεῖται γρήγορα καί συχνά, δέν ἀφήνει νά ριζώνει μέσα του ἡ ἁμαρτία, καί ἔτσι διατηρεῖ καί ψυχο-σωματική ἀκμαιότητα ὑγείας. Δέν κινδυνεύει νά πάθει τίποτα, γιατί τρέχει καί τό διαλύει. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι πραγματικό διαλυτικό!
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας