Του π. Αθανασίου Μυτηλιναίου
Ὁμιλία 3ηΨαλμός 22ος
Γιά νά πάρετε μιά εἰκόνα, σᾶς λέω: Ἡ γάτα ἀγαπάει νά βρίσκεται μέσα στό σπίτι· ἀγαπάει πάρα πολύ τό σπίτι ἡ γάτα. Ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι τή βάλατε σ’ ἕνα δωμάτιο πού δέν τῆς εἶναι οἰκεῖο, τήν κλείσατε σ’ ἕνα χῶρο ἄγνωστο, πού δέν αἰσθάνεται ὅτι ἐκεῖ μέσα μπορεῖ νά ἔχει ἀσφάλεια, ξέρετε πῶς κάνει τό ζῶο αὐτό; Μπορεῖ νά σοῦ βγάλει τά μάτια, ἄν μπεῖς μέσα ἐκεῖ. Τό ἴδιο κάνουν κι ἄλλα ζωντανά∙ ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι λείπει ὁ νοικοκύρης, λείπουν οἱ ἄνθρωποι, ἀμέσως τά βλέπετε
νά τά χάνουν, νά γυρεύουν κάτι. Πάρτε κατσίκες, πρόβατα, νά τά πᾶτε ἐπάνω στό βουνό, καί γιά μιά στιγμή, ἄν ξεμακρύνει ἕνα, θά δεῖτε νά κάνει σάν παλαβό, καί νά φωνάζει πού ἔχασε τό κοπάδι, γιατί ἔχει τήν αἴσθηση τῆς ἀνασφάλειας.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μαστίζεται ἀπ’ αὐτό τό δράμα, τό αἴσθημα τῆς ἀνασφάλειας. Θά ἔλεγα –χωρίς νά θέλω νά ἐπεκταθῶ περισσότερο– ὅτι αὐτό ὄχι μόνο τόν μαστίζει, ἀλλά τοῦ ἔχει γίνει ψύχωση! Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι δυστυχισμένος ἄνθρωπος. Δέν ξέρει πῶς θά ξημερώσει ἡ αὐριανή μέρα. Δέν ξέρει ἄν θά ἔχουμε αὔριο εἰρήνη ἤ πόλεμο· δέν ξέρει ἄν θά ἔχει τό σπίτι του ἤ δέν θά τό ἔχει. Δηλαδή ἡ ἀνασφάλεια ὑπάρχει στόν σύγχρονο ἄνθρωπο σήμερα ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ὅταν –τό δράμα του κι ἐδῶ– ὑπάρχουν Ὀργανισμοί Ἡνωμένων Ἐθνῶν, ὅταν ὑπάρχουν διεθνεῖς συνεννοήσεις καί ἐπαφές, ὅταν ὑπάρχουν Ἀσφαλιστικές Ἑταιρεῖες, ὅταν ὑπάρχει ἡ Προσωπική του Ἀσφάλεια, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχει τή Σύνταξή του καί τά λοιπά καί τά λοιπά, ὅταν ὑπάρχουν οἱ γιατροί δίπλα, ὑπάρχουν Νοσοκομεῖα, ὑπάρχει τό τηλέφωνο... Τό τηλέφωνο ξέρετε ὅτι δίνει ἕνα αἴσθημα ἀσφαλείας; Τό ξέρετε αὐτό; Γιατί λέει κανείς: Εἶμαι μέν μόνος μου, ἀλλά ἔχω τό τηλέφωνο. Ἄν μοῦ τύχει κάτι, ἔχω τηλέφωνο. Ἔχει τόσα στοιχεῖα πού θά μποροῦσαν νά τοῦ προσφέρουν τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας! Ἀλλά ἡ πραγματική ἀσφάλεια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Θεός! Ὅλα τά ἄλλα εἶναι οἱ ἀσφάλειες, μέ μικρό ἄλφα. Ὁ Θεός εἶναι ἡ Ἀσφάλεια. Εἶναι ἐκεῖνο πού λέει ὁ Βερίτης σ’ ἕνα ποίημά του: «Ἦσαν φῶτα, χίλια φῶτα, μά δέν ἤτανε τό Φῶς!». Θά λέγαμε μέ μία παραλαγή: «Εἶναι ἀσφάλειες, χίλιες ἀσφάλειες, μά δέν εἶναι ἡ Ἀσφάλεια!». Γι’ αὐτό, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἀπό τόν Θεό γιά τόν Θεό, τελικά αἰσθάνεται αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας μόνο κοντά Του!
Ἡ εἰκόνα τοῦ ποιμένος ὑπάρχει καί στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν Καινή. Στήν Καινή Διαθήκη ἀναφέρεται στό Κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο, 10, 14: «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός». Ὄχι ἁπλῶς «ὁ ποιμὴν», ἀλλά «ὁ καλὸς ποιμὴν». Εἶναι ἕνας τονισμός τοῦ ποιμένος, ἄν καί εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὁ ποιμήν εἶναι καλός. Ὡστόσο μπαίνει αὐτό τό ἐπίθετο σάν ἕνας προσδιορισμός, ὅτι ὁ ποιμήν εἶναι καλός· μήν ἀμφιβάλλετε.
Στήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ τόν Χριστό «ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν», καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος, στήν πρώτη του ἐπιστολή, ἀποκαλεῖ τόν Χριστό ἀρχιποίμενα. Ὅλα αὐτά δείχνουν, ἀγαπητοί μου, τή φροντίδα καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός εἶναι προνοητής.
Ὁ 2ος στίχος ἔρχεται νά διαφοροποιήσει αὐτήν τήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά τήν κάνει πιό σαφή καί πιό περιγραφική. «Εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με». Ἐκεῖ πού ἦταν ἡ δροσερή χλόη, τό δροσερό χορτάρι, τά νερά πού ξεκουράζουν, ἐκεῖ μέ τοποθέτησε.
Τό ρῆμα «κατεσκήνωσεν» εἶναι χαριτωμένο, καί δείχνει ὅτι μοῦ ἔστησε τή σκηνή μου, τό μαντρί μου.
Ἀλλά καί οἱ λέξεις «ἐξέθρεψε» καί «ἀναπαύσεως» δείχνουν ὄχι μόνο τροφή, ἀλλά καί ἀναύπαση· ὄχι μόνο ἁπλά νά ζήσει τό πρόβατο, ἀλλά καί νά εἶναι εὐχαριστημένο, δηλαδή ὄχι νά μένει σέ ὀλιγάρκεια, ἀλλά νά βρίσκεται μέσα σέ ἀφθονία. Φυσικά μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἀφθονίας ἔχει πολύ διαφορετική θέση ἀπό τήν ἔννοια τῆς κοσμικῆς ἀφθονίας. Ποτέ μήν τό ξεχνᾶμε!
Ὅπως θά ξέρετε, τά χωριά καί οἱ πόλεις πού ἦσαν γύρω ἀπό τή λίμνη Γεννησαρέτ ἔτρωγαν ψάρια. Σήμερα βέβαια θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τά ψάρια εἶναι κάπως ἀκριβά, ἡ τιμή τους εἶναι μετά τό κρέας, ἴσως νά εἶναι καί λίγο ἀκριβότερα κι ἀπό τό κοτόπουλο. Μάλιστα μερικά ψάρια, κάπως πολυτελείας, εἶναι πολύ ἀκριβά, ἀπρόσιτα. Ὡστόσο, γιά τήν περιοχή ἐκείνη, τά ψάρια ἦταν ἡ φτηνή τροφή, ἐπειδή ψάρευαν ἐκεῖ δίπλα. Στά Ἱεροσόλυμα ὅμως τά ψάρια ἦταν ἀκριβά, γιατί ἡ θάλασσα δέν ἦταν κοντά, ἡ ἀπόσταση δέν ἦταν μικρή, κι ἔτσι δέν ἔτρωγαν ψάρι συχνά. Ἀλλά γενικά τά ψάρια ἦταν ἕνα πολύ - πολύ κοινό καί συνηθισμένο φαγητό γύρω ἀπό τή λίμνη.
Ὁ Χριστός, ὅταν ἔκανε τό θαῦμα, χόρτασε τόν κόσμο μέ ψωμί καί ψάρια. Αὐτό γιά μᾶς θά ἀντιστοιχοῦσε σήμερα μέ ψωμί κι ἐλιές. Ἦταν ἕνα λιτό φαγητό. Ἀναφέρεται ἐκεῖ ὅτι ἔφαγαν καί χόρτασαν καί σήκωσαν καί περισσεύματα. Αὐτό τό λιτό φαγητό, ἡ λιτότητα, εἶναι ὁ χορτασμός κατά τήν ἀντίληψη τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιά τήν ἔννοια τῆς ἀφθονίας. Δέν εἶναι ἡ κοσμική ἀντίληψη, δηλαδή νά ἔχουμε πολλά, ἄφθονα, νά κολυμπᾶμε μέσα στά πλούτη καί τ’ ἀγαθά, ὥστε νά ἔχουμε περισσεύματα γιά σπατάλη. Θά παρακαλέσω, αὐτήν τήν ἀντίληψη περί ἀφθονίας νά τήν ἀποκτήσουμε ὅπως τή λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Δηλαδή νά ἔχουμε τόσο, ὅσο νά μήν πεινάσουμε. Αὐτό.
Ἡ Καινή Διαθήκη μᾶς λέει: «δὸς ἡμῖν σήμερον». Ἄν σήμερα ἔχουμε, ἔχουμε ἀφθονία· τό αὔριο ἀνήκει στόν Θεό. Ἄν τό αὔριο γίνει σήμερα καί ποῦμε «Θεέ μου, δῶσε μου σήμερα» καί ἐξασφαλίσω πάλι τό σήμερα, τότε πάλι ἔχω ἀφθονία. Προσέξτε το αὐτό τό σημεῖο, γιατί ἴσως κάποτε νά θέλουμε νά κάνουμε σύγκριση ἀνάμεσα στήν ἀφθονία τήν κατά Θεόν καί στόν κατά κόσμον πλοῦτο, καί νά νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς κρατάει στή φτώχεια.
Εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Χριστός στούς μαθητές Του, ὅταν τούς ἔστειλε «ἄτερ βαλαντίου», χωρίς νομίσματα, ἄνευ ὑποδημάτων καί ἄνευ ράβδου, χωρίς νά ἔχουν τίποτα δηλαδή –ἔτσι... νά, ἔτσι... τίποτα– καί τούς εἶπε νά μήν ἔχουν δύο χιτῶνες, νά ἔχουν μόνο ὅ,τι φοροῦσαν δηλαδή, οὔτε ταξιδιωτικό σάκκο, πού νά ὑπάρχει μέσα κάτι... μιά ἀλλαξιά. Τίποτα· μόνο ὅ,τι φοροῦσαν. Καί τούς εἶπε: «Ἐκεῖ πού θά πᾶτε, θά μπεῖτε καί θά βγεῖτε, θά φᾶτε καί θά πιεῖτε. Ὅπου καί νά πᾶτε». Κι ὅταν ἤθελε νά ἀνανεώσει τό θέμα αὐτό, γιά νά δείξει ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά φέρονταν πλέον ἐχθρικά πρός αὐτούς, τούς εἶπε: «Ὅπου σᾶς ἔστειλα, σᾶς ἔλειψε τίποτα;». Καί εἶπαν: «Τίποτα, Κύριε !».
Βλέπετε τήν ἔννοια τῆς ἀφθονίας; Φοροῦσαν ὅ,τι φοροῦσαν, χρήματα δέν εἶχαν, παπούτσια δέν φοροῦσαν. «Σᾶς ἔλειψε τίποτα;»... Προσέξτε λοιπόν τήν ἔννοια τῆς ἀφθονίας πῶς τή θέλει ὁ Θεός.
Ἴσως μοῦ πεῖτε: Μά ὁ Θεός εἶναι πολύ ἀγαθός καί πολύ πλούσιος∙ δηλαδή ὅλα ἀνήκουν στόν Θεό.
Ναί. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι κακομαθημένος. Εἶναι ὅπως ἕνα μικρό παιδί πού τρώει πολύ καλά στό σπίτι τοῦ πατέρα του, ἀλλά δέν πρέπει νά ἔχει χρήματα στά χέρια του, γιατί ἄν ἔχει, θά γίνει κακομαθημένος, θά μάθει νά σπαταλάει. Ἀλλοίμονο ἄν στά παιδιά σας δίνετε χρήματα. Ἀλλοίμονο! Προσέξτε αὐτό τό σημεῖο. Ἀλλοίμονο! Ἐκτός ἀπό τά εἰσιτήριά τους, οὔτε γιά κουλούρι νά μή δίνετε. Προσέξτε με: ὄχι χρήματα γιά κουλούρι κάθε μέρα στό σχολεῖο. Νά παίρνουν ψωμί ἀπό τό σπίτι. Ἔχω ἀκούσει ὅτι ντρέπονται τά παιδιά νά πάρουν ψωμί ἀπό τό σπίτι νά φᾶνε στό σχολεῖο. Γιατί νά ντρέπονται; Ἐπί τέλους ἄς κάνει ἡ μητέρα κουλούρια στό σπίτι, ἄς κάνει ὅ,τι θέλει, ἄς ἀγοράσει μέ τό κιλό τά στραγάλια καί τόν πασατέμπο καί τίς καραμέλες καί τά λοιπά, καί νά τά βάλει στήν τσάντα τοῦ παιδιοῦ. Ὄχι χρήματα ὅμως γιά νά ἀγοράζει τό παιδί ὅ,τι θέλει, γιατί θά μάθει νά εἶναι σπάταλο. Μόνο ἴσως γιά τά εἰσιτήρια. Αὐτό· τίποτα ἄλλο. Ἤ νά κρατάει κανένα τάλληρο στήν τσέπη του, ἄν τοῦ τύχει τίποτα· κάπως ἔτσι. Νά μήν ἔχει χρήματα νά ξοδεύει.
Τό παιδί λοιπόν δέν στερεῖται τίποτα στό σπίτι τοῦ πατέρα του· δέν ἔχει ὅμως χρήματα. Ἔτσι εἶναι ὁ Χριστιανός. Δέν εἶναι πλούσιος, νά ἔχει ἀποθέματα· ἀλλά δέν στερεῖται τίποτα! Κι ἐκεῖνο τό «ἔχει ὁ Θεός», πού γράφουν σ’ αὐτά τά διάφορα αὐτοκίνητα, τά φορτηγά, αὐτή τήν ἐπιγραφή πού ἔχουν, αὐτό τό «ἔχει ὁ Θεός», ἄν τό ξέραμε... κι ἄν μπορούσαμε νά μετρήσουμε τό βάθος αὐτῆς τῆς φράσεως...! Δηλαδή σημαίνει αὐτό πού λέει: ἔχει ὁ Θεός ! Δέν ἔχει σημασία ἄν ἔχω ἤ δέν ἔχω ἐγώ· ἔχει ὁ Θεός. Ἐγώ δέν ἔχω, ἀλλά ἔχει ὁ Θεός! Ὅπως θά ἔλεγε τό παιδί: «Ἐγώ δέν ἔχω λεφτά στήν τσέπη μου, ἀλλά ἔχει ὅμως ὁ πατέρας μου λεφτά στήν τσέπη του. Ἐγώ δέν εἶμαι πλούσιος, ἀλλά εἶναι πλούσιος ὁ πατέρας μου. Ἐγώ δέν ἔχω τσουκάλι νά μαγειρεύω, ἀλλά ὅμως ἔχει ὁ πατέρας μου τσουκάλι καί μαγειρεύει».
Αὐτή εἶναι ἡ θέση τῆς θείας πρόνοιας. Ταυτόχρονα ὁ Θεός δίνει στόν ἄνθρωπο ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη, καί ὁ ἄνθρωπος δέν φεύγει ἀπό τόν Θεό· εἶναι δεμένος. Ὁ Θεός δίνει τόσα, ὅσα γιά νά μήν φύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό, γιατί διαφορετικά θά μποροῦσε νά φύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπό κοντά Του. Γι’ αὐτό λέει ὁ σοφός Σειράχ: «Κύριε, μή μέ κάνεις οὔτε πλούσιο οὔτε φτωχό. Φτωχό, γιατί θά μποροῦσα ἴσως νά βαρυγκομήσω, πλούσιο, γιατί θά μποροῦσα νά Σέ ξεχάσω. Ἀλλά νά μέ κάνεις τόσο, ὥστε νά μένω πάντοτε κάτω ἀπό τή δική Σου ἐξάρτηση».
Στόν στίχο 3 περνάει ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ ἀλόγου προβάτου στό λογικό πρόβατο. Ἐνῶ προηγουμένως χρησιμοποίησε τόν τσοπάνη, τό πρόβατο, τή χλόη, τό λιβάδι καί τό νερό, τώρα περνάει στά πρόσωπα: στόν Ποιμένα, πού εἶναι ὁ Θεός, καί στό ποιμαινόμενο πρόβατο, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ἔτσι ἔρχεται στήν, θά λέγαμε, πραγματική εἰκόνα.
«Τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν». Τί ὡραῖο αὐτό! Γύρισε πίσω τήν ψυχή μου.
«Ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ». Μέ ὁδήγησε στούς δρόμους τῆς ἀρετῆς, ἐξαιτίας τοῦ ὀνόματός Του, χάρη στό ὄνομά Του.
Ἐδῶ τώρα θά ἀπαριθμήσει πρῶτα τά ἀγαθά τῆς Θείας πρόνοιας καί μετά θά μιλήσει γιά τό τί σημαίνει ἀσφάλεια κοντά στόν Θεό.
Τά ἀγαθά πρῶτα: «τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν».
Ψυχή θά πεῖ ζωή. Κατά λέξη λοιπόν ἡ ἀπόδοση εἶναι αὐτή: Μοῦ ζωογόνησε τή ζωή μου, μοῦ ἔδωσε πίσω τή ζωή μου. Ὅπως σέ μιά γλάστρα πού ξεχάσαμε νά τήν ποτίσουμε, καί τά φύλλα μαράθηκαν καί πᾶνε νά ξεραθοῦν· τούς ρίχνουμε ὅμως νερό, κι ἀμέσως ζωηρεύουν. Κατά λέξη λοιπόν καί ἡ φράση «τὴν ψυχή μου ἐπέστρεψεν» θά πεῖ μέ ἀναζωογόνησε· ἤμουν λιποθυμισμένος, καί ἦρθε καί μέ ζωογόνησε!
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας