Δρ Χαραλάμπη Μ. Μπούσια, Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ὁ μεγάλος ἀπολογητὴς τῆς πίστεως Τερτυλλιανὸς ποὺ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ δευτέρου αἰῶνος ἔγραφε γιὰ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι «τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα»: «Ὁπουδήποτε κι ἂν πρόκειται νὰ φθάσουμε, γιὰ ὁπουδήποτε κι ἂν πρέπει νὰ ξεκινήσουμε, ὅταν φθάνουμε στὸν προορισμό μας καὶ ὅταν ξεκινοῦμε γιʼ αὐτόν, ὅταν βάζουμε τὰ ὑποδήματά μας ἢ τὰ ἐνδύματά μας, ὅταν πλενόμαστε, ὅταν τρῶμε, ὅταν ἀνάβουμε τὸ λυχνάρι, ὅταν πέφτουμε στὸ κρεββάτι, ὅταν καθόμαστε στὸ τραπέζι, ὅταν ἀρχίζουμε κάποια συζήτηση, κάνουμε στὸ μέτωπό μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ».
Μὲ αὐτὴ τὴ μικρὴ ἀλλὰ θαυματουργικὴ κίνηση διώχνουμε μακριὰ τὸ ταγκαλάκι, ὅπως ὀνόμαζε τὸν πονηρὸ ὁ Ἅγιος Παΐσιος, καὶ περιβαλλόμαστε μὲ μιὰ ἀόρατη χάρη, τὴ χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ, τοῦ αἰώνιου νικητῆ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης ἔλεγε ὅτι: «Ὁ σταυρὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ σημεῖο του, καὶ ἡ σκιά του ἀκόμη, προκαλοῦν τρόμο στοὺς δαίμονες. Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι ἀρκεῖ νὰ βυθίσει κανεὶς τὸ σταυρὸ στὸ νερό, γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσει. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν κίνηση τὸ ἁπλὸ νερὸ γίνεται ἰαματικό, καὶ διώχνει τὰ δαιμόνια».
Οἱ Ἑβραῖοι δὲν μπόρεσαν ποτὲ νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ Χριστὸ ὡς Μεσσία, γιατὶ δὲν νοοῦσαν Θεὸ ἐσταυρωμένο πάνω σὲ ἕνα ἀτιμωτικὸ σταυρό. Δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τὴ δόξα τοῦ Σταυροῦ. Γιὰ ἐμᾶς, ὅμως, τοὺς Χριστιανοὺς ὁ Σταυρὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, εἶναι ἡ πυξίδα μας πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Καὶ γνωρίζουμε καλὰ ὅτι μέσα ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ ὁδηγούμαστε στὴν Ἀνάσταση, μέσα ἀπὸ τὴ σταυρικὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ἀγαλλίαση.
Δυστυχῶς σήμερα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ζητοῦμε μιὰ ζωὴ ἀσταύρωτη, ζητοῦμε νὰ κατακτήσουμε τὸν παράδεισο χωρὶς νὰ σηκώσουμε σταυρὸ στὴ ζωή μας. Θέλουμε δόξα χωρὶς σταυρό. Ἔτσι, γινόμαστε καὶ ἐμεῖς ἄπιστοι, γινόμαστε Ἑβραῖοι. Ἀρνούμενοι τὸ σταυρό μας, τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη, τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴν ἄσκηση ἀρνούμαστε τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας, ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Ἐσταυρωμένο μας Ἰησοῦ. Καὶ ἀρνούμενοι τὸ Χριστό μας αὐτονομούμαστε καὶ ἐγωϊστικὰ φερόμενοι πέφτουμε στὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ.
Πρέπει νὰ τὸ νοιώσουμε βαθιὰ ὅτι γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ὁ σταυρὸς καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι ἡ δύναμή μας, εἶναι τὸ σθένος μας, εἶναι ἡ ἰσχύς μας σὲ ἀντιθέση μὲ τοὺς ἀπίστους, ποὺ γιὰ αὐτοὺς ὁ σταυρὸς εἶναι μωρία καὶ αἰσχύνη. «Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολυμμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορινθ. α΄ 18).
Μιὰν ἡμέρα, ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό, ὁ Γέροντας Δωρόθεος, ὁ Θηβαῖος, ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του στὸ πηγάδι νὰ φέρει νερό. Ἐκεῖνος μόλις ἔσκυψε καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ ρίψει στὸ νερὸ τὸν κουβὰ εἶδε μιά ἀσπίδα, ἕνα δηλητηριῶδες φίδι, νὰ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτό. Ἐγκατέλειψε τότε τὸν κουβὰ καὶ ἔτρεξε στὸ Γέροντα φωνάζοντας: Ἀββᾶ χαθήκαμε, τό πηγάδι δηλητηριάστηκε ἀπὸ μιὰ ἀσπίδα. Κι ἂν ὁ διάβολος ἀποφασίσει νὰ ρίψει ἀσπίδες σὲ ὅλα τὰ πηγάδια, ἐσὺ θὰ πεθάνεις ἀπὸ τὴ δίψα; Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας κουνώντας τὸ κεφάλι, γιὰ τὴ δειλία τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Μετὰ πῆγε ὁ ἴδιος στὸ πηγάδι πῆρε τὸν κουβὰ καὶ ἔβγαλε μόνος του νερό. Τὸ σταύρωσε, ἤπιε ὁ ἴδιος καὶ ἔδωσε καὶ στὸν ὑποτακτικό του λέγοντας: Ὅπου ὑπάρχει σταυρὸς δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ.
Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ εἶναι δύναμη σωτηριώδης, δύναμη εὐεργετική, δύναμη θεϊκῆς δωρεᾶς πρὸς τὸν ἀνίσχυρο ἄνθρωπο. Καὶ ἡ δύναμη αὐτὴ μᾶς ἀγκαλιάζει ὅλους, ὅλους μας ποὺ πιστεύουμε στὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ, σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση σὲ βορρὰ καὶ νότο, ἀφοῦ κατὰ τὸ τροπάριο τῶν αἴνων τῆς ἑορτῆς του «εὖρος καὶ μῆκος Σταυροῦ, οὐρανοῦ ἰσοστάσιον».
Δηλαδὴ τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος τῶν ἀκτίνων τοῦ Σταυροῦ ἐπεκτεινόμενα στὸ ἄπειρο καλύπτουν ὅλη τὴ γῆ καὶ φθάνουν μέχρι τὰ πέρατα τοῦ οὐρανοῦ δεικνύοντα ταυτόχρονα καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου ποὺ εἶναι ἀπεριόριστη, εἶναι ἡ ἀγάπη χωρὶς σύνορα, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ὅλους μας καὶ μᾶς ἀνεβάζει στὸν ὁλόφωτο οὐρανό.
Ἀναφέρεται ὅτι κάποιος νέος παραστράτησε, μὰ τόσο μετανόησε, ὅταν ἡ Θεία Χάρη τὸν ἐπισκέφτηκε ἀπὸ ἕνα κήρυγμα ποὺ ἄκουσε, ὥστε ἄφησε τὸν κόσμο κι ἔγινε καλόγερος. Ἔφτιαξε μιὰ καλύβα στὴν ἔρημο κι ἔκλαιγε κάθε μέρα μὲ πολὺ πόνο τὶς ἁμαρτίες του. Μὲ τίποτα, ὅμως, δὲν μποροῦσε νὰ παρηγορηθεῖ. Μιὰ νύχτα παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἰησοῦς, περιτριγυρισμένος ἀπὸ φῶς οὐράνιο. Πῆγε κοντά του μὲ καλωσύνη καὶ τοῦ εἶπε μὲ τὴ γλυκιὰ φωνή Του:
- Τί ἔχεις, ἄνθρωπε καὶ κλαῖς, μὲ τόσο πόνο;
- Κλαίω, Κύριε, ἀπάντησε ἐκεῖνος, γιατὶ ἔπεσα σὲ ἁμαρτία, εἶπε μὲ ἀπελπισία ὁ ἁμαρτωλός.
- Ὤ, τότε σήκω, τοῦ εἶπε παρήγορα ὁ Χριστός μας!
- Δὲν μπορῶ μόνος, Κύριε, ἀπάντησε ὁ μοναχὸς τρέμοντας. Ἅπλωσε τότε τὸ Θεϊκό Του χέρι ὁ Κύριος τῆς ἀγάπης καὶ τὸν βοήθησε νὰ σηκωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν σταμάτησε νὰ κλαίει.
- Τώρα γιατί κλαῖς; Τοῦ εἶπε!
- Πονῶ, Χριστέ μου, γιατὶ σὲ λύπησα. Ξόδεψα τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Σου σὲ ἀσωτίες, συνέχισε ὁ μοναχός. Ἔβαλε τότε μὲ στοργὴ τὸ χέρι Του ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης στὸ κεφάλι τοῦ πονεμένου ἁμαρτωλοῦ καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἱλαρότητα:
- Ἀφοῦ γιὰ μένα πονᾶς τόσο πολύ, ἐγὼ ἔπαυσα πιὰ νὰ λυπᾶμαι γιὰ τὰ περασμένα, γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Ὁ νέος σήκωσε τὸ βλέμμα του, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Σωτήρα του, μὰ Ἐκεῖνος δὲν βρισκόταν πιὰ ἐκεῖ. Στὴ θέση ποὺ πατοῦσε εἶχε σχηματισθεῖ ἕνας πελώριος ὁλόφωτος σταυρός. Λυτρωμένος πιὰ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἔπεσε ὁ μοναχὸς καὶ τὸν προσκύνησε. Μὲ εὐγνωμοσύνη στὴν ψυχή, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ἐκεῖνο, κατέβηκε πάλι στὴν πολιτεία ὁ νέος μοναχός, γιὰ νὰ γίνει πιὰ θερμὸς κήρυκας τῆς μετανοίας καὶ νὰ ὁδηγήσει στὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ πολλοὺς ἄλλους παραστρατημένους. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας μὲ κραυγαλέο τρόπο φανέρωσε σὲ διάφορες περιστάσεις μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, ὅτι τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του καὶ τὸ ἀήττητο τρόπαιο τῶν πιστῶν.
Ἂς θυμηθοῦμε τὸ Μεγάλο Κωνσταντῖνο μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ τιμίου Σταυροῦ καὶ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα», καὶ μάλιστα μέρα μεσημέρι, μὲ μάρτυρες ὅλους τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατεύματός του.
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἐλεήμονα στρατηγό, Ἅγιο Εὐστάθιο, τὸν Πλακίδα, ποὺ εἶδε πρὶν γνωρίσει τὸ Χριστὸ ἀνάμεσα στὰ κέρατα ἑνὸς ἐλαφιοῦ ἕνα φωτεινὸ σταυρὸ καὶ ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Γιατί, Πλακίδα, μὲ κυνηγᾶς; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ δὲν μὲ γνωρίζεις, ἀλλὰ μὲ εὐαρε- στεῖς μὲ τὰ καλά σου ἔργα. Γιὰ χάρη σου λοιπὸν φάνηκα πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐλάφι. Οἱ ἐλεημοσύνες καὶ οἱ καλές σου πράξεις μὲ εὐχαρίστησαν. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ φανερώθηκα, γιατὶ δὲν εἶναι δίκαιο ἕνας ἄνθρωπος σὰν κι ἐσένα νὰ μὴ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια...».
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἅγιο Μάρτυρα Προκόπιο ποὺ ὡς διώκτης πρῶτα τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐνῶ πορευόταν πρὸς τὴν Ἀλεξάνδρεια, μιὰ νύκτα εἶδε ἕνα σταυρὸ μὲ μορφὴ κρυστάλλου καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: « Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Ἂς θυμηθοῦμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, τὸ Θεολόγο, ποὺ θεράπευσε στὴν Πάτμο τὸν παράλυτο εἰδωλολάτρη ἱερέα τοῦ Ἀπόλλωνα, σφραγίζοντάς τον μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο, Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, ποὺ ὅταν ἦταν ἀκόμα μικρὸ δεκάχρονο παιδί, ἕνα ἀτίθασο μοσχάρι τὸν τραυμάτισε σοβαρὰ στὸ μηρὸ καὶ τὸν ἔρριξε χάμω, ἀνίκανο πιὰ νὰ σηκωθεῖ. Τότε ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός, ὁ Κλεόβιος, τὸν σταύρωσε τρεῖς φορὲς στὸ χτυπημένο μέλος, καὶ ἀμέσως ὁ μικρὸς Ἐπιφάνιος γιατρεύτηκε καὶ σηκώθηκε. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, πολὺ ἀργότερα, σταύρωσε τρεῖς φορὲς ἐπίσης τὴ θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ τῆς Περσίας, καὶ τὴν ἀπάλλαξε ἀμέσως ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὴ βασάνιζε.
Ἂς θυμηθοῦμε ἐπίσης τὴν Ἁγία μὲ τὸ ὄνομα Βασίλισσα, ποὺ ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Νικομηδείας Ἀλέξανδρος τὴν ἔρριξε μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι, αὐτὴ σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ δὲν πειράχθηκε καθόλου ἀπὸ τὴ φωτιά, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα Θαλλέλαιο, τὸν ἰαματικό, ποὺ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ γιάτρευε ὅλους τοὺς ἀρρώστους, ποὺ ἔτρεχαν κοντά του.
Ἂς θυμηθοῦμε τέλος τὸν Ὅσιο Ἀνδρέα, τὸν κατὰ Χριστὸ Σαλό, καὶ τὸν Ἅγιο Ζαχαρία, τὸ Σκυτοτόμο, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἄνοιγαν τὶς νύχτες τὶς κλειδωμένες πύλες τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου πήγαιναν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὶς ἔκλειναν πάλι, φεύγοντας.
Μὲ τὸ σημεῖο, λοιπόν, τοῦ Σταυροῦ, μὲ τὸ ὁποῖο συντρίβονται πᾶσαι αἱ ἐνάντιαι δυνάμεις, φυλακτήριο καὶ στήριγμα στὴ ζωή μας καὶ μόνιμο σύντροφο στὴν ἀνηφορική μας πορεία, ἂς βαδίζουμε μὲ σταθερότητα καὶ ἂς ἀγωνιζόμαστε τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως, καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θὰ ἐξερχόμαστε ἀπὸ κάθε ἀγῶνα νικητὲς μὲ τὴν ἀόρατη δύναμή του.
Ορθόδοξος Τύπος 13/3/2015
Ὁ μεγάλος ἀπολογητὴς τῆς πίστεως Τερτυλλιανὸς ποὺ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ δευτέρου αἰῶνος ἔγραφε γιὰ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι «τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα»: «Ὁπουδήποτε κι ἂν πρόκειται νὰ φθάσουμε, γιὰ ὁπουδήποτε κι ἂν πρέπει νὰ ξεκινήσουμε, ὅταν φθάνουμε στὸν προορισμό μας καὶ ὅταν ξεκινοῦμε γιʼ αὐτόν, ὅταν βάζουμε τὰ ὑποδήματά μας ἢ τὰ ἐνδύματά μας, ὅταν πλενόμαστε, ὅταν τρῶμε, ὅταν ἀνάβουμε τὸ λυχνάρι, ὅταν πέφτουμε στὸ κρεββάτι, ὅταν καθόμαστε στὸ τραπέζι, ὅταν ἀρχίζουμε κάποια συζήτηση, κάνουμε στὸ μέτωπό μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ».
Μὲ αὐτὴ τὴ μικρὴ ἀλλὰ θαυματουργικὴ κίνηση διώχνουμε μακριὰ τὸ ταγκαλάκι, ὅπως ὀνόμαζε τὸν πονηρὸ ὁ Ἅγιος Παΐσιος, καὶ περιβαλλόμαστε μὲ μιὰ ἀόρατη χάρη, τὴ χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ, τοῦ αἰώνιου νικητῆ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης ἔλεγε ὅτι: «Ὁ σταυρὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ σημεῖο του, καὶ ἡ σκιά του ἀκόμη, προκαλοῦν τρόμο στοὺς δαίμονες. Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι ἀρκεῖ νὰ βυθίσει κανεὶς τὸ σταυρὸ στὸ νερό, γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσει. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν κίνηση τὸ ἁπλὸ νερὸ γίνεται ἰαματικό, καὶ διώχνει τὰ δαιμόνια».
Οἱ Ἑβραῖοι δὲν μπόρεσαν ποτὲ νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ Χριστὸ ὡς Μεσσία, γιατὶ δὲν νοοῦσαν Θεὸ ἐσταυρωμένο πάνω σὲ ἕνα ἀτιμωτικὸ σταυρό. Δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τὴ δόξα τοῦ Σταυροῦ. Γιὰ ἐμᾶς, ὅμως, τοὺς Χριστιανοὺς ὁ Σταυρὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, εἶναι ἡ πυξίδα μας πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Καὶ γνωρίζουμε καλὰ ὅτι μέσα ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ ὁδηγούμαστε στὴν Ἀνάσταση, μέσα ἀπὸ τὴ σταυρικὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ἀγαλλίαση.
Δυστυχῶς σήμερα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ζητοῦμε μιὰ ζωὴ ἀσταύρωτη, ζητοῦμε νὰ κατακτήσουμε τὸν παράδεισο χωρὶς νὰ σηκώσουμε σταυρὸ στὴ ζωή μας. Θέλουμε δόξα χωρὶς σταυρό. Ἔτσι, γινόμαστε καὶ ἐμεῖς ἄπιστοι, γινόμαστε Ἑβραῖοι. Ἀρνούμενοι τὸ σταυρό μας, τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη, τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴν ἄσκηση ἀρνούμαστε τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας, ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Ἐσταυρωμένο μας Ἰησοῦ. Καὶ ἀρνούμενοι τὸ Χριστό μας αὐτονομούμαστε καὶ ἐγωϊστικὰ φερόμενοι πέφτουμε στὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ.
Πρέπει νὰ τὸ νοιώσουμε βαθιὰ ὅτι γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ὁ σταυρὸς καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι ἡ δύναμή μας, εἶναι τὸ σθένος μας, εἶναι ἡ ἰσχύς μας σὲ ἀντιθέση μὲ τοὺς ἀπίστους, ποὺ γιὰ αὐτοὺς ὁ σταυρὸς εἶναι μωρία καὶ αἰσχύνη. «Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολυμμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορινθ. α΄ 18).
Μιὰν ἡμέρα, ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό, ὁ Γέροντας Δωρόθεος, ὁ Θηβαῖος, ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του στὸ πηγάδι νὰ φέρει νερό. Ἐκεῖνος μόλις ἔσκυψε καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ ρίψει στὸ νερὸ τὸν κουβὰ εἶδε μιά ἀσπίδα, ἕνα δηλητηριῶδες φίδι, νὰ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτό. Ἐγκατέλειψε τότε τὸν κουβὰ καὶ ἔτρεξε στὸ Γέροντα φωνάζοντας: Ἀββᾶ χαθήκαμε, τό πηγάδι δηλητηριάστηκε ἀπὸ μιὰ ἀσπίδα. Κι ἂν ὁ διάβολος ἀποφασίσει νὰ ρίψει ἀσπίδες σὲ ὅλα τὰ πηγάδια, ἐσὺ θὰ πεθάνεις ἀπὸ τὴ δίψα; Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας κουνώντας τὸ κεφάλι, γιὰ τὴ δειλία τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Μετὰ πῆγε ὁ ἴδιος στὸ πηγάδι πῆρε τὸν κουβὰ καὶ ἔβγαλε μόνος του νερό. Τὸ σταύρωσε, ἤπιε ὁ ἴδιος καὶ ἔδωσε καὶ στὸν ὑποτακτικό του λέγοντας: Ὅπου ὑπάρχει σταυρὸς δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ.
Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ εἶναι δύναμη σωτηριώδης, δύναμη εὐεργετική, δύναμη θεϊκῆς δωρεᾶς πρὸς τὸν ἀνίσχυρο ἄνθρωπο. Καὶ ἡ δύναμη αὐτὴ μᾶς ἀγκαλιάζει ὅλους, ὅλους μας ποὺ πιστεύουμε στὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ, σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση σὲ βορρὰ καὶ νότο, ἀφοῦ κατὰ τὸ τροπάριο τῶν αἴνων τῆς ἑορτῆς του «εὖρος καὶ μῆκος Σταυροῦ, οὐρανοῦ ἰσοστάσιον».
Δηλαδὴ τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος τῶν ἀκτίνων τοῦ Σταυροῦ ἐπεκτεινόμενα στὸ ἄπειρο καλύπτουν ὅλη τὴ γῆ καὶ φθάνουν μέχρι τὰ πέρατα τοῦ οὐρανοῦ δεικνύοντα ταυτόχρονα καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου ποὺ εἶναι ἀπεριόριστη, εἶναι ἡ ἀγάπη χωρὶς σύνορα, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ὅλους μας καὶ μᾶς ἀνεβάζει στὸν ὁλόφωτο οὐρανό.
Ἀναφέρεται ὅτι κάποιος νέος παραστράτησε, μὰ τόσο μετανόησε, ὅταν ἡ Θεία Χάρη τὸν ἐπισκέφτηκε ἀπὸ ἕνα κήρυγμα ποὺ ἄκουσε, ὥστε ἄφησε τὸν κόσμο κι ἔγινε καλόγερος. Ἔφτιαξε μιὰ καλύβα στὴν ἔρημο κι ἔκλαιγε κάθε μέρα μὲ πολὺ πόνο τὶς ἁμαρτίες του. Μὲ τίποτα, ὅμως, δὲν μποροῦσε νὰ παρηγορηθεῖ. Μιὰ νύχτα παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἰησοῦς, περιτριγυρισμένος ἀπὸ φῶς οὐράνιο. Πῆγε κοντά του μὲ καλωσύνη καὶ τοῦ εἶπε μὲ τὴ γλυκιὰ φωνή Του:
- Τί ἔχεις, ἄνθρωπε καὶ κλαῖς, μὲ τόσο πόνο;
- Κλαίω, Κύριε, ἀπάντησε ἐκεῖνος, γιατὶ ἔπεσα σὲ ἁμαρτία, εἶπε μὲ ἀπελπισία ὁ ἁμαρτωλός.
- Ὤ, τότε σήκω, τοῦ εἶπε παρήγορα ὁ Χριστός μας!
- Δὲν μπορῶ μόνος, Κύριε, ἀπάντησε ὁ μοναχὸς τρέμοντας. Ἅπλωσε τότε τὸ Θεϊκό Του χέρι ὁ Κύριος τῆς ἀγάπης καὶ τὸν βοήθησε νὰ σηκωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν σταμάτησε νὰ κλαίει.
- Τώρα γιατί κλαῖς; Τοῦ εἶπε!
- Πονῶ, Χριστέ μου, γιατὶ σὲ λύπησα. Ξόδεψα τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Σου σὲ ἀσωτίες, συνέχισε ὁ μοναχός. Ἔβαλε τότε μὲ στοργὴ τὸ χέρι Του ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης στὸ κεφάλι τοῦ πονεμένου ἁμαρτωλοῦ καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἱλαρότητα:
- Ἀφοῦ γιὰ μένα πονᾶς τόσο πολύ, ἐγὼ ἔπαυσα πιὰ νὰ λυπᾶμαι γιὰ τὰ περασμένα, γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Ὁ νέος σήκωσε τὸ βλέμμα του, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Σωτήρα του, μὰ Ἐκεῖνος δὲν βρισκόταν πιὰ ἐκεῖ. Στὴ θέση ποὺ πατοῦσε εἶχε σχηματισθεῖ ἕνας πελώριος ὁλόφωτος σταυρός. Λυτρωμένος πιὰ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἔπεσε ὁ μοναχὸς καὶ τὸν προσκύνησε. Μὲ εὐγνωμοσύνη στὴν ψυχή, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ἐκεῖνο, κατέβηκε πάλι στὴν πολιτεία ὁ νέος μοναχός, γιὰ νὰ γίνει πιὰ θερμὸς κήρυκας τῆς μετανοίας καὶ νὰ ὁδηγήσει στὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ πολλοὺς ἄλλους παραστρατημένους. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας μὲ κραυγαλέο τρόπο φανέρωσε σὲ διάφορες περιστάσεις μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, ὅτι τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του καὶ τὸ ἀήττητο τρόπαιο τῶν πιστῶν.
Ἂς θυμηθοῦμε τὸ Μεγάλο Κωνσταντῖνο μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ τιμίου Σταυροῦ καὶ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα», καὶ μάλιστα μέρα μεσημέρι, μὲ μάρτυρες ὅλους τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατεύματός του.
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἐλεήμονα στρατηγό, Ἅγιο Εὐστάθιο, τὸν Πλακίδα, ποὺ εἶδε πρὶν γνωρίσει τὸ Χριστὸ ἀνάμεσα στὰ κέρατα ἑνὸς ἐλαφιοῦ ἕνα φωτεινὸ σταυρὸ καὶ ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Γιατί, Πλακίδα, μὲ κυνηγᾶς; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ δὲν μὲ γνωρίζεις, ἀλλὰ μὲ εὐαρε- στεῖς μὲ τὰ καλά σου ἔργα. Γιὰ χάρη σου λοιπὸν φάνηκα πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐλάφι. Οἱ ἐλεημοσύνες καὶ οἱ καλές σου πράξεις μὲ εὐχαρίστησαν. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ φανερώθηκα, γιατὶ δὲν εἶναι δίκαιο ἕνας ἄνθρωπος σὰν κι ἐσένα νὰ μὴ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια...».
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἅγιο Μάρτυρα Προκόπιο ποὺ ὡς διώκτης πρῶτα τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐνῶ πορευόταν πρὸς τὴν Ἀλεξάνδρεια, μιὰ νύκτα εἶδε ἕνα σταυρὸ μὲ μορφὴ κρυστάλλου καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: « Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Ἂς θυμηθοῦμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, τὸ Θεολόγο, ποὺ θεράπευσε στὴν Πάτμο τὸν παράλυτο εἰδωλολάτρη ἱερέα τοῦ Ἀπόλλωνα, σφραγίζοντάς τον μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο, Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, ποὺ ὅταν ἦταν ἀκόμα μικρὸ δεκάχρονο παιδί, ἕνα ἀτίθασο μοσχάρι τὸν τραυμάτισε σοβαρὰ στὸ μηρὸ καὶ τὸν ἔρριξε χάμω, ἀνίκανο πιὰ νὰ σηκωθεῖ. Τότε ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός, ὁ Κλεόβιος, τὸν σταύρωσε τρεῖς φορὲς στὸ χτυπημένο μέλος, καὶ ἀμέσως ὁ μικρὸς Ἐπιφάνιος γιατρεύτηκε καὶ σηκώθηκε. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, πολὺ ἀργότερα, σταύρωσε τρεῖς φορὲς ἐπίσης τὴ θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ τῆς Περσίας, καὶ τὴν ἀπάλλαξε ἀμέσως ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὴ βασάνιζε.
Ἂς θυμηθοῦμε ἐπίσης τὴν Ἁγία μὲ τὸ ὄνομα Βασίλισσα, ποὺ ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Νικομηδείας Ἀλέξανδρος τὴν ἔρριξε μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι, αὐτὴ σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ δὲν πειράχθηκε καθόλου ἀπὸ τὴ φωτιά, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα Θαλλέλαιο, τὸν ἰαματικό, ποὺ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ γιάτρευε ὅλους τοὺς ἀρρώστους, ποὺ ἔτρεχαν κοντά του.
Ἂς θυμηθοῦμε τέλος τὸν Ὅσιο Ἀνδρέα, τὸν κατὰ Χριστὸ Σαλό, καὶ τὸν Ἅγιο Ζαχαρία, τὸ Σκυτοτόμο, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἄνοιγαν τὶς νύχτες τὶς κλειδωμένες πύλες τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου πήγαιναν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὶς ἔκλειναν πάλι, φεύγοντας.
Μὲ τὸ σημεῖο, λοιπόν, τοῦ Σταυροῦ, μὲ τὸ ὁποῖο συντρίβονται πᾶσαι αἱ ἐνάντιαι δυνάμεις, φυλακτήριο καὶ στήριγμα στὴ ζωή μας καὶ μόνιμο σύντροφο στὴν ἀνηφορική μας πορεία, ἂς βαδίζουμε μὲ σταθερότητα καὶ ἂς ἀγωνιζόμαστε τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως, καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θὰ ἐξερχόμαστε ἀπὸ κάθε ἀγῶνα νικητὲς μὲ τὴν ἀόρατη δύναμή του.
Ορθόδοξος Τύπος 13/3/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας