Οἱ αἱρετικοί ἀρειανοί τῆς
Ἀνατολῆς νιώθανε σίγουροι. Κοιμόντουσαν ἥσυχοι
καί λογαριάζανε πῶς θά ἐξουδετερώσουνε τίς λίγες νησίδες Ὀρθοδοξίας, τίς
κορυφές πού ἀντιστέκονταν. Τό Βασίλειο στήν Καισάρεια καί τό Γρηγόριο. Τρίβανε
τά χέρια τους, πού ὁ πρῶτος ἔπεφτε ἄρρωστος ὅλο καί πιό συχνά καί ὁ δεύτερος ἀποτραβήχτηκε
στό ἀσκητήριό του. Οἱ ὀρθόδοξοι, ὅσο βλέπανε τόν τρομερό αὐτοκράτορα Οὐάλη νά
μένει στήν κακοδοξία καί τούς ἀρειανούς ν’ ἁλωνίζουν τήν Ἀνατολή, ἀπογοητεύονταν
καί λουφάζανε.
Ὁ νέος αὐτοκράτορας ἔφασε
στήν Κωνσταντινούπολη, τήν πρωτεύουσά του, τέλος του Νοέμβρη (379). Ἀμέσως εὐνόησε
τούς ὀρθοδόξους.
Τί γινότανε ὅμως ἀπό τό
378 μέχρι τό Νοέμβρη τοῦ 379; Τί βλέπανε καί τί σκέφτονταν οἱ λίγοι ὀρθόδοξοι;
Πολλές πληροφορίες δέν ἔχουμε. Τούς ἀπασχολοῦσε
ὅμως ἡ κατάσταση στήν πρωτεύουσα, πού ὁ ρόλος της γινότανε κάθε μέρα καί πιό ἀποφαστιστικός.
Δέν ἤθελε πολλή φιλοσοφία γιά νά καταλάβει κανείς, πώς ὅ,τι μελλοντικά θά ἐπικρατοῦσε
στήν ἰσχυρή πρωτεύουσα, ἐκεῖνο θά ἐπιβαλλότανε σ’ ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία.
Καί τώρα πού πέθανε ὁ Οὐάλης,
ὁ μεγάλος προστάτης τῶν ἀρειανῶν, ἔπρεπε νά ὀργανωθοῦν οἱ ὀρθόδοξοι. Κάτι νά κάνουν γιά τήν πρωτεύουσα. Νά κερδίσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Τουλάχιστον νά ἔχουνε κεῖ μιά παρουσία ὑπολογίσιμη. Τώρα στήν πρωτεύουσα δέν ὑπῆρχε οὔτ’ ἕνα
παρεκκλήσι ὀρθόδοξο. Οἱ ἀρειανοί πήρανε μέ τή βία καί τήν κάλυψη τῆς αὐλῆς τοῦ
αὐτοκράτορα ὅλους τούς ναούς. Οἱ ὀρθόδοξοι
διαλυθήκανε. Ἄλλοι διωχτήκανε καί ἄλλοι λουφάξανε γιά νά σώσουνε τή ζωή καί τά ὑπάρχοντά
τους. Καί ἐλάχιστοι πού ἄντεξαν δέν εἶχαν
ἐπίσκοπο, δέν εἶχαν πνευματικούς ὁδηγούς.
Κυνηγημένοι ἀπό παντοῦ. Οὔτε παρεκκλήσι δέν τούς ἀφήσανε. Οἱ ἐλάχιστοι
συνειδητοί ὀρθόδοξοι συναντιούνταν κρυφά. Ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ καλύβες καί
σπηλιές τελούσανε τή Λειτουργία καί τά Μυστήρια. Ἀνυπόφορη κατάσταση. Οὔτε στήν
ἐποχή τῶν μεγάλων διωγμῶν τοῦ δευτέρου καί τοῦ τρίτου αἰώνα ἔτσι. Οἱ κακόδοξοι χριστιανοί διῶκτες πιό σκληροί
κι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες διῶκτες!
Τώρα ὅμως πού πέθανε ὁ
Οὐάλης πήρανε μικρή ἀνάσα. Γι’ αὐτό ἔπρεπε
γρήγορα νά βροῦνε λύση γιά τήν πρωτεύουσα.
Οἱ ἐλάχιστοι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι τῆς Μικρασίας τό σκέφτονταν συνεχῶς. Συνεννοοῦνταν μέ τούς ἐπιφανεῖς ἐξόριστους ὀρθοδόξους,
τό Μελέτιο Ἀντιοχείας, τόν Εὐσέβιο Σαμοσάτων καί ἄλλους. Ὁ Βασίλειος στήν
Καισάρεια ὅλο καί πιό ἄρρωστος. Τό μυαλό του ὅμως ἔτρεξε κατά κεῖ πού ἔπρεπε. Στόν ἀσκητή τῆς ἁγίας Θέκλας, στό Γρηγόριο. Ἄλλη
διέξοδος δέν ὑπῆρχε. Ὅλοι συμφωνοῦσαν. Αὐτό φάνηκε σέ συναντήσεις ὑπευθύνων.
Ἀλλά καί οἱ
κωνσταντινοπολίτες κινηθήκανε πιό γρήγορα.
Εἴχανε τόν πόνο δικό τους, μέσα τους, καί μπήκανε πρῶτοι σέ δράση. Συγκροτήσανε μιά ἐπιτροπή. Τήν ἀποτελούσανε ὑπεύθυνοι
καί σοβαροί ὀρθόδοξοι. Δέν ἔπρεπε νά
χάσουνε χρόνο. Ξεκίνησαν ἀπό τήν
πρωτεύουσα μέ κατεύθυνση τήν Ἰσαυρία. Ἐκεῖ κοντά στή Σελεύκεια, λίγο πιό πέρα ἀπό
τό προσκύνημα τῆς ἁγίας Θέκλας, ζοῦσε ὁ ἀσκητής Γρηγόριος ἀπό τή Ναζιανζό. Ἡ
φήμη του εἶχε διαπεράσει τή Μικρασία, προχώρησε σ’ ὅλη τήν αὐτοκρατορία καί
περπάταγε ὅπου γῆ μορφωμένων καί μάλιστα χριστιανῶν. Ὅλοι ξέρανε ὅτι ὁ ἄνθρωπος
αὐτός τά ἔχει ὅλα: ἁγιότητα, δύναμη λόγου, γνώση ἀπέραντη, χάρισμα θεολογίας.
Ἡ ἐπιτροπή τῶν ὀρθοδόξων
ἀντιπροσώπων, μόλις ἔφτασε στήν ἁγία Θέκλα, προσκύνησε καί ζήτησε ἀμέσως τό ἀσκητήριο
τοῦ Γρηγορίου. Προχωρήσανε κεῖ πού τούς ἔδειξαν.
Ἡ ψυχή τοῦ καθενός εἶχε γεμίσει δέος. Ὅλοι νιώθανε τό ἴδιο καί κανείς δέν ἔλεγε
τίποτα στόν διπλανό του. Φτάσανε.
Χτυπήσανε τή χαμηλή ξύλινη πόρτα.
Χτυπήσανε πάλι. Σέ λίγο ἀκούσανε
πίσω της ἐλαφρό θόρυβο. Μισάνοιξε ἡ
πόρτα. Ἔπειτα περισσότερο. Φάνηκε ἡ ἀδύνατη σιλουέτα, λίγο κυρτός ὁ Γρηγόριος.
Μέτωπο καθαρό, φωτεινό. Πρόσωπο ἰσχνό, ἀφανισμένο ἀπό τήν ἄσκηση καί τή
νηστεία. Χέρια, ντύσιμο ξωμάχου ἀγρότη.
Δέν τούς ἔδωσε τήν ἐντύπωση
ἱεροῦ θηρίου. Αὐτόματα τό δέος πού εἴχανε στήν ψυχή τους ὑποχώρησε. Ἁπλά τούς ἔβαλε
νά κάτσουνε σ’ ἕνα ξύλινο πάγκο. Τοῦ
μιλήσανε καθαρά καί χωρίς περιστροφές.
-Θέλουμε, Γρηγόριε,
κάποιον νά συνάξει τούς φοβισμένους ὀρθοδόξους. Τόπο δέν ἔχουμε. Ἔχει ὅμως ὁ
Θεός. Ἅμα φανεῖς ἐκεῖ, στήν πρωτεύουσα, πολλά θ’ ἀλλάξουνε, ἔτσι μᾶς εἴπανε αὐτοί
πού σέ ξέρουν. Νά ’χουμε καί μεῖς ἄνθρωπο νά πεῖ δυό κουβέντες. Οἱ ἀρειανοί
διαθέτουμε ρήτορες, κήρυκες καί θεολόγους. Μ’ αὐτούς μᾶς πολεμᾶνε, ἔτσι καί
προβάλλουμε κάποιαν ἀντίρρηση.
Ὁ Γρηγόριος ἄκουγε μέ
σκυφτό κεφάλι. Συλλογιότανε καί λυπότανε τούς ὀρθοδόξους. Τόν πιέζε μέσα του ἡ ἀγάπη γιά ἡσυχία καί ἐρημία.
Κάποια στιγμή σήκωσε ἀπορημένος τό κεφάλι καί τούς λέει:
-Μά κι ἤρθατε σέ μένα εὐλογημένοι;
Δέ βλέπετε πώς εἶμαι πιά χωριάτης, πώς δέν κάνω γιά πρωτεύουσες καί
μεγαλουσιάνους;...... Ἔπειτα, ἐδῶ στήν ἐρημιά, μέ τό κηπάκι καί τά περαστικά τά
ζωντανά, ξέχασα καί τή ρητορεία μου, πᾶνε καί οἱ θεολογίες μου.. Ἀφῆστε με, ἀδέλφια,
στήν ἐρημιά καί τήν ἀγαπημένη μου φτώχεια...
Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς
Κωνσταντινούπολης τά περίμεναν κάτι τέτοια, σύμφωνα μέ ὅσα εἶχαν ἀκουστά γιά τό
Γρηγόριο. Μά τώρα πού τ’ ἀκούγανε
μπερδευτήκαν. Ἕνας ὅμως τόλμησε νά μιλήσει ὁλοκάθαρα:
-Γρηγόριε, ξέρουμε πώς ἀποφεύγεις
τή δημόσια δράση. Πώς ἐγκατέλειψες τήν ἀγαπημένη σου Ναζιανζό γιά ν’ ἀσκητέψεις
στήν ἐρημιά. Ἀδελφοί καππαδόκες, ἄνθρωποι δικοί σου, μᾶς τά εἶπαν...
-Νά, λοιπόν, πού σᾶς
λέω ἀλήθεια.... Θά βρεῖτε ἄλλον γιά τό ἔργο πού θέλετε.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς Κωνσταντινούπολης,
μιά καί δέν εἶχαν ἄλλη λύση, ἔδειξαν ἐπιμονή κι ἐξηγήσανε τά πάντα:
-Ρωτήσαμε,
Γρηγόριε. Ψάξαμε ὅπου ἔβαζε ὁ νοῦς
μας. Δέ βρήκαμε ἄνθρωπο κατάλληλο. Καί ὅλοι, ὁ Βασίλειος τῆς Καισάρειας, ὁ Εὐσέβιος
τῶν Σαμοσάτων ἀπό τήν ἐξορία του, ἄλλοι πολλοί ἐσένα μᾶς ὑποδείξανε. Ὅλοι ἀπό
σένα περιμένουνε... καί μεῖς μαζί.
Ξέρουμε... δέ σ’ ἀρέσουνε τά ὀργανωτικά, ἐμεῖς θά τ’ ἀναλάβουμε. Σοῦ τ’ ὀρκιζόμαστε.
Ἐσύ τό κήργυμα μόνο, τή θεολογία, Γρηγόριε.
Ν’ ἀνατρέψεις τούς αἱρετικούς τῆς πρωτεύουσας, νά στηρίξεις, νά πείσεις
τούς ὀρθοδόξους. Ἔτσι θά γυρίσουνε στήν ἀλήθεια οἱ πλανεμένοι ἀδερφοί μας. Νά
φανεῖ, νά στεριώσει, στήν πρωτεύουσα ἡ Ὀρθοδοξία. Λυπήσου μας, δέν μποροῦμε
πιά. Ἡ πρωτεύουσα ἐδῶ καί δεκαετίες εἶναι κέντρο τῶν αἱρετικῶν. Δέν μᾶς ἔφταναν
οἱ ἀρειανοί κάθε εἴδους καί οἱ εὐνομιανοί, πληθαίνουν τώρα καί οἱ σαβελλιανοί. Τελευταῖα κινοῦνται μέ πολλούς ὀπαδούς οἱ μαθητές
τοῦ Ἀπολλινάριοιυ τῆς Λαοδικείας. Ἔργο Θεοῦ θά κάνεις, Γρηγόριε, ὄχι δικό
μας. Δέ στό ζητᾶμε γιά μᾶς, γία τή δόξα
τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων...
Τοῦ εἴπανε καί ἄλλα
πολλά. Ἡ ἄρνηση του ἔμενε σταθερή, μέχρι πού τοῦ τόνισαν καί τό ἑξῆς: ὅτι τό νά
ἀναλάβει τό ἔργο τοῦτο εἶναι κυριολεκτικά θέλημα Θεοῦ. Τότε ὑποχώρησε μέσα του. Θά ἦταν ἐγωϊστικό ἀπό μέρος του νά ἐνδιαφέρεται
γιά τόν ἑαυτό του πιό πολύ ἀπ’ ὅσο γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν πειθότανε ὅτι ὄντως
ἤτανε θέλημα Θεοῦ, θά ’σκυβε ἀμέσως τό κεφάλι.
Εἶχε, λοιπόν, καμφθεῖ, μά γιά τήν ὥρα τούτη δέν ἔδωσε ἀπόκριση στούς ἀντιπροσώπους. Ἐκεῖνοι ἐπιμένανε, αὐτός σιωποῦσε.
-Πηγαίνετε στήν εὐχή τοῦ
Θεοῦ. Θά τό συλλογιστῶ πάλι. Κι ἄν εἶναι νά ’ρθω, γρήγορα θά φανῶ κοντά
σας.
Οἱ ἄνθρωποι κοιτάχτηκαν
ἐρωτηματικά. Περισσότερο δέν μποροῦσαν. Χαιρετίσανε τόν ἀσκητή καί φύγανε.
Προσκύνησαν πάλι τά λείψανα τῆς ἁγίας Θέκλας καί γυρίσανε στήν αἱρετική ζούγκλα
τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.131-136)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας