Του π. Αθανασίου Μυτηλιναίου
Ὁμιλία 4η
Ψαλμός 31ος
«Μακάριος ἀνήρ, ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν, οὐδέ ἐστιν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ δόλος». Εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος πού δέν τοῦ λογαριάζει πιά ὁ Θεός ἁμαρτία, οὔτε ὑπάρχει στό στόμα του δόλος, ὑποκρισία.
Βλέπετε ὅτι ἐδῶ ἐκφράζει τή χαρά αὐτοῦ πού μετανόησε. Ὁ 1ος καί ὁ 2ος στίχος εἶναι ἡ χαρά τοῦ μετανοοῦντος∙ γι’ αὐτό λέει ὁ Δαβίδ «εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος πού συγχωρέθηκε ἀπό τόν Θεό».
Ἀλλά δεῖτε ἀκριβῶς τί λέει: «εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος πού δέν τοῦ λογαριάζει πιά ὁ Θεός ἁμαρτία». Αὐτό σημαίνει ὅτι μέχρι τότε μποροῦσε ὁ Θεός νά τοῦ λογαριάζει ἁμαρτία.
Τό ρῆμα λογίζομαι –«λογίσητε Κύριος ἁμαρτίαν»– σημαίνει κάνω λογαριασμό. Παραβάλλετε τήν παραβολή τοῦ χρεώστου δούλου, πού λέει «συνᾶραι λόγον», νά ἀποδώσει λογαριασμό. Μιλάει ἐκεῖ γιά τόν χρεωφειλέτη δοῦλο, πού χρωστοῦσε τά μύρια τάλαντα, καί τά λοιπά. Παραβάλλετε σᾶς εἶπα. Βλέπετε ὅτι πραγματικά ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνα χρέος, ἕνα βαρύ χρέος; Ὅμως εὐτυχισμένος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού δέν θά τοῦ λογαριάσει ὁ Κύριος ἁμαρτία, χρέος∙ τίποτα.
Καταλαβαίνετε, ἀγαπητοί μου, τί σημαίνει μετανοῶ ; Ὤ, νά τό ἤξεραν αὐτό τό πράγμα οἱ ἄνθρωποι...! Θά ἔτρεχαν ὅλοι νά μετανοήσουν! Ἀλλά... δέν ξέρουν. Θά πῶ ἄλλη μιά φορά αὐτό πού λέγαμε καί χθές τό βράδυ: «Ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς...» ! Ὁ Διάβολος ἔχει τυφλώσει τά μάτια τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, καί δέν βλέπουν, δέν καταλαβαίνουν τί μεγάλη ἀξία ἔχει ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν!
Καί παρακάτω λέει: «οὐδέ ἐστιν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ δόλος». Αὐτό σημαίνει πώς ὅταν ἁμαρτήσει κάποιος καί ζητήσει συγχώρεση ἀπό τόν Θεό, τή ζητάει μέ εἰλικρίνεια, χωρίς δόλο, χωρίς ὑστεροβουλία. Δέν λέει: «Ἔ, καλά∙ ἄν μέ ρωτήσει ὁ πνευματικός, θά τό πῶ∙ ἄν δέν μέ ρωτήσει, δέν θά τό πῶ»! Μά τί εἶναι ὁ πνευματικός; Ἀνακριτής εἶναι;... Εἰσαγγελέας εἶναι;... Πηρούνι καί τρίαινα κρατάει, νά ψαρεύει στά κατάβαθα τῆς συνειδήσεώς σου καί τοῦ ὑποσυνειδήτου σου, γιά νά βρεῖ τόν βόρβορό σου καί τά θέματά σου καί τίς ὑποθέσεις σου;... Τί εἶναι ὁ πνευματικός; Τό λέει καί ἡ λέξη: ἐξ - ὁμολογῶ, ἤ ἐξ - ἀγορεύω, δηλαδή βγάζω ἀπό μέσα μόνος μου ὅ,τι ἔχω, μέ τή θέλησή μου, μέ εἰλικρίνεια καί μέ πνεῦμα συντριβῆς καί μετανοίας! Αὐτό θά πεῖ ὅτι ἐδῶ δέν ὑπάρχει στό στόμα του δόλος.
Ἡ εἰλικρίνεια λοιπόν εἶναι βασικότατη προϋπόθεση τῆς ἀφέσεως. Αὐτό τό βλέπουμε στόν Δαβίδ πού εἶπε «ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ». Δέν πάει νά κρυφτεῖ, δέν πάει νά πεῖ: «Καί ποιός σοῦ εἶπε ἐσένα ὅτι ἐγώ ἔκανα αὐτή τήν ἁμαρτία;». Καί νά φαντασθεῖτε, ὁ Δαβίδ ἦταν βασιλιάς, κι ἔπρεπε νά περισωθεῖ τό κῦρος του, ἔπρεπε νά περισωθοῦν κάποια προσχήματα τοῦ ἀξιώματός του∙ εἶναι πάρα πολύ φυσικό! Καί τό καταπληκτικότερο εἶναι ὅτι ὁ Δαβίδ ἁμάρτησε κρυφά∙ ἀλλά ὅπου διαβάζεται τό Ψαλτήρι, ἡ ἁμαρτία του γίνεται γνωστή στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων! Μάλιστα τοῦ τή βγάλαμε κι ἐμεῖς σήμερα ἐδῶ στή φόρα! Ἐάν ἦταν ὁ Δαβίδ ἐδῶ, θά μᾶς πήγαινε στόν Εἰσαγγελέα...! Ἀλλά ὁ Δαβίδ μετανόησε, καί δέν ἐνδιαφέρεται τί θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι∙ τόν ἐνδιαφέρει τί θά πεῖ ὁ Θεός. Καί ἔρχεται νά μᾶς διακηρύξει τή χαρά του, πού ὁ Θεός τόν συγχώρησε. Δέν τόν νοιάζει πιά τί θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτό δείχνει ὅτι εἰλικρινά εἶχε μετανοήσει.
Τώρα στούς στίχους 3 καί 4 θά ἐκφράσει τό βασανιστήριο πού πέρασε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο. Ἐδῶ προσέξτε∙ θά πάρουμε λέξη μέ λέξη τό κείμενο. Βέβαια δέν πειράζει ἄν ὁ χρόνος δέν μᾶς πάρει, ἔστω ἀκόμη κι ἄν ἀφήσουμε κάποια χωρία χωρίς νά τά ἀναλύσουμε ἀπόψε.
«Ὅτι ἐσίγησα, ἐπαλαιώθη τὰ ὀστᾶ μου ἀπὸ τοῦ κράζειν με ὅλην τὴν ἡμέραν». Δέν μίλησα∙ εἶχα κλείσει τό στόμα μου. Τά κόκκαλά μου ἔλιωσαν νά στενάζω μέρα καί νύχτα. Ποῦ νά τό πῶ αὐτό; Εἶχα ἁμαρτήσει! Ποῦ νά τό πῶ;...
Ξέρετε τί σημαίνει νά κρατᾶς μέσα στήν καρδιά σου τό ἁμάρτημά σου καί νά μήν τό λές; Γίνεται φίδι καί σέ τρώει! Γίνεται καημός, γίνεται ρήμαγμα. Ἀγαπητοί μου, αὐτό τό κρύψιμο τῆς ἁμαρτίας του πού κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἔχει σιγήσει δηλαδή ὅλα του τά χρόνια, μπορεῖ νά τοῦ κάνει μαύρη ὁλόκληρη τή ζωή του! Νά ἔρχονται Χριστούγεννα, νά ἔρχεται Πάσχα, καί πάλι Χριστούγεννα καί πάλι Πάσχα, νά βλέπει τή χαρά νά εἶναι διάπλατη καί σκορπισμένη στόν κόσμο, καί αὐτός νά ἔχει μαύρη ψυχή!... Ξέρετε πόσοι ἄνθρωποι μοῦ ἔχουν πεῖ ὅτι πέρασαν πολλές γιορτές, πού ἔβλεπαν τούς ἄλλους νά πηγαίνουν νά κοινωνοῦν, ὅλους νά γιορτάζουν, κι αὐτοί νά αἰσθάνονται πολύ ἄσχημα καί πολύ βαρειά, γιατί ἔνιωθαν τήν ψυχή τους μέσα στήν ἁμαρτία; Σιγοῦσαν ὅμως. Δέν πήγαιναν νά ποῦν τήν ἁμαρτία τους. Τούς κρατοῦσε ἡ ἁμαρτία.
Δέν ὑπάρχει πραγματικά μεγαλύτερο βασανιστήριο. Ἐκεῖνοι πού τό ἔχουν δοκιμάσει, ξέρουν τί φοβερό πράγμα εἶναι. Νομίζω ὅτι λίγο - πολύ ὅλοι ἔχουμε δοκιμάσει βάρος ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, ἄλλος λίγο ἄλλος πολύ, ἔχουμε πεῖρα. Ἄν μάλιστα κάποια φορά εἶναι βαρύ τό ἁμάρτημα, εἶναι φόνος, μία μοιχεία, δέν ξέρω τί εἶναι, πάντως μία προδοσία, τότε εἶναι ἀβάσταχτο! Καί τότε νά τά ἀποτελέσματα∙ μᾶς τά ἀπαριθμεῖ ὁ Δαβίδ:
«Ἐπαλαιώθη τὰ ὀστᾶ μου ἀπὸ τοῦ κράζειν με ὅλην τὴν ἡμέραν». Πάλιωσαν τά ὀστά μου ἀπό τό νά κραυγάζω ὅλη τήν ἡμέρα.
Τό ρῆμα κράζω εἶναι ἐντονότερο ἀπό τό λέω. Αὐτήν τή στιγμή λέω σ’ ἐσᾶς κάτι, σᾶς μιλάω∙ ἄν ἔπρεπε ὅμως νά ἔχουμε μιά μεγάλη αἴθουσα, γιά νά μ’ ἀκούσουν καί οἱ τελευταῖοι ἀκροατές, τότε θά ἔκραζα, θά φώναζα. Γι’ αὐτό πολλές φορές στά εὐαγγέλια συναντᾶμε τό ρῆμα κράζω γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. «Ἔκραξεν ὁ Ἰησοῦς...» , πού σημαίνει φώναξε, καί φώναζε γιά νά ἀκουστεῖ.
Πολλές φορές ὅμως φωνάζουμε, ὄχι μόνο γιά νά ἀκουστοῦμε, ἀλλά γιατί πονᾶμε. Αὐτό λοιπόν τό κράζω σημαίνει βγάζω ἀναστεναγμούς∙ εἶναι τό ὤχ τῆς ψυχῆς. Αὐτό τό ὤχ τῆς ψυχῆς δημιουργεῖ ἕνα βάρος ἀβάσταχτο. Νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι αὐτό τό ὤχ τῆς ψυχῆς πού κράζει, αὐτός ὁ ἀναστεναγμός, εἶναι μία διέξοδος, ἐκτόνωση μιᾶς φοβερῆς ἐσωτερικῆς πιέσεως. Εἶναι σάν μιά βαλβίδα σ’ ἐκεῖνον τόν ταχυβραστήρα, πού ὅταν ὑπάρχει πολύ μεγάλη πίεση μέσα, βγαίνει ὅσος ἀτμός εἶναι δυνατόν νά βγεῖ. Μάλιστα κάποτε ὁ ἄνθρωπος θέλει νά βρίσκεται μόνος του νά φωνάξει! Αὐτή ἡ κατάσταση ὅμως γιά τόν Δαβίδ γινόταν συνέχεια, γιατί λέει: «ἀπὸ τοῦ κράζειν με ὅλην τὴν ἡμέραν»! Ὅλη τήν ἡμέρα, δηλαδή πάντοτε. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἡσυχάσει, δέν μπορεῖ! Καί τότε πέφτει στή μελαγχολία. Καί ἡ μελαγχολία ἀρχίζει νά σκιάζει τήν ψυχή.
Ἐδῶ προσέξτε κάτι, πού θά μᾶς πεῖ ὁ πιό κάτω στίχος, ἀλλά ἄς τό πῶ ἀπό τώρα γιά νά τά συνδέσω. Λέει στόν 4ο στίχο: «ἐν τῷ ἐμπαγῆναί με ἄκανθαν», γιατί μπήχτηκε ἕνα ἀγκάθι. Καί τό ἀγκάθι εἶναι ἡ ἁμαρτία.
Αὐτό τό ἀγκάθι τώρα τί εἶναι; Θά χρησιμοποιήσω μερικούς ὅρους ἀπό τή σύγχρονη Ψυχολογία, γιά νά γίνω πιό κατανοητός, ἀλλά κυρίως καί προπαντός γιατί ἡ σύγχρονη Ψυχολογία χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ἄκανθα. Κάνει δέ ἐντύπωση ὅτι ὁ Φρόϋντ, αὐτός πού χαρακτηρίζεται ὡς πατήρ τῆς Ψυχιατρικῆς –ἄλλο ὅτι πῆρε στραβό δρόμο, καί δημιουργήθηκε ὁ διαβόητος Φροϋδισμός– ἔκανε παρατηρήσεις στό ὑποσυνείδητο. Εἶναι ὁ πρῶτος πού ἔκανε τίς παρατηρήσεις αὐτές∙ καί ἐκεῖνο πού ἐνοχλεῖ τόν ἄνθρωπο στή συνείδηση ξέρετε πῶς τό ὀνόμασε; ἄκανθα!
Ἄραγε νά εἶχε διαβάσει αὐτόν τόν Ψαλμό; Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Φρόϋντ ἦταν Ἑβραῖος, Γερμανοεβραῖος∙ δέν ξέρω ἄν τό ξέρετε αὐτό. Ἄραγε νά εἶχε διαβάσει αὐτόν τόν Ψαλμό, ἤ μήπως συμπίπτει ἡ περίπτωση; Προφανῶς ὄχι τυχαῖα! Ἀλλά συμπίπτει στό νά βρεθεῖ ἡ κατάλληλη λέξη, γιά νά ἀποδοθεῖ ἐκεῖνο πού ὑπάρχει. Πιθανῶς τό δεύτερο.
Γιά νά καταλάβουμε τί εἶπε ὁ Φρόϋντ πάνω σ’ αὐτό –καί ἄλλοτε σᾶς τά ἔχω πεῖ, ἀλλά δέν πειράζει νά τά ξαναλέμε καμιά φορά, δέν βλάπτει∙ ἔτσι δέν εἶναι;– εἶναι ὅτι ἐδῶ παρουσιάζει τό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου μέ δυό πατώματα σ’ ἕνα διώροφο σπίτι, σάν κι αὐτό ἐδῶ ἀπέναντι πού κτίζεται τό καινούργιο, πού λέγαμε προηγουμένως. Τό κάτω πάτωμα δέν ἔχει παράθυρα –ἀκριβῶς, ἦρθε κουτί στό παράδειγμα!– τό πάνω πάτωμα ὅμως ἔχει. Τό πάνω πάτωμα τό ὀνόμασε συνείδηση, πού φωτίζεται, καί ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει γνώση τῶν ὅσων συμβαίνουν μέσα στήν ψυχή του. Τό κάτω πάτωμα δέν ἔχει παράθυρα, δέν φωτίζεται, καί ἔτσι δέν παίρνει εἴδηση ὁ ἄνθρωπος τί γίνεται ἐκεῖ, δηλαδή στό βαθύτερο τμῆμα τῆς ψυχῆς του. Αὐτό τό ὀνόμασε ὑποσυνείδητο.
Ὅταν ὑπάρξει ἕνα παράπτωμα, ἕνα ἁμάρτημα, τότε ἀρχίζει νά μπαίνει τό ἀγκάθι, ἡ ἄκανθα. Σᾶς ἔχει μπεῖ ποτέ κανένα ἀγκάθι στό πόδι, μέσα στό παπούτσι; Δέν μπορεῖτε νά περπατήσετε. Ἀμέσως κουτσαίνετε καί βγάζετε τό παπούτσι σας νά δεῖτε τί γίνεται. Ἡ ἄκανθα ἐμποδίζει ἀκριβῶς τή συνείδηση καί ἐνοχλεῖ καί λέει: «Ἁμάρτησες ! ἁμάρτησες ! ἁμάρτησες !» καί δῶσ’ του μπήγεται, καί δῶσ’ του μπήγεται ὅλο καί πιό βαθειά!... Μπήγεται, μπήγεται... συνέχεια προχωράει τό ἀγκάθι, καί ἡ συνείδηση πονάει, πονάει, πονάει... Ὁ ἄνθρωπος βαρύνεται∙ δέν μπορεῖ νά ὑποφέρει πλέον. Καί τότε μέσα στόν πόνο του, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, περνάει ὁ καιρός, καί γίνεται τό ἑξῆς περίεργο: τό αἴτιο πού προκάλεσε τόν πόνο στή συνείδηση, δηλαδή ἡ ἄκανθα, δηλαδή ἡ ἁμαρτία, κατέβηκε στό κάτω πάτωμα! Ἐκεῖ τώρα τό αἴτιο τό χάσαμε∙ ὅμως ἔχουμε τά ἀποτελέσματα. Ἡ ψυχή εἶναι ἄρρωστη. Πέφτει σέ μελαγχολίες, πέφτει σέ ἀντιδράσεις ποικίλες, σέ ψυχώσεις, σέ νευρώσεις, σέ ψυχονευρώσεις, σέ... ποικίλα παράξενα καί περίεργα φαινόμενα!
Ὁ ψυχίατρος, ὅπως ὑπέδειξε ὁ Φρόϋντ τότε, κάνει αὐτή τή δουλειά. Βλέπει τή συνείδηση, ἤ κάνει ἐρωτήσεις. Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα: Καμιά φορά βλέπουμε ὅτι πάθαμε κάτι∙ ἄς ποῦμε ἔχουμε μιά πληγή στό χέρι μας. Τήν πληγή τή βλέπουμε, ἀλλά δέν καταλάβαμε πῶς συνέβη. Πολλές φορές χτυπᾶμε, καί δέν τό ἀντιλαμβανόμαστε. Κάπου πήγαμε νά περάσουμε σ’ ἕνα ἔπιπλο, στό κρεβάτι μας, κάπου, χτυπήσαμε, ἔτρεξε αἷμα, δέν τό ἀντιληφθήκαμε, μόνο βλέπουμε ὅτι τώρα τρέχει αἷμα. Ἔτσι λοιπόν κι ἐδῶ, βλέπει ὁ ψυχίατρος, ἤ βλέπει ὁ ἀσθενής, τό ἀποτέλεσμα πού ὑπάρχει, ἀλλά δέν βλέπει τί τό προκάλεσε. Δέν τό βλέπει. Οὔτε ὁ ἀσθενής τό βλέπει, δέν τό ξέρει. Τό ἔχασε, τό ξέχασε, πέρασε στό ὑποσυνείδητο. Ὁ γιατρός τώρα θά βάλει τό χέρι του στό κάτω πάτωμα καί θ’ ἀρχίσει νά ψαρεύει στά σκοτεινά, ἀφοῦ παράθυρο δέν ὑπάρχει. Ψαρεύει στά σκοτεινά καί τραβάει καί βγάζει. Κοιτάζει τί ἔπιασε, ξαναβάζει τό χέρι του, ψαρεύει, τραβάει... Πάντα στά σκοτεινά. Κάποτε βγάζει κάτι στήν ἐπιφάνεια –ἄν τό βγάλει– καί λέει «Εἶναι αὐτό».
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Ὁμιλία 4η
Ψαλμός 31ος
«Μακάριος ἀνήρ, ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν, οὐδέ ἐστιν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ δόλος». Εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος πού δέν τοῦ λογαριάζει πιά ὁ Θεός ἁμαρτία, οὔτε ὑπάρχει στό στόμα του δόλος, ὑποκρισία.
Βλέπετε ὅτι ἐδῶ ἐκφράζει τή χαρά αὐτοῦ πού μετανόησε. Ὁ 1ος καί ὁ 2ος στίχος εἶναι ἡ χαρά τοῦ μετανοοῦντος∙ γι’ αὐτό λέει ὁ Δαβίδ «εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος πού συγχωρέθηκε ἀπό τόν Θεό».
Ἀλλά δεῖτε ἀκριβῶς τί λέει: «εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος πού δέν τοῦ λογαριάζει πιά ὁ Θεός ἁμαρτία». Αὐτό σημαίνει ὅτι μέχρι τότε μποροῦσε ὁ Θεός νά τοῦ λογαριάζει ἁμαρτία.
Τό ρῆμα λογίζομαι –«λογίσητε Κύριος ἁμαρτίαν»– σημαίνει κάνω λογαριασμό. Παραβάλλετε τήν παραβολή τοῦ χρεώστου δούλου, πού λέει «συνᾶραι λόγον», νά ἀποδώσει λογαριασμό. Μιλάει ἐκεῖ γιά τόν χρεωφειλέτη δοῦλο, πού χρωστοῦσε τά μύρια τάλαντα, καί τά λοιπά. Παραβάλλετε σᾶς εἶπα. Βλέπετε ὅτι πραγματικά ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνα χρέος, ἕνα βαρύ χρέος; Ὅμως εὐτυχισμένος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού δέν θά τοῦ λογαριάσει ὁ Κύριος ἁμαρτία, χρέος∙ τίποτα.
Καταλαβαίνετε, ἀγαπητοί μου, τί σημαίνει μετανοῶ ; Ὤ, νά τό ἤξεραν αὐτό τό πράγμα οἱ ἄνθρωποι...! Θά ἔτρεχαν ὅλοι νά μετανοήσουν! Ἀλλά... δέν ξέρουν. Θά πῶ ἄλλη μιά φορά αὐτό πού λέγαμε καί χθές τό βράδυ: «Ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς...» ! Ὁ Διάβολος ἔχει τυφλώσει τά μάτια τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, καί δέν βλέπουν, δέν καταλαβαίνουν τί μεγάλη ἀξία ἔχει ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν!
Καί παρακάτω λέει: «οὐδέ ἐστιν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ δόλος». Αὐτό σημαίνει πώς ὅταν ἁμαρτήσει κάποιος καί ζητήσει συγχώρεση ἀπό τόν Θεό, τή ζητάει μέ εἰλικρίνεια, χωρίς δόλο, χωρίς ὑστεροβουλία. Δέν λέει: «Ἔ, καλά∙ ἄν μέ ρωτήσει ὁ πνευματικός, θά τό πῶ∙ ἄν δέν μέ ρωτήσει, δέν θά τό πῶ»! Μά τί εἶναι ὁ πνευματικός; Ἀνακριτής εἶναι;... Εἰσαγγελέας εἶναι;... Πηρούνι καί τρίαινα κρατάει, νά ψαρεύει στά κατάβαθα τῆς συνειδήσεώς σου καί τοῦ ὑποσυνειδήτου σου, γιά νά βρεῖ τόν βόρβορό σου καί τά θέματά σου καί τίς ὑποθέσεις σου;... Τί εἶναι ὁ πνευματικός; Τό λέει καί ἡ λέξη: ἐξ - ὁμολογῶ, ἤ ἐξ - ἀγορεύω, δηλαδή βγάζω ἀπό μέσα μόνος μου ὅ,τι ἔχω, μέ τή θέλησή μου, μέ εἰλικρίνεια καί μέ πνεῦμα συντριβῆς καί μετανοίας! Αὐτό θά πεῖ ὅτι ἐδῶ δέν ὑπάρχει στό στόμα του δόλος.
Ἡ εἰλικρίνεια λοιπόν εἶναι βασικότατη προϋπόθεση τῆς ἀφέσεως. Αὐτό τό βλέπουμε στόν Δαβίδ πού εἶπε «ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ». Δέν πάει νά κρυφτεῖ, δέν πάει νά πεῖ: «Καί ποιός σοῦ εἶπε ἐσένα ὅτι ἐγώ ἔκανα αὐτή τήν ἁμαρτία;». Καί νά φαντασθεῖτε, ὁ Δαβίδ ἦταν βασιλιάς, κι ἔπρεπε νά περισωθεῖ τό κῦρος του, ἔπρεπε νά περισωθοῦν κάποια προσχήματα τοῦ ἀξιώματός του∙ εἶναι πάρα πολύ φυσικό! Καί τό καταπληκτικότερο εἶναι ὅτι ὁ Δαβίδ ἁμάρτησε κρυφά∙ ἀλλά ὅπου διαβάζεται τό Ψαλτήρι, ἡ ἁμαρτία του γίνεται γνωστή στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων! Μάλιστα τοῦ τή βγάλαμε κι ἐμεῖς σήμερα ἐδῶ στή φόρα! Ἐάν ἦταν ὁ Δαβίδ ἐδῶ, θά μᾶς πήγαινε στόν Εἰσαγγελέα...! Ἀλλά ὁ Δαβίδ μετανόησε, καί δέν ἐνδιαφέρεται τί θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι∙ τόν ἐνδιαφέρει τί θά πεῖ ὁ Θεός. Καί ἔρχεται νά μᾶς διακηρύξει τή χαρά του, πού ὁ Θεός τόν συγχώρησε. Δέν τόν νοιάζει πιά τί θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτό δείχνει ὅτι εἰλικρινά εἶχε μετανοήσει.
Τώρα στούς στίχους 3 καί 4 θά ἐκφράσει τό βασανιστήριο πού πέρασε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο. Ἐδῶ προσέξτε∙ θά πάρουμε λέξη μέ λέξη τό κείμενο. Βέβαια δέν πειράζει ἄν ὁ χρόνος δέν μᾶς πάρει, ἔστω ἀκόμη κι ἄν ἀφήσουμε κάποια χωρία χωρίς νά τά ἀναλύσουμε ἀπόψε.
«Ὅτι ἐσίγησα, ἐπαλαιώθη τὰ ὀστᾶ μου ἀπὸ τοῦ κράζειν με ὅλην τὴν ἡμέραν». Δέν μίλησα∙ εἶχα κλείσει τό στόμα μου. Τά κόκκαλά μου ἔλιωσαν νά στενάζω μέρα καί νύχτα. Ποῦ νά τό πῶ αὐτό; Εἶχα ἁμαρτήσει! Ποῦ νά τό πῶ;...
Ξέρετε τί σημαίνει νά κρατᾶς μέσα στήν καρδιά σου τό ἁμάρτημά σου καί νά μήν τό λές; Γίνεται φίδι καί σέ τρώει! Γίνεται καημός, γίνεται ρήμαγμα. Ἀγαπητοί μου, αὐτό τό κρύψιμο τῆς ἁμαρτίας του πού κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἔχει σιγήσει δηλαδή ὅλα του τά χρόνια, μπορεῖ νά τοῦ κάνει μαύρη ὁλόκληρη τή ζωή του! Νά ἔρχονται Χριστούγεννα, νά ἔρχεται Πάσχα, καί πάλι Χριστούγεννα καί πάλι Πάσχα, νά βλέπει τή χαρά νά εἶναι διάπλατη καί σκορπισμένη στόν κόσμο, καί αὐτός νά ἔχει μαύρη ψυχή!... Ξέρετε πόσοι ἄνθρωποι μοῦ ἔχουν πεῖ ὅτι πέρασαν πολλές γιορτές, πού ἔβλεπαν τούς ἄλλους νά πηγαίνουν νά κοινωνοῦν, ὅλους νά γιορτάζουν, κι αὐτοί νά αἰσθάνονται πολύ ἄσχημα καί πολύ βαρειά, γιατί ἔνιωθαν τήν ψυχή τους μέσα στήν ἁμαρτία; Σιγοῦσαν ὅμως. Δέν πήγαιναν νά ποῦν τήν ἁμαρτία τους. Τούς κρατοῦσε ἡ ἁμαρτία.
Δέν ὑπάρχει πραγματικά μεγαλύτερο βασανιστήριο. Ἐκεῖνοι πού τό ἔχουν δοκιμάσει, ξέρουν τί φοβερό πράγμα εἶναι. Νομίζω ὅτι λίγο - πολύ ὅλοι ἔχουμε δοκιμάσει βάρος ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, ἄλλος λίγο ἄλλος πολύ, ἔχουμε πεῖρα. Ἄν μάλιστα κάποια φορά εἶναι βαρύ τό ἁμάρτημα, εἶναι φόνος, μία μοιχεία, δέν ξέρω τί εἶναι, πάντως μία προδοσία, τότε εἶναι ἀβάσταχτο! Καί τότε νά τά ἀποτελέσματα∙ μᾶς τά ἀπαριθμεῖ ὁ Δαβίδ:
«Ἐπαλαιώθη τὰ ὀστᾶ μου ἀπὸ τοῦ κράζειν με ὅλην τὴν ἡμέραν». Πάλιωσαν τά ὀστά μου ἀπό τό νά κραυγάζω ὅλη τήν ἡμέρα.
Τό ρῆμα κράζω εἶναι ἐντονότερο ἀπό τό λέω. Αὐτήν τή στιγμή λέω σ’ ἐσᾶς κάτι, σᾶς μιλάω∙ ἄν ἔπρεπε ὅμως νά ἔχουμε μιά μεγάλη αἴθουσα, γιά νά μ’ ἀκούσουν καί οἱ τελευταῖοι ἀκροατές, τότε θά ἔκραζα, θά φώναζα. Γι’ αὐτό πολλές φορές στά εὐαγγέλια συναντᾶμε τό ρῆμα κράζω γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. «Ἔκραξεν ὁ Ἰησοῦς...» , πού σημαίνει φώναξε, καί φώναζε γιά νά ἀκουστεῖ.
Πολλές φορές ὅμως φωνάζουμε, ὄχι μόνο γιά νά ἀκουστοῦμε, ἀλλά γιατί πονᾶμε. Αὐτό λοιπόν τό κράζω σημαίνει βγάζω ἀναστεναγμούς∙ εἶναι τό ὤχ τῆς ψυχῆς. Αὐτό τό ὤχ τῆς ψυχῆς δημιουργεῖ ἕνα βάρος ἀβάσταχτο. Νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι αὐτό τό ὤχ τῆς ψυχῆς πού κράζει, αὐτός ὁ ἀναστεναγμός, εἶναι μία διέξοδος, ἐκτόνωση μιᾶς φοβερῆς ἐσωτερικῆς πιέσεως. Εἶναι σάν μιά βαλβίδα σ’ ἐκεῖνον τόν ταχυβραστήρα, πού ὅταν ὑπάρχει πολύ μεγάλη πίεση μέσα, βγαίνει ὅσος ἀτμός εἶναι δυνατόν νά βγεῖ. Μάλιστα κάποτε ὁ ἄνθρωπος θέλει νά βρίσκεται μόνος του νά φωνάξει! Αὐτή ἡ κατάσταση ὅμως γιά τόν Δαβίδ γινόταν συνέχεια, γιατί λέει: «ἀπὸ τοῦ κράζειν με ὅλην τὴν ἡμέραν»! Ὅλη τήν ἡμέρα, δηλαδή πάντοτε. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἡσυχάσει, δέν μπορεῖ! Καί τότε πέφτει στή μελαγχολία. Καί ἡ μελαγχολία ἀρχίζει νά σκιάζει τήν ψυχή.
Ἐδῶ προσέξτε κάτι, πού θά μᾶς πεῖ ὁ πιό κάτω στίχος, ἀλλά ἄς τό πῶ ἀπό τώρα γιά νά τά συνδέσω. Λέει στόν 4ο στίχο: «ἐν τῷ ἐμπαγῆναί με ἄκανθαν», γιατί μπήχτηκε ἕνα ἀγκάθι. Καί τό ἀγκάθι εἶναι ἡ ἁμαρτία.
Αὐτό τό ἀγκάθι τώρα τί εἶναι; Θά χρησιμοποιήσω μερικούς ὅρους ἀπό τή σύγχρονη Ψυχολογία, γιά νά γίνω πιό κατανοητός, ἀλλά κυρίως καί προπαντός γιατί ἡ σύγχρονη Ψυχολογία χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ἄκανθα. Κάνει δέ ἐντύπωση ὅτι ὁ Φρόϋντ, αὐτός πού χαρακτηρίζεται ὡς πατήρ τῆς Ψυχιατρικῆς –ἄλλο ὅτι πῆρε στραβό δρόμο, καί δημιουργήθηκε ὁ διαβόητος Φροϋδισμός– ἔκανε παρατηρήσεις στό ὑποσυνείδητο. Εἶναι ὁ πρῶτος πού ἔκανε τίς παρατηρήσεις αὐτές∙ καί ἐκεῖνο πού ἐνοχλεῖ τόν ἄνθρωπο στή συνείδηση ξέρετε πῶς τό ὀνόμασε; ἄκανθα!
Ἄραγε νά εἶχε διαβάσει αὐτόν τόν Ψαλμό; Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Φρόϋντ ἦταν Ἑβραῖος, Γερμανοεβραῖος∙ δέν ξέρω ἄν τό ξέρετε αὐτό. Ἄραγε νά εἶχε διαβάσει αὐτόν τόν Ψαλμό, ἤ μήπως συμπίπτει ἡ περίπτωση; Προφανῶς ὄχι τυχαῖα! Ἀλλά συμπίπτει στό νά βρεθεῖ ἡ κατάλληλη λέξη, γιά νά ἀποδοθεῖ ἐκεῖνο πού ὑπάρχει. Πιθανῶς τό δεύτερο.
Γιά νά καταλάβουμε τί εἶπε ὁ Φρόϋντ πάνω σ’ αὐτό –καί ἄλλοτε σᾶς τά ἔχω πεῖ, ἀλλά δέν πειράζει νά τά ξαναλέμε καμιά φορά, δέν βλάπτει∙ ἔτσι δέν εἶναι;– εἶναι ὅτι ἐδῶ παρουσιάζει τό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου μέ δυό πατώματα σ’ ἕνα διώροφο σπίτι, σάν κι αὐτό ἐδῶ ἀπέναντι πού κτίζεται τό καινούργιο, πού λέγαμε προηγουμένως. Τό κάτω πάτωμα δέν ἔχει παράθυρα –ἀκριβῶς, ἦρθε κουτί στό παράδειγμα!– τό πάνω πάτωμα ὅμως ἔχει. Τό πάνω πάτωμα τό ὀνόμασε συνείδηση, πού φωτίζεται, καί ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει γνώση τῶν ὅσων συμβαίνουν μέσα στήν ψυχή του. Τό κάτω πάτωμα δέν ἔχει παράθυρα, δέν φωτίζεται, καί ἔτσι δέν παίρνει εἴδηση ὁ ἄνθρωπος τί γίνεται ἐκεῖ, δηλαδή στό βαθύτερο τμῆμα τῆς ψυχῆς του. Αὐτό τό ὀνόμασε ὑποσυνείδητο.
Ὅταν ὑπάρξει ἕνα παράπτωμα, ἕνα ἁμάρτημα, τότε ἀρχίζει νά μπαίνει τό ἀγκάθι, ἡ ἄκανθα. Σᾶς ἔχει μπεῖ ποτέ κανένα ἀγκάθι στό πόδι, μέσα στό παπούτσι; Δέν μπορεῖτε νά περπατήσετε. Ἀμέσως κουτσαίνετε καί βγάζετε τό παπούτσι σας νά δεῖτε τί γίνεται. Ἡ ἄκανθα ἐμποδίζει ἀκριβῶς τή συνείδηση καί ἐνοχλεῖ καί λέει: «Ἁμάρτησες ! ἁμάρτησες ! ἁμάρτησες !» καί δῶσ’ του μπήγεται, καί δῶσ’ του μπήγεται ὅλο καί πιό βαθειά!... Μπήγεται, μπήγεται... συνέχεια προχωράει τό ἀγκάθι, καί ἡ συνείδηση πονάει, πονάει, πονάει... Ὁ ἄνθρωπος βαρύνεται∙ δέν μπορεῖ νά ὑποφέρει πλέον. Καί τότε μέσα στόν πόνο του, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, περνάει ὁ καιρός, καί γίνεται τό ἑξῆς περίεργο: τό αἴτιο πού προκάλεσε τόν πόνο στή συνείδηση, δηλαδή ἡ ἄκανθα, δηλαδή ἡ ἁμαρτία, κατέβηκε στό κάτω πάτωμα! Ἐκεῖ τώρα τό αἴτιο τό χάσαμε∙ ὅμως ἔχουμε τά ἀποτελέσματα. Ἡ ψυχή εἶναι ἄρρωστη. Πέφτει σέ μελαγχολίες, πέφτει σέ ἀντιδράσεις ποικίλες, σέ ψυχώσεις, σέ νευρώσεις, σέ ψυχονευρώσεις, σέ... ποικίλα παράξενα καί περίεργα φαινόμενα!
Ὁ ψυχίατρος, ὅπως ὑπέδειξε ὁ Φρόϋντ τότε, κάνει αὐτή τή δουλειά. Βλέπει τή συνείδηση, ἤ κάνει ἐρωτήσεις. Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα: Καμιά φορά βλέπουμε ὅτι πάθαμε κάτι∙ ἄς ποῦμε ἔχουμε μιά πληγή στό χέρι μας. Τήν πληγή τή βλέπουμε, ἀλλά δέν καταλάβαμε πῶς συνέβη. Πολλές φορές χτυπᾶμε, καί δέν τό ἀντιλαμβανόμαστε. Κάπου πήγαμε νά περάσουμε σ’ ἕνα ἔπιπλο, στό κρεβάτι μας, κάπου, χτυπήσαμε, ἔτρεξε αἷμα, δέν τό ἀντιληφθήκαμε, μόνο βλέπουμε ὅτι τώρα τρέχει αἷμα. Ἔτσι λοιπόν κι ἐδῶ, βλέπει ὁ ψυχίατρος, ἤ βλέπει ὁ ἀσθενής, τό ἀποτέλεσμα πού ὑπάρχει, ἀλλά δέν βλέπει τί τό προκάλεσε. Δέν τό βλέπει. Οὔτε ὁ ἀσθενής τό βλέπει, δέν τό ξέρει. Τό ἔχασε, τό ξέχασε, πέρασε στό ὑποσυνείδητο. Ὁ γιατρός τώρα θά βάλει τό χέρι του στό κάτω πάτωμα καί θ’ ἀρχίσει νά ψαρεύει στά σκοτεινά, ἀφοῦ παράθυρο δέν ὑπάρχει. Ψαρεύει στά σκοτεινά καί τραβάει καί βγάζει. Κοιτάζει τί ἔπιασε, ξαναβάζει τό χέρι του, ψαρεύει, τραβάει... Πάντα στά σκοτεινά. Κάποτε βγάζει κάτι στήν ἐπιφάνεια –ἄν τό βγάλει– καί λέει «Εἶναι αὐτό».
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας