Οἱ ἄνθρωποι τοῦ καραβιοῦ εἶχαν ὅλοι παραδοθεῖ στό φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ
χάρος ἔπαιζε ἀνατριχιαστικό παιχνίδι μαζί τους. Πιστοί καί ἄπιστοι,
χριστιανοί καί εἰδωλολάτρες, ψιθύριζαν προσευχές. Παρακαλοῦσαν τό Θεό
καί τούς δαίμονες γιά τή ζωή τους. Ὑπόσχονταν πολλά κι ἐκλιπαροῦσαν.
Ὁ Γρηγόριος ἔδειξε ἀπό τήν ἀρχή αὐτοσυγκράτηση. Φοβόταν, ἔτρεμε, ὡστόσο κυριαρχοῦσε στά νεῦρα του. Ἀλλά γιά πόσο; Τό κακό κρατοῦσε μέρες καί μέρες. Ὅλοι γύρω του ἀποκαμωμένοι. Ἀπό φόβο καί ναυτία κίτρινοι κι ἐξαθλιωμένοι. Σάν πτώματα κοίτονταν, ἄλλος ἐδῶ κι ἄλλος ἐκεῖ.
Τόν εἶχαν ἤδη γνωρίσει τόν Γρηγόριο, εἶχαν προσέξει τήν ὡριμότητα καί τή σύνεσή του. Καί τώρα τόν μιμοῦνται συνειδητά καί ἀσυνείδητα. Πολλοί, ἀπό τούς μή χριστιανούς δηλαδή, προσεύχονταν, προσπαθοῦσαν νά προσευχηθοῦν, ὅπως ὁ Γρηγόριος. Ἐπικαλοῦνταν κι αὐτοί τό Χριστό καί ζητοῦσαν συγχώρηση. Ὁ φόβος τούς ἔκανε νά σκεφτοῦν τόν ἀληθινό Θεό.
Καί τό δράμα συνεχιζόταν. Γιά μέρες δέν ἔβλεπαν φῶς. Οὔτε στεριά, οὔτε νησί. Ποῦ πήγαιναν, δέν ἤξεραν. Τό σκαρί δέ θ’ ἄντεχε γιά πολύ. Τό λίγο φῶς πού ἔβλεπαν γιά εἴκοσι σχεδόν ἡμέρες, ἤτανε τό φῶς τῶν ἀστραπῶν πού σκίζανε οὐρανό καί θάλασσα.
Ἔδειχαν τό χαλασμό πού γινότανε γύρω κι ἔστελναν πίσω τους βροντές καί τρομακτικό μπουμπουνητό. Ποτέ ὁ Γρηγόριος δέν εἶχε σκεφτεῖ ὅτι τό φῶς μπορεῖ νά εἶναι τρομακτικό. Καί τώρα του ἔγινε ἀφορμή ν’ ἀναλογιστεῖ πάλι ἀπό τήν ἀρχή τήν κατάστασή του.
Γιατί ἔτσι πού συνέχιζαν τό φοβερό κακό, φαινόταν ἀπίθανο νά ζήσουν. Ἀκόμα κι ἄν ἄντεχε τό σκαρί, πράγμα φυσιολογικά ἀδύνατο, οἱ ἄνθρωποι θά πέθαιναν ἀπό ἀρρώστιες καί δίψα. Κυρίως ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θάλασσας καί τήν ἔλλειψη νεροῦ. Ἀπό τίς πρῶτες κιόλας μέρες τῆς τρικυμίας, σέ μιά στιγμή τό καράβι ἔγειρε πολύ. Τό τεπόζιτο τοῦ νεροῦ ἔγειρε κι αὐτό, ἔσπασε καί τό νερό χύθηκε στή θάλασσα. Οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν νά χαροπαλεύουν χωρίς νερό καί ἄρα χωρίς ἐλπίδα.
Ὅλα τοῦτα μαζί ἔγιναν ἀδιάλυτος κόμπος γιά τό Γρηγόριο, πού γιά πρώτη φορά συνδύασε τό θάνατο, πού ἦταν μπροστά στά μάτια του, καί τό βάπτισμα, πού δέν εἶχε ἀκόμα δεχτεῖ. Καλά, νά πεθάνει, ἔστω στή θάλασσα! Ὅμως ἀβάπτιστος; Ἔτσι κι ἀλλιῶς, κάποτε ὁ ἄνθρωπος νέος ἤ γέρος, πεθαίνει.
Μά νά πεθάνει ἀβάπτιστος; Νά μήν ἔχει καθαρθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία; Νά μήν ἔχει ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό; Ἀπό μικρό παιδί πίστευε στό Χριστό και τώρα νά χαθεῖ χωρίς νά βαπτιστεῖ; Τά σκεπτότανε κι ἀπό τήν ἔνταση πάθαινε ἴλιγγο. Ἔπιασε μέ τά δύο χέρια τό κεφάλι του. Ἔσφιξε τά μελίγγια του νά μή πεταχτοῦν ἔξω ἀπό τό κρανίο. Ἔβγαλε φωνή ἀπελπισίας καί θρήνου ἀσήκωτου.
-Θεέ μου, χάνομαι, ἄκουσε τό παιδί, πού καθόταν δίπλα του.
-Αὐτὸ εἶναι χαμός ἀληθινός, συνέχισε, Χριστέ μου ἔλεος...
Ἔπεσε πάραυτα στά γόνατα κι ἄρχισε θερμή προσευχή. Ὅσο προσευχόταν, τόσο συνειδητοποιοῦσε τό αἰώνιο κακό πού τόν ἀπειλοῦσε. Ἀβάπτιστος θά ἔχανε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐφόσον δέν εἶχε ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό θά ἔμενε στήν αἰωνιότητα χωρίς Χριστό. Κρύος ἱδρώτας τόν ἔλουσε. Τό ξάστερο εὐρύ μέτωπό του σκοτείνιασε, ρυτιδώθηκε. Σταγόνες ἱδρώτα ἔπεφταν στό πάτωμα, ζήταγε ἀπό τό Θεό ἔλεος.
Ὁ Γρηγόριος ἔδειξε ἀπό τήν ἀρχή αὐτοσυγκράτηση. Φοβόταν, ἔτρεμε, ὡστόσο κυριαρχοῦσε στά νεῦρα του. Ἀλλά γιά πόσο; Τό κακό κρατοῦσε μέρες καί μέρες. Ὅλοι γύρω του ἀποκαμωμένοι. Ἀπό φόβο καί ναυτία κίτρινοι κι ἐξαθλιωμένοι. Σάν πτώματα κοίτονταν, ἄλλος ἐδῶ κι ἄλλος ἐκεῖ.
Τόν εἶχαν ἤδη γνωρίσει τόν Γρηγόριο, εἶχαν προσέξει τήν ὡριμότητα καί τή σύνεσή του. Καί τώρα τόν μιμοῦνται συνειδητά καί ἀσυνείδητα. Πολλοί, ἀπό τούς μή χριστιανούς δηλαδή, προσεύχονταν, προσπαθοῦσαν νά προσευχηθοῦν, ὅπως ὁ Γρηγόριος. Ἐπικαλοῦνταν κι αὐτοί τό Χριστό καί ζητοῦσαν συγχώρηση. Ὁ φόβος τούς ἔκανε νά σκεφτοῦν τόν ἀληθινό Θεό.
Καί τό δράμα συνεχιζόταν. Γιά μέρες δέν ἔβλεπαν φῶς. Οὔτε στεριά, οὔτε νησί. Ποῦ πήγαιναν, δέν ἤξεραν. Τό σκαρί δέ θ’ ἄντεχε γιά πολύ. Τό λίγο φῶς πού ἔβλεπαν γιά εἴκοσι σχεδόν ἡμέρες, ἤτανε τό φῶς τῶν ἀστραπῶν πού σκίζανε οὐρανό καί θάλασσα.
Ἔδειχαν τό χαλασμό πού γινότανε γύρω κι ἔστελναν πίσω τους βροντές καί τρομακτικό μπουμπουνητό. Ποτέ ὁ Γρηγόριος δέν εἶχε σκεφτεῖ ὅτι τό φῶς μπορεῖ νά εἶναι τρομακτικό. Καί τώρα του ἔγινε ἀφορμή ν’ ἀναλογιστεῖ πάλι ἀπό τήν ἀρχή τήν κατάστασή του.
Γιατί ἔτσι πού συνέχιζαν τό φοβερό κακό, φαινόταν ἀπίθανο νά ζήσουν. Ἀκόμα κι ἄν ἄντεχε τό σκαρί, πράγμα φυσιολογικά ἀδύνατο, οἱ ἄνθρωποι θά πέθαιναν ἀπό ἀρρώστιες καί δίψα. Κυρίως ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θάλασσας καί τήν ἔλλειψη νεροῦ. Ἀπό τίς πρῶτες κιόλας μέρες τῆς τρικυμίας, σέ μιά στιγμή τό καράβι ἔγειρε πολύ. Τό τεπόζιτο τοῦ νεροῦ ἔγειρε κι αὐτό, ἔσπασε καί τό νερό χύθηκε στή θάλασσα. Οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν νά χαροπαλεύουν χωρίς νερό καί ἄρα χωρίς ἐλπίδα.
Ὅλα τοῦτα μαζί ἔγιναν ἀδιάλυτος κόμπος γιά τό Γρηγόριο, πού γιά πρώτη φορά συνδύασε τό θάνατο, πού ἦταν μπροστά στά μάτια του, καί τό βάπτισμα, πού δέν εἶχε ἀκόμα δεχτεῖ. Καλά, νά πεθάνει, ἔστω στή θάλασσα! Ὅμως ἀβάπτιστος; Ἔτσι κι ἀλλιῶς, κάποτε ὁ ἄνθρωπος νέος ἤ γέρος, πεθαίνει.
Μά νά πεθάνει ἀβάπτιστος; Νά μήν ἔχει καθαρθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία; Νά μήν ἔχει ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό; Ἀπό μικρό παιδί πίστευε στό Χριστό και τώρα νά χαθεῖ χωρίς νά βαπτιστεῖ; Τά σκεπτότανε κι ἀπό τήν ἔνταση πάθαινε ἴλιγγο. Ἔπιασε μέ τά δύο χέρια τό κεφάλι του. Ἔσφιξε τά μελίγγια του νά μή πεταχτοῦν ἔξω ἀπό τό κρανίο. Ἔβγαλε φωνή ἀπελπισίας καί θρήνου ἀσήκωτου.
-Θεέ μου, χάνομαι, ἄκουσε τό παιδί, πού καθόταν δίπλα του.
-Αὐτὸ εἶναι χαμός ἀληθινός, συνέχισε, Χριστέ μου ἔλεος...
Ἔπεσε πάραυτα στά γόνατα κι ἄρχισε θερμή προσευχή. Ὅσο προσευχόταν, τόσο συνειδητοποιοῦσε τό αἰώνιο κακό πού τόν ἀπειλοῦσε. Ἀβάπτιστος θά ἔχανε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐφόσον δέν εἶχε ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό θά ἔμενε στήν αἰωνιότητα χωρίς Χριστό. Κρύος ἱδρώτας τόν ἔλουσε. Τό ξάστερο εὐρύ μέτωπό του σκοτείνιασε, ρυτιδώθηκε. Σταγόνες ἱδρώτα ἔπεφταν στό πάτωμα, ζήταγε ἀπό τό Θεό ἔλεος.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
σελ.29-52
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/09/blog-post_8750.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας