Ἄρρωστος βαριά. Δέ σηκωνότανε καθόλου ἀπό τό κρεββάτι. Πῆρε ὅμως
τ’ αὐτί του κουβέντες. Κατάλαβε πώς κάτι τρέχει μέ τό Βασίλειο, τόν
ὁποῖο ἀγαποῦσε σάν παιδί του κι ἐκτιμοῦσε ἀπεριόριστα. Φώναξε, λοιπόν,
τό γιό του. Τόν ρώτησε:
-Τί συμβαίνει Γρηγόριε; Ὁ Εὐσέβιος ἔγινε μακαρίτης. Τί λέγεται γιά τήν ἐκλογή; Συμβαίνει τίποτε μέ τόν Βασίλειό μας;
Τότε ὁ Γρηγόριος ἀναγκάστηκε νά τά πεῖ ὅλα. Ὁ γέροντας θύμωσε. Μάλωσε τό γιό του. Τόν συνέφερε:
-Δέ βλέπεις, Γρηγόριε, τί καταστροφή θά μᾶς βρεῖ, ἄν ἡ Καισάρεια πέσει στά χέρια τῶν ἀντίχριστων; Καί σύ μαλώνεις τό Βασίλειο, ἀντί νά τόν ἐνισχύσεις;
Ὁ Γρηγόριος ἄρχισε νά βλέπει τήν κατάσταση καθαρότερα. Ὁ πατέρας του καί φυσικά ὁ Βασίλειος εἶχαν δίκαιο. Μά νά πάει ν’ ἀνακατευτεῖ ὁ ἴδιος στό φοβερό ἀγώνα, δέν τό ἀποφάσιζε. Τουλάχιστον ἄκουσε τόν πατέρα του κι ἔγραψε γράμματα σέ διαφόρους. Σ’ ὅποιον θά ’δινε βοήθεια στό Βασίλειο. Ἀπό τά γράμματα τοῦτα σωθήκανε μερικά.
Ἕνα ἀπό αὐτά στάλθηκε στήν Ἐκκλησία τῆς Καισάρειας, ἀπό τήν ὁποία μόλις εἶχε λάβει πρόσκληση γιά σύσκεψη ἐπισκόπων. Ὁ γερο - ἐπίσκοπος ἔλεγε μερικές σκέψεις καί ὁ Γρηγόριος συνέτασσε τό γράμμα. Συνέτασσε ὅλα τά γράμματα πού ἤθελε νά στείλει ὁ πατέρας του, τά πλούτιζε καί τά καλλώπιζε.
Σ’ αὐτό, λοιπόν, χωρίς περιστροφές ἔλεγε στούς ὑπεύθυνους ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς, ὅτι ἀνάγκη πᾶσα νά ἐκλεγεῖ ὁ Βασίλειος. Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος ἀπ’ ὅλους κι αὐτός μόνο μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στήν καταιγίδα τοῦ ἀρειανισμοῦ.
Τούς ἔλεγε πώς ἤλπιζε ν’ ἀσπασθοῦν τή γνώμη του κι ὅλα θά πᾶνε καλά. Λυπότανε πού τόν κρατοῦσε ἀκίνητο ἡ ἀρρώστεια καί δέ θά ἤτανε παρών στήν ἐκλογή.
Οἱ μέρες τοῦ καλοκαιριοῦ θερμές καί ἀργοκίνητες. Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ Βασιλείου δέν πήγαινε καλά. Καί τό φθινόπωρο, πού θά γινότανε ἡ ἐκλογή, ἔφτανε. Ἀπό τήν Καισάρεια, μάλιστα, κάποιοι κληρικοί γράψανε στό γερο - ἐπίσκοπο τῆς Ναζιανζοῦ, ζητώντας τή βοήθειά του καί τήν παρουσία του, ὑπέρ τοῦ Βασιλείου.
Ὅλα δείχνανε ὅτι μεγάλωσαν οἱ κίνδυνοι. Οἱ ἐλπίδες γιά τό Βασίλειο χάνονταν. Καί ὁ γέροντας, καρφωμένος πάντα στό κρεβάτι! Τουλάχιστον νά ξαναγράψουνε γράμματα. Νά σπρώξει κι ἄλλους νά συντρέξουνε τό Βασίλειο. Θυμήθηκε πρῶτο τόν Εὐσέβιο. Ἕναν ἐκλεκτό ἐπίσκοπο στά Σαμόσατα τῆς Συρίας.
Αὑτός γνώριζε τό Βασίλειο, ἤτανε ὀρθόδοξος καί πολύ συνετός κληρικός. Ζήτησε κι ἀπό τόν Εὐσέβιο νά τρέξει γρήγορα στήν Καισάρεια. Νά πάει ἐκεῖ ὅσο μποροῦσε νωρίτερα καί νά στηρίξει τό Βασίλειο, πρίν ἀρχίσει ὁ χειμώνας καί πρίν εἶναι πολύ ἀργά.
Ἔβαλε ἀκόμα τό γιό του κι ἔγραψε καί στούς ἐπισκόπους, πού εἶχαν ἤδη συναχτεῖ στήν Καισάρεια γιά τήν ἐκλογή –καλύτερα, γιά τά παρασκήνια τῆς ἐκλογῆς. Τό γράμμα ἦταν αὐστηρό κι ἐπιτιμητικό, γιατί ζητοῦσαν προφάσεις νά παραμερίσουν τό Βασίλειο καί διαδίδανε διάφορα.
Τούς ἐξόρκιζε, λοιπόν, ν’ ἀφήσουνε τίς προφάσεις καί νά ψηφίσουν Βασίλειο. Εἶναι ἀστεῖο αὐτό πού λέγανε, ὅτι τάχα θά τόν ψηφίζανε, ἄν δέν ἦταν ἄρρωστος:
-Ἡ ἀρρώστια, γιά τήν ὁποία μιλᾶτε, εἶναι πρόφαση. Ἄλλωστε δέ θά ἐκλέξετε ἀθλητή! Δάσκαλο καί πνευματικό πατέρα θά ἐπιλέξετε. Καί καλύτερος ἀπό τό Βασίλειο δέν ὑπάρχει. Ἤτανε κι αὐτό ἕνα τελευταῖο διάβημα, πού ὅμως δέν εἶχε ἀποτέλεσμα.
Ὅμως ἡ παρουσία στήν Καισάρεια τοῦ Εὐσεβίου Σαμοσάτων ἔγινε κάπως αἰσθητή. Αὐτός ἤξερε πρόσωπα καί πράγματα. Μίλησε παντοῦ γιά τήν ἀνωτερότητα τοῦ Βασιλείου. Προπαντός ἔδωσε θάρρος στούς ὀρθοδοξοῦντες ἐπισκόπους. Γιατί ὑπῆρχαν ὀθρόδοξοι, ἀλλά ἀπό φόβο σιωποῦσαν καί μέ τίς ἀπειλές ὑπόσχονταν νά ψηφίσουνε ἀρειανόφρονα.
Στή Ναζιανζό οἱ δύο Γρηγόριοι ἐντείνουν τίς προσπάθειες.
Εἴχανε δικούς τους ἀνθρώπους, πού πηγαινοέρχονταν Ναζιανζό –Καισάρεια. Μαθαίνανε ὅλα μέ κάθε λεπτομέρεια. Πρός τό τέλος Αὐγούστου τά πνεύματα δείχνανε ἀμφίβολα. Ἡ πλειοψηφία δέ φαινότανε ὑπέρ τοῦ Βασιλείου. Οἱ μέρες περνοῦσαν κι ὅλα μποροῦσαν νά χαθοῦν. Ἔστω καί γιά μία ψῆφο.
Ὁ γερο – Γρηγόριος κόντευε νά σκάσει ἀπό τή στενοχώρια του:
-Τώρα ἐπέτρεψες, Θεέ μου, τήν ἀρρώστια τούτη; Εὐλογημένο τ’ ὄνομά σου, ἀλλά κάνε κάτι! Χρειαζόμαστε τό Βασίλειο. Τόν χρειαζόμαστε γιά τήν Ὀρθοδοξία μας!
Ὅλη τή νύχτα, ἐνενήντα πέντε χρονῶν γέρος καί ἄρρωστος, δέν κοιμήθηκε. Προσευχότανε. Τό ἴδιο κι ὁ γιός του στό διπλανό δωμάτιο. Τό πρωί, ἀξημέρωτα, ὁ γιός- Γρηγόριος ἀκούει ἀπό τή διπλανή πόρτα τή φωνή τοῦ πατέρα:
-Σήκω, Γρηγόριε. Πές νά ἑτοιμάσουν τήν ἅμαξα.
Φέρε τό φορεῖο. Θά φύγω. Θά πάω μόνος μου, κινδυνεύουν ὅλα. Φοβᾶμαι τό Θεό, ἄν δέν κινηθῶ. Δέν μποροῦμε νά τόν ἀφήσουμε, ν’ ἀφήσουμε τό Βασίλειο τέτοια ὥρα. Ἀφοῦ δέν πᾶς ἐσύ, θά πάω ἐγώ.. κι ἄς πεθάνω. Τό Βασίλειο νά ψηφίσω.. κι ἄς γίνει τάφος μου ἡ Καισάρεια.
-Μά, πατέρα....., πῆγε νά ψελλίσει ὁ Γρηγόριος.
-Τίποτα, μή λές κουβέντα. Τώρα μιλᾶμε γιά τήν Ἐκκλησία! Ἤ ζοῦμε ἤ πεθαίνουμε...
Ὁ Γρηγόριος ἔσκυψε τό κεφάλι. Δέν ἄρθρωσε ἄλλη λέξη. Αἰσθανότανε ντροπή; Αἰσθανότανε μικρότητα; Δέν ξέρουμε. Ἡ τελευταία καί μόνιμη πάντως δικαιολογία του, ὅτι δέν πάει στήν Καισάρεια, γιά νά μήν εἰποῦν τάχα ὅτι προσωποληπτεῖ ὑπέρ τοῦ φίλου του Βασιλείου, δέν τόν ἀναπαύει πιά. Ἤτανε μικρή γιά τόσο μεγάλη περίσταση.
Βγῆκε ἀμέσως ἀπό τά ὑπνοδωμάτια, κατέβηκε τίς σκάλες καί φώναξε τούς ἀνθρώπους, πού εἴχανε τήν εὐθύνη τῶν ζώων καί τῆς μικρῆς ἅμαξας, πού ἦταν γιά πολύ καιρό ἀχρησιμοποίητη. Γύρισε πάλι νά βρεῖ καί νά τακτοποιήσει τό φορεῖο. Τό ἄνοιξε καλά. Τό κοίταξε κάμποσα λεπτά καί σκεφτόταν: τό φορεῖο τοῦτο δίχως ἄλλο θά γίνει ὁ τάφος τοῦ πατέρα του –τόσο ἄρρωστος πού ἤτανε.
Ὅλα ἑτοιμάστηκαν γρήγορα. Καί τό θαυμαστό εἶναι ὅτι ἔδειχνε ἀπρόσμενη ζωντάνια ὁ ἄρρωστος γερο –Γρηγόριος. Μέ τό πού πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει στήν Καισάρεια, φάνηκε στό πρόσωπό του μιά εὐεξία, πού κανείς δέν τήν περίμενε. Ἀπό τό κρεββάτι τόν ξάπλωσαν προσεχτικά στό φορεῖο.
Καί μετά ἔβαλαν τό φορεῖο στήν ἅμαξα. Ὅλοι παρακολουθούσανε σαστισμένοι καί σταυροκοπιοῦνταν. Τί θαῦμα ἤτανε πάλι τοῦτο! Ὁ γέροντας, πού μῆνες τώρα δέ σάλευε τά μέλη του... Ὁ ἄρρωστος, πού μόνο ψίθυρο ἄκουγες ἀπό τό στόμα του...
Ὁ γερο- Γρηγόριος νίκησε. Σέ λίγες μέρες ἔφτασε στήν Καισάρεια. Ὅλοι ἀνατρίχιασαν. Ἔνιωσαν ὅτι μπαίνει στήν πόλη σεβάσμιος πατριάρχης, σημεῖο Θεοῦ. Ἀναθάρρησαν οἱ ὀρθόδοξοι. Συγκινήθηκαν καί λίγοι ἀμφιταλαντευόμενοι. Ἡ ζυγαριά ἔκλινε. Ὁ Βασίλειος ἐκλέχτηκε μητροπολίτης Καισαρείας.
Οἱ ὀρθόδοξοι ὑψώσανε δοξολογία, πού ζήλεψαν καί οἱ ἄγγελοι.
Μεγάλη μέρα γιά τήν Ἐκκλησία. Τό πόσο μεγάλη, φαίνεται ἀπό τό ἑξῆς: Ἡ ἐπέλαση τοῦ Οὐάλη στή Μικρασία πλησίαζε. Δέ θ’ ἄφηνε ὀρθόδοξο γιά ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο στή θέση του. Μέχρι τώρα, ὅποιος τοῦ ἀντιστεκότανε πάθαινε χίλια δεινά καί ἐξοριζότανε. Ὁ Οὐάλης τσακίστηκε μόνο στόν ἱερό βράχο τῆς Καισάρειας, στό Βασίλειο.
Τρεῖς φορές δοκίμασε νά τόν ἐξουθενώσει καί νά τόν ἐξορίσει. Καί τίς τρεῖς ἀπέτυχε. Ὑποχώρησε ντροπιασμένος. Ἐπίσης, δέν ἐξόρισε οὔτε τό Γρηγόριο. Τόν σεβάστηκε. Στίς συνειδήσεις ὅλως, φίλων κι ἐχθρῶν, ὁ Γρηγόριος ἀποτελοῦσε τόν ἱερό ἀετό τῆς Θεολογίας. Καί ποιός θά τολμοῦσε στούς αἰθέρες νά πιάσει τόν ἀετό;
-Τί συμβαίνει Γρηγόριε; Ὁ Εὐσέβιος ἔγινε μακαρίτης. Τί λέγεται γιά τήν ἐκλογή; Συμβαίνει τίποτε μέ τόν Βασίλειό μας;
Τότε ὁ Γρηγόριος ἀναγκάστηκε νά τά πεῖ ὅλα. Ὁ γέροντας θύμωσε. Μάλωσε τό γιό του. Τόν συνέφερε:
-Δέ βλέπεις, Γρηγόριε, τί καταστροφή θά μᾶς βρεῖ, ἄν ἡ Καισάρεια πέσει στά χέρια τῶν ἀντίχριστων; Καί σύ μαλώνεις τό Βασίλειο, ἀντί νά τόν ἐνισχύσεις;
Ὁ Γρηγόριος ἄρχισε νά βλέπει τήν κατάσταση καθαρότερα. Ὁ πατέρας του καί φυσικά ὁ Βασίλειος εἶχαν δίκαιο. Μά νά πάει ν’ ἀνακατευτεῖ ὁ ἴδιος στό φοβερό ἀγώνα, δέν τό ἀποφάσιζε. Τουλάχιστον ἄκουσε τόν πατέρα του κι ἔγραψε γράμματα σέ διαφόρους. Σ’ ὅποιον θά ’δινε βοήθεια στό Βασίλειο. Ἀπό τά γράμματα τοῦτα σωθήκανε μερικά.
Ἕνα ἀπό αὐτά στάλθηκε στήν Ἐκκλησία τῆς Καισάρειας, ἀπό τήν ὁποία μόλις εἶχε λάβει πρόσκληση γιά σύσκεψη ἐπισκόπων. Ὁ γερο - ἐπίσκοπος ἔλεγε μερικές σκέψεις καί ὁ Γρηγόριος συνέτασσε τό γράμμα. Συνέτασσε ὅλα τά γράμματα πού ἤθελε νά στείλει ὁ πατέρας του, τά πλούτιζε καί τά καλλώπιζε.
Σ’ αὐτό, λοιπόν, χωρίς περιστροφές ἔλεγε στούς ὑπεύθυνους ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς, ὅτι ἀνάγκη πᾶσα νά ἐκλεγεῖ ὁ Βασίλειος. Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος ἀπ’ ὅλους κι αὐτός μόνο μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στήν καταιγίδα τοῦ ἀρειανισμοῦ.
Τούς ἔλεγε πώς ἤλπιζε ν’ ἀσπασθοῦν τή γνώμη του κι ὅλα θά πᾶνε καλά. Λυπότανε πού τόν κρατοῦσε ἀκίνητο ἡ ἀρρώστεια καί δέ θά ἤτανε παρών στήν ἐκλογή.
Οἱ μέρες τοῦ καλοκαιριοῦ θερμές καί ἀργοκίνητες. Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ Βασιλείου δέν πήγαινε καλά. Καί τό φθινόπωρο, πού θά γινότανε ἡ ἐκλογή, ἔφτανε. Ἀπό τήν Καισάρεια, μάλιστα, κάποιοι κληρικοί γράψανε στό γερο - ἐπίσκοπο τῆς Ναζιανζοῦ, ζητώντας τή βοήθειά του καί τήν παρουσία του, ὑπέρ τοῦ Βασιλείου.
Ὅλα δείχνανε ὅτι μεγάλωσαν οἱ κίνδυνοι. Οἱ ἐλπίδες γιά τό Βασίλειο χάνονταν. Καί ὁ γέροντας, καρφωμένος πάντα στό κρεβάτι! Τουλάχιστον νά ξαναγράψουνε γράμματα. Νά σπρώξει κι ἄλλους νά συντρέξουνε τό Βασίλειο. Θυμήθηκε πρῶτο τόν Εὐσέβιο. Ἕναν ἐκλεκτό ἐπίσκοπο στά Σαμόσατα τῆς Συρίας.
Αὑτός γνώριζε τό Βασίλειο, ἤτανε ὀρθόδοξος καί πολύ συνετός κληρικός. Ζήτησε κι ἀπό τόν Εὐσέβιο νά τρέξει γρήγορα στήν Καισάρεια. Νά πάει ἐκεῖ ὅσο μποροῦσε νωρίτερα καί νά στηρίξει τό Βασίλειο, πρίν ἀρχίσει ὁ χειμώνας καί πρίν εἶναι πολύ ἀργά.
Ἔβαλε ἀκόμα τό γιό του κι ἔγραψε καί στούς ἐπισκόπους, πού εἶχαν ἤδη συναχτεῖ στήν Καισάρεια γιά τήν ἐκλογή –καλύτερα, γιά τά παρασκήνια τῆς ἐκλογῆς. Τό γράμμα ἦταν αὐστηρό κι ἐπιτιμητικό, γιατί ζητοῦσαν προφάσεις νά παραμερίσουν τό Βασίλειο καί διαδίδανε διάφορα.
Τούς ἐξόρκιζε, λοιπόν, ν’ ἀφήσουνε τίς προφάσεις καί νά ψηφίσουν Βασίλειο. Εἶναι ἀστεῖο αὐτό πού λέγανε, ὅτι τάχα θά τόν ψηφίζανε, ἄν δέν ἦταν ἄρρωστος:
-Ἡ ἀρρώστια, γιά τήν ὁποία μιλᾶτε, εἶναι πρόφαση. Ἄλλωστε δέ θά ἐκλέξετε ἀθλητή! Δάσκαλο καί πνευματικό πατέρα θά ἐπιλέξετε. Καί καλύτερος ἀπό τό Βασίλειο δέν ὑπάρχει. Ἤτανε κι αὐτό ἕνα τελευταῖο διάβημα, πού ὅμως δέν εἶχε ἀποτέλεσμα.
Ὅμως ἡ παρουσία στήν Καισάρεια τοῦ Εὐσεβίου Σαμοσάτων ἔγινε κάπως αἰσθητή. Αὐτός ἤξερε πρόσωπα καί πράγματα. Μίλησε παντοῦ γιά τήν ἀνωτερότητα τοῦ Βασιλείου. Προπαντός ἔδωσε θάρρος στούς ὀρθοδοξοῦντες ἐπισκόπους. Γιατί ὑπῆρχαν ὀθρόδοξοι, ἀλλά ἀπό φόβο σιωποῦσαν καί μέ τίς ἀπειλές ὑπόσχονταν νά ψηφίσουνε ἀρειανόφρονα.
Στή Ναζιανζό οἱ δύο Γρηγόριοι ἐντείνουν τίς προσπάθειες.
Εἴχανε δικούς τους ἀνθρώπους, πού πηγαινοέρχονταν Ναζιανζό –Καισάρεια. Μαθαίνανε ὅλα μέ κάθε λεπτομέρεια. Πρός τό τέλος Αὐγούστου τά πνεύματα δείχνανε ἀμφίβολα. Ἡ πλειοψηφία δέ φαινότανε ὑπέρ τοῦ Βασιλείου. Οἱ μέρες περνοῦσαν κι ὅλα μποροῦσαν νά χαθοῦν. Ἔστω καί γιά μία ψῆφο.
Ὁ γερο – Γρηγόριος κόντευε νά σκάσει ἀπό τή στενοχώρια του:
-Τώρα ἐπέτρεψες, Θεέ μου, τήν ἀρρώστια τούτη; Εὐλογημένο τ’ ὄνομά σου, ἀλλά κάνε κάτι! Χρειαζόμαστε τό Βασίλειο. Τόν χρειαζόμαστε γιά τήν Ὀρθοδοξία μας!
Ὅλη τή νύχτα, ἐνενήντα πέντε χρονῶν γέρος καί ἄρρωστος, δέν κοιμήθηκε. Προσευχότανε. Τό ἴδιο κι ὁ γιός του στό διπλανό δωμάτιο. Τό πρωί, ἀξημέρωτα, ὁ γιός- Γρηγόριος ἀκούει ἀπό τή διπλανή πόρτα τή φωνή τοῦ πατέρα:
-Σήκω, Γρηγόριε. Πές νά ἑτοιμάσουν τήν ἅμαξα.
Φέρε τό φορεῖο. Θά φύγω. Θά πάω μόνος μου, κινδυνεύουν ὅλα. Φοβᾶμαι τό Θεό, ἄν δέν κινηθῶ. Δέν μποροῦμε νά τόν ἀφήσουμε, ν’ ἀφήσουμε τό Βασίλειο τέτοια ὥρα. Ἀφοῦ δέν πᾶς ἐσύ, θά πάω ἐγώ.. κι ἄς πεθάνω. Τό Βασίλειο νά ψηφίσω.. κι ἄς γίνει τάφος μου ἡ Καισάρεια.
-Μά, πατέρα....., πῆγε νά ψελλίσει ὁ Γρηγόριος.
-Τίποτα, μή λές κουβέντα. Τώρα μιλᾶμε γιά τήν Ἐκκλησία! Ἤ ζοῦμε ἤ πεθαίνουμε...
Ὁ Γρηγόριος ἔσκυψε τό κεφάλι. Δέν ἄρθρωσε ἄλλη λέξη. Αἰσθανότανε ντροπή; Αἰσθανότανε μικρότητα; Δέν ξέρουμε. Ἡ τελευταία καί μόνιμη πάντως δικαιολογία του, ὅτι δέν πάει στήν Καισάρεια, γιά νά μήν εἰποῦν τάχα ὅτι προσωποληπτεῖ ὑπέρ τοῦ φίλου του Βασιλείου, δέν τόν ἀναπαύει πιά. Ἤτανε μικρή γιά τόσο μεγάλη περίσταση.
Βγῆκε ἀμέσως ἀπό τά ὑπνοδωμάτια, κατέβηκε τίς σκάλες καί φώναξε τούς ἀνθρώπους, πού εἴχανε τήν εὐθύνη τῶν ζώων καί τῆς μικρῆς ἅμαξας, πού ἦταν γιά πολύ καιρό ἀχρησιμοποίητη. Γύρισε πάλι νά βρεῖ καί νά τακτοποιήσει τό φορεῖο. Τό ἄνοιξε καλά. Τό κοίταξε κάμποσα λεπτά καί σκεφτόταν: τό φορεῖο τοῦτο δίχως ἄλλο θά γίνει ὁ τάφος τοῦ πατέρα του –τόσο ἄρρωστος πού ἤτανε.
Ὅλα ἑτοιμάστηκαν γρήγορα. Καί τό θαυμαστό εἶναι ὅτι ἔδειχνε ἀπρόσμενη ζωντάνια ὁ ἄρρωστος γερο –Γρηγόριος. Μέ τό πού πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει στήν Καισάρεια, φάνηκε στό πρόσωπό του μιά εὐεξία, πού κανείς δέν τήν περίμενε. Ἀπό τό κρεββάτι τόν ξάπλωσαν προσεχτικά στό φορεῖο.
Καί μετά ἔβαλαν τό φορεῖο στήν ἅμαξα. Ὅλοι παρακολουθούσανε σαστισμένοι καί σταυροκοπιοῦνταν. Τί θαῦμα ἤτανε πάλι τοῦτο! Ὁ γέροντας, πού μῆνες τώρα δέ σάλευε τά μέλη του... Ὁ ἄρρωστος, πού μόνο ψίθυρο ἄκουγες ἀπό τό στόμα του...
Ὁ γερο- Γρηγόριος νίκησε. Σέ λίγες μέρες ἔφτασε στήν Καισάρεια. Ὅλοι ἀνατρίχιασαν. Ἔνιωσαν ὅτι μπαίνει στήν πόλη σεβάσμιος πατριάρχης, σημεῖο Θεοῦ. Ἀναθάρρησαν οἱ ὀρθόδοξοι. Συγκινήθηκαν καί λίγοι ἀμφιταλαντευόμενοι. Ἡ ζυγαριά ἔκλινε. Ὁ Βασίλειος ἐκλέχτηκε μητροπολίτης Καισαρείας.
Οἱ ὀρθόδοξοι ὑψώσανε δοξολογία, πού ζήλεψαν καί οἱ ἄγγελοι.
Μεγάλη μέρα γιά τήν Ἐκκλησία. Τό πόσο μεγάλη, φαίνεται ἀπό τό ἑξῆς: Ἡ ἐπέλαση τοῦ Οὐάλη στή Μικρασία πλησίαζε. Δέ θ’ ἄφηνε ὀρθόδοξο γιά ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο στή θέση του. Μέχρι τώρα, ὅποιος τοῦ ἀντιστεκότανε πάθαινε χίλια δεινά καί ἐξοριζότανε. Ὁ Οὐάλης τσακίστηκε μόνο στόν ἱερό βράχο τῆς Καισάρειας, στό Βασίλειο.
Τρεῖς φορές δοκίμασε νά τόν ἐξουθενώσει καί νά τόν ἐξορίσει. Καί τίς τρεῖς ἀπέτυχε. Ὑποχώρησε ντροπιασμένος. Ἐπίσης, δέν ἐξόρισε οὔτε τό Γρηγόριο. Τόν σεβάστηκε. Στίς συνειδήσεις ὅλως, φίλων κι ἐχθρῶν, ὁ Γρηγόριος ἀποτελοῦσε τόν ἱερό ἀετό τῆς Θεολογίας. Καί ποιός θά τολμοῦσε στούς αἰθέρες νά πιάσει τόν ἀετό;
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
σελ.90-96
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
1 Νοεμβρίου 2013
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ὁ πληγωμένος Ἀετός - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας