Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Στὴν Κωνσταντινούπολη ἀνασταίνει τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος




 Φτάνει στήν ζούγκλα τῆς Κωνσταντινούπολης 

Τό φθινόπωρο μάδαγε τή φύση. Μελαγχολία πλημμύριζε τούς εὐαίσθητους Κι ὁ ἱερός ἀσκητής ἔμπαινε στό μεγάλο δρόμο. Ὀκτώβρης ἤ Νοέμβρης μήνας, τοῦ 378. Ὁ Γρηγόριος ἤτανε τότε 48 ἤ 49 ἐτῶν. Στό κορύφωμα τῆς ὡριμότητας. Στήν ὥρα τοῦ μεγάλου νηπτικοῦ του ἀγώνα. Προστέθηκε στό καραβάνι νά διασχίσει τώρα, πρίν ἔρθουνε τά χιόνια, τήν κεντρική μικρασιατική γῆ. Ἀπό τήν Καισάρεια στήν Σοανδό καί ἀπό κεῖ Παρνασσό, Ἄγκυρα, Δορύλαιο, Νίκαια. Πέρασε ἀπό τή Νίκαια καί καλοτύχησε τούς ἐπισκόπους ἐκείνους, πού τό 325 μέ τό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος δογμάτισαν γιά τήν ἀλήθεια.  Τοῦ
’ρθαν στό νοῦ ὅλοι. Ὁ γερο-Ἀλέξανδρος τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὁ ἀποφασιστικός Εὐστάθιος τῆς Ἀντιοχείας, ἡ πανίερη μορφή τοῦ Ὁσίου τῆ Κόρντοβας.... Πόσοι εὐλογημένοι καί φωτισμένοι ἀρχιερεῖς! 
Ἀφαιρέθηκε νά σκέπτεται καί νά δοξολογεῖ.... Καί παρά λίγο νά ξεχάσει τόν πρωταθλητή τῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας.  Τόν Ἀθανάσιο. Διακάκι ἄσημο. Οὔτε κἄν ἱερέας.  Κι ὅμως ἤτανε ὁ πρῶτος, ὁ  πιό ἱκανός στίς θεολογικές συζητήσεις.  Προετοίμαζε τούς ἐπισκόπους, τούς προγύμναζε στά θεολογικά κι αὐτοί μπαίνανε στήν συνεδρία καί τά λέγανε σωστά.
Τό καραβάνι συνέχιζε γιά τή Νικομήδεια. Ἔμενε ὁ τελευταῖος σταθμός.  Φτάσανε στή Χρυσούπολη, τό σημερινό Οὐσκουντάρ (Uskȗdar). Καί οἱ τελευταῖοι τοῦ καραβανιοῦ σκορπίσανε. Ὁ Γρηγόριος πῆρε μιά βάρκα καί ἄφησε πίσω του τήν Ἀσία, ἐκεῖ πού ἦταν ἡ ἀγαπημένη Καππαδοκία. Τήν ὥρα τούτη συνειδητοποίησε πώς ἔγινε ξενιτεμένος. Τό κρύο ἀγκάθι τῆς ξενιτειᾶς μπῆκε βαθιά στήν καρδιά του κι ἔνιωσε πόνο. Ἄντεχε ὅμως καί συνέχισε μέ ὄρθιο τό ἠθικό.
Φθινόπωρο καί τά νερά τοῦ Βόσπορου ἤτανε ἥσυχα. Ἡ βάρκα τόν ἔβγαλε στήν εὐρωπαϊκή ἀκτή. Τώρα ἔπρεπε πάλι νά ταξιδέψει λίγες ὧρες μέ μουλάρι. Νά φτάσει ἀπέναντι ἀπό τό ἀρχαῖο Βυζάντιο, στήν Κωνσταντινούπολη.  Ξεπέζεψε μπροστά στό Κεράτιο κόλπο.  Μιά λουρίδα θάλασσας, πού μπαίνει στήν ξηρά, κάπου ἐφτάσμισυ χιλιόμετρα μῆκος. Κι ἔτσι, ἀπό τή μιά μεριά ὁ Κεράτιος κόλπος κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ (Προποντίδα) κάνουν τήν Κωνσταντινούπολη ἕνα τρίγωνο, σχεδόν ἰσοσκελές, πού κλείνει μέ τά τείχη.
Μπροστά στόν Κεράτιο κόλπο στάθηκε ὁ ἀσκητής καί ποιητής κι ἀγνάντεψε τήν περήφανη πρωτεύουσα. Δέν τήν ἔβλεπε πρώτη φορά. Ἡ φήμη της εἶχε νικήσει καί τούς πιό διστακτικούς.  Τά τελευταῖα χρόνια μάλιστα, φαινόταν καθαρά, ὅτι τό ἀποφαστιστικό κέντρο γιά ὅλα θά γινότανε ἡ πόλη τούτη. Ἡ Δύση ὅλο καί ἀδυνάτιζε. Ἡ Ρώμη της μίκραινε. Ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, χάνανε κι αὐτές λίγο-λίγο τή λάμψη τους. Ὅλοι συνάγονταν στήν πόλη τοῦ Βύζα τοῦ μεγαρίτη. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ὅταν τήν ἐγκαινίασε τό 330, τῆς ἔδωσε τ’ ὄνομά του. Ἀπό Βυζάντιο ἔγινε Κωνσταντινούπολη. Κι ἔγινε τόσο θαυμαστή καί μοναδική πόλη, πού ὅλοι τήν ξέρανε καί τήν ξέρουνε ὡς Πόλη. Ἀκόμη καί ἡ τούρκικη ὀνομασία της εἶν’ ἑλληνική (Istanbul= εἰς τήν Πόλη).
Ὁ Γρηγόριος θαύμασε ἀπό μακριά τά ἰσχυρά τείχη. Καθαρός ὁ οὐρανός καί διακρινόταν στό βάθος οἱ σκεπές τῶν ἐπιβλητικῶν ἀνακτόρων. Φαίνονταν τά μεγάλα κτίρια πού ὑπῆρχαν μέχρι τήν Ἀκρόπολη, τό κέντρο τῆς παλιᾶς πόλης τοῦ Βύζα. Ἡ πόλη καί ἡ περιοχή εἶχε ἀνεβοκατεβάσματα. Οἱ ἕξη λόφοι διακρίνονταν τότε καθαρά. Ὑπῆρχε κι ἕνα ἕβδομος πολύ βαθύτερα, πρός τή Θράκη.  Βέβαια οἱ λόγοι δέν ἤτανε ψηλοί. Μόνο 60 μέτρα περίπου.  Δίνανε ὅμως ἰδιαίτερη ὀμορφιά καί χάρη στό  τοπίο. Ἀποκτοῦσε μιά τρυφερότητα καί γινότανε σαγηνευτικό.
Ἄλλωστε ὅλα της, τουλάχιστον ἀπό μακριά, δείχνανε σαγηνευτικά. Μέσα της ὅμως ἔτρεφε ἄνθρώπους αἱρετικούς, πού μισοῦσαν τόν Γρηγόριο καί τήν Ὀρθοδοξία του. Κι αὐτός πήγαινε κεῖ ν’ ἀναστήσει τήν Ὀρθοδοξία, πού ἤτανε διωγμένη, ἐξορισμένη.  Μιά πόλη μέ 250 ἕως 300 χιλιάδες κατοίκους, εἶχε ἐλάχιστους ὀρθοδόξους. Οἱ αἱρετικοί, μέ τίς πλάτες τῶν αὐτοκρατόρων, κυριαρχήσανε καί καταδιώξαν τούς ὀρθοδόξους. Τούς πήρανε ὅλους τούς ναούς καί τούς εἴχανε προγραμμένους. Ὑπήρχανε ἀκόμα στήν πόλη καί ἐθνικοί, εἰδωλολάτρες. Λίγοι ὅμως κι αὐτοί. Ἴσως δύο στούς δέκα κατοίκους.
Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν χριστιανῶν, συνειδητά ἤ ἀπό φόβο καί ἄγνοια, ἤτανε ἀρειανοί. Πιστεύανε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, ὅτι δέν ἔχει τὴν ἴδια φύση μέ τόν Πατέρα. Μ’ αὐτούς θά εἶχε νά κάνει στήν πρωτεύουσα, μόλις θ’ ἄρχιζε τό ἔργο του ὁ Γρηγόριος. Οἱ περισσότεροί τους εἴχανε παρασυρθεῖ. Οἱ πιό καλοπροαίρετοι θ’ ἀκούγανε τά ἐπιχειρήματά του. Τουλάχιστον ἔπρεπε ν’ ἀκουστεῖ ἡ ὀρθή πίστη. Θά τά κατάφερνε ὁ Γρηγόριος; Τό ἐρώτημα κύλαγε κρύο στό αἷμα του καί τοῦ ’φερνε ζάλη. Μιά φωνή ὅμως τόν ἔβγαλε ἀπό τήν ἀγωνία:
-Ἔλα, πάτερ. Τά ’βαλα τά πράματά σου.  Δό μου τό χέρι σου κι ἀνέβα στή βάρκα. Ξεκινᾶμε.
Ὁ Γρηγόριος ὑπάκουσε. Ἀνέβηκε. Κάθισε στήν πρύμνη. Ὁ βαρκάρης χούφτωσε τά κουπιά πού ἄρχισαν μέ κλίση νά βυθίζονται στά ἤσυχα νερά τοῦ Κεράτιου κόλπου. Τί γαλήνη!  Πόσο ἤρεμα ὅλα, τό φθινόπωρινό ἐκεῖνο ἀπόγευμα! Ἠρέμησε καί κεῖνος. Σχεδόν μέσα του δέν κουνιότανε λογισμός. Οὔτε στήν καρδιά αἰσθανότανε βάρος.  Καί ἡ βάρκα προχώραγε. Ἄλλωστε μισό χιλόμετρο καί λιγότερο ἤτανε ἡ ἀπόσταση. Πλησίασε. Στό Πέραμα, λίγο πιό δεξιά ἀπό τό μεγάλο λιμάνι, τό Νεώριο. Ἐκεῖ δένανε οἱ βάρκες, πού ἔρχονταν ἀπό ἀπέναντι, ἀπό τό Γαλατᾶ.


Τόν πετροβόλησαν

Ὁ βαρκάρης πού ἔβλεπε ἀπέναντι καί ἀποροῦσε, ἔβγαλε τό Γρηγόριο ἀπό τήν περίεργη νάρκη:
-Ποιόν περιμένει, Ἀββᾶ, ὅλος τοῦτος ὁ κόσμος;
Καί πράγματι στήν ἀποβάθρα περίμεναν πολλοί ἄνθρωποι. Ἕνα πλῆθος πού δέν κουνιότανε, δέ θορυβοῦσε. Ὁ Γρηγόριος λές καί τώρα μόλις ἄνοιξε τά μάτια. Κοίταξε καί δέν πίστευε. Δέν τό ἤξερε, φυσικά, μά οἱ ἄνθρωποι αὐτοί μαζευτήκανε γιά τόν ἴδιο. Ὁ ἀρειανός ἐπίσκοπος Δημόφιλος καί ἄλλοι κληρικοί εἰδοποιήσανε τούς ἔμπιστους ὀπαδούς, νά ’ρθοῦνε ὅλοι στό μουράγιο ν’ ἀποδοκιμάσουνε τό Γρηγόριο.
Ὅμως, ἄλλος λίγο καί ἄλλος πολύ, κάτι εἶχε πάρει τ’ αὐτί τους γιά τό Γρηγόριο.  Λίγοι δέν ξέρανε τίποτα. Ἡ φήμη του εἶχε τρέξει παντοῦ. Πώς εἶχε τεράστια μόρφωση. Πώς ἤτανε ρήτορας φοβερός.  Πώς ἤτανε ἄρχοντας. Ὅτι στή θεολογία δέν τόν ἔφτανε κανείς. Ὅτι τά πλούτη τῆς οἰκογένειάς του ἤταν πάμπολλα. Ὅτι ἄν καί ὀρθόδοξος, δέν τόλμησε νά τόν καταδιώξει οὔτε ὁ ἀδίστακτος Οὐάλης.  Καί τώρα ἔφτανε μπροστά τους. Θά βλέπανε μέ τά ἴδια τους τά μάτια τό ἱερό θηρίο. Γι’ αὐτό δέ φωνάζανε, δέ θορυβοῦσανε. Εἴχανε μεγάλη περιέργεια νά τόν ἰδοῦν ἀπό κοντά.  Νά μετρήσουν τή θωριά του, νά ζυγίσουνε τόν ἄνθρωπο.
Ὁ βαρκάρης ἔκοψε, ἔκανε κόντρα μέ τά κουπιά καί πέταξε τό σκοινί ἔξω νά δέσει. Ὁ Γρηγόριος ἀκόμα σαστισμένος. Ἔκανε νά σαλέψει, δίστασε. Ὅμως ἀργά-ἀργά σηκώθηκε ὄρθιος. Τώρα, τούς ἔβλεπε καλά καί τόν παρατηρούσανε καλύτερα. Ἕνα ἐλαφρύ βουητό στήν ἀποβάθρα. Οἱ ἄνθρωποι πού περιμένανε τόν βλέπανε. Μά τί νά δοῦν; Ἕνα μεσόκοπο πού ἔμοιαζε γέρος. Ἀδύνατος πολύ ἀπό τήν ἄσκηση. Ὠχρό τό πρόσωπο, ἀρκετά φαλακρός.  Λευκά τά λίγα μαλλιά καί τά γένια του. Καμπούριαζε κάπως.  Καί κεῖνα τά ροῦχα του... Πιό φτωχικά κι ἀπό φτωχοῦ. Ἀπό ἀρχοντικά οὔτε συζήτηση. Ἕνα ταπεινό μουδιασμένο ἀνθρωπάκι. Ἔμοιαζε μ’ ἐπαρχιώτη πού τά χάνει στήν πρωτεύουσα. Μόνο τό μέτωπο του ξάφνιαζε. Εὐρύ καί φωτεινό.  Τά μάτια του μεγάλα καί γαλήνια.  Γέμισαν ἐρωτηματικά καί ἀδιόρατο φόβο, πού δέ διακρινότανε ἀπό μακριά.  Συνοδεία, βέβαια, δέν εἶχε ὁ Γρηγόριος.
Ἔκανε λίγα βήματα στή βάρκα. Ἔφτασε στήν πλώρη. Τόν κράτησε ὁ βαρκάρης καί μέ δυσκολία γέρου βρέθηκε στήν ξηρά. Ὅσο τόν προσέχανε οἱ ἀρειανοί, τόσο ἐνθουσιάζονταν. Εὐτυχῶς καί εἴχανε ἀπατηθεῖ ἀπό τίς φῆμες.
-Αὐτός εἶν’ ὁ Γρηγόριος πού μᾶς τόν κάνανε θεό; Τό παπαδάκι τοῦτο εἶναι ὁ τρανός θεολόγος; ὁ καππαδόκης ἄρχοντας; Αὐτόν ἔστειλαν οἱ ὀρθόδοξοι νά μᾶς πολεμήσει;
Καί ἀνάψανε ἀμέσως τά αἵματα. Οἱ κληρικοί συδαύλιζαν. Οἱ ἁπλοί ὀπαδοί φώναζαν. Σηκώνανε τά χέρια. Μουτζώνανε καί ἀπειλούσανε τό Γρηγόριο, πού τά ’χε χαμένα. Δέν ἔβγαζε μιλιά. Οἱ ἀρειανοί τῆς ἀποβάθρας ὅλο καί ἀγρίευαν. Ὅλο καί τόν ἀποδοκίμαζαν. Μερικοί τόν πλησιάσανε καί τόν ἔφτυναν.  Δυό ἄνθρωποι ἀπό τό σπίτι τοῦ Ἀβλαβίου κι ἐλάχιστοι ὀρθόδοξοι, πού μάθανε καί ἦρθαν, τόν προστατέψανε ἀπό χέρια πού ὑψώθηκαν νά τόν χτυπήσουν.  Δέ γλίτωσε ὅμως τίς πέτρες. Ὅταν τό ἀρειανικό πλῆθος εἶδε τόν ταπεινό καί μουδιασμένο ἀνθρωπάκι νά προχωράει κατά τήν πόλη φρένιασε περισσότερο, ἔχασε κάθε μέτρο. Οὔρλιαζαν ἐναντίον του. Τοῦ ’δειχναν ὅτι πρέπει νά γυρίσει πίσω νά φύγει..... Πολλοί ἔξαλλοι ἀπό θυμό, σκύψανε στή γῆ κι ὅποια πέτρα βρίσκανε τήν πέταγαν στόν δύστυχο Γρηγόριο.  Τόν χτυπήσανε πολλές, ἀλλά εὐτυχῶς ἀστοχήσανε οἱ μεγάλες. Ἔτσι, ἔστω καί χτυπημένος, μπόρεσε νά προχωρήσει, σκυφτός καί τρομαγμένος.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἀβλαβίου καί τῆς ξαδέρφης του τῆς Θεοδοσίας, φοβισμένοι κι αὐτοί, τραβήξανε παράμερα τόν ἱερό ἄνδρα, τόν βάλανε σ’ ἕνα μικρό ἁμάξι, ἀφήσανε τό δρόμο τοῦ Μαυριανοῦ μέ τίς στοές καί τά μαγαζιά, μπήκανε σέ κάτι στενά, περάσανε πίσω ἀπό τό δρόμο τοῦ Δομνίνου καί προχωρήσανε ἀθόρυβα πρός τό μεγάλο δρόμο, τή μεγάλη Μέση ὅπως τή λέγανε. Ἐκεῖ κοντά, ἀνάμεσα στήν πλατεία (τό Φόρο) τοῦ Κωνσταντίνου καί στή μελλοντική πλατεία τοῦ Θεοδοσίου, σταματήσανε. Ἤτανε τό ἀρχοντικό τοῦ ζεύγους Ἀβλαβίου καί Θεοδοσίας. Ξεπέζεψε ὁ Γρηγόριος καί οἱ συγγενεῖς τόν καλοδεχτήκανε καί τόν παρηγόρησαν γιά τήν ἄθλια ὑποδοχή καί τό πετροβόλημα. Δέν εἴχανε φανταστεῖ, ὅτι θά ’φτάνανε μεχρι τό σημεῖο τοῦτο οἱ ἀρειανοί.
Ὁ πλούσιος ἄρχοντας Ἀβλάβιος δέν εἶχε γνωρίσει ποτέ τό Γρηγόριο. Ἡ γυναίκα του Θεοδοσία, πού ἤτανε ἀδερφή τοῦ Ἀμφιλόχιου, σπουδαίου ἐπισκόπου στό Ἰκόνιο, τοῦ εἶχε μιλήσει μέ πολύ ἐνθουσιασμό γιά τό Γρηγόριο. Καί τώρα σάστισε καί ὁ Ἀβλάβιος.  Μούδιασε κι αὐτός, βλέποντας ἕνα μεσόκοπο, πρόωρα γερασμένο καί κυρτωμένο. Ἀφοῦ καί ἡ Θεοδοσία, πού τόν ἤξερε ἀπό μικρή, ζητοῦσε τουλάχιστον στά μάτια του τήν παλιά τους λάμψη καί δέν τήν ἔβρισκε.  Γύρευε τή δύναμη του στό πρόσωπό του καί ἀπογοητευότανε. Ἐκείνη ὅμως σάν ξαδέρφη του, τά δικαιολογοῦσε ὅλα. Ἡ κούραση τοῦ ταξιδιοῦ, ἔλεγε μέσα της... τό δράμα τῆς ἀποδοκιμασίας καί τό πετροβόλημα.... Τοῦ εἶχαν ἀφαιρέσει τίς δυνάμεις καί τή ζωντάνια. Ἔπειτα ἡ Θεοδοσία ἤξερε πολλά γιά τήν ἄσκηση, τίς νηστεῖες καί τίς νυχτερινές προσευχές τοῦ Γρηγορίου.  Γι’ αὐτό καταλάβαινε.... Ὁ Ἀβλάβιος ὅμως καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀρχοντικοῦ του δείχνανε καθαρή ἀπογοήτευση. Εὐτυχῶς πού ἤσανε ὅλοι ὀρθόδοξοι καί γι’ αὐτό τοῦ φέρθηκαν μέ περισσή εὐγένεια.  Τόν βάλανε λίγο ν’ ἀναπαυτεῖ, νά συνέλθει ἀπό τήν κούραση καί τό κακό τοῦ μουράγιου.
Πρός τό βράδυ τόν περίμεναν ὅλοι στή βασιλική, στήν αἴθουσα ὑποδοχῆς τοῦ μεγάλου ἀρχοντικοῦ τοῦ Ἀβλαβίου. Ὁ Γρηγόριος, λίγο εἶχε ἀναπαυτεῖ. Περισσότερο προσευχήθηκε. Ὅταν βγῆκε ἀπό τό δωμάτιο, σχεδόν ἀπ’ ἔξω τόν περίμενε ὁ Ἀβλάβιος.
-Ἀδελφέ Γρηγόριε, τά ροῦχα σου ἔχουν ταλαιπωρηθεῖ.... Νά σοῦ φέρω ἄλλα... ξέρεις... ἐδῶ εἶναι πρωτεύουσα...
Τόν κοίταξε γαλήνια ὁ Γρηγόριος, σήκωσε τό χέρι του, τό ἀκούμπησε στόν ὦμο τοῦ ἄρχοντα Ἀβλαβίου καί τοῦ εἶπε:
-Ἐδῶ, Ἀβλάβιε, μ’ ἔστειλε τό ἅγιο Πνεῦμα γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ὄχι γιά τά ροῦχα σου τά μεταξωτά.
Χιλιομετάνιωσε ὁ Ἀβλάβιος.  Φυτεύτηκε   μέσα του ὁ σεβασμός γιά τόν ταπεινόν ἱερόν ἄνδρα. Τόν ὁδήγησε στήν   αἴθουσα. Εἴχανε κιόαλς μαζευτεῖ δυό - τρεῖς φοβισμένοι κληρικοί καί μερικοί ὑπεύθυνοι ὀρθόδοξοι τῆς Κωνσταντινούπολης. Καί τοῦτοι δοκίμασαν τήν ἴδια ἀπογοήτευση. Ὅμως γιά λίγο. Μέχρι τή στιγμή πού ὁ κακοφιαγμένος ἐπισκέπτης ἄρχισε νά τούς μιλάει γιά τήν ἁγία Τριάδα.  Νά τούς λέει πῶς, ποῦ καί πότε θ’ ἀρχίσει τό ἔργο του. Τότε ἡ πρώτη ἐντύπωση ἔγινε ἀσυναίσθητα παρελθόν.  Βλέπανε τόν ὠχρό κυρτωμένο γέροντα καί γεμίζανε ἱερόν ἐνθουσιασμό.  Σιγά-σιγά γεννιώτανε μέσα τους γι’ αὐτόν ὁ σεβασμός, τό δέος. Ὅλοι ἀπό τήν ὥρα τούτη, χωρίς νά καταλάβουνε πῶς καί γιατί, ἔνιωθαν ἕτοιμοι νά ἀγωνιστοῦνε φανερά γιά τήν Ὀρθοδοξία. «Ὄχι πιά στά κρυφά. Ὄχι τίς νύχτες κι ἔξω ἀπό τήν  πόλη τή Λειτουργία μας.  Στήν πόλη καί μέ τό φῶς τῆς ἡμέρας. Ἀρκετά κρυφτήκαμε, ἀρκετά ὑποφέραμε. Τώρα θ’ ἀγωνιστοῦμε»!  εἴπανε θαρρετά.  Ξεπέρασαν τόν ἑαυτό τους μόνο ἀκούγοντάς τον καί κοιτάζοντάς τον στά μάτια.  Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεμπε θεία δύναμη. Ἄν εἶχες τήν τύχη νά τόν βλέπεις μ’ ἐμπιστοσύνη μποροῦσες νά γίνεις ὁμολογητής τῆς πίστης, μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ὅλα τά μποροῦσες!


Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)  
  (σελ.138-144)
   Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας